Η ελληνογαλλική συνεργασία για τις ανάγκες του ΥΠΕΘΑ σε δορυφορικές αναγνωρίσεις
Η αναφορά του Γενικού Διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης Αμυντικών Εξοπλισμών και Επενδύσεων (ΓΔΑΕΕ/ ΥΠΕΘΑ ) τον Σεπτέμβριο 2022 ότι «Η ελληνογαλλική συνεργασία ξεκίνησε με το πρόγραμμα Helios το οποίο έχει ολοκληρωθεί επιτυχώς» και ότι «προχωρούν οι διαδικασίες για συμμετοχή στο πρόγραμμα CSO», ήλθε να επιβεβαιώσει επίσημα αυτό που εκτιμούσαν οι ασχολούμενοι με το αναγνωριστικό δορυφορικό πρόγραμμα του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Το ΥΠΕΘΑ επέλεξε ορθολογικά να συνεχίσει την ελληνογαλλική συνεργασία στο Διάστημα συμμετέχοντας στο διάδοχο σύστημα του Helios-II, CSO (Composante Spatiale Optique).
Η Ελλάδα συμμετείχε από το 2006 στο πρόγραμμα Helios-II, ως συνιδιοκτήτης ενός ποσοστού 2,5%, για το οποίο όμως, λόγω και της υφιστάμενης διαβάθμισής του ως απόρρητο, δεν υπάρχουν πολλές ειδικές αναφορές. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που και η υπόψιν αναφορά, που έγινε στο πλαίσιο του Thessaloniki Helexpo Forum με θέμα «Η διαστημική και αμυντική βιομηχανία / Νέες προοπτικές συνεργασίας Ελλάδας-Γαλλίας», δεν έλαβε μεγάλες διαστάσεις στον Τύπο.
Είχε προηγηθεί τον Ιανουάριο του 2022 η επίσκεψη του Γάλλου Αρχηγού ΓΕΕΘΑ και η υπογραφή με τον Έλληνα ομόλογό του κειμένου «Κατευθυντήριων Οδηγιών για την Αναβάθμιση της Ελληνογαλλικής Στρατιωτικής Συνεργασίας», σε εφαρμογή της πρόσφατης «Συμφωνίας για την Εγκαθίδρυση Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης για την Συνεργασία στην Άμυνα και την Ασφάλεια» που υπεγράφη μεταξύ των Κυβερνήσεων των δύο Χωρών. Ανάμεσα στις εξειδικεύσεις για την υλοποίηση της υπόψη Στρατιωτικής Συνεργασίας Ελλάδος – Γαλλίας περιλαμβάνεται και το Διάστημα, χωρίς άλλες πληροφορίες.
Το γαλλικό στρατιωτικό πρόγραμμα CSO θα διαδεχθεί το πρόγραμμα Helios-II, το οποίο έπαψε να λειτουργεί στις αρχές του 2022, μετά από μια μεγάλη χρονική διάρκεια λειτουργίας (ο πρώτος Helios-II εκτοξεύτηκε το 2004 και ο δεύτερος το 2009). Και οι δύο δορυφόροι είχαν σχεδιαστεί να λειτουργήσουν από 5-7 χρόνια. Το ΥΠΕΘΑ άρχισε να λειτουργεί τον επίγειο σταθμό λήψης του ΓΕΕΘΑ στην Τανάγρα το 2010, συνεπώς εκμεταλλεύτηκε το σύστημα πιο πολύ χρόνο από όσο είχε αρχικά εκτιμηθεί το 2004-2005 στο στάδιο των διαπραγματεύσεων. Στο μεσοδιάστημα μέχρι να ολοκληρωθούν οι απαιτούμενες αλλαγές στον επίγειο σταθμό, οι εθνικές ανάγκες καλύπτονται από εικόνες εμπορικών δορυφόρων.
Η σημασία του Helios-ΙΙ στην πληροφόρηση και λήψη αποφάσεων έγινε ευρύτερα γνωστή κατά την διάρκεια της διαχείρισης των κρίσεων του 2020, τόσο στον Έβρο όσο και στο Αιγαίο. Το νέο σύστημα CSO έχει καλύτερες προδιαγραφές και ικανότητες, και αναμένεται να συμβάλλει σε μεγαλύτερο ακόμα βαθμό στην υποστήριξη της εθνικής ασφάλειας της χώρας.
Η υπόψιν επιβεβαίωση δίνει αφορμή να γίνει μια ανασκόπηση της πορείας του αναγνωριστικού δορυφορικού προγράμματος του ΥΠΕΘΑ, οι ρίζες του οποίου πηγαίνουν πολλά χρόνια πίσω. Μέσω αυτής θα φανεί η όλη προσέγγιση η οποία επέτρεψε την οικοδόμηση και παγίωση αυτής της διακυβερνητικής στρατιωτικής συνεργασίας. Αυτή μπορεί να κατηγοριοποιηθεί στις ακόλουθες διακριτές φάσεις:
1.Η αποτυχημένη απόπειρα εκμετάλλευσης εικόνων του Helios-I (1998)
2.H υπογραφή του κειμένου των Κοινών Επιχειρησιακών Απαιτήσεων (2003)
3.Η συμμετοχή του ΥΠΕΘΑ στο Helios-II (2005-06)
4.Συμμετοχή στο Πολυεθνικό Διαστημικό Σύστημα Απεικόνισης (MUSIS, 2006)
5.Η συμμετοχή στο πρόγραμμα CSO.
Κρίνεται όμως σκόπιμο να προδιαγραφεί το πλαίσιο εντός του οποίου επιτεύχθηκε η Ελληνογαλλική συνεργασία στο Διάστημα. Το ΥΠΕΘΑ υπήρξε το πρώτο Υπουργείο και παραμένει ακόμα το μόνο που καθόρισε την Πολιτική του για το Διάστημα το 1995 (και επικαιροποιήθηκε το Νοέμβριο 2006). Σε ό,τι αφορά στο Διαστημικό πρόγραμμα που την υλοποιεί, για τον τομέα της παρατήρησης της γης από το Διάστημα, αυτό καθορίστηκε με την 9η/1999 απόφαση του Συμβουλίου Άμυνας (ΣΑΜ) για προμήθεια ενός επίγειου σταθμού λήψης εικόνων από εμπορικούς δορυφόρους με οπτικούς και RADAR αισθητήρες (ώστε να είναι δυνατή η λήψη εικόνων παντός καιρού και φωτός).
Ο φορέας που υποστήριζε το επιχειρησιακό έργο των Γενικών Επιτελείων (μέσω του ΓΕΕΘΑ) και άλλων εθνικών φορέων στον τομέα συλλογής πληροφοριών μέσω διαχείρισης (συλλογής-επεξεργασίας-φωτοερμηνείας-διανομής) δορυφορικών εικόνων καθώς και της συμμετοχής σε εθνική εκπροσώπηση σε σχετικές με την δορυφορική παρατήρηση επιτροπές της ΔΕΕ, ΟΗΕ, και ΝΑΤΟ, ήταν το Εθνικό Κέντρο Διαστημικών Εφαρμογών (ΕΚΔΕ) της Πολεμικής Αεροπορίας (βάσει της υπ. Αριθμ. 6 γνωμάτευση της 34ης/16-11-1995 συνεδρίασης του Συμβουλίου Αρχηγών Γενικών Επιτελείων).
Αν και το ΕΚΔΕ βασίστηκε αρχικά στην κάλυψη των απαιτήσεων των Γενικών Επιτελείων μέσω εικόνων εμπορικών δορυφόρων, σύντομα εμφανίστηκαν οι περιορισμοί των τελευταίων σε ό,τι αφορούσε την διαθεσιμότητα και την εμπιστευτικότητα των αιτημάτων. Για τον λόγο αυτό υπήρξε αναγκαία η διερεύνηση εναλλακτικών τρόπων. Πέραν της αυτονομίας, που δεν υπήρχε ως επιλογή στο κείμενο της Πολιτικής του 1995, η σύναψη διακρατικής συμφωνίας με μια από τις χώρες που διαθέτουν εθνικούς δορυφόρους, ήταν η εναλλακτική επιλογή.
Η ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΗ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΕΙΚΟΝΩΝ ΤΟΥ HELIOS-I (1998)
Η πρώτη συζήτηση για την εκμετάλλευση εικόνων του φωτοαναγνωριστικού δορυφόρου Helios-I έγινε στο Παρίσι μεταξύ επιτελών της ελληνικής και γαλλικής Πολεμικής Αεροπορίας το 1998. Είχε προηγηθεί η παροχή εικόνων από την Γαλλία στο Δορυφορικό Κέντρο (SatCen) της Δυτικοευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ, 1997-2001). Έλληνες αξιωματικοί του ΕΚΔΕ που είχαν τοποθετηθεί στο SatCen είχαν την δυνατότητα να εκτιμήσουν τις δυνατότητες που θα παρείχε στο ΥΠΕΘΑ η πρόσβαση σε αυτές.
Το Helios-I υπήρξε το πρώτο συνεργατικό πρόγραμμα. Η Γαλλία, η Ιταλία, και η Ισπανία αποφάσισαν το 1987 να συνδυάσουν τις προσπάθειες και τους προϋπολογισμούς τους για την απόκτηση αυτού του πρώτου συστήματος παρατήρησης της Γης για στρατιωτικούς σκοπούς. Στο τριμερές πρόγραμμα αυτό, η Γαλλία είχε το 80%, η Ιταλία το 14% και η Ισπανία το 6%. Η εκτόξευση του Helios-I το 1995 με διακριτική ικανότητα 1 μέτρου, δημιούργησε και σε ευρωπαϊκό επίπεδο την αντίληψη της χρησιμότητας των διαστημικών μέσων για τις Ένοπλες Δυνάμεις.
Η ελληνική απόπειρα να λάβει διμερώς εικόνες του Helios-I δεν υπήρξε ως προς τούτο επιτυχής, αλλά άνοιξε έναν δρόμο για το μέλλον, αφού το Bureau Espace του γαλλικού Υπουργείου Άμυνας αντιπρότεινε την συμμετοχή στο επερχόμενο Helios-II στο επιχειρησιακό επίπεδο. Σημειώθηκε όμως ότι δεν υπήρχε δυνατότητα συνεργασίας σε βιομηχανικό επίπεδο και αναμονή ανταποδοτικών οφειλών για την ελληνική βιομηχανία, γιατί η κατασκευή του συστήματος είχε προχωρήσει πολύ.
Το ΓΕΑ υπέβαλλε σχετική ενημέρωση στην Γενική Διεύθυνση Εξοπλισμών προς λήψη απόφασης. Τελικά, τον Απρίλιο 2001 ο Έλληνας Υπουργός Άμυνας εξεδήλωσε στον Γάλλο ομόλογό του το ενδιαφέρον συμμετοχής της χώρας στο Helios-ΙΙ. Εν τούτοις εκείνη την περίοδο η Γαλλία εξέταζε το ενδεχόμενο να προσφέρει την θέση στο Δορυφορικό Κέντρο (που εντάχθηκε από το 2002 στην ΕΕ), οπότε το θέμα έμεινε σε εκκρεμότητα.
H ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ (2003)
Παράλληλα, στην Σύνοδο της Νίκαιας, τον Δεκέμβριο του 2000, η ΕΕ είχε αποφασίσει να αποκτήσει «κοινές ικανότητες για διοίκηση, έλεγχο, και πληροφορίες, μέσα από εθνικές και κοινές πρωτοβουλίες». Οικοδομώντας επί της απόφασης αυτής, η Γαλλία εκπόνησε ένα κείμενο για κοινές επιχειρησιακές απαιτήσεις που αφορούσε στην σταδιακή ευρωπαϊκή συνεργασία στην δορυφορική παρατήρηση για στρατιωτικούς σκοπούς.
Το 2001 οι Αρχηγοί ΓΕΕΘΑ των 5 χωρών (των τριών χωρών του Helios-I στις οποίες προστέθηκαν η Γερμανία και το Βέλγιο) υπέγραψαν το κείμενο με τον τίτλο BOC (Besoins Operationnels Communs) που αποτελούσε ένα μη δεσμευτικό κείμενο κατευθυντήριων αρχών, χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένα συστήματα. Το BOC που η γαλλική πλευρά προώθησε το 2002 στο ΥΠΕΘΑ προέβλεπε ότι στο πρώτο στάδιο (μέχρι το 2010) οι ανωτέρω ευρωπαϊκές χώρες προτίθενται να αναπτύξουν πολυμερείς συνεργασίες χρησιμοποιώντας υφιστάμενα ή επερχόμενα εθνικά συστήματα άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Σε δεύτερο στάδιο (μετά το 2010-12) προγραμματίζονταν η ανάπτυξη μιας δεύτερης γενιάς συστημάτων, που θα αποτελούσαν ένα παγκόσμιο ευρωπαϊκό σύστημα παρατήρησης γης.
Η εισήγηση του ΓΕΑ το 2002 υπήρξε θετική ως προς την υπογραφή του κειμένου BOC. Από την επεξεργασία του θέματος βρέθηκε ότι οι επιχειρησιακές απαιτήσεις που αναφέρονταν στο BOC, υπερκάλυπταν εκείνες των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων που είχαν συμπεριληφθεί σε Μελέτη του ΓΕΑ/ΕΚΔΕ το 1998 μετά από εντολή του Υπουργού Εθνικής Άμυνας. Η συμμετοχή στο BOC ήταν επίσης συμβατή με την Πολιτική Διαστήματος του ΥΠΕΘΑ και δεν είχε άμεσα οικονομικό κόστος. Επίσης λήφθηκε υπόψιν ότι δεν υπήρχαν ακόμα ενδείξεις δυνατότητας συμμετοχής στο Helios–ΙΙ. Έτσι, αναδείχθηκε η πολιτική διάσταση του ζητήματος, αφού η συμμετοχή στο BOC έδειχνε ότι μια χώρα συμμερίζεται την ανάγκη κοινής ανάπτυξης ενός ευρωπαϊκού δορυφορικού συστήματος παρατήρησης γης και μιας κοινής προσέγγισης στο θέμα αυτό.
Ομοίως, λήφθηκε υπόψιν η υποστήριξη της Γαλλίας στην ελληνική πρωτοβουλία «ESDP and Space» που υπεβλήθη το 2002 στην Στρατιωτική Επιτροπή ΕΕ στο πλαίσιο της Ελληνικής Προεδρίας στην ΕΕ, η οποία τελικά υπήρξε επιτυχής αφού προέκυψαν δύο θετικές αποφάσεις του Συμβουλίου. Το 2003 το Συμβούλιο για πρώτη φορά «αναγνώρισε την σημασία των διαστημικών εφαρμογών και λειτουργιών που απαιτούνται προκειμένου να ενισχυθούν οι ικανότητες της ΕΕ να διεξάγει επιχειρήσεις διαχείρισης κρίσεων». Το 2004 το Συμβούλιο καθόρισε την Πολιτική Διαστήματος στον τομέα της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας (European Space Policy: «ESDP and Space»), τονίζοντας στην πρώτη παράγραφό της ότι «Μετά από την λεπτομερή μελέτη που εξέδωσε η Ελληνική Προεδρία επί της στρατιωτικής ανάγκης, αναγνωρίστηκε η σημασία των διαστημικών εφαρμογών και λειτουργιών από το Συμβούλιο στις 19 Μαΐου 2003 καθώς επίσης στην Έκθεση της Προεδρίας για την ΕΠΑΑ, που υιοθετήθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στην Θεσσαλονίκη στις 19-20 Ιουνίου 2003.
Η πρωτοβουλία για το Διάστημα από μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα, διευκόλυνε τις γαλλικές επιδιώξεις. Όπως ανέφερε στις 11 Νοεμβρίου 2002 ο Γενικός Διευθυντής του Γάλλου Υπουργού σε ειδική σύνοδο που έγινε στο Επιτελείο του Υπουργού (ΕΠΥΕΘΑ) στην Αθήνα, η Γαλλία είχε πολλές φορές προσπαθήσει να βάλει την διάσταση ασφάλειας και άμυνας ως πτυχή της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Διαστήματος, χωρίς αποτέλεσμα. Μάλιστα, γαλλικός στόχος ήταν η αναβάθμιση του BOC από το στάδιο της πολυμερούς πρωτοβουλίας, σε πρωτοβουλία της ΕΕ.
Η εισήγηση του ΓΕΑ έγινε δεκτή από την στρατιωτική και πολιτική ιεραρχία. Την ανακοίνωση συμμετοχής του ΥΠΕΘΑ στο BOC έκανε ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας στις 8 Μαΐου 2003 κατά την έναρξη των εργασιών συνάντησης που αφορούσε στις διαστάσεις Ασφάλειας και Άμυνας της μελλοντικής Ευρωπαϊκής Διαστημικής Πολιτικής, που συνδιοργανώθηκε από την Ελληνική Προεδρία της ΕΕ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην Αθήνα.
Η επιστολή που απέστειλε ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ προς τους πέντε ομολόγους του τον Ιούλιο του 2003, τοποθέτησε επίσημα την Ελλάδα μέσα στην μικρή ομάδα των ευρωπαϊκών χωρών που είχαν στρατιωτικές δορυφορικές ικανότητες αναγνώρισης και θα επέτρεπε την λήψη αποφάσεων στο μέλλον που θα βασίζονταν σε κοινά δεδομένα, γνώση και εμπειρία.
Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ ΥΠΕΘΑ ΣΤΟ HELIOS-II (2005-06)
Ήταν η Υπουργός Άμυνας της Γαλλίας που στις 30 Νοεμβρίου 2004 έθεσε σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Έλληνα ομόλογό της το θέμα της δυνατότητας συμμετοχής της χώρας μας στο Helios-ΙΙ, προσκαλώντας τον στο Παρίσι, λίγες ημέρες πριν την εκτόξευση του πρώτου δορυφόρου (Δεκέμβριος 2004).
Στην Ελλάδα προσφέρθηκε η τελευταία διαθέσιμη θέση στο Ηelios-II που είχε σχεδιαστεί για να μπορεί να εξυπηρετήσει μόνο έξι χώρες, μέσω δύο δορυφόρων του που είχαν προσδόκιμο όριο ζωής τους τα 5-7 έτη. Από τα διαθέσιμα κανάλια, τα τρία είχαν δεσμευτεί για τις χώρες που συμμετείχαν ήδη στο πρόγραμμα Helios-I (Γαλλία, Ισπανία, και Βέλγιο). Τα υπόλοιπα δύο δεσμεύτηκαν για την Γερμανία και την Ιταλία στο πλαίσιο διμερών συμφωνιών για ανταλλαγή εικόνων Helios-II με αντίστοιχες από τα υπό ανάπτυξη συστήματά τους (ήτοι το γερμανικό SAR-Lupe και το ιταλικό COSMO/Skymed, και τα δύο με αισθητήρα SAR). Αν και η Γαλλία προσέφερε την έκτη θέση στο Δορυφορικό Κέντρο, ώστε να διαθέτει η ΕΕ στο ικανότητα real-time λήψης εικόνων, αυτό δεν κατέστη εφικτό.
Η πολιτική εντολή για διαπραγματεύσεις με σκοπό την συμμετοχή (ή μη) του ΥΠΕΘΑ στο υπόψη πρόγραμμα εξετάστηκε αρχικά από το ΕΠΥΕΘΑ και υλοποιήθηκε επιτυχώς από Επιτροπή υπό την αιγίδα της τότε Γενικής Γραμματείας Οικονομικού Σχεδιασμού και Αμυντικών Επενδύσεων (ΓΓΟΣΑΕ). Υπό την Προεδρία του Γενικού Διευθυντή της ΓΓΟΣΑΕ/ ΓΔΑΒΕ, στην Επιτροπή συμμετείχαν συνολικά δύο μέλη της ΓΓΟΣΑΕ, τρείς αξιωματικοί του ΓΕΑ, και ένας του ΓΕΕΘΑ.
Η γνωστή και ως «Επιτροπή Τενεκούδη», μετά από 6 μήνες διμερών διαπραγματεύσεων που ολοκληρώθηκαν τον Οκτώβριο 2005, εισηγήθηκε την συμμετοχή του ΥΠΕΘΑ στο Helios-II. Επίσης συνέταξε με την συνεργασία και του ΥΠΕΞ Συμφωνία Συνεργασίας, που υπεγράφη στις 31 Αυγούστου 2006 και που κυρώθηκε από την Βουλή με το Ν.3456/07.
Από τους ιστορικούς του μέλλοντος οφείλει να καταγραφεί το γεγονός ότι το έργο της Επιτροπής ολοκληρώθηκε «παρά τη μεγάλη αντίσταση από ορισμένα συμφέροντα εντός και εκτός στρατεύματος που δεν ήθελαν με τίποτα το Helios», σύμφωνα με επιστολή που αποδίδεται σε μέλος της. Για να ξεπεραστούν οι υπόψιν δυσκολίες, αποφασίστηκε από τον Υπουργό Άμυνας, με εισήγηση του ΓΕΑ, η δημιουργία Γραφείου Διαστήματος στο ΕΠΥΕΘΑ.
Ακολούθως, άλλη Επιτροπή, υπό το ΓΕΕΘΑ ανέλαβε από το 2006 να υλοποιήσει την τελική απόφαση. Το ΓΕΕΘΑ εκπόνησε σχετική Μελέτη για τις διαδικασίες που έπρεπε να ακολουθηθούν για την ταχεία υλοποίηση του προγράμματος. Ανάμεσα στις προβλέψεις ήταν και η αναδιοργάνωση του Εθνικού Κέντρου Διαστημικών Εφαρμογών της Πολεμικής Αεροπορίας υπό διακλαδική πλέον σύνθεση, και υπαγωγή του στο ΓΕΕΘΑ, μέχρι την εγκατάσταση του σταθμού λήψεως εικόνων από τον δορυφόρο Helios-ΙΙ. Τον Νοέμβριο του 2006, με νεότερη απόφαση του ΣΑΓΕ το ΕΚΔΕ καταργήθηκε και το προσωπικό και η υποδομή του μεταφέρθηκε στο νεοσύστατο Δορυφορικό Σταθμό Εδάφους (ΔΣΕ) του ΓΕΕΘΑ στην Τανάγρα.
H επιλογή συμμετοχής στο Ηelios-II έδωσε λύση στην μέχρι τότε πολύχρονη επιτελική διερεύνηση για το ποια θα ήταν η καλύτερη επιλογή για την δορυφορική συλλογή πληροφοριών και επέτρεψε την σημερινή επιλογή μετάβασης στο διάδοχο σχήμα του CSO.
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟ ΠΟΛΥΕΘΝΙΚΟ ΔΙΑΣΤΗΜΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗΣ (MUSIS, 2006)
Ενώ το αρχικό έγγραφο Κοινών Επιχειρησιακών Απαιτήσεων (2001) αποτέλεσε ένα πρώτο βήμα για να εναρμονίσει τα εν εξελίξει εθνικά προγράμματα Γαλλίας, Γερμανίας, Ιταλίας, και Ισπανίας, το 2003 οι έξι χώρες του Helios-II αποφάσισαν να εμβαθύνουν αυτή την συνεργατική προσπάθεια. Αποφασίστηκε, λοιπόν, να συμμετάσχουν σε έναν κοινό καθορισμό της μελλοντικής γενιάς δορυφόρων παρατήρησης που στο αρχικό BOC αποκαλούνταν ως συστήματα 2ης γενιάς (2015-2030).
Η μελλοντική γενιά συμφωνήθηκε να αποκαλείται «Πολυεθνικό Διαστημικό Σύστημα Απεικόνισης» (MUSIS, MUltinational Space-based Imaging System). Στο MUSIS, που σύμφωνα με την αρχική του σύλληψη θα αποτελούσε ένα «σύστημα συστημάτων» (System of Systems) όπου συμμετείχαν αρχικά οι ίδιες έξι χώρες του Helios-II και μεταγενέστερα η Πολωνία. Στόχος του MUSIS ήταν να διασυνδέσει τα μελλοντικά συστήματα οπτικών δορυφόρων και δορυφόρων SAR μέσω μιας κοινής διαλειτουργικής επίγειας υποδομής.
H γαλλική πρόταση για συμμετοχή του ΥΠΕΘΑ στην 2η γενιά ΒΟC υπεβλήθη στο Επιτελείο του Υπουργού τον Μάιο 2005. Τον Φεβρουάριο 2006 ο Υπουργός Άμυνας ενέκρινε την συμμετοχή του ΥΠΕΘΑ στο υπόψιν πρόγραμμα, κάτι που επέτρεψε στο προσωπικό του ΥΠΕΘΑ να αποκτήσει συναντίληψη του όλου ζητήματος, εργαζόμενοι μαζί με ειδικούς από άλλες πιο προηγμένες δορυφορικά χώρες, σε μελέτες (ενδεικτικά για κοινές επιχειρησιακές και λειτουργικές απαιτήσεις). Τον Μάρτιο του 2009, το MUSIS εγκρίθηκε ως πρόγραμμα Κατηγορίας Β’ από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Άμυνας (EDA).
Σημειώνεται, πάντως, ότι η απαίτηση για μια κοινή διαλειτουργική επίγεια υποδομή (Common
Interoperability Layer, CIL) για όλα τα συστήματα δημιούργησε μεταγενέστερα διάφορα προβλήματα στην πρόοδο του προγράμματος λόγω των διαφορετικών απόψεων μεταξύ των εμπλεκόμενων χωρών. Η Γερμανία, για παράδειγμα, ακολούθησε την δική της επιλογή. Αυτό δημιούργησε για χρόνια την πεποίθηση ότι το πολυεθνικό πρόγραμμα MUSIS παρέμενε όραμα και όχι πρόγραμμα. Αρχικά μόνο η Γαλλία χρησιμοποίησε τον όρο MUSIS για να περιγράψει την ομπρέλα κάτω από την οποία δημιουργήθηκε το CSO.
Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ CSO
Το νεότερο σύστημα CSO είναι το πρώτο που εγκαινιάζει τη νέα γενιά στρατιωτικών δορυφόρων παρατήρησης, που προέβλεπαν τα BOC και MUSIS. Αυτό περιλαμβάνει τρεις δορυφόρους CSO (δύο στο ορατό και υπέρυθρο φάσμα και ένα με SAR), ένα επίγειο τμήμα χρήστη για την προετοιμασία των αιτημάτων προγραμματισμού των δορυφόρων και την συλλογή των εικόνων, και ένα επίγειο τμήμα για τον έλεγχο ομοίως των τριών δορυφόρων. Οι δορυφόροι του CSO έχουν προσδόκιμη διάρκεια ζωής δέκα ετών.
Ο πρώτος δορυφόρος, ο CSO-1, εκτοξεύθηκε τον Δεκέμβριο του 2018 σε ύψος 800 χιλιομέτρων για σκοπούς επιτήρησης, ενώ ο δεύτερος CSO-2 τον Δεκέμβριο 2020 χαμηλότερα, στα 480 χιλιόμετρα για να λαμβάνει εικόνες εξαιρετικά υψηλής διακριτικής ικανότητας (περίπου 20 εκατοστών) για σκοπούς αναγνώρισης. Και οι δύο εκτοξεύθηκαν με ρωσικούς πυραύλους Soyuz. Ο τρίτος δορυφόρος CSO-3 που έχει χρηματοδοτηθεί και από την Γερμανία, θα χρησιμοποιεί SAR και θα είναι ομοίως στα 800 χλμ. ύψος. Όμως, οι ευρωπαϊκές κυρώσεις στην Ρωσία λόγω της εισβολής στην Ουκρανία είχαν επιπτώσεις και στους πυραύλους εκτόξευσης δορυφόρων, συνεπώς λόγω της μη χρήσης των Soyuz, το χρονοδιάγραμμα του CSO-3 επηρεάστηκε, με καταρχήν εκτίμηση ότι θα τεθεί τελικά σε τροχιά μέσω του γαλλικού πυραύλου εκτόξευσης Ariane το 2023.
Οι δυνατότητες του συστήματος CSO-2. Πηγή: Υπ. Άμυνας της Γαλλίας
—————————————————–
Δεν είναι γνωστό εάν και ο CSO-3 είναι αντικείμενο της ελληνογαλλικής συμφωνίας, ώστε να καλυφθεί η κρίσιμη επιχειρησιακή απαίτηση της λήψης πληροφοριών σε συνθήκες παντός καιρού και φωτός. Ομοίως, ούτε είναι γνωστό το ποσοστό συμμετοχής της χώρας στο πρόγραμμα, εκτιμάται όμως ότι θα είναι σαφώς μεγαλύτερο από εκείνο της συμμετοχής μας στο Helios-II για το οποίο υπήρχαν παράπονα ότι δεν εξασφάλιζε αρκετό αριθμό εικόνων για τις εθνικές ανάγκες. Tο πρόγραμμα CSO θεωρείται καλύτερο από το Helios-II: προσφέρει μεγαλύτερο αριθμό εικόνων, με υψηλότερη διακριτική ικανότητα και ταχύτερη πρόσβαση σε πληροφορίες, χωρίς να έχει κάποιους από τους χωρικούς περιορισμούς για την λήψη εικόνων σε περίπτωση άλλων κοντινών αιτημάτων από άλλους εταίρους.
Τα δεδομένα του CSO θα χρησιμοποιηθούν για συλλογή πληροφοριών, επαλήθευση συμμόρφωσης συνθηκών αφοπλισμού, υποστήριξη επιχειρήσεων (επιχειρησιακή σχεδίαση και διεξαγωγή επιχειρήσεων), και κάλυψη γεωγραφικών αναγκών όπως τρισδιάστατες εικόνες, και χαρτογραφία για την προετοιμασία 3D αποστολών. Η εξαιρετικά υψηλή ευκρίνειά του επιτρέπει την αναγνώριση κάθε στρατιωτικού στόχου, ενώ παράλληλα καλύπτονται οι απαιτήσεις οπλικών συστημάτων λόγω της πολύ υψηλής ακρίβειας συντεταγμένων.
Σε ό,τι αφορά στις συμμετέχουσες χώρες έχει ακολουθηθεί η ίδια προσέγγιση με εκείνη του Helios-II. Τον Ιούλιο 2015 υπεγράφη γαλλογερμανική συμφωνία συνεργασίας που επιτρέπει την αμοιβαία πρόσβαση της Γερμανίας στο CSO και αντίστοιχα της Γαλλίας στο νέο γερμανικό πρόγραμμα SARah (με RADAR), χωρίς όμως κοινή επίγεια υποδομή. Ακολούθησε τον Νοέμβριο του 2015 η υπογραφή γαλλο-σουηδικής συμφωνίας συνεργασίας που επιτρέπει στην Σουηδία την πρόσβαση στο CSO. Στην συνέχεια, τον Οκτώβριο του 2017, υπεγράφη γαλλο-βελγική συμφωνία συνεργασίας που επιτρέπει και στο Βέλγιο την πρόσβαση στο CSO. Τέλος το 2019, υπεγράφη γαλλο-ιταλική συμφωνίας συνεργασίας που επιτρέπει την αμοιβαία πρόσβαση της Ιταλίας στο CSO και της Γαλλίας στο ιταλικό Cosmo Sky-Med Second Generation (CSG) με SAR. Η Ιταλία είναι η δεύτερη χώρα που υλοποιεί τις προβλέψεις του MUSIS αφού οι δύο CSG δορυφόροι της διαθέτουν διαλειτουργική επίγεια υποδομή που επιτρέπει την συνεργασία με το CSO. Το 2022 και η Πολωνία ανακοίνωσε συμφωνία με την Γαλλία για πρόσβαση στις διαστημικές ικανότητες της τελευταίας.
Συμπερασματικά, κρίνεται ότι η επιλογή του CSO είναι ένα εξαιρετικό επίτευγμα. Όπως έχει δημόσια καταγραφεί, και τα δύο ενημερωτικά σημειώματα έγκρισης συμμετοχής του ΥΠΕΘΑ στα συστήματα Helios-II και MUSIS φέρουν την υπογραφή μου ως συντάκτη. Έχοντας χειριστεί υπηρεσιακά τις τέσσερεις πρώτες φάσεις από τις συνολικά πέντε που αναλύθηκαν αλλά και ως μέλος ΔΕΠ στο υπόψη γνωστικό αντικείμενο, θεωρώ ότι έχω το ηθικό δικαίωμα να αποτιμήσω διαχρονικά την ελληνο-γαλλική διακυβερνητική συνεργασία στο Διάστημα.
Αυτή υπήρξε αποτέλεσμα μιας ρεαλιστικής προσέγγισης αποτιμώντας την υφιστάμενη κατάσταση σύμφωνα με τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε στο εσωτερικό αλλά και στο εξωτερικό. Αυτές, λόγω της διαβάθμισης του αντικειμένου, δεν ήταν εύκολο να είναι ευρύτερα γνωστές σε όλα τα επίπεδα λήψης αποφάσεων, ιδίως δε σε εκείνους που μπορούν επηρεάζουν τους λήπτες. Οι επιλογές που προτάθηκαν ήταν μακροπρόθεσμες, ενώ τα συστήματα ήταν στο στάδιο της ανάπτυξης. Ως εκ τούτου, οι επιλογές αντιμετώπισαν σκεπτικισμό ή και κριτική, που επέφερε και καθυστερήσεις στην υλοποίηση, ενώ είχε κόστος και για τους εμπλεκόμενους.
Ως εκ του σημερινού αποτελέσματος κρίνεται ότι ο χρόνος που μεσολάβησε δημιούργησε μια ψύχραιμη συναντίληψη των οφελών που αποκόμισε μια μικρή χώρα, συμμετέχοντας σε κοινοπραξία με μεγαλύτερες και πιο προηγμένες τεχνολογικά χώρες. Με την συνεχιζόμενη εμπλοκή του ΥΠΕΘΑ σε αυτή, η Ελλάδα όχι μόνο καλύπτει σχεδόν το σύνολο των επιχειρησιακών της απαιτήσεων, αλλά έχει πια αποκτήσει μια ικανοποιητική υποδομή σε έμπειρο ανθρώπινο δυναμικό και κατάλληλο εξοπλισμό που επιτρέπει καλύτερα την κατανόηση και εκμετάλλευση των ευκαιριών που ανοίγονται μπροστά μας, μιας και το Διάστημα είναι πια καθημερινά στο προσκήνιο.
Μέσω αυτής της συνεργασίας το ΥΠΕΘΑ μπορεί και συνδιαμορφώνει τις απαιτήσεις για τους δορυφόρους των επόμενων γενιών, εξασφαλίζοντας ότι αυτοί θα καλύπτουν τις ανάγκες των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Οπωσδήποτε, όμως, δεδομένου ότι αυτή η συμμετοχή έχει και ουσιώδες κόστος είναι ανάγκη στην επόμενη φάση που έχει ήδη ξεκινήσει για την διάδοχη κατάσταση από το 2030 και μετά, να εξασφαλιστεί η ουσιαστική εμπλοκή της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας.