Δημοσιεύθηκε την 1η Απριλίου 1931
Τα τελευταία τρία χρόνια υπήρξαν μάρτυρες της υπογραφής μιας σειράς συμφωνιών μεταξύ της Ελλάδας και των άλλων κρατών της Εγγύς Ανατολής. Όπως είπε ο κ. Βενιζέλος, «η υπογραφή του ελληνορουμανικού συμφώνου της 21ης Μαρτίου 1928, εγκαινίασε την σύναψη από την Ελλάδα μιας σειράς συνθηκών φιλίας και διαιτησίας με τους άλλους γείτονές της». Ακολούθησαν τα σύμφωνα φιλίας με την Ιταλία, την Γιουγκοσλαβία, την Τσεχοσλοβακία, την Πολωνία, την Αυστρία, την Ουγγαρία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ισπανία και –το σημαντικότερο όλων– την Τουρκία, για το οποίο ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών κ. Μιχαλακόπουλος δήλωσε ότι «ξεπερνάει από πλευράς περιεχομένου, ακόμη και το ιστορικό σύμφωνο του Λοκάρνο». Έτσι, η Ελλάδα πέτυχε το δύσκολο έργο να είναι σε φιλικές σχέσεις με μέλη αντίπαλων ομάδων κρατών -με την Ιταλία, την Ουγγαρία, και την Τουρκία από τη μια και με την Γιουγκοσλαβία και την Τσεχοσλοβακία από την άλλη. Η θέση της μπορεί να περιγραφεί ως φίλη και των δύο συνδυασμών, αλλά δορυφόρος κανενός. Ομοίως ο Μπίσμαρκ, ενώ έκανε την χώρα του σύμμαχο της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας, φρόντισε να συνάψει ασφαλιστική συνθήκη με την Ρωσία, σύμμαχο της Γαλλίας. Το ότι η Αθήνα πρέπει να έχει ταυτόχρονα φιλικές σχέσεις με την Ρώμη και το Βελιγράδι είναι ένας θρίαμβος της διπλωματίας˙ ότι η Αθήνα πρέπει να αγκαλιάσει θερμά την Άγκυρα είναι ένα θαύμα, αντάξιο της εκατονταετηρίδας της ελληνικής χειραφέτησης.
Το έδαφος είχε προετοιμαστεί προσεκτικά από πριν για την επίσκεψη των κ.κ. Βενιζέλου και Μιχαλακόπουλου στην τουρκική πρωτεύουσα. Στην πρώτη Βαλκανική Διάσκεψη, που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα τον περασμένο Οκτώβριο, η τουρκική αντιπροσωπεία έκανε εξαιρετική εντύπωση σε όλους τους παρατηρητές˙ και με αφορμή τον εορτασμό της εκατονταετηρίδας των Ελλήνων ο Τούρκος υπουργός, για πρώτη φορά στην ιστορία, παρευρέθηκε στην επίσημη λειτουργία για την Ημέρα της Ανεξαρτησίας. Στις 11 Ιουνίου 1930, υπογράφηκε συμφωνία στην Άγκυρα, με την οποία διευθετήθηκαν τα ζητήματα που είχαν προκύψει από την Σύμβαση της Λωζάννης για την Ανταλλαγή Πληθυσμών (Lausanne Convention for the Exchange of Populations) και τα οποία είχαν πικράνει τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών από το 1923. Με την συμφωνία αυτή η Τουρκία αναγνώρισε ως «εγκατεστημένους» στην Κωνσταντινούπολη όλους τους Έλληνες που κατοικούν εκεί, «όποια κι αν ήταν η ημερομηνία άφιξής τους», και η Ελλάδα αναγνώρισε ομοίως ως «εγκατεστημένους» όλους τους Μουσουλμάνους που κατοικούν στην Δυτική Θράκη -τα αντίστοιχα τουρκικά και ελληνικά εδάφη εξαιρούνται από την υποχρεωτική ανταλλαγή που διευθετήθηκε στην Λωζάννη. Αμφότερες οι κυβερνήσεις εγκατέλειψαν όλες τις αξιώσεις για την αξία των ακινήτων που προηγουμένως ανήκαν στους «ανταλλάξιμους», καθώς οτιδήποτε όπως η ακριβής αποτίμησή τους είχε κριθεί ανέφικτο˙ αλλά η Ελληνική Κυβέρνηση συμφώνησε να πληρώσει 440.000 λίρες Αγγλίας στους Μουσουλμάνους που δεν υπόκεινται σε ανταλλαγή ως αποζημίωση για τις περιουσίες τους που είχαν επιταχθεί προς χρήση από τους Έλληνες πρόσφυγες. Υπερασπιζόμενος αυτή την διευθέτηση, ο κ. Βενιζέλος είπε στην Βουλή στις 17 Ιουνίου: «Ο ιστορικός μας αγώνας με την Τουρκία, που κράτησε τόσους αιώνες, πρέπει να θεωρηθεί οριστικά τερματισμένος. Οι δύο χώρες αποδέχονται ειλικρινά τα σημερινά τους σύνορα. Δεν τρέφουν φιλοδοξίες εδαφικής διεύρυνσης και αφοσιώνονται στην εσωτερική τους ανασυγκρότηση». Ο Ισμέτ Πασάς έκανε παρόμοια δήλωση στην Τουρκική Συνέλευση.
Έτσι δεν υπήρχε κανένα εμπόδιο για την επίσκεψη του κ. Βενιζέλου στην Άγκυρα, από όπου επέστρεψε (όπως είπε στον παρόντα συγγραφέα) με την συνείδηση ότι «έχει επιτύχει ένα σπουδαίο έργο», έργο, όπως πρόσθεσε, το οποίο ήταν «το πρώτο αποτέλεσμα της Βαλκανικής Διάσκεψης». Η συνθήκη ουδετερότητας, συμφιλίωσης, και διαιτησίας, η σύμβαση για το εμπόριο και τη ναυσιπλοΐα, και το πρωτόκολλο για την ισοτιμία των ναυτικών εξοπλισμών που επισυνάπτεται στο πρώτο έγγραφο θα πρέπει να κάνουν την 30η Οκτωβρίου 1930, εξέχουσα ημέρα στην ελληνοτουρκική ιστορία. Τα δύο συμβαλλόμενα μέρη δεσμεύτηκαν «να μην προχωρήσουν σε κανένα πολιτικό ή οικονομικό συνδυασμό που να κατευθύνεται εναντίον κανενός από αυτά», να υποβάλουν ενδεχόμενες διαφορές μεταξύ τους σε διαιτησία, να παραχωρήσουν το ένα στο άλλο εμπορικές διευκολύνσεις, και «να μην παραγγείλουν, αποκτήσουν, ή κατασκευάσουν καμία ναυτική μονάδα χωρίς προειδοποίηση έξι μηνών στο άλλο μέρος». Με αυτές τις πράξεις η Ελλάδα και η Τουρκία έδωσαν ένα παράδειγμα σε ορισμένα μεγαλύτερα και πιο προηγμένα έθνη, που έχουν συνηθίσει να βλέπουν τα Βαλκάνια ως το «πεδίο μαχών» ή την «πυριτιδαποθήκη» της Ευρώπης.
Στην βάση ενός μνημείου στην Βουδαπέστη υπάρχει χαραγμένο το απόφθεγμα του Ιταλού πρωθυπουργού ότι «οι συνθήκες ειρήνης δεν είναι αιώνιες». Κανείς δεν υποθέτει ότι είναι˙ ωστόσο, τα αίτια των τριβών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, που προκάλεσαν τους πολέμους του 1897, του 1912-13 και του 1917-22, εξαφανίστηκαν με την εξαφάνιση των Ελλήνων από τη Μικρά Ασία και των Τούρκων από τη Μακεδονία και την Κρήτη και με την αντικατάσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την Τουρκική Δημοκρατία. Σε γενικές γραμμές, η Ελλάδα είναι πλέον ελληνική και η Τουρκία είναι πλέον τουρκική, και αμφότερες οι χώρες έχουν πολύ περισσότερα να κερδίσουν από την εντατική καλλιέργεια των σημερινών τους εδαφών παρά με την επέκτασή τους με τίμημα την αιματοχυσία. Όπως έχει αποδειχθεί από την Επιτροπή Εγκατάστασης Προσφύγων, της οποίας οι εργασίες τελείωσαν στα τέλη του 1930 με την επιστροφή του κ. Charles Eddy στην Αμερική και του σερ John Hope Simpson στην Αγγλία, η έξοδος των Ελλήνων προσφύγων από την Τουρκία έκανε τη Μακεδονία «γη της επαγγελίας», ικανή εν καιρώ να εφοδιάσει την Ελλάδα με σιτηρά. Ακριβώς όπως ο Μπίσμαρκ, μετά το 1871, δήλωσε ότι «δεν θα έκανε άλλους πολέμους», αλλά θα αφοσιωθεί στα εσωτερικά προβλήματα, έτσι και ο πρώην Κρητικός αντάρτης και μαζί με άλλους πρωτεργάτης της Βαλκανικής Λίγκας εναντίον της Τουρκίας, έχει τάξει τον εαυτό του σε αυτήν, την πέμπτη πρωθυπουργία του, στο έργο της αναδιοργάνωσης της Ελλάδας.
Η θέση της Ελλάδας τόσο ως μεσογειακό όσο και ως βαλκανικό κράτος καθιστά επιτακτική ανάγκη να έχει, ει δυνατόν, καλές σχέσεις τόσο με την Ιταλία όσο και με την Γιουγκοσλαβία. Τα γιουγκοσλαβικά σύνορα κοντά στην Γευγελή είναι μόλις 48 μίλια από την Θεσσαλονίκη και η Γιουγκοσλαβία είναι μια μεγάλη και καλά οπλισμένη χώρα. Δυστυχώς, η προηγούμενη συμμαχία καταγγέλθηκε επίσημα το 1924 με αφορμή το πρωτόκολλο των Βουλγαρικών Μειονοτήτων και η συμφωνία που συνήφθη το 1926 δεν ήταν δημοφιλής στην Ελλάδα και δεν επικυρώθηκε ποτέ από το Ελληνικό Κοινοβούλιο. Το 1929 όμως ο κ. Βενιζέλος και ο υπουργός Εξωτερικών του, κ. Καραπάνος, πέτυχαν νέες διευθετήσεις με τον βόρειο γείτονά τους. Ο κ. Καραπάνος στις 17 Μαρτίου υπέγραψε με τον Γιουγκοσλάβο συνάδελφό του στην Γενεύη έξι πρωτόκολλα, που σέβονται την «Σερβική Ελεύθερη Ζώνη» στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, η οποία δημιουργήθηκε το 1923 και παρέχει στην Γιουγκοσλαβία διέξοδο στο Αιγαίο. Ένα πρωτόκολλο όριζε ότι η ζώνη θα έπρεπε να χρησιμοποιείται μόνο για το γιουγκοσλαβικό εμπόριο, ότι καθώς ήταν «αναπόσπαστο τμήμα της ελληνικής επικράτειας» δεν έπρεπε να υψώνεται εκεί η γιουγκοσλαβική σημαία και ότι ο συνολικός αριθμός των υπαλλήλων που θα απασχολούνταν εκεί «δεν πρέπει να υπερβαίνει τους 100». Δέκα μέρες αργότερα, ο κ. Καραπάνος υπέγραψε στο Βελιγράδι σύμφωνο φιλίας με την Γιουγκοσλαβία, το οποίο επικυρώθηκε από το Ελληνικό Κοινοβούλιο στις 4 Απριλίου, μετά από ομιλία του κ. Βενιζέλου, στην οποία ανέφερε ότι οι ελληνο-γιουγκοσλαβικές σχέσεις «δια τούτου αποκαταστάθηκαν στην εγκάρδια θέση που κατείχαν πριν από την καταγγελία της συνθήκης το 1924». Η βάση αυτών των σχέσεων, πρόσθεσε, ήταν «η αναγνωρισμένη αρχή ότι η Ελλάδα θα πρέπει να παραχωρήσει στην Γιουγκοσλαβία κάθε δυνατή διευκόλυνση για την ελεύθερη διέλευση του εμπορίου της μέσω του λιμανιού της Θεσσαλονίκης και της ελληνικής επικράτειας, ενώ η Γιουγκοσλαβία θα πρέπει να παραιτηθεί από όλες τις αξιώσεις που αγγίζουν την ελληνική κυριαρχία ή ακόμα και την ελληνική ευαισθησία». Αυτά τα μέτρα δεν στρέφονταν εναντίον κανενός, είπε, αλλά σχεδιάστηκαν προς το συμφέρον της βαλκανικής και ευρωπαϊκής ειρήνης. Έκτοτε ο κ. Βενιζέλος επισκέφθηκε δύο φορές το Βελιγράδι και ο κ. Marinkovitch, ο υπουργός Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας, επισκέφθηκε την Αθήνα. Έλληνες επιχειρηματίες ήταν φιλοξενούμενοι των Γιουγκοσλάβων συναδέλφων τους στο Βελιγράδι και στην Bled, και με την σειρά τους έχουν ενεργήσει ως οικοδεσπότες στην Θεσσαλονίκη και την Αθήνα. Η κυκλοφορία στην Ελεύθερη Ζώνη της Σερβίας τριπλασιάστηκε το 1930.
Κάποια ανησυχία, που αδικαιολόγητα μεγεθύνεται στον Τύπο, προκλήθηκε στο Βελιγράδι από το γεγονός (απλή σύμπτωση, όπως ενημέρωσε ο κ. Μιχαλακόπουλος) ότι ο κόμης Bethlen, ο Ούγγρος πρωθυπουργός, βρέθηκε στην Άγκυρα κατά την διάρκεια της ελληνικής επίσκεψης και ότι αυτός και ο κ. Βενιζέλος συναντήθηκαν. Το παραδεκτό γεγονός ότι ο πρωθυπουργός Μουσολίνι είχε ενεργήσει ως ενδιάμεσος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (είχε υπογράψει συνθήκη ουδετερότητας με την Τουρκία στις 30 Μαΐου 1928) οδήγησε τους σχολιαστές να προτείνουν, χωρίς πραγματική αιτιολόγηση, ότι η Ελλάδα επρόκειτο να συνταχθεί με την προστατευόμενη της Ιταλίας, την Ουγγαρία, στην περικύκλωση της Γιουγκοσλαβίας.
Στο Βελιγράδι οι άνθρωποι είναι ικανοί να βλέπουν το χέρι της Ιταλίας παντού -στην Αλβανία, στην Βουλγαρία, στην Ουγγαρία, και στην Τουρκία. Η Ιταλία θεωρείται εκεί ως επί το πλείστον με το ίδιο πρίσμα με την Αυστροουγγαρία πριν από τον πόλεμο. Ένα αποτέλεσμα ήταν η Γαλλο-Γιουγκοσλαβική Συνθήκη Συμμαχίας (11 Νοεμβρίου 1927), έναντι της οποίας η Ιταλο-Αλβανική συνθήκη έντεκα ημέρες αργότερα μπορεί να περιγραφεί ως απάντηση. Η εκτέλεση αρκετών Σλοβένων τον περασμένο Σεπτέμβριο για την ανατίναξη ενός γραφείου ιταλικής εφημερίδας στην Τεργέστη προκάλεσε μεγάλη αίσθηση στο Βελιγράδι, όπου θεωρήθηκε συνετό να φυλάσσεται η ιταλική πρεσβεία από πιθανά αντίποινα. Η πρόταση ότι το Βατικανό έπρεπε να αντικαταστήσει τον σλοβενικό κλήρο της Ίστριας από Ιταλούς προκάλεσε φυσικά περαιτέρω δυσαρέσκεια και επεισόδια συνεχίζουν να συμβαίνουν συχνά στα ιταλο-γιουγκοσλαβικά σύνορα. Αυτή η μη ικανοποιητική κατάσταση των πραγμάτων έκανε ακόμη πιο αξιοσημείωτο το επίτευγμα του κ. Βενιζέλου να είναι φίλος του βασιλιά Αλέξανδρου (για τον οποίο έχει μεγάλη εκτίμηση) χωρίς να αντιμετωπίζεται με καχυποψία από τους Ιταλούς.
Υπάρχει μια ελληνική παροιμία που λέει ότι «πρέπει κανείς να φιλά το χέρι που δεν μπορεί να δαγκώσει». Ο κ. Βενιζέλος, που είναι ρεαλιστής στην πολιτική, συνειδητοποίησε ότι όσο κι αν οι Έλληνες δυσανασχετούν με την ιταλική προσάρτηση των Δωδεκανήσων και τον βομβαρδισμό της Κέρκυρας, η Ελλάδα δεν ήταν σε θέση να «δαγκώσει» τον μεγάλο δυτικό γείτονά της, και ως εκ τούτου πρέπει να εισέλθει σε φιλικές επίσημες σχέσεις μαζί του˙ γιατί τίποτα δεν είναι πιο μάταιο από μια πολιτική ενοχλήσεων. Αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του επισκέφθηκε τον πρωθυπουργό Μουσολίνι και στις 23 Σεπτεμβρίου 1928 υπέγραψε στην Ρώμη συνθήκη φιλίας, διαιτησίας, και δικαστικού συμβιβασμού με την Ιταλία. Δεν έγινε νύξη για τα Δωδεκάνησα και ο κ. Βενιζέλος στην συνέχεια δήλωσε ότι δεν υπάρχει Δωδεκανησιακό ζήτημα μεταξύ των δύο χωρών, όπως δεν υπήρχε Κυπριακό μεταξύ Ελλάδας και Μεγάλης Βρετανίας. Η δήλωση αυτή προκάλεσε κάποια δυσαρέσκεια στους Δωδεκανήσιους στην Αθήνα, αλλά αντιπροσωπεύει την επίσημη πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης. Όταν το 1930 ανεγέρθηκε προτομή του Ξάνθου, επιφανούς μέλους της περίφημης «Φιλικής Εταιρείας» του 1814 και με καταγωγή από την Πάτμο, από τον γιατρό Σκεύο Ζερβό, τον γνωστό Δωδεκανήσιο ηγέτη, στην «Πλατεία της Φιλικής Κοινωνίας» στην Αθήνα, και τα ονόματα όχι μόνο της Πάτμου αλλά και άλλων από «τα δώδεκα νησιά» αναγράφηκαν στο μνημείο, διαγράφηκαν, και με μια γοητευτική βυζαντινή λεπτότητα απαγορεύτηκε το ουσιαστικό Πάτμος, αλλά επετράπη το επίθετο Πάτμιος. Ένα γιώτα είχε σώσει το Ιταλοελληνικό πρωτόκολλο! Τον Ιανουάριο του 1929, ο σινιόρ Grandi, επιστρέφοντας από την Άγκυρα, ανταπόδωσε την επίσκεψη του κ. Βενιζέλου για λογαριασμό του σινιόρ Μουσολίνι. Ο Έλληνας πρωθυπουργός επισκέφθηκε ξανά τον σινιόρ Μουσολίνι στην Ρώμη τον Ιανουάριο του 1931 στον δρόμο για την πατρίδα από το ταξίδι του στο Βελιγράδι, την Βαρσοβία, και την Βιέννη, μοιράζοντας έτσι προσεκτικά την προσοχή του στα μέλη των δύο αντίπαλων ομάδων. Η Ιταλία, από την πλευρά της, δεν χάνει ποτέ την ευκαιρία να κάνει τον εαυτό της ευχάριστο στην Ελλάδα. Τα ιταλικά πλοία έσπευσαν στην Κόρινθο μετά τον σεισμό του 1928 και όταν πρέπει να δοθούν συγχαρητήρια ή συλλυπητήρια στο Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, ο Ιταλός υπουργός είναι πάντα ο πρώτος που φτάνει εκεί. Ο σινιόρ Μουσολίνι δεν είναι της γνώμης του Γάλλου κυνικού ότι οι διπλωμάτες κάνουν το λιγότερο κακό όταν δεν κάνουν τίποτα.
Το ελληνο-ρουμανικό σύμφωνο μη επιθέσεως και διαιτησίας έχει πολύ μικρότερη σημασία από τις συνθήκες με την Τουρκία, την Γιουγκοσλαβία, και την Ιταλία, επειδή το ζήτημα των Κούτζο Βλάχων (Kutzo Vlach), τόσο εξεχόντων στη Μακεδονία στις αρχές του αιώνα, δεν υπάρχει πλέον. Σοφά, επίσης, η ρουμανική κυβέρνηση απείχε από την υιοθέτηση μιας εχθρικής πολιτικής προς την δημοκρατική Ελλάδα, επειδή η πρώην βασίλισσα των Ελλήνων είναι αδελφή του βασιλιά της Ρουμανίας.
Ο κ. Βενιζέλος είπε στον γράφοντα ότι, έχοντας «κάνει φιλικές συμφωνίες» με τα προαναφερθέντα κράτη, «ήθελε τώρα να κάνει το ίδιο με την Βουλγαρία και την Αλβανία». Όσον αφορά την Βουλγαρία, το ερώτημα είναι κάπως δύσκολο. Η Συνθήκη του Neuilly εξασφάλισε στην Βουλγαρία μια εμπορική διέξοδο στο Αιγαίο και η Θρακική συνθήκη του 1920 όριζε ότι αυτή η διέξοδος έπρεπε να είναι στο Δεδέαγατς [Αλεξανδρούπολη]. Κατά τις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην Συνθήκη της Λωζάνης οι Συμμαχικές Δυνάμεις κάλεσαν την Βουλγαρία να αποδεχθεί αυτή την λύση και να κατασκευάσει ένα λιμάνι κοντά στο Dedeagach. Αλλά η Βουλγαρία αρνήθηκε, οπότε η ελληνική κυβέρνηση έκανε μια νέα πρόταση: να κατασκευαστεί μια γραμμή κανονικού εύρους κάτω από την κοιλάδα του Στρυμώνα από τον σημερινό βουλγαρικό σιδηροδρομικό τερματικό σταθμό στο Πετρίτσι έως το Demi Hisar, έτσι ώστε να συνδεθεί η Βουλγαρία με την Θεσσαλονίκη, όπου στο βουλγαρικό εμπόριο θα επιτρεπόταν η χρήση της Ελεύθερης Ζώνης, που δημιουργήθηκε το 1925, όπως ακριβώς το γιουγκοσλαβικό εμπόριο χρησιμοποιεί την παρόμοια σερβική Ελεύθερη Ζώνη. Η προσφορά αυτή δεν τέθηκε υπό τον όρο να εγκαταλείψει η Βουλγαρία το δικαίωμά της σε έναν εμπορικό σταθμό στο Dedeagach, και ο κ. Βενιζέλος δήλωσε στην Βιέννη τον Ιανουάριο ότι, «εάν η Βουλγαρία αποφασίσει ποτέ να απαιτήσει την επιβολή της σχετικής ρήτρας της Θρακικής Συνθήκης , θα βρει την ελληνική κυβέρνηση έτοιμη να συνεργαστεί στην εκτέλεσή της». Όσον αφορά το ζήτημα των μειονοτήτων, αυτό αφορά την Γιουγκοσλαβία παρά την Ελλάδα, γιατί μετά την εθελοντική ανταλλαγή πληθυσμών με την Συνθήκη του Neuilly οι Βούλγαροι στην Ελλάδα ανέρχονται μόνο στο 5,1% και αυτό κυρίως γύρω από την Φλώρινα. Περίπου 80.000 Βούλγαροι εκμεταλλεύτηκαν αυτή την σύμβαση για να μεταναστεύσουν από την Ελλάδα στην Βουλγαρία, όπου είχαν προηγηθεί περίπου 15.000 [Βούλγαροι] κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13. Εάν αυτή η εναπομείνασα μειονότητα δεν έχει ειδικά σχολεία, η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι δεν τα ζήτησαν ποτέ, αλλά αρκούνται να στέλνουν τα παιδιά τους να μορφωθούν με τους Έλληνες.
Παραμένουν τα οικονομικά ζητήματα που περίμεναν επί μακρόν να διευθετηθούν είτε με απευθείας διαπραγματεύσεις μεταξύ της ελληνικής και της βουλγαρικής κυβέρνησης είτε με διαιτησία. Μόλις αυτά φύγουν από τη μέση, ο κ. Βενιζέλος είναι έτοιμος «να υπογράψει σύμφωνο φιλίας και διαιτησίας σε πολύ μεγάλη κλίμακα με την Βουλγαρία και να συνάψει μια νέα εμπορική σύμβαση μαζί της». Ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, κ. Henderson, σε επιστολή του προς τους Έλληνες και τους Βούλγαρους συναδέλφους του πρότεινε να ζητηθεί από το Δικαστήριο της Χάγης να αποφασίσει για τις ελληνικές αξιώσεις για τις ζημιές που έγιναν στην ελληνική περιουσία στην Αγχίαλο το 1906 (όταν οι διωκόμενοι Έλληνες μετανάστευσαν από την Βουλγαρία και ίδρυσαν τη Νέα Αγχίαλο στην Θεσσαλία), καθώς και για τις αξιώσεις των Βούλγαρων μεταναστών από την Ελλάδα (των οποίων οι δηλώσεις υποβλήθηκαν σε χρόνο που η παρουσίασή τους ήταν εκπρόθεσμη). Συμβούλευσε περαιτέρω ότι το ζήτημα των αποζημιώσεων θα πρέπει να υποβληθεί στην ειδική διαιτησία που προβλέπει η συμφωνία της Χάγης του 1930 και ότι όλα τα άλλα ζητήματα θα πρέπει να παραπέμπονται στην διαιτησία των ουδέτερων μελών της Μικτής Ελληνο-Βουλγαρικής Επιτροπής, συμπληρωμένη από την προσθήκη ενός νομικού. Η Ελληνική Κυβέρνηση, με την έγκριση όλων των πολιτικών αρχηγών, δημοκρατικών και βασιλικών, αποδέχθηκε τις βρετανικές υποδείξεις, κάτι που είναι ακόμη πιο ικανοποιητικό όταν θυμόμαστε τι σκληρή μεταχείριση είχε στην Ελλάδα η Κοινωνία των Εθνών την εποχή του περιστατικού στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα το 1925. Από τότε, όμως, έχει αναπτυχθεί και στις δύο πλευρές μια μεγαλύτερη επιθυμία να ελαχιστοποιηθούν οι διαφορές.
Κανένα μεγάλο εμπόδιο δεν εμποδίζει την σύναψη συνθήκης φιλίας με την Αλβανία. Η μόνη πρόσφατη δυσκολία ήταν η εκκλησιαστική -η εκδίωξη από την Αλβανία του Έλληνα Μητροπολίτη Κορυτσάς (εκπροσώπου του Οικουμενικού Πατριάρχη) στις 2 Μαρτίου 1929 και η συγκρότηση Αλβανικής Ορθόδοξης Συνόδου. Κατά της πράξης αυτής διαμαρτυρήθηκαν τόσο ο Οικουμενικός Πατριάρχης όσο και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Αλλά αυτό το ζήτημα έχει σβήσει, και στην συνεδρίαση του Συμβουλίου της Βαλκανικής Διάσκεψης στην Θεσσαλονίκη στα τέλη Ιανουαρίου, οι Έλληνες εκπρόσωποι έδειξαν την συμπάθειά τους στους πληγέντες από τον σοβαρό σεισμό στην Αλβανία. Το μεγάλο γένος αλβανικού αίματος στην Ελλάδα διευκολύνει αυτές τις δύο φυλές να καταλάβουν η μια την άλλη, και ενώ λίγοι Έλληνες μιλούν σερβικά ή βουλγαρικά, πολλοί, και όχι οι λιγότερο διακεκριμένοι, μπορούν να μιλούν αλβανικά.
Εάν μπορούμε να αποδεχθούμε αυτές τις ενδείξεις, τότε η Ελλάδα είναι καλοπροαίρετη προς όλους τους γείτονές της. Ο κ. Βενιζέλος είπε στον γράφοντα ότι επιθυμεί η Ελλάδα να είναι το στήριγμα της ειρήνης στην Εγγύς Ανατολή και πρόσθεσε: «Νομίζω ότι το μεγαλύτερο εμπόδιο στον δρόμο της Βαλκανικής Ένωσης είναι η ένταση που υπάρχει μεταξύ Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας». Η Ελλάδα δεν έχει να κερδίσει τίποτα από τον πόλεμο, ενώ θα κερδίσει τα πάντα με την ειρήνη. Η εντατική ανάπτυξη του εδάφους που απέκτησε από το 1913, η κατασκευή δρόμων, η αποξήρανση της κοιλάδας του Στρυμώνα και του Βαρδάρη, και η αποχέτευση της Αθήνας αποτελούν ένα λιγότερο ρομαντικό αλλά πιο πρακτικό πρόγραμμα από την χίμαιρα του Βυζαντίου ή της Μικράς Ασίας. Όμως, η Γιουγκοσλαβία και η Βουλγαρία έχουν πιο σοβαρούς λόγους διαφωνίας από όσο έχουν η Ελλάδα και η Βουλγαρία. Η σερβική Μακεδονία περιέχει μεγαλύτερο αριθμό Βουλγάρων από την ελληνική Μακεδονία, και οι Βούλγαροι διαμαρτύρονται έντονα για την γιουγκοσλαβική διοίκηση εκεί. Από την άλλη, οι επανειλημμένες απόπειρες Βούλγαρων κομιτατζήδων στον σιδηρόδρομο που ενώνει την Ελλάδα με την «Ευρώπη» (πάντα στο έδαφος της Γιουγκοσλαβίας), η δολοφονία του στρατηγού Kovatchevitch και του νομικού συμβούλου του Κυβερνήτη των Σκοπίων στην [πόλη] Shtip, και οι εκρήξεις βομβών στην Pirot, την Kriva Palanka, και την Strumica έχουν εξοργίσει το Βελιγράδι και έχουν δυσκολέψει πολύ τις σχέσεις του με την Σόφια.
Σε αυτές τις διαφορές μεταξύ Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας, όπως και σε εκείνες μεταξύ Βουλγαρίας και Ελλάδας, η βρετανική και η γαλλική κυβέρνηση παρενέβησαν φιλικά τόσο στην Σόφια όσο και στο Βελιγράδι˙ αλλά η Ιταλία ήταν εμφανώς απούσα. Το Βελιγράδι την θεωρεί υποστηρικτή της Βουλγαρίας (όπως η Ιταλία θεωρεί την Γαλλία ως υπέρμαχο της Γιουγκοσλαβίας) και ο γάμος του βασιλιά Μπόρις με την πριγκίπισσα Τζιοβάννα έδωσε, φυσικά, περαιτέρω έδαφος για αυτήν την αίσθηση. Περιτριγυρισμένη όπως είναι η Γιουγκοσλαβία από μια αλυσίδα κρατών που είτε, όπως η Ιταλία, περιέχουν γιουγκοσλαβικές μειονότητες, είτε όπως η Βουλγαρία, η Αλβανία, και η Ουγγαρία ενδιαφέρονται για τους συγγενείς τους που ζουν στην επικράτειά της, η προφανής πολιτική της είναι να συμφιλιωθεί με μερικούς εάν δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με όλους. Είναι επίσης συμφέρον του πολιτισμένου κόσμου να το κάνει, γιατί κανείς δεν θέλει ένα δεύτερο Σαράγεβο.
Στην Βαλκανική Διάσκεψη στην Αθήνα, ένας Αλβανός αντιπρόσωπος παρατήρησε ότι, αν τα Βαλκάνια ήταν η πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης, οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν δώσει την πυρίτιδα. Όταν ο πόλεμος εξάλειψε την Αυστρο-Ουγγαρία και την Ρωσία από την Βαλκανική χερσόνησο, υπήρξε η ελπίδα ότι πλέον θα ανήκε αποκλειστικά στους βαλκανικούς λαούς. Όμως κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Αν και καμία Μεγάλη Δύναμη δεν κατέχει βαλκανικά εδάφη, όπως κάποτε η Αυστρο-Ουγγαρία κατείχε την Βοσνία και Ερζεγοβίνη, η Ιταλία και η Γαλλία αμφότερες παρεμβαίνουν στα βαλκανικά ζητήματα, και (με εξαίρεση την Ελλάδα και την Ρουμανία) ουσιαστικά χώρισαν την χερσόνησο σε ιταλικές και γαλλικές σφαίρες επιρροής. Ανεξάρτητα από την εμπειρία των προκατόχων τους, που έδειξε ότι όποιο ξένο κράτος παρέμβει στα Βαλκάνια θα κάψει στο τέλος τα δάχτυλά του, η καθεμιά έχει το χαϊδεμένο της βαλκανικό κράτος, περιποιημένο και ενθαρρυμένο όχι τόσο για το καλό του όσο για υποτιθέμενα συμφέροντα των αντίστοιχων υποστηρικτών του. Ο κίνδυνος έκρηξης δεν μειώνεται από την φυσική ζήλια μεταξύ «των δύο Λατίνων αδελφών» και από το γεγονός ότι η μια από αυτές [τις χώρες] μετά τον πόλεμο ενσωμάτωσε στα σύνορά της μια πολύ σημαντική γιουγκοσλαβική μειονότητα, ενώ η άλλη εκτιμά τις υψηλές στρατιωτικές ιδιότητες των Γιουγκοσλάβων ως πολύτιμο αγαθό σε περίπτωση εσωτερικής διαμάχης στην λατινική οικογένεια.
Ευτυχώς για αυτήν, η Ελλάδα στέκεται μακριά από την ντροπιαστική και ενέχουσα κινδύνους πατρωνία οποιασδήποτε Μεγάλης Δύναμης ή ομάδας Δυνάμεων. Όμως, ως κυρία της Θεσσαλονίκης, στην οποία υπάρχει η Σερβική Ελεύθερη Ζώνη, θα βρισκόταν σε δύσκολη θέση από έναν πόλεμο μεταξύ Ιταλίας και Γιουγκοσλαβίας, όταν θα ήταν προς το συμφέρον της τελευταίας να προσπαθήσει να εισάγει πολεμικό υλικό μέσω της Ελεύθερης Ζώνης και με τον ελληνικό σιδηρόδρομο μέσα στο γιουγκοσλαβικό έδαφος. Όμως, όπως παρατήρησε ο κ. Καφαντάρης κατά την συζήτηση για την προτεινόμενη ελληνο-βουλγαρική διαιτησία στις 10 Φεβρουαρίου, η φιλική παρέμβαση της Μεγάλης Βρετανίας σε αυτήν, υποστηριζόμενη επίσης από την Γαλλία και την Ιταλία, είναι ένα ελπιδοφόρο σημάδι ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις, που «λίγο πριν ασχολούνταν μόνο με την ανάπτυξη σφαιρών επιρροής επί των μικρών Δυνάμεων, τώρα ασκούν την ηθική τους ισχύ για να προωθήσουν στενότερη συνεργασία παρά διχασμό». Αυτή η νέα τάση δεν περιορίζεται στις Μεγάλες Δυνάμεις˙ γιατί η Ελλάδα σε μικρότερη κλίμακα έχει δείξει όχι μόνο θεωρητικά αλλά και πρακτικά ότι επιθυμεί να συνεισφέρει στην ειρήνευση της Εγγύς Ανατολής -μια περιοχή που, από αυτή την άποψη, έχει δώσει πρόσφατα ένα μάθημα πολιτισμού σε ορισμένα από τα πιο πολιτισμένα μέρη του κόσμου.