Στην Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου τον Φεβρουάριο του 2022, λίγες ημέρες πριν από την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η Annalena Baerbock, η νεοεκλεγείσα υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, υποστήριξε ότι η Ευρώπη αντιμετώπιζε μια σκληρή επιλογή μεταξύ «Ελσίνκι ή Γιάλτα».
Στην μια πλευρά ήταν η Διάσκεψη του 1975 στην Φινλανδία, όπου 35 χώρες υπέγραψαν μια συμφωνία που αναγνώριζε τα όρια της Ευρώπης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως οριστικά και καλούσε για την προώθηση της διεθνούς συνεργασίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων˙ στην άλλη πλευρά ήταν η Σύνοδος Κορυφής του 1945 στην Κριμαία, όπου οι Δυτικοί ηγέτες πρόδωσαν τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, παραχωρώντας στον Στάλιν ελεύθερο πεδίο δράσης στην περιοχή. Η επιλογή, είπε η Baerbock, ήταν «μεταξύ ενός συστήματος κοινής ευθύνης για την ασφάλεια και την ειρήνη» ή «ενός συστήματος αντιπαλότητας δυνάμεων και σφαιρών επιρροής». Μέχρι τον Μάρτιο, η Ursula von der Leyen, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ισχυριζόταν ότι η Δύση είχε λάβει την σωστή απόφαση αρνούμενη να συζητήσει τα ζητήματα της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ ή της ουκρανικής ουδετερότητας. «Ο Πούτιν προσπαθεί να γυρίσει το ρολόι πίσω σε μια άλλη εποχή -μια εποχή βάναυσης χρήσης βίας, πολιτικής ισχύος, σφαιρών επιρροής, και εσωτερικής καταστολής», υποστήριξε. «Είμαι βέβαιη ότι θα αποτύχει».
Έναν χρόνο μετά τον πόλεμο, αυτή η άποψη -ότι οι σφαίρες επιρροής ανήκουν στο παρελθόν- είναι πιο διαδεδομένη από ποτέ. Ο πρώτος μεγάλος πόλεμος σε ευρωπαϊκό έδαφος μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο θεωρείται από πολλές αμερικανικές και ευρωπαϊκές ελίτ της εξωτερικής πολιτικής, παραδόξως, όχι ως ένδειξη ότι οι πραγματικότητες της αντιπαλότητας και της διεθνούς πολιτικής ισχύος έχουν επιστρέψει, αλλά μάλλον ότι οι Δυτικές αξίες και η συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας μπορούν να θριαμβεύσουν επ’ αυτών. Για πολλούς σχολιαστές στις Ηνωμένες Πολιτείες, η αντίδραση του Αμερικανού προέδρου, Τζο Μπάιντεν, στον πόλεμο ήταν ο μεγαλύτερος θρίαμβος της εξωτερικής πολιτικής του και ένα σαφές σημάδι ότι η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ βρίσκεται στον σωστό δρόμο. Πράγματι, η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας που δημοσίευσε ο Λευκός Οίκος τον Οκτώβριο έκανε σχεδόν έναν γύρο νίκης, σημειώνοντας: «Ηγούμαστε μιας ενωμένης, με αρχές, και αποφασιστικότητα απάντησης στην εισβολή της Ρωσίας και έχουμε συσπειρώσει τον κόσμο για να υποστηρίξει τον ουκρανικό λαό καθώς υπερασπίζεται γενναία την χώρα του».
Κάντε ένα βήμα πίσω από την θριαμβολογία, ωστόσο, και αυτή η εικόνα είναι λιγότερο διαυγής. Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι -αν όχι ακριβώς μια αποτυχία αποτροπής για τις Ηνωμένες Πολιτείες- τουλάχιστον μια σαφής αποτυχία των πολιτικών αποφάσεων των ΗΠΑ τις τελευταίες δεκαετίες για την διατήρηση της ειρήνης στην Ευρώπη. Είναι ασφαλώς αλήθεια ότι ο πόλεμος έδειξε την προθυμία της Δύσης να αντιμετωπίσει την επιστροφή της πολιτικής της ισχύος. Αλλά έδειξε επίσης τους πρακτικούς περιορισμούς αυτής της στρατηγικής. Το τελευταίο έτος δεν ήταν μια διάψευση ενός κόσμου αντιπαλότητας, ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων, ή σφαιρών επιρροής, όπως κάποιοι τον περιέγραψαν, αλλά μάλλον μια επίδειξη του πώς όλα αυτά μοιάζουν στην πράξη. Αποδεικνύει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν πάντα να αποτρέψουν ένα αποφασιστικό αναθεωρητικό κράτος χωρίς να αναλάβουν απαράδεκτα υψηλό κόστος και κινδύνους.
Αυτή η λανθασμένη διάγνωση έχει σημασία: αν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θεωρούν τον πόλεμο στην Ουκρανία ως θρίαμβο της αμερικανικής πολιτικής, θα είναι πιο πιθανό να κάνουν παρόμοια λάθη και αλλού. Και καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες εισέρχονται σε μια περίοδο αυξανόμενης αμφισβήτησης των συνόρων της Δυτικής σφαίρας επιρροής και του τρόπου με τον οποίο θα αλληλεπιδράσει με εκείνες της Ρωσίας και της Κίνας, η λήψη των σωστών διδαγμάτων από την Ουκρανία δεν θα μπορούσε να είναι πιο επείγουσα.
ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Πολλές εκτιμήσεις που δημοσιεύθηκαν μετά την συμπλήρωση δύο ετών από την θητεία του Μπάιντεν λαμπρύνουν το πρώτο έτος της θητείας του προέδρου, επαινώντας την αντίδρασή του στην εισβολή στην Ουκρανία, χωρίς να εξετάζουν τα μηνύματά του σχετικά με την επικείμενη κρίση κατά την διάρκεια του 2021. «Η πολιτική του Μπάιντεν για την Ρωσία είναι αναμφισβήτητα η πιο επιτυχημένη εδώ και περισσότερο από μια δεκαετία», σχολίασε η ακαδημαϊκός, Liana Fix. Ακόμη και οι επικριτές του status quo της εξωτερικής πολιτικής έχουν θεωρήσει τον χειρισμό της κρίσης από την κυβέρνηση εύστοχο, με τους Stephen Wertheim και Matt Duss, για παράδειγμα, να υποστηρίζουν ότι «ο Μπάιντεν χειρίστηκε την Ρωσία επιδέξια». Έχουν αναμφίβολα δίκιο. Η κυβέρνηση Μπάιντεν ανταποκρίθηκε ρεαλιστικά και με επάρκεια στην μεγαλύτερη γεωπολιτική κρίση των τελευταίων δεκαετιών, προειδοποιώντας πρώτα για την πιθανότητα πολέμου και στην συνέχεια παρέχοντας στήριξη στην Ουκρανία, ενώ παράλληλα είχε το νου της στον κίνδυνο κλιμάκωσης.
Αλλά λίγοι παρατηρητές σχολίασαν με τον ίδιο τρόπο το πρώτο έτος της θητείας του Μπάιντεν. Οι περισσότεροι απέτυχαν να επισημάνουν την αναντιστοιχία μεταξύ των δηλώσεων της κυβέρνησης πριν από την εισβολή της Ρωσίας και της αντίδρασης του Λευκού Οίκου μετά. Μέχρι τον Δεκέμβριο του 2021, για παράδειγμα, αξιωματούχοι της κυβέρνησης υπόσχονταν ότι η δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών στην ουκρανική κυριαρχία ήταν «ακλόνητη»˙ τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, συζητούσαν ιδιωτικά την αποστολή Αμερικανών στρατιωτικών συμβούλων για να βοηθήσουν τους Ουκρανούς. Αλλά στις 24 Φεβρουαρίου 2022, ο τόνος της κυβέρνησης είχε αλλάξει αποφασιστικά: οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα εμπλέκονταν άμεσα στις μάχες στην Ουκρανία. Η αντίδραση των ΗΠΑ θα ήταν αποστασιοποιημένη, συμμετέχοντας στον πόλεμο μέσω κυρώσεων, βοήθειας, και παροχής πληροφοριών.
Αυτή ήταν ξεκάθαρα η σωστή επιλογή. Η άμεση εμπλοκή των ΗΠΑ σε έναν πόλεμο με μια πυρηνικά εξοπλισμένη Ρωσία θα ήταν ένα καταστροφικό λάθος. Αλλά θέτει υπό αμφισβήτηση την στρατηγική της κυβέρνησης για την αποτροπή του πολέμου τους προηγούμενους μήνες. Σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, ο Μπάιντεν είχε αποφασίσει εβδομάδες ή και μήνες πριν από την εισβολή ότι το κόστος της άμεσης μάχης με την Ρωσία θα ήταν πολύ υψηλό˙ αξιωματούχοι της κυβέρνησης συλλογίζονταν ανοιχτά το ενδεχόμενο να εξοπλίσουν μια μελλοντική ουκρανική εξέγερση μετά από μια ευρέως αναμενόμενη ρωσική νίκη. Ωστόσο, αν γνώριζαν από την αρχή ότι οι πιθανότητες αποτροπής της σύγκρουσης ήταν μικρές -και ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα εμπλακούν άμεσα- τότε γιατί δεν εξέτασαν άλλες πολιτικές επιλογές, όπως η προσφορά μορατόριουμ για την εισδοχή της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ; Γιατί να συνεχίσουν να παίζουν ένα τόσο εξαιρετικά κακό χαρτί με την ελπίδα ότι αυτό θα απέτρεπε την ρωσική δράση;
Η πιο πιθανή απάντηση είναι ότι δεν ήθελαν να αναγνωρίσουν αυτό που μια ανοιχτή παραδοχή ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα υπερασπιστούν την Ουκρανία θα σήμαινε ευρύτερα για την ισχύ των ΗΠΑ σε μια περίοδο αυξανόμενης αντιπαλότητας: ότι είναι περιορισμένες [οι ΗΠΑ] σε όσα μπορούν να επιτύχουν. Αυτή η γνωστική παραφωνία δεν μπορεί να αποδοθεί εξ ολοκλήρου στην κυβέρνηση Μπάιντεν. Η ιδέα ότι η Ουκρανία και η Γεωργία θα ενταχθούν κάποια μέρα στο ΝΑΤΟ -και ότι η αποδοχή οποιασδήποτε άλλης πορείας θα σήμαινε την αποδοχή των περιορισμών της ισχύος των ΗΠΑ- αποτελεί βασική παραδοχή της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ τουλάχιστον από την εποχή της κυβέρνησης του Τζορτζ Μπους, ακόμη και ενώ πολλά άλλα κράτη-μέλη απέρριπταν την ιδέα.
Πράγματι, ιδίως μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2014, ήταν κοινώς αποδεκτό μεταξύ των ελίτ της εξωτερικής πολιτικής ότι η ένταξη της Ουκρανίας και της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ ήταν περισσότερο φιλοδοξία παρά είχε πρακτικό νόημα. Όπως το έθεσε ο ακαδημαϊκός, Michael O’Hanlon, τον περασμένο Φεβρουάριο, εβδομάδες πριν από την εισβολή: «Το να λέμε ότι η Ουκρανία δεν θα ενταχθεί σύντομα (αν ενταχθεί ποτέ) στο ΝΑΤΟ δεν αποτελεί παραχώρηση προς τον Πούτιν, αλλά αναγνώριση της πραγματικότητας». Ωστόσο, ακόμη και καθώς ο πόλεμος διαφαινόταν, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ δεν ήταν πρόθυμοι να αναγνωρίσουν αυτήν την πραγματικότητα, καθιστώντας σαφές ότι δεν θα συζητούσαν την πολιτική ανοικτών θυρών του ΝΑΤΟ με την Ρωσία.
Είναι αδύνατον να γνωρίζουμε αν η προσφορά κάποιου συμβιβασμού σχετικά με την πιθανή ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ θα είχε αποτρέψει τον πόλεμο. Οι ρωσικές απαιτήσεις να παραμείνει η Ουκρανία αδέσμευτη θα μπορούσαν επίσης να είχαν αποκλείσει στενότερους δεσμούς με την ΕΕ, κάτι που πολλοί Ουκρανοί θα ήταν λιγότερο πιθανό να αποδεχθούν. Άλλοι έχουν υποστηρίξει ότι ο πόλεμος ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα των ακόρεστων αναθεωρητικών και ιμπεριαλιστικών παρορμήσεων του προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν. Η ρητορική του συχνά υποδηλώνει ότι βλέπει την Ουκρανία λιγότερο ως χώρα παρά ως μια δύστροπη ρωσική επαρχία. Μπορεί να επέλεξε να ρίξει τα ζάρια ανεξάρτητα [από τα προηγούμενα], θεωρώντας τα πιθανά εδαφικά κέρδη πιο πολύτιμα από τις πολιτικές παραχωρήσεις της Δύσης.
Όμως, θα χρειαζόταν μια πραγματικά παρωπιδική θεώρηση της περιοχής για να υποστηρίξει κανείς ότι οι άκαμπτες πολιτικές που ακολούθησαν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ στην Ανατολική Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες δεν έπαιξαν κανέναν ρόλο στην πορεία προς τον πόλεμο. Η απροθυμία να εξετάσουν οποιαδήποτε εναλλακτική πορεία για την Ουκρανία, την Γεωργία, τη Μολδαβία, και άλλα κράτη συνέβαλε σε ένα τοξικό μείγμα πολιτικών διαφορών, φόβων για την ασφάλεια, και ιμπεριαλιστικών φιλοδοξιών που τελικά έφερε την περιοχή στα πρόθυρα του πολέμου. Όποια και αν είναι η τελική έκβαση αυτού του πολέμου, το γεγονός ότι συνέβη αποτελεί πολιτική αποτυχία.
ΓΙΑΤΙ ΕΠΕΣΤΡΕΨΑΝ ΟΙ “ΣΦΑΙΡΕΣ ΕΠΙΡΡΟΗΣ”
Το 2017, όταν η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας της κυβέρνησης Τραμπ εξήγγειλε την επιστροφή του «ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων», ξεκίνησε μια συζήτηση στην Ουάσινγκτον σχετικά με τον ορισμό του όρου αυτού. Κάποιοι πρότειναν ότι μπορεί να σημαίνει επιστροφή σε ανοικτές συγκρούσεις στην περιφέρεια της Ευρώπης. Όμως ο πόλεμος στην Ουκρανία αναδεικνύει το κόστος που μπορεί να επιφέρει ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων, αν δεν γίνεται σωστή διαχείριση. Και δείχνει το ενδεχόμενο καταστροφής αν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ δεν μπορούν να ξεπεράσουν την μονοπολική νοοτροπία τους.
Με μια ευρύτερη γεωπολιτική έννοια, ο πόλεμος στην Ουκρανία σηματοδοτεί την επιστροφή της αμφισβήτησης των σφαιρών επιρροής στην παγκόσμια πολιτική. Στην απλούστερη εκδοχή της, μια σφαίρα επιρροής είναι μια περιοχή όπου μια μεγάλη δύναμη μπορεί να διαμορφώσει πολιτικά ή οικονομικά αποτελέσματα -και να προσπαθήσει να αποκλείσει αντίπαλα κράτη από το να το κάνουν- παρόλο που δεν ελέγχει άμεσα την περιοχή. Ίσως επειδή η «σφαίρα επιρροής» αναδύθηκε ως ειδικός όρος κατά την διάρκεια της ακμής της αυτοκρατορικής αποικιοκρατίας, ή ίσως απλώς επειδή συχνά εφαρμόστηκε στην πράξη με ανήθικους τρόπους, έχει αποκτήσει έντονα αρνητική χροιά. Προκαλεί εικόνες της διάσκεψης της Γιάλτας και των αυθαίρετων διαιρέσεων της Ευρώπης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ή του Βρετανού πρωθυπουργού, Νέβιλ Τσάμπερλεϊν, που κατευνάζει τον Χίτλερ στο Μόναχο το 1938. Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι οι σφαίρες επιρροής είναι ηθικά αδικαιολόγητες, καθώς οι μεγάλες δυνάμεις καταδικάζουν τις μικρότερες χώρες να υποφέρουν στα χέρια των μεγαλύτερων γειτόνων τους.
Ωστόσο, αυτή είναι μια θεμελιώδης παρανόηση της έννοιας. Μια σφαίρα επιρροής δεν χρειάζεται να είναι ένα είδος αβρότητας που προσφέρεται από μια μεγάλη δύναμη σε μια άλλη χωρίς την έγκριση μικρότερων, πιο ευάλωτων κρατών. Είναι συχνότερα ένα απλό γεγονός, μια επιβεβαίωση της γεωγραφίας και της ισχύος. Μια σφαίρα επιρροής είναι απλώς ένα μέρος όπου μια μεγάλη δύναμη διεκδικεί την κυριαρχία και μια άλλη φοβάται ή δεν θέλει να την αμφισβητήσει επειδή το αντιληπτό κόστος είναι απλώς πολύ υψηλό. Σκεφτείτε την περίπτωση του Αφγανιστάν: σε μια επιστολή του 1869, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών προσπάθησε να καθησυχάσει τον Βρετανό ομόλογό του ότι το Αφγανιστάν βρισκόταν «εντελώς εκτός της σφαίρας εντός της οποίας η Ρωσία θα μπορούσε να κληθεί να ασκήσει την επιρροή της». Οι δύο χώρες θα επισημοποιούσαν αργότερα αυτήν την ρύθμιση, καθώς και θα έθεταν σαφείς γραμμές σχετικά με το ποιο κράτος θα είχε επιρροή σε ποια μέρη της Περσίας, στην αγγλορωσική Συμμαχία του 1907. Και τα δύο αντανακλούσαν μια απλή πραγματικότητα: οι Ρώσοι δεν πίστευαν ότι τα οφέλη μιας διαμάχης με τους Βρετανούς για το Αφγανιστάν ή για τον έλεγχο ολόκληρης της Περσίας θα άξιζαν το κόστος.
Ορισμένοι σχολιαστές υποστηρίζουν ότι δεν μπορούμε να δεχτούμε τέτοιες ρυθμίσεις, υποστηρίζοντας ότι ο κόσμος έχει ξεπεράσει αυτές τις απαρχαιωμένες, αποικιοκρατικές ιδέες και έχει περάσει σε μια πιο πεφωτισμένη εποχή. Αλλά η αλήθεια είναι πιο πεζή. Κατά την διάρκεια της μονοπολικής εποχής, της περιόδου της παγκόσμιας κυριαρχίας των ΗΠΑ που ακολούθησε την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, οι Ηνωμένες Πολιτείες απλώς δεν χρειαζόταν να ασχοληθούν ιδιαίτερα με το ζήτημα των σφαιρών επιρροής, επειδή η ισχύς τους ήταν αδιαμφισβήτητη. Ο πολιτικός επιστήμονας, Graham Allison, το έθεσε συνοπτικά: Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ είχαν πάψει να αναγνωρίζουν τις σφαίρες επιρροής, αλλά «όχι επειδή η έννοια είχε καταστεί παρωχημένη. Αντίθετα, ολόκληρος ο κόσμος είχε γίνει de facto μια αμερικανική σφαίρα [επιρροής]».
Έτσι, όταν η Ρωσία υποστήριξε το 1999, κατά την διάρκεια της επέμβασης του ΝΑΤΟ στο Κοσσυφοπέδιο, ότι η πρώην Γιουγκοσλαβία ανήκε στην σφαίρα επιρροής της, φτάνοντας στο σημείο να στείλει Ρώσους αλεξιπτωτιστές σε μια δονκιχωτική προσπάθεια να καταλάβουν το αεροδρόμιο της Πρίστινα, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπόρεσαν σε μεγάλο βαθμό να παρακάμψουν τα παράπονα. Ήταν σαφές ότι η Ρωσία, της οποίας οι αλεξιπτωτιστές αναγκάστηκαν να εκλιπαρούν τους ομολόγους τους του ΝΑΤΟ για τρόφιμα και προμήθειες, δεν είχε την δύναμη να υποστηρίξει τους ισχυρισμούς της. Ομοίως, όταν η Κίνα επιδόθηκε σε διαξιφισμούς με την Ταϊβάν στα μέσα της δεκαετίας του 1990, οι Ηνωμένες Πολιτείες απάντησαν με μια μαζική επίδειξη στρατιωτικής ισχύος, πλέοντας μια ομάδα αεροπλανοφόρων μέσα από τα Στενά της Ταϊβάν και αναγκάζοντας τους Κινέζους ηγέτες να υποχωρήσουν.
Η επιμονή της Ουάσινγκτον τις τελευταίες δεκαετίες ότι δεν πρέπει να υπάρχουν σφαίρες επιρροής ήταν τόσο μια δήλωση της δικής της παγκόσμιας εμβέλειας και πρωτοκαθεδρίας όσο οτιδήποτε άλλο. Σήμερα, ωστόσο, ο κόσμος εισέρχεται σε μια περίοδο αμφισβήτησης των ορίων της αμερικανικής ισχύος, καθώς η Ρωσία και η Κίνα είναι όλο και περισσότερο ικανές να διεκδικήσουν τα δικά τους συμφέροντα στις περιοχές που βρίσκονται πλησιέστερα στα σύνορά τους.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες αρνήθηκαν να συζητήσουν την πολιτική ανοικτών θυρών του ΝΑΤΟ πριν από την εισβολή στην Ουκρανία για έναν βασικό λόγο: κάτι τέτοιο θα μπορούσε να στερήσει από τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης την δυνατότητα να κάνουν τις δικές τους επιλογές εξωτερικής πολιτικής. Λίγες εβδομάδες πριν από την εισβολή, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Antony Blinken, ρωτήθηκε σχετικά με την πολιτική των ανοικτών θυρών. «Δεν θα υπάρξει καμία αλλαγή», δήλωσε, προσθέτοντας ότι «υπάρχουν βασικές αρχές που είμαστε δεσμευμένοι να διατηρήσουμε και να υπερασπιστούμε», συμπεριλαμβανομένου «του δικαιώματος των κρατών να επιλέγουν τα δικά τους μέτρα ασφαλείας και συμμαχίες».
Όμως, το τελευταίο έτος κατέδειξε ότι η προσέγγιση αυτή είναι ανεπαρκής, εν μέρει επειδή απέτυχε να λάβει υπόψη της την ρωσική δράση. Αντιμέτωπος με την προοπτική να ξεφύγει η Ουκρανία από την τροχιά του και ανίκανος να επιτύχει παραχωρήσεις από τα Δυτικά κράτη, ο Πούτιν επέλεξε αντ’ αυτού να ρισκάρει σε μια ριψοκίνδυνη και δαπανηρή στρατιωτική εκστρατεία. Και ακόμη και καθώς η στρατιωτική εκστρατεία γνώρισε σημαντικές αποτυχίες, ήταν πρόθυμος να λάβει ολοένα και πιο δραματικά μέτρα για να προσπαθήσει να ελέγξει την Ουκρανία, από την μαζική κινητοποίηση ρωσικών στρατευμάτων έως τον εκτεταμένο βομβαρδισμό πολιτικών υποδομών.
Τα αποτελέσματα ήταν σίγουρα καταστροφικά για την Ρωσία: δεν πέτυχε σχεδόν κανέναν από τους αρχικούς της στόχους, το Κίεβο παραμένει ανεξάρτητο, η ρωσική οικονομία βρίσκεται σε πτώση, και δεκάδες χιλιάδες Ρώσοι στρατιώτες είναι νεκροί. Αλλά η εισβολή επέβαλε επίσης τεράστιο κόστος στον λαό της Ουκρανίας μαζί με σημαντικό κόστος και τον κίνδυνο κλιμάκωσης για την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αν ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι μια ιστορία επιτυχίας για την κυβέρνηση Μπάιντεν ή για τους προκατόχους της, είναι πύρρειος.
Ο ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΔΕΝ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΝΟΜΙΖΕΤΕ
Σε μια ομιλία της το 2008, η υπουργός Εξωτερικών [των ΗΠΑ], Condoleezza Rice, διακήρυξε την εμπιστοσύνη της σε ένα όραμα «ενός κόσμου στον οποίο η μεγάλη δύναμη δεν ορίζεται από σφαίρες επιρροής ή ανταγωνισμό μηδενικού αθροίσματος ή από τους ισχυρούς που επιβάλλουν την θέλησή τους στους αδύναμους». Ωστόσο, 15 χρόνια αργότερα, όλα αυτά τα χαρακτηριστικά επιστρέφουν δυναμικά. Ο πόλεμος στην Ουκρανία, εκτός του ότι δεν διέψευσε την βίαιη φύση της διεθνούς πολιτικής, κατέδειξε την δυσάρεστη πραγματικότητα της διαμάχης για τις σφαίρες επιρροής μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων.
Αποκάλυψε επίσης έντονα τα όρια της ισχύος των ΗΠΑ να αποτρέπουν τους δρώντες στα πιο κοντινά και αγαπημένα τους μέρη με μη στρατιωτικά μέσα. Η δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών να πολεμήσουν άμεσα σε αυτές τις περιοχές θα συνεπαγόταν απαράδεκτα υψηλούς κινδύνους και κόστος για τον αμερικανικό λαό, κάτι που αναγνώρισε και ο ίδιος ο Μπάιντεν, λέγοντας στους δημοσιογράφους : «Δεν θα πολεμήσουμε τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο στην Ουκρανία».
Ταυτόχρονα, όμως, οι ελίτ της εξωτερικής πολιτικής της Ουάσινγκτον δεν αναγνωρίζουν επαρκώς ότι η αρχή της αποφυγής ενός πολέμου μεγάλων δυνάμεων για περιφερειακά συμφέροντα μπορεί να ισχύει και αλλού. Δείτε την Ταϊβάν: η κοινή γνώμη αντιτίθεται σθεναρά στο να πολεμήσει την Κίνα απευθείας για την Ταϊβάν, και τα πολεμικά παιχνίδια υποδηλώνουν ότι μια τέτοια επιλογή θα μπορούσε να είναι καταστροφική για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ωστόσο, οι Αμερικανοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής συνεχίζουν να παίζουν με την ιδέα της μετατόπισης από την μακροχρόνια πολιτική της αμερικανικής κυβέρνησης της στρατηγικής ασάφειας προς μια πιο σταθερή στάση ανοικτής στρατιωτικής υποστήριξης της Ταϊβάν. Δεδομένης της εμφανώς αυξανόμενης αποφασιστικότητας του Πεκίνου να επιτύχει την επανένωση με το νησί, αυτό μπορεί να ισοδυναμεί με την πραγματοποίηση των ίδιων λαθών που έγιναν στην Ουκρανία. Οποιαδήποτε προσπάθεια να διευκρινιστεί ότι η Ταϊβάν βρίσκεται εκτός της σφαίρας επιρροής του Πεκίνου θα μπορούσε να καταλήξει να προκαλέσει τον ίδιο τον πόλεμο που οι Ηνωμένες Πολιτείες επιθυμούν να αποφύγουν.
Ό,τι και να λένε οι επικριτές, η αποδοχή του γεγονότος ότι ορισμένες χώρες θα μπορούν να ασκούν μεγαλύτερη ισχύ στις πλησιέστερες σε αυτές περιοχές δεν καταδικάζει απαραίτητα τις μικρές χώρες σε κατάκτηση από τους μεγαλύτερους γείτονές τους. Σκεφτείτε ξανά το περασμένο έτος: παρά την αποδοχή ότι η άμεση επέμβαση θα ήταν πολύ δαπανηρή, για παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν άφησαν την Ουκρανία στην τύχη της. Αντίθετα, η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει παράσχει σημαντικά ποσά στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας, προσεκτικά βαθμονομημένα ώστε να παραμείνουν κάτω από το όριο που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ευρύτερο πόλεμο. Η Ουκρανία ίσως να βρίσκεται εκτός της αμερικανικής σφαίρας επιρροής, αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες την βοηθούν να αντισταθεί στην ενσωμάτωσή της σε μια ρωσική σφαίρα.
Τέτοιες στρατηγικές μπορούν και πρέπει να εφαρμοστούν και αλλού. Τα μικρά κράτη μπορούν να αναπτύξουν τις δικές τους στρατιωτικές δυνατότητες και να λάβουν υποστήριξη από άλλες χώρες για να γίνουν μη ελκυστικά για τους μεγαλύτερους γείτονές τους. Για παράδειγμα, αντί για θεατρικές χειρονομίες που υποδηλώνουν υποστήριξη προς την ανεξαρτησία της Ταϊβάν, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να επενδύσουν τώρα στο να βοηθήσουν το νησί να υπερασπιστεί τον εαυτό του μέσω μιας κατάλληλα διαφοροποιημένης στρατηγικής «σκαντζόχοιρου». Όχι μόνο είναι πολύ πιο αποτελεσματικό να διεξάγονται τέτοιες [αμυντικές] συσσωρεύσεις πριν από οποιονδήποτε πιθανό πόλεμο, αλλά αν εκτελεστεί με σύνεση, η προσέγγιση αυτή μπορεί ακόμη και να είναι σε θέση να αποτρέψει αυτόν τον πόλεμο από το να συμβεί ποτέ.
Για να υιοθετήσουν αυτές τις στρατηγικές, ωστόσο, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να πάρουν τα σωστά διδάγματα από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Εάν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής μπορούν να απορρίψουν την πρόωρη θριαμβολογία, να αναγνωρίσουν τα πρακτικά όρια της αμερικανικής ισχύος, να μάθουν να αναθέτουν την άμυνα στα κράτη που βρίσκονται στην αιχμή του δόρατος, και να γίνουν πιο άνετοι με την ασάφεια που απαιτείται για την πλοήγηση στις επικίνδυνες περιοχές όπου οι σφαίρες επιρροής επικαλύπτονται, ίσως μπορέσουν να αποφύγουν την καταστροφή.