Απόδοση από άρθρο του Michael Oppenheimer, καθηγητή Γεωεπιστημών και Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον
Μπορείτε να διαβάσετε το πρώτο μέρος, εδώ.
Ποια είναι τα κρίσιμα σημεία
Πέρα από την πιθανότητα του να συμπίπτουν ή να συνδέονται τα ακραία φαινόμενα, υπάρχει άλλο ένα είδος αλληλεπίδρασης που είναι εξίσου ανησυχητικό: αυτό των διαφορετικών συστημάτων που ελέγχουν το κλίμα. Εδώ και καιρό, οι επιστήμονες ανησυχούν για τα λεγόμενα κρίσιμα σημεία -οριακά σημεία, που αν ξεπεραστούν, ακόμα και οι μικρές αλλαγές στη παγκόσμια θερμοκρασία ενδέχεται να προκαλέσουν -πολύ γρήγορα- μεγάλη αναστάτωση. Για παράδειγμα, αν λιώσουν μεγάλα κομμάτια πάγου από τη Γροιλανδία και την Ανταρκτική, διαδικασία που ήδη συμβαίνει στις παρυφές των περιοχών, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας θα ανέβει πιο γρήγορα από ότι συνέβαινε εδώ και χιλιάδες χρόνια. Καθώς το μόνιμα παγωμένο έδαφος της Αρκτικής στη Βόρεια Αμερική και την Ευρασία λιώνει, θα εκλυθούν μεγάλες ποσότητες μεθανίου και διοξειδίου του άνθρακα, αυξάνοντας τον ρυθμό με τον οποίο εξελίσσεται η υπερθέρμανση του πλανήτη. Αν ένα βασικό ωκεάνιο ρεύμα στον Βόρειο Ατλαντικό κυλάει πιο αργά, εξαιτίας της υπερθέρμανσης, θα υπάρξουν ανωμαλίες στο κλίμα στα μεγάλα γεωγραφικά πλάτη. Παρόλο που οι επιστήμονες έχουν παρατηρούν αυτά τα φαινόμενα εδώ και δεκαετίες, δεν έχουν καταφέρει να ορίσουν το ποια ακριβώς θα είναι η θερμοκρασία στην οποία θα συμβούν όλες αυτές οι ταχείες αντιδράσεις ή να πουν με σιγουριά πως υπάρχουν αυτά τα ακριβή κρίσιμα σημεία.
Ωστόσο, αν αυτά τα οριακά σημεία υπάρχουν και ξεπεραστούν σε σχετικά χαμηλές θερμοκρασίες, το αποτέλεσμα θα είναι καταστροφικό: μια ευρεία απορρύθμιση των οικοσυστημάτων και των κοινωνιών με πολύ μικρό περιθώριο ή ελάχιστες ευκαιρίες για προσαρμογή. Ακόμα χειρότερα, υπάρχουν ενδείξεις ότι αρκετά από αυτά τα φαινόμενα θα αλληλοεπιδράσουν. Αν ένα οριακό σημείο, σε ένα σύστημα, ξεπεραστεί, μπορεί να υπάρξει ένα φαινόμενο ντόμινο που θα οδηγήσει στο να ξεπεραστούν και άλλα κρίσιμα σημεία. Για παράδειγμα η ταχεία απώλεια πάγου στη Γροιλανδία, θα έστελνε νερό στην περιβάλλουσα θάλασσα και θα έκανε πιο αργή τη ροή των ωκεάνιων ρευμάτων. Επειδή αυτό το ρεύμα συνήθως στέλνει ζεστό νερό προς τα βόρεια, η πιο αργή ροή θα προκαλούσε κάτι που θα έμοιαζε με τρακαρίσματα μέσα σε ένα μποτιλιάρισμα και θα έκανε τα νερά στην άλλη άκρη του κόσμου, στην Ανταρκτική, πιο ζεστά. Αυτό με τη σειρά του, θα προκαλούσε την επιτάχυνση του λιωσίματος των πάγων και σε αυτή την περιοχή. Η άνοδος της στάθμης της θάλασσας θα ήταν ακόμα πιο μεγάλη.
Όταν αυτά τα δομικά στοιχεία για το κλίμα εξετάζονται μεμονωμένα, οι πιθανότητες να ξεπεραστούν πολλά από τα οριακά σημεία ταυτόχρονα φαντάζουν μικρές. Κάποια από αυτά τα φαινόμενα είναι απίθανο να εμφανιστούν αυτόν τον αιώνα -ή και τον επόμενο- αν δεν τα πυροδοτήσει κάτι. Αλλά ακριβώς αυτό είναι που μπορεί να προκαλέσει αυτή η αλληλεπίδραση: αν ένα σύστημα παραδοθεί στο χάος, θα πυροδοτήσει ανωμαλίες και στα άλλα. Σε αυτή τη χρονική στιγμή, υπάρχει ακόμα αβεβαιότητα σχετικά με το πόσο πιθανό είναι να συμβεί αυτό. Αλλά η δυνατότητα υπάρξουν τέτοιες αλληλεπιδράσεις προσθέτει έναν ακόμα λόγο για να γίνουμε ακόμα πιο προσεκτικοί και να μην διακινδυνεύσουμε να χάσουμε τους στόχους που έθεσε η Συμφωνία για το Κλίμα στο Παρίσι το 2015, δηλαδή να κρατηθεί η θερμοκρασία κάτω από 2 βαθμούς Κελσίου πάνω από τα επίπεδα της προ βιομηχανικής περιόδου και να περιορίσουμε την αύξηση στους 1,5 βαθμούς Κελσίου. Αν χάσουμε αυτές τις μετρήσεις, σημαίνει ότι θα εισέλθουμε σε μια νέα κλιματική εποχή, έδαφος άγνωστο για όλους.
Απροετοίμαστοι για το άγνωστο
Η αλληλεπίδραση των ακραίων φαινομένων δημιουργεί κινδύνους εντελώς διαφορετικής φύσης και διαστάσεων. Η χρήση υπολογιστών για να μαντέψουμε που και πότε θα εμφανιστούν τέτοια φαινόμενα δεν προσφέρει άμεση βοήθεια, καθώς τα μοντέλα αυτά είναι σε αρχικό στάδιο. Κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει κατά προσέγγιση από προ υπάρχουσα εμπειρία, αφού το κλίμα εξελίσσεται έξω από αυτό που έχει βιώσει έως τώρα η ανθρωπότητα. Και δεν είναι ότι η συγχρονικότητα των επικίνδυνων κλιματικών φαινομένων σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο είναι κάτι εντελώς καινούριο. Αλλά αυτό που είναι καινούριο είναι το γεγονός πως η πιθανότητα κάποιον συγχρονικοτήτων αυξάνεται ραγδαία και ανά τον κόσμο.
Άλλες πολύπλοκες προβλέψεις αφορούν το ερώτημα του πως θα ανταποκριθούν οι άνθρωποι και οι κυβερνήσεις. Όσοι δεν είναι άμεσα επηρεασμένοι από ακραία φαινόμενα έχουν την τάση να μη θυμούνται αυτά που μας διδάσκουν τέτοια γεγονότα αρκετά, ώστε να είναι προετοιμασμένοι για τα επόμενα. Κάποιες έρευνες δείχνουν πως χρειάζονται πολλά παρόμοια περιστατικά για να χαραχτεί στη μνήμη και να πειστεί κάποιος να διδαχθεί από την πρότερη εμπειρία και να προσαρμοστεί ανάλογα. Μόνο τότε θα υπάρξει πρόληψη και δράση για να σωθούν ζωές και περιουσίες ή να φύγουν από τις επικίνδυνες ζώνες.
Ακόμα και οι πολύ αναπτυγμένες χώρες δεν είναι προετοιμασμένες για κλιματικούς κινδύνους, ειδικά σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές, οικονομικούς ή δημογραφικούς τομείς. Πριν τον τυφώνα Katrina, το 2005. Στη Νέα Ορλεάνη είχαν ένα σχέδιο εκκένωσης, αλλά αυτό δεν περιλάμβανε τους πιο φτωχούς -συνήθως μαύρους- που δεν είχαν δικό τους όχημα. Για αυτό πολλοί έμειναν στα σπίτια τους και πνίγηκαν ή τραυματίστηκαν, ακόμα και στο Superdome, το οποίο χρησιμοποιούταν ως καταφύγιο. Άλλες χώρες μπορεί να είναι έτοιμες για μια απειλή, αλλά όχι για κάποια άλλη. Η Ιαπωνία για παράδειγμα, έχει χιλιετίες εμπειρίας όσον αφορά τους σεισμούς, πλημμύρες και τυφώνες και η διαχείριση των κινδύνων αυτών είναι αξιοζήλευτη σε σχέση με άλλες χώρες. Ωστόσο, η χώρα απέτυχε να προετοιμαστεί για ένα νέο είδος καταστροφής που εμφανίστηκε το 2011: έναν σεισμό που προκαλεί τσουνάμι, και που πλημμύρισε έναν πυρηνικό αντιδραστήρα.
Αυτά τα παραδείγματα δείχνουν ότι παρόλο που οι κυβερνήσεις μπορούν να μάθουν από μεμονωμένες καταστροφές, δεν είναι σχεδόν ποτέ έτοιμες για νέους συνδυασμούς αυτών. Και αυτό δεν ακούγεται καθόλου αισιόδοξο με το θέμα της κλιματικής αλλαγής. Πράγματι, σε ένα κόσμο που τέτοιοι κίνδυνοι σπάνια αλληλοεπιδρούν, οι κυβερνήσεις δεν είναι επαρκώς έτοιμες για πιθανές καταστροφές. Όσο αυτοί οι κίνδυνοι συνδυάζονται, οι κυβερνήσεις θα μένουν όλο και πιο πίσω στην αντιμετώπιση των απειλών.
Το επιβεβλημένο έργο της προσαρμογής
Σχεδόν όλοι οι υπολογισμοί των επιστημόνων και των ειδικών καταλήγουν σε μια έκκληση για άμεσες δράσεις πάνω στο θέμα των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Αλλά, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να ασχοληθούν εξίσου με την προσαρμογή. Αυτό σημαίνει να δημιουργήσουν τις κατάλληλες μελλοντικές πολιτικές για να προστατέψουν τον κόσμο, τις υποδομές, τα οικοσυστήματα και την κοινωνία. Σημαίνει την εκ νέου δημιουργία ή αντικατάσταση κινήτρων που θα ενθαρρύνουν ανθρώπους και βιομηχανίες να εγκατασταθούν μόνιμα σε περιοχές που έχουν εκτεθεί. Αυτό σημαίνει να δοθούν περισσότεροι πόροι σε διεθνείς υπηρεσίες για να βοηθήσουν τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες. Πάνω απ’ όλα, σημαίνει να σκεφτόμαστε πολλά χρόνια μπροστά για τη συλλογή εκτεταμένων πόρων και πολιτικής θέλησης για, συχνά, μη δημοφιλείς αποφάσεις. Ειλικρινά, η προσαρμογή θα έπρεπε να έχει ξεκινήσει εδώ και δεκαετίες.
Η έμφαση στις εκπομπές αερίου και όχι η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή είναι λανθασμένη τακτική. Όσο και να μειωθούν τα επόμενα 30 χρόνια, η θερμοκρασία θα συνεχίσει να αυξάνεται. Η ζέστη που έχει παγιδευτεί εδώ και δεκαετίες στους ωκεανούς, θα βγει στην επιφάνεια, ζεσταίνοντας τη γη. Τα αέρια που έχουν παγιδευτεί στην ατμόσφαιρα όλο αυτό το διάστημα θα έχουν και αυτά τις επιπτώσεις τους στο κλίμα. Αν και είναι πιθανό να φτάσουμε τους στόχους που έθεσε η Συμφωνία για το Κλίμα στο Παρίσι, μάλλον αυτό δεν θα συμβεί. Από το 1991 που ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις, οι περισσότερες χώρες έχουν μείνει στα λόγια. Αν δεν φτάσουμε τους στόχους αυτούς, κάποιες κυβερνήσεις θα πρέπει να μάθουν να προσαρμόζονται με μεγαλύτερο κόστος ή θα αποτύχουν εντελώς.
Ακόμα όμως και αν φτάσουμε τους στόχους, θα πρέπει να υπάρξει ένας βαθμός προσαρμογής, και σίγουρα αν το επιτύχουμε θα δοθεί χρόνος. Αλλά η υπερθέρμανση και πάλι θα προκαλέσει προβλήματα, όπως εκατονταπλάσια ανοδική πορεία στις πλημμύρες σε πολλές ακτογραμμές στον κόσμο. Αν οι εκπομπές αερίων παραμείνουν ανεξέλεγκτες, τότε κανενός είδους προσαρμογή δεν θα αρκεί, αυτό θα είναι κάτι που δεν μπορούμε καν να φανταστούμε σαν είδος. Ισχύει όμως και το γεγονός ότι πόσο και να μειωθούν και πάλι θα πρέπει να προσαρμοστούμε.
Οι κυβερνήσεις δεν θα πρέπει να ξεχνάνε ακόμα, πως η δυνατότητα προσαρμογής παρουσιάζει πολλές ανισότητες, κυρίως λόγω άνισων καταστάσεων που έχουν σχέση με τη φυλή, το γένος, την εθνικότητα, την ηλικία ή άλλες διαφορές. Πολλές από αυτές τις αλληλεπιδράσεις θα εμφανιστούν ξαφνικά και θα χρειαστεί μεγάλη ευελιξία για την αντιμετώπισή τους, δυνατότητα που έχουν στερηθεί πολλές λιγότερο αναπτυγμένες χώρες και μεγάλο μέρος των πλούσιων χωρών.
Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι λίγες, αν όχι καμία, χώρες είναι ικανά προετοιμασμένες να αντιμετωπίσουν ότι έρχεται. Υπάρχει ένα μεγάλο κενό, ανάμεσα σε αυτά που γνωρίζουμε για τους κινδύνους και το τι κάνουμε για να τους περιορίσουμε. Στη νέα, πιο επικίνδυνη εποχή της κλιματικής αλλαγής, όσο πιο πολύ καθυστερεί μια χώρα να μειώσει αυτό το κενό, τόσο πιο επώδυνες και μοιραίες θα είναι οι συνέπειες.