Η διατλαντική συμμαχία βιώνει μια αναγέννηση. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει επιστήσει την προσοχή της Ουάσιγκτον πίσω στην Ευρώπη με τρόπους που δεν έχουν εμφανιστεί από την δεκαετία του 1990, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες ενορχήστρωσαν την επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά και πολέμησαν δύο πολέμους στα Βαλκάνια. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν υποστηρίξει την Ουκρανία με τεράστιες ποσότητες όπλων, συσπειρώνουν την Δύση γύρω από άνευ προηγουμένου οικονομικές κυρώσεις κατά της Μόσχας, και ενίσχυσαν το ΝΑΤΟ μέσω επιπρόσθετων αναπτύξεων δυνάμεων. Είναι δύσκολο να σκεφτούμε μια εποχή στην τελευταία γενιά που οι διατλαντικές σχέσεις ήταν ισχυρότερες.
Ωστόσο, η δέσμευση της κυβέρνησης Μπάιντεν με την Ευρώπη είναι τελικά μη βιώσιμη. Η Ρωσία και ο πόλεμος στην Ουκρανία θα παραμείνουν αναμφίβολα μια σημαντική εστίαση των Ηνωμένων Πολιτειών τους επόμενους μήνες και χρόνια. Αλλά παρόλο που η υποστήριξη των ΗΠΑ προς την Ουκρανία είναι απίθανο να αμφιταλαντευτεί, δεν υπάρχει περίπτωση η Ουάσιγκτον να μπορέσει να διατηρήσει το τρέχον επίπεδο διπλωματικής δέσμευσης, ανάπτυξης δυνάμεων, και πόρων στην Ευρώπη μακροπρόθεσμα. Η στροφή προς την Ασία δεν έχει τελειώσει. Ο κίνδυνος σύγκρουσης στην Ασία, όπου η Κίνα μπορεί να επιτεθεί στην Ταϊβάν, θα μπορούσε να αναδιατάξει απότομα τις προτεραιότητες των ΗΠΑ. Η συνεχιζόμενη άνοδος της Κίνας θα τραβήξει την προσοχή των ΗΠΑ πίσω στον Ειρηνικό. Η Ουάσιγκτον πιθανότατα θα το βρει αδύνατο να εξισορροπήσει τις απαιτήσεις των συμμάχων της στην Ευρώπη και την Ασία, διατηρώντας παράλληλα την απαραίτητη παρουσία δύναμης για την αποτροπή και Ρωσίας και της Κίνας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν υπερεκταθεί.
Όμως, αντί να αναπτύξει μια στρατηγική για να αντιμετωπίσει αυτό το δίλημμα, ειδικά δεδομένης της νέας εστίασης της Ευρώπης στην ασφάλεια -για να μην αναφέρουμε τον πληθυσμό της που ξεπερνά τα 450 εκατομμύρια και μια οικονομία ίση με εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών- η κυβέρνηση Μπάιντεν προσποιήθηκε ότι [το δίλημμα] δεν υπάρχει. Ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αποδείξει ότι είναι απαραίτητες, δεν έχουν χρησιμοποιήσει αυτή την εποχή για να αντιμετωπίσουν τα βαθιά δομικά ζητήματα που μαστίζουν την ευρωπαϊκή άμυνα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να ακολουθήσουν μια στρατηγική για να ωθήσουν την Ευρώπη να αναλάβει την ασφάλειά της, μετατρέποντας την Ευρώπη από εξαρτώμενη για την ασφάλειά της σε πραγματικό εταίρο ασφαλείας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να ζητήσουν την δημιουργία ενός ευρωπαϊκού πυλώνα εντός της συμμαχίας του ΝΑΤΟ και να υποστηρίξουν πλήρως την Ευρωπαϊκή Ένωση ώστε να γίνει ισχυρότερος αμυντικός παράγοντας. Ο κίνδυνος είναι ότι αντί να μεταμορφώσει την ευρωπαϊκή άμυνα ως απάντηση στην εισβολή της Ρωσίας και να εγκαινιάσει μια νέα εποχή, η απάντηση απλώς εδραιώνει ένα status quo που και οι δύο πλευρές του Ατλαντικού τελικά βρίσκουν βαθιά απογοητευτικό και αστήρικτο.
ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΑΜΦΙΘΥΜΙΑ
Η Ουάσιγκτον δεν ξέρει τι θέλει από την Ευρώπη. Κάθε πρόεδρος των ΗΠΑ έχει ζητήσει από τους Ευρωπαίους να ξοδεύουν περισσότερα για την άμυνα, αλλά ο πρωταρχικός στόχος της πολιτικής των ΗΠΑ δεν ήταν να ωθήσει την Ευρώπη να σταθεί μόνη της, πλάτη με πλάτη με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι πολιτικοί ηγέτες των ΗΠΑ και οι κορυφαίοι αξιωματούχοι μπορεί να πιστεύουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι σαφές ότι θέλουν η Ευρώπη να κάνει περισσότερα για να χειριστεί την ασφάλειά της. Όμως, οι διπλωμάτες και οι αξιωματούχοι που αναπτύσσουν την πολιτική των ΗΠΑ για την Ευρώπη απολαμβάνουν την ευρωπαϊκή εξάρτηση και την επιρροή που παρέχει: οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να είναι οι αρχηγοί -και θέλουν όσο το δυνατόν περισσότερη αμερικανική επιρροή στην Ευρώπη.
Το 2000, ο λόρδος Τζορτζ Ρόμπερτσον, τότε γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, τόνισε αυτή την αμφισημία. «Οι Ηνωμένες Πολιτείες πάσχουν από ένα είδος σχιζοφρένειας», είπε. «Από τη μια πλευρά, οι Αμερικανοί λένε, “Εσείς οι Ευρωπαίοι πρέπει να σηκώσετε περισσότερο από το βάρος”». Και όταν οι Ευρωπαίοι λένε, «Εντάξει, θα σηκώσουμε περισσότερο από το βάρος», οι Αμερικανοί λένε, «Λοιπόν, περιμένετε ένα λεπτό, προσπαθείτε να μας πείτε να πάμε σπίτι μας;». Σχεδόν δύο δεκαετίες αργότερα, όταν ο Γάλλος πρόεδρος, Εμμανουέλ Μακρόν, ηγήθηκε της ώθησης για ευρωπαϊκή «στρατηγική αυτονομία», η Ουάσιγκτον ανησυχούσε για μια ανανεωμένη συνωμοσία αποσύνδεσης της Ευρώπης από το ΝΑΤΟ. Ως αποτέλεσμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν χρησιμοποιήσει την τεράστια επιρροή τους στην Ευρώπη για να εμποδίσουν τις προσπάθειες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια πιο ανεξάρτητη Ευρώπη.
Θα ήταν αποδεκτό να διατηρηθεί η αμερικανική αναγκαιότητα εάν η προσοχή και οι πόροι των ΗΠΑ ήταν απεριόριστα. Αλλά η πρόκληση για τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι ότι υπάρχει μόνο συγκεκριμένη προσοχή ανώτατου επιπέδου που μπορεί να δοθεί. Ο χρόνος είναι πολύτιμος και ο αγώνας για πόρους εντός της κυβέρνησης και του Κογκρέσου είναι συχνά μηδενικού αθροίσματος. Επιπλέον, τα στρατιωτικά περιουσιακά στοιχεία των ΗΠΑ δεν είναι απεριόριστα, παρά τον προϋπολογισμό των 750 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Αυτό οδηγεί σε έντονες γραφειοκρατικές διαμάχες σχετικά με το ποια περιοχή ή θέατρο [επιχειρήσεων] θα πρέπει να είναι η προτεραιότητα των ΗΠΑ για προσοχή και πόρους υψηλού επιπέδου.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν ανέλαβε καθήκοντα δίνοντας προτεραιότητα στην Ασία, περιγράφοντας δικαίως την Κίνα ως την «απειλή που προχωρά». Όμως, η εισβολή της Ρωσίας έχει πλέον βάλει την Ευρώπη προσωρινά στην κορυφή στον γραφειοκρατικό αγώνα για πόρους και ορατότητα. Ως αποτέλεσμα, η Ευρώπη έχει πλημμυρίσει από επισκέψεις ανώτατων αξιωματούχων των ΗΠΑ και πρόσθετων στρατευμάτων των ΗΠΑ —20.000 επιπλέον προσωπικό από τα τέλη Ιουνίου, παντού από την Βαλτική και την Πολωνία μέχρι την Ιταλία και την Ισπανία.
Ευρωπαίοι αξιωματούχοι επαίνεσαν την επιστροφή των Ηνωμένων Πολιτειών στην ήπειρο. Όμως, όπως προανήγγειλε η επίσκεψη της Νάνσυ Πελόζι τον Αύγουστο στην Ταϊβάν, το εκκρεμές της εξωτερικής πολιτικής θα επιστρέψει τελικά στην Ασία. Η Ευρώπη θα χάσει αυτόν τον αγώνα μηδενικού αθροίσματος για την προσοχή και τους πόρους των ΗΠΑ.
ΜΙΑ ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
Επιφανειακά, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία φαίνεται σαν το σοκ που θα ανάγκαζε τελικά την Ευρώπη να δεχτεί τις παρακλήσεις των ΗΠΑ για αύξηση των αμυντικών της δαπανών. Οι ευρωπαϊκές χώρες θα πετύχουν ως επί το πλείστον τον ΝΑΤΟϊκό στόχο δαπανών 2% [επί του ΑΕΠ κάθε χώρας-μέλους]. Η Γερμανία ανακοίνωσε μια Zeitenwende (νέα εποχή) και ενέκρινε αύξηση 100 δισεκατομμυρίων ευρώ στις αμυντικές δαπάνες. Η Ευρώπη έχει δεσμευτεί να δαπανήσει περίπου 200 δισεκατομμύρια δολάρια τα επόμενα χρόνια. Τα πρόσθετα κεφάλαια θα βελτιώσουν τις θλιβερές δυνατότητες των ευρωπαϊκών στρατευμάτων, θα ενισχύσουν το ΝΑΤΟ, και θα μειώσουν μέρος της βασικής μαχητικής εξάρτησης της Ευρώπης από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αλλά η αύξηση των δαπανών είναι απίθανο να μετριάσει μεγάλο μέρος της πίεσης στις δυνάμεις των ΗΠΑ ή να προχωρήσει αρκετά μακροπρόθεσμα. Τους τελευταίους έξι μήνες, οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν στείλει τεράστιες ποσότητες προηγμένου εξοπλισμού στο Κίεβο. Η Ανατολική Ευρώπη έχει εκχωρήσει μεγάλες ποσότητες εξοπλισμού της σοβιετικής εποχής στα χέρια της Ουκρανίας. Οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες έχουν στείλει προηγμένα αντιαρματικά όπλα και πυροβολικό, εξαντλώντας αποθέματα που τελικά θα πρέπει να αντικατασταθούν. Επιπλέον, ο αυξανόμενος πληθωρισμός διαβρώνει επίσης την αξία των αυξήσεων των ευρωπαϊκών αμυντικών δαπανών.
Το πιο σημαντικό διαρθρωτικό πρόβλημα είναι ότι οι αυξήσεις των ευρωπαϊκών αμυντικών δαπανών δεν στρέφονται προς την συλλογική άμυνα της Ευρώπης αλλά προς την εθνική άμυνα των επιμέρους χωρών. Η Ευρώπη δεν δαπανά για την προστασία της ηπείρου στο σύνολό της˙ το κάνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Η Ουάσιγκτον παρέχει τις κρίσιμες δυνατότητες και τα προηγμένα μέσα (μεταφορές, εναέριος ανεφοδιασμός, και αεροπορική και πυραυλική άμυνα) που επιτρέπουν στην Ευρώπη να πολεμήσει για την Ευρώπη. Σχεδόν καμία από τις πρόσθετες αμυντικές δαπάνες δεν θα διατεθεί για εξαγορές που επιτρέπουν στην Ευρώπη να πολεμήσει ως Ευρώπη και επομένως να μειώσει την πίεση στον στρατό των ΗΠΑ. Η Γερμανία, δεδομένου του μεγέθους της, θα μπορούσε να καλύψει μερικά από τα κενά, αλλά οι ανάγκες της είναι πολύ μεγάλες αλλού —για παράδειγμα, για να αντικαταστήσει σειρές εξοπλισμού και να αυξήσει την ετοιμότητα των δυνάμεών της. Όλοι οι ευρωπαϊκοί στρατοί έχουν ΝΑΤΟϊκούς στόχους ικανότητας, οι οποίοι διασφαλίζουν ότι τα κράτη-μέλη μπορούν να εκπληρώσουν ορισμένους ρόλους, αλλά αυτοί οι στόχοι έχουν σχεδιαστεί για να βοηθήσουν τις ευρωπαϊκές δυνάμεις να εναρμονιστούν με τις Ηνωμένες Πολιτείες μέσω του ΝΑΤΟ, πράγμα που σημαίνει ότι η εξάρτηση από τον στρατό των ΗΠΑ έχει συμπεριληφθεί. Παρά τα τεράστια ποσά στον τομέα της άμυνας, η Ευρώπη εξακολουθεί να είναι πιθανό να εξαρτάται από τις Ηνωμένες Πολιτείες, υπογραμμίζοντας το ευρύτερο πρόβλημα με την τρέχουσα προσέγγιση για την ευρωπαϊκή ασφάλεια.
ΑΜΥΝΤΙΚΗ ΔΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να είναι μια παγκόσμια στρατιωτική δύναμη. Ξοδεύει συλλογικά 200 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως για την άμυνα, η οικονομία της ισούται με εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών, και τα μέλη της είναι δεμένα σε μια πολιτική ένωση. Ωστόσο, οι ευρωπαϊκοί στρατοί βρίσκονται σε θλιβερή κατάσταση, παρά τις αυξήσεις στις αμυντικές δαπάνες από το 2014. Η Ευρώπη δεν χρειάζεται απλώς να ξοδέψει περισσότερα για την άμυνα˙ χρειάζεται να εξορθολογήσει και να εναρμονίσει τις προσπάθειές της. Αλλά οι προτάσεις για τη μεταρρύθμιση της ευρωπαϊκής άμυνας αναπόφευκτα αντιμετωπίζουν την αντίθεση των ΗΠΑ, γραφειοκρατικούς πολέμους για τον έλεγχο τομέων (ιδιαίτερα μεταξύ ΝΑΤΟ και ΕΕ), τοπικές εθνικές προοπτικές, και κατεστημένα εμπορικά και πολιτικά συμφέροντα.
Ως εγγυητής της ευρωπαϊκής ασφάλειας, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να ηγηθούν του μετασχηματισμού με το να επιμείνουν στην δημιουργία ενός ισχυρού ευρωπαϊκού πυλώνα του ΝΑΤΟ που είναι ικανός να υπερασπιστεί την ήπειρο. Η Ευρώπη θα πάσχιζε να λειτουργήσει ως μια ενότητα στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, καθώς η συμμαχία θα επικεντρωνόταν στη μετατροπή των ευρωπαϊκών δυνάμεων σε μια ικανή μαχητική δύναμη, με ή χωρίς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού πυλώνα εντός του ΝΑΤΟ θα απαιτούσε την ενδυνάμωση της ΕΕ, μιας πολιτικής και οικονομικής ένωσης που προσβλέπει σε ευρύτερα ευρωπαϊκά συμφέροντα. Το κοινό νόμισμα και η κεντρική τράπεζα της ΕΕ παρέχουν το πιθανό οικονομικό υπόβαθρο της ΕΕ ώστε να αναλάβει εξέχοντα αμυντικό ρόλο. Η ένωση διαθέτει νομική και θεσμική μόχλευση για την προώθηση της συμμόρφωσης και του συντονισμού σε εθνικό επίπεδο, κρίσιμης σημασίας για τον εξορθολογισμό του δυσκίνητου αμυντικού βιομηχανικού τομέα της Ευρώπης. Ο στόχος της ΕΕ δεν είναι να πλάσει έναν ευρωπαϊκό στρατό, αλλά να επιτρέψει στην Ευρώπη να αμυνθεί.
Η ΕΕ μπορεί να αναλάβει τον ρόλο του πρωταρχικού χρηματοδότη της ευρωπαϊκής άμυνας, καλύπτοντας κενά πέρα από τις δυνατότητες των κρατών-μελών, όπως η προμήθεια αεροπορικής και αντιπυραυλικής άμυνας, αεροπορικών τάνκερς, και μεταφορών. Τίποτα δεν απαγορεύει στην ΕΕ να αγοράζει στρατιωτικό εξοπλισμό, ο οποίος θα μπορούσε να διατεθεί στα κράτη-μέλη ή στο ΝΑΤΟ. Για παράδειγμα, η ΕΕ θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει την απόκτηση τεράστιων αποθεμάτων πυρομαχικών, βλημάτων πυροβολικού, και κατευθυνόμενων πυραύλων ακριβείας (τα οποία η Ευρώπη εξάντλησε κατά την επέμβασή της στην Λιβύη). Η ΕΕ έχει ήδη διαδραματίσει παρόμοιο ρόλο στην Ουκρανία, παρέχοντας 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ από το νέο της ταμείο θανατηφόρου βοήθειας για την αναπλήρωση των αμυντικών προϋπολογισμών των χωρών που προμηθεύουν όπλα στην Ουκρανία. Τον Ιούνιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε επίσης την δημιουργία ενός ταμείου 500 εκατομμυρίων ευρώ για να δώσει κίνητρα στις χώρες να συντονίσουν τις νέες αμυντικές δαπάνες τους, να προβούν σε κοινές προμήθειες, να αυξήσουν τη διαλειτουργικότητα, και να δημιουργήσουν οικονομίες κλίμακας.
Πρόκειται για σημαντικές πρωτοβουλίες για την ενοποίηση και τον εξορθολογισμό των ευρωπαϊκών αμυντικών προσπαθειών, και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να πιέσουν την ΕΕ να επεκτείνει δραματικά αυτά τα προγράμματα. Αν και η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει αυτοχαρακτηριστεί ως η πιο φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση που υπήρξε ποτέ, μπορεί να διεκδικήσει αυτόν τον τίτλο μόνο για λόγους οικονομικής συνεργασίας. Σε ό,τι αφορά την άμυνα, έχει διατηρήσει σε μεγάλο βαθμό τον παραδοσιακό σκεπτικισμό των Ηνωμένων Πολιτειών. Δεν ενθάρρυνε ενεργά τις αμυντικές πρωτοβουλίες της ΕΕ ούτε κάλεσε την ΕΕ να τις επεκτείνει. Για παράδειγμα, όταν ο πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, παρακολούθησε μια Σύνοδο Κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τον Μάρτιο κατά τις πρώτες εβδομάδες του πολέμου, έχασε μια χρυσή ευκαιρία να υποστηρίξει μια πρόταση που έπεσε στο τραπέζι για δανεισμό της ΕΕ για επενδύσεις στην άμυνα. Αν ο πρόεδρος είχε πει απλώς στους Ευρωπαίους ηγέτες ότι η ΕΕ μπορούσε να δανειστεί χρήματα για στρατιωτικούς σκοπούς, όπως ακριβώς έκανε για την πανδημία της COVID-19, θα μπορούσε να είχε συμβάλει στην έναρξη μιας νέας εποχής στην ευρωπαϊκή άμυνα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν τεράστια επιρροή στην Ευρώπη, ειδικά στην άμυνα. Εάν η ΕΕ πρόκειται να διαδραματίσει πιο σημαντικό αμυντικό ρόλο, θα χρειαστεί ισχυρή υποστήριξη εκ μέρους των ΗΠΑ.
ΕΞΑΡΤΩΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ
Το ερώτημα που πρέπει να αναρωτηθούν οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ είναι εάν στόχος τους είναι να καταστήσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες απαραίτητες για την Ευρώπη ή να κάνουν την Ευρώπη απαραίτητο εταίρο των Ηνωμένων Πολιτειών. Μια Ευρώπη που μπορεί να φροντίσει για την ασφάλειά της δεν θα σπάσει την συμμαχία, δεν θα υπονομεύσει το ΝΑΤΟ, ούτε θα προκαλέσει αποσύνδεση από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο διατλαντικός δεσμός θα ενισχυθεί καθώς ενισχύεται η Ευρώπη.
Απλώς δείτε τι συμβαίνει οικονομικά μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της ΕΕ. Η ανάγκη για διατλαντική συνεργασία για τον καθορισμό των οικονομικών κανόνων της πορείας ενόψει της ανερχόμενης Κίνας ώθησε την έναρξη του Συμβουλίου Εμπορίου και Τεχνολογίας ΗΠΑ-ΕΕ (U.S.-EU Trade and Technology Council). Συνολικά, έχει βελτιώσει δραματικά τις διατλαντικές σχέσεις. Μια ισχυρότερη Ευρώπη, με ικανές χερσαίες, αεροπορικές, και ναυτικές δυνάμεις, θα ήταν ευλογία για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους Ασιάτες εταίρους τους. Θα προκαλούσε επίσης στενότερο συντονισμό εντός του ΝΑΤΟ, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες θα σταματούσαν να θεωρούν την Ευρώπη δεδομένη.
Η πραγματική απειλή για την διατλαντική συμμαχία είναι το status quo. Η 25χρονη υπό την ηγεσία των ΗΠΑ προσπάθεια να αποτραπεί η ΕΕ από το να είναι ανεξάρτητος στρατιωτικός παράγοντας ήταν σε μεγάλο βαθμό επιτυχής. Αλλά παρόλο που αυτό έχει διατηρήσει τον ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών ως απαραίτητων, το αποτέλεσμα είναι ότι η κατάσταση της ευρωπαϊκής άμυνας δύσκολα θα μπορούσε να είναι χειρότερη. Υπάρχει επίσης σαφής κίνδυνος οι Ηνωμένες Πολιτείες να αποφασίσουν ότι δεν θέλουν να είναι πλέον απαραίτητες για την Ευρώπη. Ο επόμενος πρόεδρος θα μπορούσε να είναι ένας αντιατλαντιστής όπως ο Ντόναλντ Τραμπ ή ο Τζος Χάουλι (Josh Hawley), ο οποίος ψήφισε κατά της ένταξης της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ στις 3 Αυγούστου. Αλλά εξίσου πιθανό είναι ένα αποτέλεσμα στον οποίο η Ευρώπη υποβιβάζεται, η Ρωσία και πάλι κακώς απορρίπτεται ως χάρτινη τίγρη, και η διατλαντική συμμαχία υποφέρει καθώς ο απαραίτητος εταίρος της χάνει το ενδιαφέρον του.
Για να αποφευχθεί αυτό το μέλλον, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αναγνωρίσουν ότι θέλουν η Ευρώπη να είναι ένας απαραίτητος εταίρος που μπορεί να σταθεί πλάτη με πλάτη με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η επιδίωξη μιας τέτοιας στρατηγικής και η οικοδόμηση ενός ευρωπαϊκού πυλώνα εντός του ΝΑΤΟ θα ήταν μια διαδικασία που θα διαρκέσει μια γενιά και που θα απαιτήσει εντατική εμπλοκή των ΗΠΑ, ωθώντας τους Ευρωπαίους συμμάχους και εταίρους σε μια νέα κατεύθυνση. Η ώρα να ξεκινήσει η μεταμόρφωση είναι τώρα.