«Foreign Affairs»: Η Ευρώπη πρέπει να επιταχύνει τις ενέργειες για την ενίσχυση της άμυνας
Οι Βρυξέλλες πρέπει να πάρουν δάνεια και να δαπανήσουν περισσότερα για την ασφάλεια
Άρθρο των Max Bergmann και Benjamin Haddad
Τα θέματα της ασφάλειας και της άμυνας επανέρχονται ξαφνικά στην ατζέντα της Ευρώπης. Η χαοτική απόσυρση των Ηνωμένων Πολιτειών από το Αφγανιστάν -που άφησε τους Ευρωπαίους συμμάχους αναστατωμένους για αυτό που εξέλαβαν ως έλλειψη διαβούλευσης- και οι εντάσεις με τη Γαλλία σχετικά με τη συμφωνία Αυστραλίας-Ηνωμένου Βασιλείου-Ηνωμένων Πολιτειών για τα υποβρύχια (AUKUS) έχουν οξύνει τις ευρωπαϊκές ανησυχίες ότι, καθώς η Ουάσιγκτον υιοθετεί την «στροφή» στην Ασία, οι αμερικανικές προτεραιότητες απομακρύνονται, όχι μόνο από την Ευρώπη αλλά και από τη Μέση Ανατολή και τν Βόρειο Αφρική.
Και μολονότι η αφοσίωση του προέδρου Τζο Μπάιντεν στη δέσμευση του Άρθρου 5 του ΝΑΤΟ —να αντιμετωπίσει μια επίθεση εναντίον ενός μέλους του ΝΑΤΟ ως «μια επίθεση εναντίον όλων»— παραμένει ακλόνητη, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι και στις δύο πλευρές του πολιτικού φάσματος, η διάθεση των Αμερικανών για στρατιωτική επέμβαση, ώστε να επιλυθούν συγκρούσεις στην ευρύτερη γειτονιά της Ευρώπης, τα τελευταία χρόνια έχει εξασθενίσει.
Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, σε εγρήγορση για αυτήν την τάση, αναγνωρίζουν όλο και περισσότερο ότι η Ευρώπη πρέπει να αρχίσει να αναλαμβάνει τη δική της ασφάλεια. Στις 15 Σεπτεμβρίου, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ανακοίνωσε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πραγματοποιήσει σύνοδο κορυφής για την άμυνα στους πρώτους έξι μήνες του 2022, κατά την επερχόμενη προεδρία της Γαλλίας στο μπλοκ. Αλλά αυτό που κάνει αυτή την στιγμή διαφορετική είναι μια μετατόπιση, όχι στο Παρίσι ή στις Βρυξέλλες αλλά στην Ουάσιγκτον. Σε συναντήσεις μεταξύ Γάλλων και Αμερικανών αξιωματούχων μετά την διαμάχη του AUKUS -και στην συνέχεια σε μια συνάντηση στις 29 Οκτωβρίου στην Ρώμη μεταξύ του Μπάιντεν και του Γάλλου προέδρου, Εμανουέλ Μακρόν- οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνώρισαν την ανάγκη για πιο ισχυρές ευρωπαϊκές αμυντικές ικανότητες «συμπληρωματικές του ΝΑΤΟ».
Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες ανησυχούσαν επί μακρόν ότι οι ανεξάρτητες ευρωπαϊκές αμυντικές πρωτοβουλίες θα μπορούσαν να υπονομεύσουν τη διατλαντική συμμαχία, μια τέτοια δημόσια στήριξη της ικανότητας της Ευρώπης να υπερασπιστεί την ασφάλειά της, χωριστά από το ΝΑΤΟ, ήταν μια δυνητικά σημαντική πολιτική παραχώρηση. Όμως, όπως σχολίασε πρόσφατα ο πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ, Alexander Vershbow, «τα λόγια είναι φθηνά, οι ικανότητες όχι». Η νέα ανοιχτή στάση των Ηνωμένων Πολιτειών στην άμυνα της ΕΕ είναι τελικά σημαντική, μόνο εάν η ΕΕ αδράξει την ευκαιρία και αναλάβει πραγματική πρωτοβουλία.
Είναι ώρα για κάτι μεγάλο. Εάν η ΕΕ δεν υποβάλει μια τολμηρή πρόταση που οδηγεί σε χειροπιαστά στρατιωτικά επιτεύγματα, τα οποία να καλύπτουν τα κενά στις ικανότητες του ΝΑΤΟ και να επιτρέπουν στην Ευρώπη να δράσει μόνη της εάν χρειαστεί, μια πιο ισορροπημένη διατλαντική εταιρική σχέση θα παραμείνει ουτοπική. Χάρη κυρίως στο προηγούμενο που δημιούργησε το σχέδιο της Ευρώπης για την ανάκαμψη από την πανδημία, υπάρχει πλέον ένας απλός τρόπος για την ΕΕ να χρηματοδοτήσει νέες αμυντικές πρωτοβουλίες: να δανειστεί τα χρήματα.
Προτείνουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση να ξεκινήσει μια νέα πρωτοβουλία 100 δισεκατομμυρίων ευρώ για την υποστήριξη των αμυντικών προμηθειών.
ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΙΑ ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1990
Παρά τις τακτικές εκκλήσεις για αύξηση των ευρωπαϊκών αμυντικών δαπανών, οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιτίθενται στις ευρωπαϊκές προσπάθειες αμυντικής ολοκλήρωσης εδώ και δεκαετίες. Σε μια συνάντηση των Υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ τον Δεκέμβριο του 1998, η τότε υπουργός Εξωτερικών, Μαντλίν Ολμπράιτ, είχε θέσει ορισμένες κόκκινες γραμμές για μελλοντικές αμυντικές πρωτοβουλίες της ΕΕ. Τα όρια που εξέφρασε η Ολμπράιτ έγιναν γνωστά ως τα «τρία D» -η άμυνα της ΕΕ δεν μπορούσε να αντιγράψει [duplicate] τις προσπάθειες του ΝΑΤΟ, να αποσυνδέσει [decouple] τη λήψη αποφάσεων από τη συμμαχία, ή να κάνει διακρίσεις [discriminate] σε βάρος των εκτός ΕΕ μελών του ΝΑΤΟ- και σύντομα οι τρεις κόκινες γραμμές συμπυκνώθηκαν σε ένα δόγμα.
Η εξάρτηση της Ευρώπης από τις Ηνωμένες Πολιτείες -για την ασφάλειά της- έχει δώσει στην Ουάσιγκτον ένα de facto βέτο στις αμυντικές προτάσεις της ΕΕ. Και το έχει χρησιμοποιήσει, υποδηλώνοντας ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι της πρέπει να επιλέξουν μεταξύ της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.
Για τους συμμάχους των ΗΠΑ στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, για τους οποίους η απειλή που θέτει η Ρωσία δεν είναι απλώς θεωρητική, αυτή δεν είναι καν επιλογή.
Η ΕΕ ΕΧΕΙ ΧΡΗΜΑΤΑ ΝΑ ΔΑΠΑΝΗΣΕΙ
Η αναβάθμιση των ευρωπαϊκών αμυντικών δυνατοτήτων σε σημείο που η ΕΕ να είναι ικανή για ανεξάρτητη στρατιωτική δράση θα είναι δαπανηρή. Ωστόσο, το ιστορικό πακέτο ύψους 750 δισεκατομμυρίων ευρώ της ΕΕ για την ανάκαμψη από τον κορωνοϊό, το ταμείο «Η Επόμενη Γενιά της ΕΕ» (Next Generation EU), προσφέρει ένα πιθανό μοντέλο για την χρηματοδότηση νέων στρατιωτικών πρωτοβουλιών της ΕΕ. Η ΕΕ πρέπει να δανειστεί επιπλέον 100 δισεκατομμύρια ευρώ για να χρηματοδοτήσει την απόκτηση αμυντικών ικανοτήτων από τα κράτη-μέλη και να στηρίξει τις υφιστάμενες πρωτοβουλίες της ΕΕ. Αυτή η πρόσθετη χρηματοδότηση τόνωσης θα ενίσχυε την οικονομική ανάκαμψη της Ευρώπης και θα υπερτροφοδοτούσε τις ευρωπαϊκές αμυντικές προσπάθειες, μεταμορφώνοντας την ικανότητα της Ευρώπης να αμύνεται και επιτρέποντάς της να συνεργαστεί με το ΝΑΤΟ και τις Ηνωμένες Πολιτείες σε πιο ισότιμη βάση.
Πριν από το καλοκαίρι του 2020, η ιδέα ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα δανειζόταν κεφάλαια ήταν σχεδόν αδιανόητη. Αλλά το ευρωπαϊκό πακέτο ανάκαμψης έκανε κάτι νέο. Αντί να ζητήσει από τα κράτη-μέλη να αντλήσουν από τους εθνικούς τους προϋπολογισμούς, όπως κάνουν για να χρηματοδοτήσουν τον προϋπολογισμό της ΕΕ, η Ευρωπαϊκή Ένωση, υποστηριζόμενη από το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (European Central Bank), πήγε στις χρηματοπιστωτικές αγορές —οι οποίες αποδείχθηκαν πρόθυμες να δανείσουν τις Βρυξέλλες. Η πιστοληπτική ικανότητα της ΕΕ έφτασε στο ΑΑΑ και, όπως σημείωσε το Bloomberg τον Ιούνιο, η ζήτηση της αγοράς για χρέος της ΕΕ ήταν «στρατοσφαιρική». Με την νεοσύστατη ικανότητά της να δανείζεται με επιτόκια που κυμαίνονται μεταξύ αρνητικών και λίγο πάνω από το μηδέν, η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να επενδύσει στον εαυτό της χωρίς πρόσθετο κόστος.
ΜΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΚΟΡΥΦΗΣ ΜΕ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ;
Μια νέα ευρωπαϊκή πρωτοβουλία για την ασφάλεια προς αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσε να ανακοινωθεί κατά τη διάρκεια της συνόδου κορυφής της ΕΕ για την άμυνα, στις αρχές του 2022, που θα πραγματοποιηθεί κατά το εξάμηνο της Γαλλίας στην εκ περιτροπής προεδρία της ΕΕ. Θα ήταν λογικό το Παρίσι, ένας παραδοσιακός υποστηρικτής της ευρωπαϊκής άμυνας, να πρωτοστατήσει στην προσπάθεια, αλλά το πνεύμα συμβιβασμού θα είναι απαραίτητο. Εάν η Γαλλία ισχυρίζεται ότι ενεργεί προς το συμφέρον της ευρωπαϊκής κυριαρχίας, πρέπει να επιδείξει την πρόθεσή της να θωρακίσει την ΕΕ έναντι όλων των απειλών, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας. Τις τελευταίες εβδομάδες, η ΕΕ έγινε μάρτυρας μιας αντιπαράθεσης μεταξύ των Βρυξελλών και της Βαρσοβίας σχετικά με την απόφαση του πολωνικού συνταγματικού δικαστηρίου ότι το δίκαιο της ΕΕ δεν πρέπει να υπερισχύει του εθνικού δικαίου –μια θεμελιώδης πρόκληση για το νομικό πλαίσιο της ΕΕ. Μολονότι η ΕΕ πρέπει να επιβάλει τις δημοκρατικές της αρχές, η αναγνώριση της γεωπολιτικής ευπάθειας των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης ενώπιον της συνεχιζόμενης ρωσικής επιθετικότητας πρέπει επίσης να αντανακλάται στις προτεραιότητες των δαπανών της.
Εν τω μεταξύ, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να παράσχουν σταθερή υποστήριξη σε αυτές τις προσπάθειες. Για να πετύχει αυτό το σχέδιο, η κυβέρνηση θα πρέπει να συμμετάσχει ενεργά. Πρέπει να καθησυχάσει την Ανατολική Ευρώπη ότι οι αμυντικές πρωτοβουλίες της ΕΕ δεν θα μειώσουν την δέσμευση της Ουάσιγκτον στο ΝΑΤΟ και στην ευρωπαϊκή ασφάλεια. Αντίθετα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να καταστήσουν σαφές ότι θεωρούν την αμυντική ολοκλήρωση της ΕΕ ως μια μακροπρόθεσμη επένδυση στην διατλαντική συνεργασία που, αντί να υποκαθιστά το ΝΑΤΟ, θα επιβάλλει ισχυρή διατλαντική αμυντική συνεργασία μέσω του ΝΑΤΟ. Η Ουάσιγκτον πρέπει να αποδείξει στους Ευρωπαίους συμμάχους της ότι εάν λάβουν υπόψη τη δική τους ασφάλεια πιο σοβαρά, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα λάβουν την Ευρώπη πιο σοβαρά.
Ο σκεπτικισμός ότι η ΕΕ θα αναλάβει ισχυρή δράση είναι δικαιολογημένος. Ωστόσο, μετά από μια δεκαετία κατά την οποία μαστιζόταν από κρίσεις, από τη διάσωση του ελληνικού χρέους έως το Brexit και μέχρι την πανδημία της COVID-19, η ΕΕ έχει αναδειχθεί ισχυρότερη και πιο ικανή. Τα τελευταία δύο χρόνια, η ΕΕ απέδειξε ότι μπορεί να αναλάβει τεράστιες πολιτικές πρωτοβουλίες. Ενώ το Κογκρέσο των ΗΠΑ αγωνίζεται να περάσει κλιματική νομοθεσία και να ρυθμίσει τις [εταιρείες] Big Tech, η ΕΕ πρωτοπορεί παγκοσμίως με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία (European Green Deal) και τις δράσεις της για τις ψηφιακές αγορές και υπηρεσίες.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να κάνει μεγάλα πράγματα και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να ενθαρρύνουν την ΕΕ να σκέπτεται μεγαλόπνοα και να ενεργεί με τόλμη στον τομέα της άμυνας, επειδή η ευρωπαϊκή ασφάλεια χρειάζεται επειγόντως μια αναδιαμόρφωση. Τώρα είναι η ώρα για την Ευρώπη να επιταχύνει και να ξεκινήσει την αμυντική προσπάθεια που χρειάζονται η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ.