Η ασφάλεια και η άμυνα επανέρχονται ξαφνικά στην ατζέντα της Ευρώπης. Η χαοτική απόσυρση των Ηνωμένων Πολιτειών από το Αφγανιστάν -που άφησε τους Ευρωπαίους συμμάχους αναστατωμένους για την εκλαμβανόμενη έλλειψη διαβούλευσης- και οι εντάσεις με την Γαλλία σχετικά με την συμφωνία Αυστραλίας-Ηνωμένου Βασιλείου-Ηνωμένων Πολιτειών για τα υποβρύχια (AUKUS) έχουν οξύνει τις ευρωπαϊκές ανησυχίες ότι, καθώς η Ουάσιγκτον υιοθετεί την «στροφή» στην Ασία, οι αμερικανικές προτεραιότητες απομακρύνονται, όχι μόνο από την Ευρώπη αλλά και από την Μέση Ανατολή και την Βόρειο Αφρική. Και μολονότι η αφοσίωση του προέδρου Τζο Μπάιντεν στην δέσμευση του Άρθρου 5 του ΝΑΤΟ —να αντιμετωπίσει μια επίθεση εναντίον ενός μέλους του ΝΑΤΟ ως «μια επίθεση εναντίον όλων»— παραμένει ακλόνητη, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι και στις δύο πλευρές του πολιτικού φάσματος, η διάθεση των Αμερικανών για στρατιωτική επέμβαση ώστε να επιλυθούν συγκρούσεις στην ευρύτερη γειτονιά της Ευρώπης έχει εξασθενίσει τα τελευταία χρόνια.
Σε εγρήγορση για αυτήν την τάση, οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι αναγνωρίζουν όλο και περισσότερο ότι η Ευρώπη πρέπει να αρχίσει να αναλαμβάνει την δική της ασφάλεια. Στις 15 Σεπτεμβρίου, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ανακοίνωσε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πραγματοποιήσει σύνοδο κορυφής για την άμυνα στους πρώτους έξι μήνες του 2022, κατά την επερχόμενη προεδρία της Γαλλίας στο μπλοκ. Αλλά αυτό που κάνει αυτή την στιγμή διαφορετική είναι μια μετατόπιση, όχι στο Παρίσι ή στις Βρυξέλλες αλλά στην Ουάσιγκτον. Σε συναντήσεις μεταξύ Γάλλων και Αμερικανών αξιωματούχων μετά την διαμάχη του AUKUS -και στην συνέχεια σε μια συνάντηση στις 29 Οκτωβρίου στην Ρώμη μεταξύ του Μπάιντεν και του Γάλλου προέδρου, Εμμανουέλ Μακρόν- οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνώρισαν την ανάγκη για πιο ισχυρές ευρωπαϊκές αμυντικές ικανότητες «συμπληρωματικές του ΝΑΤΟ».
Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες ανησυχούσαν επί μακρόν ότι οι ανεξάρτητες ευρωπαϊκές αμυντικές πρωτοβουλίες θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την διατλαντική συμμαχία, μια τέτοια δημόσια στήριξη της ικανότητας της Ευρώπης να υπερασπιστεί την ασφάλειά της, χωριστά από το ΝΑΤΟ, ήταν μια δυνητικά σημαντική πολιτική παραχώρηση. Όμως, όπως σχολίασε πρόσφατα ο πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ, Alexander Vershbow, «τα λόγια είναι φθηνά, οι ικανότητες όχι». Η νέα ανοικτότητα των Ηνωμένων Πολιτειών στην άμυνα της ΕΕ είναι τελικά σημαντική μόνο εάν η ΕΕ αδράξει την ευκαιρία και αναλάβει πραγματική πρωτοβουλία. Είναι ώρα για κάτι μεγάλο. Εάν η ΕΕ δεν υποβάλει μια τολμηρή πρόταση που οδηγεί σε απτές στρατιωτικές προμήθειες, οι οποίες καλύπτουν κενά στις ικανότητες του ΝΑΤΟ και επιτρέπουν στην Ευρώπη να δράσει μόνη της εάν χρειαστεί, μια πιο ισορροπημένη διατλαντική εταιρική σχέση θα παραμείνει ουτοπική. Χάρη κυρίως στο προηγούμενο που δημιούργησε το σχέδιο της Ευρώπης για την ανάκαμψη από την πανδημία, υπάρχει πλέον ένας απλός τρόπος για την ΕΕ να χρηματοδοτήσει νέες αμυντικές πρωτοβουλίες: να δανειστεί τα χρήματα. Προτείνουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση να ξεκινήσει μια νέα πρωτοβουλία 100 δισεκατομμυρίων ευρώ για την υποστήριξη των αμυντικών προμηθειών.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΙΑ Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1990
Παρά τις τακτικές εκκλήσεις για αύξηση των ευρωπαϊκών αμυντικών δαπανών, οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιτίθενται στις ευρωπαϊκές προσπάθειες αμυντικής ολοκλήρωσης εδώ και δεκαετίες. Σε μια συνάντηση των Υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ τον Δεκέμβριο του 1998, η τότε υπουργός Εξωτερικών, Μαντλίν Ολμπράιτ, έθεσε ορισμένες κόκκινες γραμμές για μελλοντικές αμυντικές πρωτοβουλίες της ΕΕ. Τα όρια που εξέφρασε η Ολμπράιτ έγιναν γνωστά ως τα «τρία D» -η άμυνα της ΕΕ δεν μπορούσε να αντιγράψει [duplicate] τις προσπάθειες του ΝΑΤΟ, να αποσυνδέσει [decouple] την λήψη αποφάσεων από την συμμαχία, ή να κάνει διακρίσεις [discriminate] σε βάρος των εκτός ΕΕ μελών του ΝΑΤΟ- και σύντομα συμπυκνώθηκαν σε δόγμα. Η εξάρτηση της Ευρώπης από τις Ηνωμένες Πολιτείες για την ασφάλειά της έχει δώσει στην Ουάσιγκτον ένα de facto βέτο στις αμυντικές προτάσεις της ΕΕ. Και το έχει χρησιμοποιήσει, υποδηλώνοντας ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι της πρέπει να επιλέξουν μεταξύ της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Για τους συμμάχους των ΗΠΑ στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, για τους οποίους η απειλή που θέτει η Ρωσία δεν είναι απλώς θεωρητική, αυτή δεν είναι καν επιλογή.
Καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν η ραχοκοκαλιά της άμυνας της ηπείρου, ο αμερικανικός σκεπτικισμός για τις ευρωπαϊκές αμυντικές πρωτοβουλίες έχει προκαλέσει αντιθέσεις εντός της ΕΕ. Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έχουν έρθει συχνά στην Ουάσιγκτον εκφράζοντας κατ’ ιδίαν την δυσαρέσκειά τους για τις γαλλικές πρωτοβουλίες ασφάλειας, πιστεύοντας ότι αυτό είναι που θέλουν να ακούσουν οι Αμερικανοί συνομιλητές τους. Όμως ο κόσμος έχει αλλάξει πολύ από την δεκαετία του 1990. Ενώ η κυβέρνηση Κλίντον ήταν απορροφημένη με την διασφάλιση της επιβίωσης του ΝΑΤΟ σε έναν μεταψυχροπολεμικό κόσμο, ο ρόλος του ΝΑΤΟ σήμερα είναι πολύ πιο ασφαλής. Η ΕΕ έχει επίσης εξελιχθεί και η αμερικανική επιφυλακτικότητα προς την ένωση δεν δικαιολογείται πλέον. Η πολιτική ένωση της Ευρώπης έχει επιβιώσει από πολλές κρίσεις, αποδεικνύοντας την ανθεκτικότητά της και διαδραματίζοντας έναν όλο και πιο εξέχοντα παγκόσμιο ρόλο. Παρά τις αντιρρήσεις των ΗΠΑ, η ΕΕ έχει επίσης γίνει περισσότερο ένας αμυντικός δρων, δημιουργώντας ένα κοινό ταμείο άμυνας για την πραγματοποίηση προμηθειών και την παροχή αρωγής για την ασφάλεια στο εξωτερικό. Εν τούτοις, οι σκεπτικιστικές στάσεις απέναντι στις ευρωπαϊκές αμυντικές προσπάθειες διατηρούν σημαντική επιρροή μεταξύ των σχεδιαστών πολιτικής και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, εμποδίζοντας την σημαντική πρόοδο.
Όπως απέδειξαν οι πρόσφατες διεθνείς στρατιωτικές προσπάθειες, όπως η επέμβαση στην Λιβύη και ο αγώνας ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος (ή ISIS), η ικανότητα της Ευρώπης να δρα στρατιωτικά εξαρτάται υπερβολικά από την αμερικανική υποστήριξη. Μια ισχυρή, σταθερή και πιο στρατιωτικοποιημένη Ευρώπη, ικανή να αντιμετωπίσει ανεξάρτητα τις προκλήσεις στην γειτονιά της, είναι ζωτικού ενδιαφέροντος για την Ουάσιγκτον. Αν και ο Μπάιντεν έχει αποκαλέσει το Άρθρο 5 του ΝΑΤΟ «ιερή υποχρέωση», θα δρούσε η Ουάσιγκτον εάν ξεσπούσε μια κρίση στην ανατολική Μεσόγειο ή την Βόρειο Αφρική που δεν θα περιελάμβανε άμεσα ένα κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ, αλλά πιθανότατα θα είχε καταστροφικές συνέπειες για την Ευρώπη; Μια Ευρωπαϊκή Ένωση ικανή για ανεξάρτητη στρατιωτική δράση θα ήταν σε καλύτερη θέση για να σταματήσει μια γενοκτονία στα Δυτικά Βαλκάνια από όσο ήταν την δεκαετία του 1990 όταν βασιζόταν στις Ηνωμένες Πολιτείες; Ή, σε πολύ βασικό επίπεδο, μια κρίση σε μια μακρινή πρωτεύουσα θα κινητοποιούσε τις Ηνωμένες Πολιτείες για την εκκένωση των πολιτών της ΕΕ;
Η αντιμετώπιση τέτοιων ζητημάτων πρέπει να είναι επείγουσα προτεραιότητα για τις Ηνωμένες Πολιτείες και θα απαιτήσει μια νέα προσέγγιση για την ευρωπαϊκή άμυνα. Το να απαιτούν απλά από τα ευρωπαϊκά κράτη να δαπανούν περισσότερα για την δική τους άμυνα είναι μια συνταγή για συνεχή διατλαντική διολίσθηση. Για πάρα πολύ καιρό, ευρωπαϊκά κράτη όπως η Γερμανία αποτίουν φόρο τιμής στην συμμαχία του ΝΑΤΟ ενώ αφήνουν τους στρατούς τους να ατροφήσουν. Κοιτάζοντας μπροστά, τα κράτη της ΕΕ όχι μόνο είναι απίθανο να δαπανήσουν περισσότερα στον απόηχο της πανδημίας της COVID-19, αλλά όποια ελάχιστη δαπάνη μπορεί να πραγματοποιηθεί θα έχει μικρό αντίκτυπο στην ευρωπαϊκή ασφάλεια, καθώς θα κατανεμηθεί στα 27 κράτη-μέλη της ΕΕ. Έτσι, με την τρέχουσα πορεία, η στρατιωτική αδυναμία της Ευρώπης θα μπορούσε κάλλιστα να επιδεινωθεί, αυξάνοντας την ευρωπαϊκή εξάρτηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτή η ευρωπαϊκή συμπεριφορά «τζαμπατζή» (free- riding) μπορεί να έχει υψηλή αξία σε ευρώ, αλλά έχει επίσης ένα σαφές κόστος για τις διατλαντικές σχέσεις. Εάν η Ουάσιγκτον θεωρεί ότι η Ευρώπη παρέχει ελάχιστη πρακτική βοήθεια και βλέπει ότι η εμπλοκή της Ευρώπης δεν αξίζει τον χρόνο της, θα επέλθει μόνο μεγαλύτερη αποξένωση. Ως εκ τούτου, τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες όσο και η Ευρώπη πρέπει να χαράξουν μια νέα προσέγγιση -μια [προσέγγιση] όπου η Ευρώπη να κάνει πραγματικές επενδύσεις και οι Ηνωμένες Πολιτείες να υποστηρίζουν την ενσωμάτωση αυτών των προσπαθειών στο επίπεδο της ΕΕ.
Η ΕΕ ΕΧΕΙ ΧΡΗΜΑΤΑ ΝΑ ΔΑΠΑΝΗΣΕΙ
Η αναβάθμιση των ευρωπαϊκών αμυντικών δυνατοτήτων σε σημείο που η ΕΕ να είναι ικανή για ανεξάρτητη στρατιωτική δράση θα είναι δαπανηρή. Ωστόσο, το ιστορικό πακέτο ύψους 750 δισεκατομμυρίων ευρώ της ΕΕ για την ανάκαμψη από τον κορωνοϊό, το ταμείο «Η Επόμενη Γενιά της ΕΕ» (Next Generation EU), προσφέρει ένα πιθανό μοντέλο για την χρηματοδότηση νέων στρατιωτικών πρωτοβουλιών της ΕΕ. Η ΕΕ πρέπει να δανειστεί επιπλέον 100 δισεκατομμύρια ευρώ για να χρηματοδοτήσει την απόκτηση αμυντικών ικανοτήτων από τα κράτη-μέλη και να στηρίξει τις υφιστάμενες πρωτοβουλίες της ΕΕ. Αυτή η πρόσθετη χρηματοδότηση τόνωσης θα ενίσχυε την οικονομική ανάκαμψη της Ευρώπης και θα υπερτροφοδοτούσε τις ευρωπαϊκές αμυντικές προσπάθειες, μεταμορφώνοντας την ικανότητα της Ευρώπης να αμύνεται και επιτρέποντάς της να συνεργαστεί με το ΝΑΤΟ και τις Ηνωμένες Πολιτείες σε πιο ισότιμη βάση.
Πριν από το καλοκαίρι του 2020, η ιδέα ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα δανειζόταν κεφάλαια ήταν σχεδόν αδιανόητη. Αλλά το ευρωπαϊκό πακέτο ανάκαμψης έκανε κάτι νέο. Αντί να ζητήσει από τα κράτη-μέλη να αντλήσουν από τους εθνικούς τους προϋπολογισμούς, όπως κάνουν για να χρηματοδοτήσουν τον προϋπολογισμό της ΕΕ, η Ευρωπαϊκή Ένωση, υποστηριζόμενη από το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (European Central Bank), πήγε στις χρηματοπιστωτικές αγορές —οι οποίες αποδείχθηκαν πρόθυμες να δανείσουν τις Βρυξέλλες. Η πιστοληπτική ικανότητα της ΕΕ έφτασε στο ΑΑΑ και, όπως σημείωσε το Bloomberg τον Ιούνιο, η ζήτηση της αγοράς για χρέος της ΕΕ ήταν «στρατοσφαιρική». Με την νεοσύστατη ικανότητά της να δανείζεται με επιτόκια που κυμαίνονται μεταξύ αρνητικών και λίγο πάνω από το μηδέν, η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να επενδύσει στον εαυτό της χωρίς πρόσθετο κόστος.
Δεδομένου ότι θα υπάρξει αντίθεση από πιο φειδωλά μέλη της ΕΕ στον περισσότερο δανεισμό, η αμερικανική επιμονή είναι το κλειδί. Οι συλλογικές δαπάνες θα έδιναν μεγαλύτερη αξία στο ευρώ. Θα μπορούσαν επίσης να αποδειχθούν πιο αποδεκτές για ορισμένα κράτη-μέλη της ΕΕ. Για παράδειγμα, υπάρχει μικρή προοπτική ότι μια νέα γερμανική κυβέρνηση θα δαπανήσει περισσότερα στο εσωτερικό για την άμυνα. Όμως δύο από τα κόμματα του γερμανικού συνασπισμού, οι Πράσινοι (Greens) και το Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (Free Democratic Party), υποστηρίζουν κατ’ αρχήν την έννοια της άμυνας της ΕΕ. Και όλοι βάζουν την διατλαντική συμμαχία στον πυρήνα του μηνύματός τους.
Πρόσφατες πρωτοβουλίες που στοχεύουν στην προώθηση της διαρθρωτικής ολοκλήρωσης των ενόπλων δυνάμεων της ΕΕ —όπως το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας (European Defense Fund) και το πλαίσιο Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας (Permanent Structured Cooperation, PESCO), που ενεργοποιήθηκαν και τα δύο το 2017, ήδη εργάζονται για να βελτιστοποιήσουν τις προσπάθειες δαπανών για την ευρωπαϊκή άμυνα και έχουν ξεκινήσει να χρηματοδοτούν αμυντικές έρευνες και εξαγορές. Αλλά τώρα που η ΕΕ έχει την θεσμική διάρθρωση για να κάνει πολύ περισσότερα στην άμυνα, μπορεί να αυξήσει τις δαπάνες για συγκεκριμένες ικανότητες.
Θα ήταν φρόνιμο η ΕΕ να εστιάσει πρώτα στο να πραγματοποιήσει τα είδη των μεγάλων στρατιωτικών προμηθειών οι οποίες θα καλύψουν κενά στις δυνατότητες που εντόπισε το ΝΑΤΟ, θα εξασφαλίσουν την διαλειτουργικότητα, και θα μειώσουν την εξάρτηση της ΕΕ από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Για παράδειγμα, υπό το φως του πρόσφατου επεισοδίου στο οποίο οι ευρωπαϊκές χώρες αναγκάστηκαν να βασιστούν στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά την εκκένωση του Αφγανιστάν, φθηνές εξαγορές που θα κάλυπταν πραγματικά κενά ικανότητας μπορεί να περιλαμβάνουν στόλους αεροπορικών μεταφορών μεγάλης εμβέλειας και τάνκερς εναέριου ανεφοδιασμού. Η ΕΕ ενδέχεται επίσης να εξετάσει το ενδεχόμενο απόκτησης προηγμένων υποβρυχίων ή πλοίων του πολεμικού ναυτικού που θα βοηθούσαν στην αναστροφή μιας φθίνουσας θαλάσσιας παρουσίας˙ βελτιωμένη κυβερνο-υποδομή και drones˙ και αναβαθμισμένες ικανότητες εναέριας περιπολίας, που θα της επέτρεπαν να παρακολουθεί τις ρωσικές παραβιάσεις του ευρωπαϊκού εναέριου χώρου και την επιβολή εμπάργκο στην Λιβύη ή την Συρία.
Μέρος της χρηματοδότησης θα μπορούσε να επενδυθεί στα περισσότερα από 40 αμυντικά έργα της PESCO που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη, ειδικά στα αμυντικά προγράμματα που είχαν σταματήσει λόγω σχετιζόμενων με την πανδημία περικοπών του προϋπολογισμού. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να αποκατασταθεί η πλήρης χρηματοδότηση της πρωτοβουλίας στρατιωτικής κινητικότητας της ΕΕ, η οποία περικόπηκε στις διαπραγματεύσεις για τον προϋπολογισμό της ΕΕ, αλλά εκτελεί κρίσιμες εργασίες μετασκευής δρόμων, σιδηροδρόμων, και γεφυρών, ώστε τα τανκς του ΝΑΤΟ να μπορούν να κινηθούν προς τα ανατολικά.
Κάθε πρόοδος στο ευρωπαϊκό εγχείρημα έχει πυροδοτήσει σημαντικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις, και η είσοδος της ΕΕ στην άμυνα δεν θα είναι διαφορετική. Αν και ορισμένοι δύσκολοι συμβιβασμοί μπορεί να είναι απαραίτητοι, οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις που θα επιτρέψουν στην ΕΕ να οικοδομήσει πιο ισχυρές αμυντικές ικανότητες μπορεί τελικά να ανοίξουν τον δρόμο για μια πιο συνεκτική και αποτελεσματική ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική.
ΜΙΑ ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΚΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΚΟΡΥΦΗΣ;
Μια νέα ευρωπαϊκή πρωτοβουλία για την ασφάλεια προς αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσε να ανακοινωθεί κατά την διάρκεια της συνόδου κορυφής της ΕΕ για την άμυνα, στις αρχές του 2022, που θα πραγματοποιηθεί κατά το εξάμηνο της Γαλλίας στην εκ περιτροπής προεδρία της ΕΕ. Θα ήταν λογικό το Παρίσι, ένας παραδοσιακός υποστηρικτής της ευρωπαϊκής άμυνας, να πρωτοστατήσει στην προσπάθεια, αλλά το πνεύμα συμβιβασμού θα είναι απαραίτητο. Εάν η Γαλλία ισχυρίζεται ότι ενεργεί προς το συμφέρον της ευρωπαϊκής κυριαρχίας, πρέπει να επιδείξει την πρόθεσή της να θωρακίσει την ΕΕ έναντι όλων των απειλών, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας. Τις τελευταίες εβδομάδες, η ΕΕ έγινε μάρτυρας μιας αντιπαράθεσης μεταξύ των Βρυξελλών και της Βαρσοβίας σχετικά με την απόφαση του πολωνικού συνταγματικού δικαστηρίου ότι το δίκαιο της ΕΕ δεν πρέπει να υπερισχύει του εθνικού δικαίου –μια θεμελιώδης πρόκληση για το νομικό πλαίσιο της ΕΕ. Μολονότι η ΕΕ πρέπει να επιβάλει τις δημοκρατικές της αρχές, η αναγνώριση της γεωπολιτικής ευπάθειας των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης ενώπιον της συνεχιζόμενης ρωσικής επιθετικότητας πρέπει επίσης να αντανακλάται στις προτεραιότητες των δαπανών της.
Εν τω μεταξύ, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να παράσχουν σταθερή υποστήριξη σε αυτές τις προσπάθειες. Για να πετύχει αυτό το σχέδιο, η κυβέρνηση θα πρέπει να συμμετάσχει ενεργά. Πρέπει να καθησυχάσει την Ανατολική Ευρώπη ότι οι αμυντικές πρωτοβουλίες της ΕΕ δεν θα μειώσουν την δέσμευση της Ουάσιγκτον στο ΝΑΤΟ και στην ευρωπαϊκή ασφάλεια. Αντίθετα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να καταστήσουν σαφές ότι θεωρούν την αμυντική ολοκλήρωση της ΕΕ ως μια μακροπρόθεσμη επένδυση στην διατλαντική συνεργασία που, αντί να υποκαθιστά το ΝΑΤΟ, θα επιβάλλει ισχυρή διατλαντική αμυντική συνεργασία μέσω του ΝΑΤΟ. Η Ουάσιγκτον πρέπει να αποδείξει στους Ευρωπαίους συμμάχους της ότι εάν λάβουν υπόψη την δική τους ασφάλεια πιο σοβαρά, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα λάβουν την Ευρώπη πιο σοβαρά.
Η υποστήριξη της άμυνας της ΕΕ θα απαιτήσει επίσης από τις Ηνωμένες Πολιτείες να αποδεχθούν ότι οι δαπάνες θα ενισχύσουν κατά κύριο λόγο την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανική βάση, ένα απαραίτητο βήμα για την διασφάλιση της ευρωπαϊκής ανθεκτικότητας και της εσωτερικής πολιτικής συγκατάνευσης. Είναι σημαντικό οι μεγάλες ευρωπαϊκές εξαγορές να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας σε ολόκληρη την ΕΕ. Αυτό μπορεί να είναι ένα σκληρό χάπι για να το καταπιούν οι αμυντικοί εργολάβοι των ΗΠΑ, αλλά θα επιτρέψει στην κυβέρνηση Μπάιντεν να δείξει στο αμερικανικό κοινό ότι η θετική εμπλοκή, όχι οι προσβολές και οι απειλές, ώθησαν την Ευρώπη να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες. Αναλαμβάνοντας αυτή την δέσμευση για την ευρωπαϊκή άμυνα, οι Ευρωπαίοι μπορούν να βοηθήσουν τους εαυτούς τους και να βοηθήσουν τον Μπάιντεν σε ένα τεταμένο εσωτερικό περιβάλλον.
Ο σκεπτικισμός ότι η ΕΕ θα αναλάβει ισχυρή δράση είναι δικαιολογημένος. Ωστόσο, μετά από μια δεκαετία κατά την οποία μαστιζόταν από κρίσεις, από την διάσωση του ελληνικού χρέους έως το Brexit και μέχρι την πανδημία της COVID-19, η ΕΕ έχει αναδειχθεί ισχυρότερη και πιο ικανή. Τα τελευταία δύο χρόνια, η ΕΕ απέδειξε ότι μπορεί να αναλάβει τεράστιες πολιτικές πρωτοβουλίες. Ενώ το Κογκρέσο των ΗΠΑ αγωνίζεται να περάσει κλιματική νομοθεσία και να ρυθμίσει τις [εταιρείες] Big Tech, η ΕΕ πρωτοπορεί παγκοσμίως με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία (European Green Deal) και τις δράσεις της για τις ψηφιακές αγορές και υπηρεσίες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να κάνει μεγάλα πράγματα και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να ενθαρρύνουν την ΕΕ να σκέπτεται μεγαλόπνοα και να ενεργεί με τόλμη στον τομέα της άμυνας, επειδή η ευρωπαϊκή ασφάλεια χρειάζεται επειγόντως μια αναδιαμόρφωση. Τώρα είναι η ώρα για την Ευρώπη να επιταχύνει και να ξεκινήσει την αμυντική προσπάθεια που χρειάζονται η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ.