Η εισβολή στην Ουκρανία έχει σπρώξει τον κόσμο σε μια ενεργειακή κρίση. Από τότε που τα ρωσικά στρατεύματα άρχισαν να ξεχύνονται στην άλλη πλευρά των συνόρων της χώρας, οι τιμές του πετρελαίου έχουν αυξηθεί περισσότερο από 25%. Οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν σχεδόν διπλασιαστεί. Και οι προοπτικές για αμφότερες τις αγορές δεν είναι αισιόδοξες˙ καθώς οι Δυτικές χώρες χρησιμοποιούν κυρώσεις για να περιορίσουν την ικανότητα της Ρωσίας να χρηματοδοτεί τον πόλεμό της με έσοδα από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, οι τιμές της ενέργειας είναι πιθανό να παραμείνουν υψηλές και ασταθείς. Η αβεβαιότητα της περιόδου του πολέμου συμβαδίζει με τις ανησυχίες για την κλιματική αλλαγή, προκαλώντας περαιτέρω ανησυχία για το ενεργειακό μέλλον του κόσμου. Οι χώρες έπρεπε να ξεκινήσουν να μετατοπίζονται από τα ορυκτά καύσιμα πριν από δεκαετίες για να προστατεύσουν τον πλανήτη. Πλέον, πρέπει να το κάνουν σε μια εποχή όπου οι άνθρωποι πληρώνουν όλο και πιο υψηλές τιμές.
Καθώς τα κράτη επιδιώκουν να μειώσουν το υψηλό ενεργειακό κόστος και να ξεμπλέξουν από την Ρωσία –ενόσω καταπολεμούν την κλιματική αλλαγή- πολλά έχουν εκφράσει ανανεωμένο ενδιαφέρον για την πυρηνική ενέργεια. Είναι εύκολο να αντιληφθεί κάποιος το γιατί. Η πυρηνική ενέργεια είναι ήδη μια από τις μεγαλύτερες πηγές ενέργειας χωρίς άνθρακα στον κόσμο, υπεύθυνη για το 25% της ηλεκτρικής ενέργειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε αντίθεση με τις περισσότερες μορφές ανανεώσιμης ενέργειας, όπως η ηλιακή και η αιολική, η πυρηνική ενέργεια μπορεί να παραγάγει αξιόπιστα μεγάλες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας κάθε ώρα του έτους. Και έχει ήδη βοηθήσει την Ευρώπη να απομακρυνθεί από τα ορυκτά καύσιμα που εξορύσσονται αλλού στον κόσμο, συμπεριλαμβανομένου του φυσικού αερίου από την Ρωσία.
Ωστόσο, βραχυπρόθεσμα, η αύξηση της εξάρτησης της Ευρώπης από την πυρηνική ενέργεια δεν θα απαλλάξει την ήπειρο από τα ρωσικά καύσιμα. Ακριβώς όπως η Ευρώπη έχει γίνει εξαρτημένη από το ρωσικό πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, έτσι και μεγάλο μέρος του κόσμου έχει γίνει εξαρτημένο από την Ρωσία για τα υλικά που χρειάζονται για την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας. Η Ρωσία έχει σχεδόν το ήμισυ της παγκόσμιας ικανότητας εμπλουτισμού ουρανίου για πυρηνικά καύσιμα και το 40% της πυρηνικής ενέργειας που παράγεται στην Ευρώπη εξαρτάται από το ουράνιο από την Ρωσία ή το Καζακστάν και το Ουζμπεκιστάν, αμφότερα [κράτη] στενοί σύμμαχοι του Κρεμλίνου. Χονδρικά, οι μισοί από τους πυρηνικούς σταθμούς ενέργειας των ΗΠΑ -περίπου το 10% της συνολικής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στις ΗΠΑ- τροφοδοτούνται από εισαγωγές από ετούτες τις τρεις χώρες (γεγονός που θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί η πυρηνική βιομηχανία των ΗΠΑ πίεσε για να αποκλείσει το ουράνιο από τις κυρώσεις στις ρωσικές εισαγωγές ενέργειας). Η Ρωσία κυριαρχεί επίσης στην αγορά εξαγωγών και κατασκευής πυρηνικών σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, ειδικά στις αναδυόμενες οικονομίες. Ο πλησιέστερος ανταγωνιστής της είναι η Κίνα, μια άλλη απολυταρχία. Τα κράτη που συνάπτουν συμβάσεις με την Κίνα ή την Ρωσία θα μπορούσαν να περάσουν δεκαετίες εξαρτώμενα από αυτές για τα πυρηνικά καύσιμα και τις [σχετικές] υπηρεσίες.
Για να τερματίσουν την κυριαρχία της Ρωσίας στον πυρηνικό κλάδο (και να εμποδίσουν την Κίνα να πάρει την θέση της), οι δημοκρατικές χώρες πρέπει να σοβαρευτούν όσον αφορά την υποστήριξη των εγχώριων πυρηνικών βιομηχανιών τους -ειδικά καθώς νέες, καινοτόμες τεχνολογίες έρχονται στην αγορά. Πρέπει να εφαρμόσουν πολιτικές που δημιουργούν ζήτηση για πυρηνική ενέργεια ως μέρος της ευρύτερης ατζέντας τους για το κλίμα, και πρέπει να επενδύσουν στην δημιουργία πυρηνικών μονάδων παραγωγής που θα μπορούν να εφοδιάζουν αξιόπιστα μια αναπτυσσόμενη παγκόσμια αγορά. Αυτό είναι κρίσιμο τόσο για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής όσο και για τον περιορισμό της παγκόσμιας ισχύος των αυταρχικών καθεστώτων.
Η ΡΩΣΙΚΗ ΙΣΧΥΣ
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η Ρωσία έχει γίνει ο παγκόσμιος προτιμώμενος προμηθευτής πυρηνικής τεχνολογίας, ειδικά για τις χώρες που κατασκευάζουν τα πρώτα πυρηνικά τους έργα. Η Ρωσία είναι πάρα πολύ έμπειρη στην κατασκευή και στην συντήρηση πυρηνικών σταθμών, και προσφέρει μια «υπηρεσία μιας στάσης» (one-stop-shop) για τα στοιχεία που χρειάζονται για την δημιουργία τους: αντιδραστήρες, καύσιμα, χρηματοδότηση, ακόμη και εκπαίδευση εργαζομένων. Από το 2000 και μετά, η Ρωσία έχει υπογράψει διμερείς συμφωνίες πυρηνικής συνεργασίας με 47 χώρες και έχει υπό κατασκευή μεγάλους σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στο Μπαγκλαντές, στην Λευκορωσία, και στην Τουρκία. Συμμετέχει σε πυρηνικά έργα σε όλη την Αφρική, την Ασία, τη Μέση Ανατολή, και τη Νότιο Αμερική.
Έχει επίσης έργα στην ανατολική Ευρώπη. Όντως, επί δεκαετίες, ένας από τους κύριους πυρηνικούς πελάτες της Ρωσίας ήταν η Ουκρανία. Προτού η Ρωσία εισβάλει για πρώτη φορά στην χώρα το 2014, η Ουκρανία έπαιρνε το 95% του πυρηνικού της καυσίμου από την Ρωσία -η πλειονότητα του συνόλου της προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας. Αλλά αφότου η Ρωσία προσάρτησε την Κριμαία και ενθάρρυνε μια εξέγερση στην [περιοχή] Ντονμπάς, η Ουκρανία επιτάχυνε τα σχέδιά της να διαφοροποιήσει τις εισαγωγές ουρανίου. Πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες άρχισαν επίσης να εκφράζουν ανησυχία για το ότι ήταν εξαρτημένες από την ρωσική πυρηνική τεχνολογία, ανησυχίες που επιβεβαιώθηκαν τον Φεβρουάριο του 2022. Από τότε, η Δύση έχει κινηθεί γρήγορα για να προσπαθήσει να απογαλακτιστεί από τους ρωσικούς ενεργειακούς πόρους, συμπεριλαμβανομένης της πυρηνικής ενέργειας. Στις 2 Μαΐου, για παράδειγμα, μια φινλανδική κοινοπραξία ανακοίνωσε ότι ακύρωνε την σύμβαση για έναν ρωσικό αντιδραστήρα 1.200 μεγαβάτ.
Φυσικά, η πιο εξέχουσα εξάρτηση της Ευρώπης είναι τελικά από τον ρωσικό άνθρακα, το πετρέλαιο, και το φυσικό αέριο, παρά από την πυρηνική ενέργεια. Στην πραγματικότητα, στις οδηγίες του για το πώς οι χώρες μπορούν καλύτερα να απομακρυνθούν από τα ρωσικά καύσιμα, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (International Energy Agency, IEA) υπογράμμισε τον ρόλο που θα μπορούσε να παίξει η πυρηνική ενέργεια. Όπως σημείωσε ο ΙΕΑ, η πυρηνική ενέργεια είναι «η μεγαλύτερη πηγή ηλεκτρικής ενέργειας χαμηλών εκπομπών στην ΕΕ» και η επέκτασή της θα μπορούσε να αυξήσει σημαντικά την πρόσβαση της ηπείρου σε ενέργεια χωρίς ορυκτά [καύσιμα]. Δεν συμφωνούν όλοι˙ το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να μειώσει τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου δεν αναφέρει ειδικά την πυρηνική ενέργεια, και η Γερμανία εμμένει στα σχέδιά της να κλείσει τους τρεις εναπομείναντες πυρηνικούς αντιδραστήρες της μέχρι το τέλος αυτού του έτους (παρόλο που η χώρα εισήγαγε ορυκτά καύσιμα αξίας σχεδόν 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων από την Ρωσία, από την έναρξη της εισβολής και μετά). Αλλά άλλες χώρες, όπως το Βέλγιο και η Ιαπωνία, έχουν υποσχεθεί νέες επενδύσεις στην πυρηνική ενέργεια για να μειώσουν την εξάρτησή τους από το ρωσικό φυσικό αέριο. Δίνουν έμφαση στην παλιά παράδοση της χρήσης πυρηνικής ενέργειας για την ενίσχυση της ενεργειακής ανεξαρτησίας. Χώρες με μειούμενες εγχώριες προμήθειες άνθρακα, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιαπωνία, στράφηκαν στην πυρηνική ενέργεια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο για να τροφοδοτήσουν τους αναπτυσσόμενους βιομηχανικούς τομείς τους. Μετά τα πετρελαϊκά εμπάργκο της δεκαετίας του 1970, η Γαλλία και η Σουηδία κατασκεύασαν επίσης πυρηνικές υποδομές για να μειώσουν την εξάρτησή τους από τη Μέση Ανατολή.
Μολονότι η πυρηνική ενέργεια είναι κρίσιμης σημασίας για την απελευθέρωση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο, θα μπορούσε να αφήσει αυτά τα κράτη ευάλωτα στην ρωσική επιρροή. Και ακόμη κι αν τα κράτη ακυρώσουν πυρηνικά έργα με την Ρωσία, η Κίνα θα ξεπεράσει σύντομα την Γαλλία και θα γίνει ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός πυρηνικής ενέργειας, με τις δικές της φιλοδοξίες να κυριαρχήσει στην παγκόσμια εξαγωγική αγορά.
Όντως, σχεδόν όλες οι πράσινες πηγές ενέργειας παρουσιάζουν ηθικά διλήμματα. Η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό παράγει σήμερα το 60% του κοβαλτίου του κόσμου -ένα κρίσιμης σημασίας ορυκτό για τα ηλεκτρικά οχήματα- αλλά οι παραγωγοί της χώρας έχουν βρεθεί αντιμέτωποι με τον εξονυχιστικό έλεγχο από διεθνείς οργανισμούς σχετικά με τις πρακτικές τους στα ανθρώπινα δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης παιδικής εργασίας. Το 2021, η κυβέρνηση Μπάιντεν έβαλε στη μαύρη λίστα αρκετές κινεζικές εταιρείες ηλιακής ενέργειας αφότου κατηγορήθηκαν για την χρήση καταναγκαστικής εργασίας και άλλες καταχρήσεις. Και η Ρωσία είναι ένας σημαντικός παραγωγός νικελίου, το οποίο είναι κρίσιμης σημασίας για τις μπαταρίες ηλεκτρικών οχημάτων. Οι ανησυχίες για μελλοντικές κυρώσεις στο νικέλιο ή άλλες διαταραχές στον εφοδιασμό του, έχουν οδηγήσει την τιμή του σε υψηλό 11 ετών.
ΑΛΥΣΙΔΩΤΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ
Για να απελευθερωθεί από την εξάρτηση από την ρωσική ενέργεια, ο κόσμος θα πρέπει να γίνει πιο ενεργός στο να διασφαλίσει ότι οι εφοδιαστικές αλυσίδες της ενέργειας είναι βιώσιμες και ηθικές. Αλλά αυτό δεν σημαίνει επιστροφή στον ενεργειακό απομονωτισμό. Τα σύγχρονα συστήματα παραγωγής ενέργειας είναι πολύπλοκα και αλληλένδετα, ειδικά εκείνα που εξαρτώνται από κρίσιμης σημασίας ορυκτά που δεν είναι ομοιόμορφα κατανεμημένα σε όλο τον κόσμο. Αυτά δείχνουν ότι η πραγματική ενεργειακή ανεξαρτησία -όπου τα κράτη δημιουργούν ενέργεια εντελώς μόνα τους- δεν είναι πλέον λογική. Αντίθετα, οι δημοκρατίες θα πρέπει να εστιάσουν στην ενδυνάμωση της ενεργειακής τους αλληλεξάρτησης με έμπιστους εταίρους.
Σε κάποιο βαθμό, αυτή η διαδικασία βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη με την πυρηνική ενέργεια. Το 2020 η Ρουμανία ακύρωσε μια συμφωνία με μια κινεζική κρατική εταιρεία για δύο πυρηνικούς αντιδραστήρες επειδή προτίμησε να προχωρήσει με έναν σύμμαχο στο ΝΑΤΟ. Η Κίνα και η Ρωσία συναγωνίζονταν για μια πυρηνική προσφορά στην Τσεχική Δημοκρατία, αλλά η κυβέρνηση τελικά τις απέκλεισε από την επίσημη διαδικασία ανταλλαγής εγγράφων και είπε ρητά ότι αμφότερα τα κράτη «δεν ήταν προσκεκλημένα» να υποβάλουν προσφορά. Οι κινεζικές εταιρείες είναι σημαντικοί επενδυτές σε δύο έργα πυρηνικής ενέργειας στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ωστόσο, τον Σεπτέμβριο του 2021, η βρετανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι προσπαθούσε να επιβάλλει την πώληση του μεριδίου της [εταιρείας] China General Nuclear Power Group σε ένα από τα έργα. Το 2019, μια αμερικανική πυρηνική εταιρεία που συνιδρύθηκε από τον Μπιλ Γκέιτς ανακοίνωσε ότι είχε ακυρώσει ένα έργο για την κατασκευή ενός πειραματικού αντιδραστήρα στην Κίνα, αφότου ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, επέβαλε περαιτέρω εμπορικούς περιορισμούς.
Αλλά οι εγχώριες πυρηνικές βιομηχανίες της Δύσης έχουν καθυστερήσει τα τελευταία χρόνια, και έτσι αυτή την στιγμή, οι αμερικανικές και ευρωπαϊκές πυρηνικές εταιρείες δυσκολεύονται να βρουν κατάλληλες εναλλακτικές έναντι των ρωσικών και κινεζικών προμηθευτών κρατικής ιδιοκτησίας. Για να καλύψουν την διαφορά, οι κυβερνήσεις τους πρέπει να χαράξουν μια παλαιάς κοπής βιομηχανική πολιτική που θα βασίζεται στην επένδυση σε εγχώριες παραγωγικές ικανότητες σε ολόκληρη την πυρηνική εφοδιαστική αλυσίδα. Θα πρέπει να επιδείξουν επιτυχώς νέες πυρηνικές τεχνολογίες τις οποίες θα μπορούν στην συνέχεια να προωθήσουν σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό σημαίνει ότι οι Δυτικές χώρες θα πρέπει να αυξήσουν την χρηματοδότηση για πυρηνικά εξαγωγικά έργα μέσω των δικών τους τραπεζών εξαγωγών-εισαγωγών και της αναπτυξιακής χρηματοδότησης, καθώς και πιέζοντας μεγάλες επενδυτικές και αναπτυξιακές τράπεζες να αλλάξουν τις πολιτικές τους για την υποστήριξη της πυρηνικής ενέργειας.
Αυτό δεν θα είναι εύκολο και δεν θα είναι φθηνό. Αλλά η εκστρατεία της Δύσης θα ωφεληθεί από τον δυναμικό και καινοτόμο πυρηνικό τομέα της. Μολονότι τα παραδοσιακά, μεγάλης κλίμακας πυρηνικά έργα έχουν δυσκολευτεί στο εσωτερικό στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη, μια νέα σειρά πυρηνικών τεχνολογιών θα μπορούσε να αρχίσει να μετατοπίζει την αγορά προς όφελός τους. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν περισσότερες από 60 εταιρείες που εργάζονται σε προηγμένες τεχνολογίες αντιδραστήρων, συμπεριλαμβανομένης της NuScale Power, η οποία εμπορεύεται μικρούς αρθρωτούς αντιδραστήρες και έχει συνάψει συμφωνίες για να τους αναπτύξει στην Πολωνία και στην Ρουμανία. (Η δεύτερη έχει συμφωνήσει επίσης να εισάγει αντιδραστήρες από τον Καναδά). Η βρετανική εταιρεία Rolls Royce εργάζεται για να αναπτύξει την δική της τεχνολογία μικρών αρθρωτών αντιδραστήρων και έχει υπογράψει μνημόνιο κατανόησης με την εταιρεία κοινής ωφέλειας των ΗΠΑ, Exelon, και οντότητες στην Δημοκρατία της Τσεχίας. Η Westinghouse, μια αμερικανική εταιρεία πυρηνικής ενέργειας που βοήθησε την Ουκρανία να μειώσει δραματικά την εξάρτησή της από τη Μόσχα, έχει επίσης επεκτείνει πρόσφατα την συνεργασία της με την Δημοκρατία της Τσεχίας (και την Σλοβενία) για να διερευνήσει την ανάπτυξη των νεότερων, μεγάλων αντιδραστήρων AP1000. Και τον Απρίλιο, το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ ανακοίνωσε ότι θα βοηθούσε την Λετονία να διερευνήσει την εφαρμοσιμότητα της πυρηνικής ενέργειας.
Αυτού του είδους οι συνεργασίες μεταξύ των συμμαχικών δημοκρατιών είναι ακριβώς ό,τι χρειάζεται ο πλανήτης για να δημιουργήσει εφοδιαστικές αλυσίδες ενέργειας που θα είναι ασφαλείς, ηθικές, και βιώσιμες. Θα βοηθήσουν την Δύση να οικοδομήσει ανθεκτικότητα ενάντια στις ιδιοτροπίες των αυταρχικών καθεστώτων. Με την απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα, θα βοηθήσουν επίσης τα κράτη να αποφύγουν τις ελλείψεις στον εφοδιασμό και τις απότομες αυξήσεις των τιμών. Αλλά αυτές οι συνεργασίες δείχνουν την αναγνώριση του ότι η λύση για την ενεργειακή κυριαρχία της Ρωσίας και την κλιματική αλλαγή δεν είναι μια προσπάθεια για πράσινο εθνικισμό. Αντίθετα, απαιτεί από τα συμμαχικά κράτη να συνεργαστούν για να σχεδιάσουν ενεργειακά συστήματα και τεχνολογίες που είναι στιβαρά, διότι είναι συνεργατικά και αλληλεξαρτώμενα.