Πώς ο Πούτιν και ο Ζελένσκι καθόρισαν την ουκρανική σύγκρουση
Αν κάποιος έχει αμφιβολίες για την σημασία των μεμονωμένων ηγετών στην διαμόρφωση των παγκόσμιων γεγονότων, σίγουρα ο πόλεμος στην Ουκρανία τις έχει διαλύσει. Αυτός είναι ο πόλεμος του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν, και κανενός άλλου, όπως ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ευρώπη ήταν του Αδόλφου Χίτλερ. Και οι δύο άντρες ήθελαν τον πόλεμο˙ και οι δύο τον αγκάλιασαν ως μια δοκιμασία ανδρισμού εναντίον ενός παρηκμασμένου εχθρού.
Ούτε η εισβολή στην Ουκρανία θα είχε ακολουθήσει την πορεία που έχει [τώρα] εάν ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι δεν ήταν ο πρόεδρος της Ουκρανίας. Αν και ο Ζελένσκι ήταν ένας όχι πιθανός ηγέτης πριν από την έναρξη του πολέμου, ο πρώην κωμικός έχει καθορίσει εξαιρετικά την αξιοσημείωτη αντίσταση της χώρας του ενάντια στον πολύ ανώτερο ρωσικό στρατό, λέγοντας στους αξιωματούχους των υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ που προσφέρθηκαν να τον φυγαδεύσουν ότι χρειαζόταν πολεμοφόδια, «όχι μια βόλτα». Και είναι ο Ζελένσκι, ο οποίος, με τις συνεχείς άμεσες εκκλήσεις του προς τους Δυτικούς ηγέτες, το Κογκρέσο των ΗΠΑ, το βρετανικό κοινοβούλιο, και την Μπούντεσταγκ, έκανε τον ουκρανικό σκοπό έναν [σκοπό] που η Δύση δεν μπορεί να αγνοήσει. Ταυτόχρονα, έχει τεράστια σημασία ότι ο Τζο Μπάιντεν, και όχι ο Ντόναλντ Τραμπ, βρίσκεται στον Λευκό Οίκο και είναι ικανός να ηγηθεί μιας ενιαίας και σκληρής, αλλά κυρίως ψύχραιμης διατλαντικής απάντησης.
Το να εκχωρεί κάποιος ειδική αντιπροσώπευση σε αυτούς τους ανθρώπους δεν σημαίνει ότι επιστρέφει στην απαξιωμένη πλέον ιστορική θεωρία του «σπουδαίου άνδρα». Σημαίνει απλώς ότι αναγνωρίζει πως όποιος κατέχει ένα αξίωμα σε μια συγκεκριμένη στιγμή, σε ένα συγκεκριμένο μέρος, μπορεί να κάνει μια κρίσιμη διαφορά. Σε μια μεγάλη κρίση, στις παραμονές ενός πολέμου, για παράδειγμα, έχει σημασία ποιος έχει την τελική εξουσία να πει «σταματήστε» ή «ξεκινήστε». Έχει σημασία επίσης ποιος ηγείται της χώρας που δέχεται επίθεση και πώς ο ηγέτης της επιλέγει να απαντήσει. Όπως έχει καταδείξει επαρκώς η σύγχρονη ιστορία, οι μεγαλύτερες συγκρούσεις και τα αποτελέσματά τους έχουν διαμορφωθεί συχνά τόσο από την προσωπική ηγεσία όσο και από αντικειμενικούς παράγοντες όπως οι πόροι ή η στρατιωτική ισχύς.
Στην κρίση των πυραύλων της Κούβας, ένας άλλος πρόεδρος των ΗΠΑ μπορεί να είχε υποχωρήσει στις πιέσεις που προέρχονταν από τον στρατό των ΗΠΑ και πολλούς από τους ανώτερους πολιτικούς συμβούλους του. Αλλά ο Τζον Φ. Κένεντι δεν ενέκρινε μια επίθεση πλήρους κλίμακας στην Κούβα ή στα σοβιετικά πλοία και υποβρύχια που πλησίαζαν το νησί, παρόλο που του ειπώθηκε ότι διακινδύνευε την ήττα και την καταστροφή των Ηνωμένων Πολιτειών. Η απόφασή του γλίτωσε τον κόσμο από έναν πόλεμο που σχεδόν σίγουρα θα περιελάμβανε πυρηνικά όπλα.
Στην παρούσα κρίση, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι δύο ηγέτες, ο Πούτιν και ο Ζελένσκι, έχουν καθορίσει τη μορφή της σύγκρουσης. Στην Ρωσία, ο Πούτιν έχει αποκαταστήσει το άκρως συγκεντρωτικό στυλ ηγεσίας του Στάλιν ή των τσάρων που τόσο θαυμάζει. Αυτό που σκέφτεται και θέλει, γίνεται ρωσική πολιτική διότι ελέγχει τους μοχλούς της εξουσίας και παίρνει τις βασικές αποφάσεις. Ωστόσο, είναι ήδη σαφές ότι ένα από τα μεγαλύτερα λάθη του Πούτιν ήταν ότι δεν έλαβε υπόψη τα προσωπικά χαρακτηριστικά και την αποφασιστικότητα του ανθρώπου στου οποίου την χώρα εισέβαλε, ενός ανθρώπου που επέλεξε να μην τραπεί σε φυγή ή να παραδοθεί, αλλά να μείνει και να πολεμήσει. Και ετούτη η απόφαση του Ζελένσκι έχει ήδη βαρυσήμαντες συνέπειες.
ΠΟΛΕΜΟΣ ΓΙΑ ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Μολονότι το ζήτημα της ηγεσίας είναι παλιό -σκεφτείτε την προσοχή που δίνεται στον Μέγα Αλέξανδρο ή τον Ναπολέοντα- έχει την τάση να παραβλέπεται, καθώς οι ειδικοί εστιάζουν σε συστήματα ή μετρήσιμους υπολογισμούς ισχύος. Για παράδειγμα, το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το καλοκαίρι του 1914, έχει μελετηθεί εντατικά με τέτοιους όρους, για να καταλάβουμε γιατί ξεκινούν οι πόλεμοι. Όπως έχουν προτείνει ποικιλοτρόπως ιστορικοί και εμπειρογνώμονες επί των διεθνών σχέσεων, η διολίσθηση από την ειρήνη στον πόλεμο στην Ευρώπη μπορεί να ερμηνευθεί ως παράδειγμα μιας κατάρρευσης της ισορροπίας δυνάμεων, ενός επικίνδυνα πολωτικού συστήματος συμμαχιών, των αυτοκρατορικών ή οικονομικών αντιπαλοτήτων, μιας κούρσας εξοπλισμών, των υπερβολικά άκαμπτων στρατιωτικών σχεδίων, ή ίσως το αποτέλεσμα εγχώριων παραγόντων, όπως η επιδίωξη των ανώτερων τάξεων να ξεπεράσουν τις εσωτερικές διαιρέσεις μέσω ενός πολέμου. Σπανιότερα εξετάζονται εξονυχιστικά τα άτομα που συνέβαλαν ή δεν απέτρεψαν ετούτη την διολίσθηση. Και οι αποφάσεις τους δεν ήταν εκείνες των λογικών δρώντων που σκέφτονται ψύχραιμα για τα πλεονεκτήματα που θα μπορούσαν να κερδίσουν αυτοί ή οι χώρες τους, αλλά το αποτέλεσμα των αξιών, των υποθέσεων, και των συναισθημάτων τους.
Είναι αδύνατο να αγνοήσουμε το υπόβαθρο από το οποίο προήλθαν οι ηγέτες της Ευρώπης του 1914. Εκείνοι που έπαιρναν τις βασικές αποφάσεις ήταν προϊόντα των οικογενειών τους, της τάξης τους, και της εποχής τους. Οι ιδέες τους -για την τιμή, για παράδειγμα, ή την χρησιμότητα του πολέμου ως κρατικού εργαλείου- εντάσσονταν στο πνεύμα των καιρών (zeitgeist). Αυτό που είχε επίσης σημασία ήταν το πόση ισχύ είχαν. Εάν ο Ναπολέων είχε παραμείνει στην Κορσική, θα μπορούσε να είχε γίνει ένας εξέχων τοπικός ηγέτης, αλλά ως κυβερνήτης μιας πανίσχυρης επαναστατικής Γαλλίας θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις μεγάλες ικανότητές του για να κυριαρχήσει στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με τον Ναπολέοντα, οι κληρονομικοί ηγεμόνες [που βρίσκονταν] στην κεφαλή των τριών βασικών δυνάμεων της Αυστροουγγαρίας, της Γερμανίας, και της Ρωσίας δεν αποσκοπούσαν να κυριαρχήσουν σε όλη την Ευρώπη. Μάλλον ήθελαν να εξασφαλίσουν το μέλλον των δυναστειών τους και να διατηρήσουν αυτά που είχαν. Έπεισαν τους εαυτούς τους, ή πείστηκαν από εκείνους που ήταν κοντά τους, ότι ο πόλεμος, ακόμη και ένας γενικός πόλεμος, ήταν ο μόνος τρόπος για να το κάνουν.
Σημασία είχαν, όμως, και τα ατομικά χαρακτηριστικά. Ο Κάιζερ Γουλιέλμος Β’ αγαπούσε τους στρατιώτες του, αλλά γνώριζε ότι πίστευαν πως ήταν δειλός. Ήθελε να είναι ένας πανίσχυρος ηγεμόνας και φοβόταν ότι δεν ήταν. Μέσω των απερίσκεπτων ενεργειών και των ομιλιών του, συνέβαλε στο να δημιουργηθεί ο φόβος μιας εμπόλεμης, μιλιταριστικής Γερμανίας, ο οποίος με την σειρά του οδήγησε στην αυξανόμενη συνεργασία μεταξύ της Γαλλίας και της Ρωσίας και τελικά της Μεγάλης Βρετανίας. Μετά την δολοφονία του Αυστριακού Αρχιδούκα, Φραγκίσκου Φερδινάνδου, στο Σεράγεβο, τα «γεράκια» της αυστροουγγρικής αυτοκρατορικής κυβέρνησης, όπως ο Conrad von Hotzendorf, ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, ήταν έτοιμα να διεξάγουν πόλεμο στην Σερβία, ακόμη και αν γνώριζαν ότι, ως αποτέλεσμα, η Ρωσία θα μπορούσε να κηρύξει πόλεμο στην Αυστρία. «Θα είναι ένας άπελπις αγώνας, αλλά πρέπει να επιδιωχθεί, γιατί μια τόσο παλιά Μοναρχία και ένας τόσο ένδοξος στρατός δεν μπορούν να πέσουν άδοξα», έγραψε ο Conrad.
Άλλοι ηγέτες δεν πήραν σοβαρά την απειλή μιας πανευρωπαϊκής σύγκρουσης, με εκτεταμένες συνέπειες για τους ίδιους. Ο Sir Edward Grey, ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, υπέθεσε υπερβολικά πρόωρα ότι μετά την δολοφονία [του Φραγκίσκου Φερδινάνδου] οι ηγέτες της Ευρώπης θα έκριναν ως πολύ υψηλό το κόστος ενός γενικού πολέμου και ως εκ τούτου θα συμπεριφέρονταν λογικά. Επέμεινε να μην παίρνει στα σοβαρά την δολοφονία, [θεωρώντας την] ως μια ακόμη εκτυλισσόμενη κρίση στα Βαλκάνια, μέχρι που ήταν πολύ αργά. Τις τελευταίες φρενήρεις ημέρες του Ιουλίου του 1914, καθώς οι στρατιωτικοί τούς προέτρεπαν για την κινητοποίηση των τεράστιων στρατών τους και τις άλλες πολεμικές προετοιμασίες, οι τρεις κληρονομικοί ηγεμόνες της Αυστροουγγαρίας, της Γερμανίας, και της Ρωσίας, με τη μεγάλη τους ισχύ, θα μπορούσαν ακόμη να αρνηθούν να υπογράψουν τις διαταγές. Όλοι υποχώρησαν στις πιέσεις που τους ασκούντο: ο Γουλιέλμος, ο οποίος δεν ήθελε να υποχωρήσει ενώπιον της κρίσης, όπως είχε κάνει στο παρελθόν˙ ο Αυστριακός αυτοκράτορας Φραγκίσκος Ιωσήφ, ο οποίος ήταν γέρος και μόνος˙ και, στην Ρωσία, ο τσάρος Νικόλαος Β’, ο οποίος εγκατέλειψε την αντίστασή του στον πόλεμο, προφανώς επειδή του ειπώθηκε ότι ήταν ο μόνος τρόπος για να σώσει την δυναστεία του. Στην καταστροφή που ακολούθησε, η Ευρώπη και ο κόσμος άλλαξαν για πάντα. Περίπου εννέα εκατομμύρια μαχητές πέθαναν, όπως επίσης και άγνωστος αριθμός αμάχων. Η Ρωσία μεταμορφώθηκε από την επανάσταση˙ η Αυστροουγγαρία διαλύθηκε˙ και μια ηττημένη Γερμανία αναδύθηκε, μικρότερη και πλέον δημοκρατία. Ο Μεγάλος Πόλεμος, όπως ήταν γνωστός μέχρι να έρθει ένας δεύτερος ακόμη μεγαλύτερος, δεν ήταν αναπόφευκτος. Με άλλους, ισχυρότερους, πιο ικανούς ηγέτες, αυτοί οι μαζικοί στρατοί δεν θα είχε χρειαστεί να τεθούν σε κίνηση.
Ομοίως, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν θα μπορούσε να είχε συμβεί όπως συνέβη χωρίς τον άνθρωπο που έλεγχε την Γερμανία. Ο Χίτλερ καθόρισε την αρχή του, την επέκτασή του σε όλη την Ευρώπη και στην Σοβιετική Ένωση, και την τελική καταστροφή της Γερμανίας. Οι ηγέτες των συμμάχων Βρετανίας και Γαλλίας έκαναν ό,τι μπορούσαν για να αποφύγουν τον πόλεμο μέσω του κατευνασμού. Ο Στάλιν γνώριζε πόσο απροετοίμαστη ήταν η Σοβιετική Ένωση για πόλεμο, και ήλπιζε να μείνει αμέτοχος σε οποιαδήποτε σύγκρουση μεταξύ των καπιταλιστικών εθνών και να οικοδομήσει την δική του ισχύ. Όμως ο Χίτλερ ήθελε έναν πόλεμο στην Ευρώπη για χάρη του πολέμου, και για να αποδείξει την ανωτερότητα της Άριας φυλής.
Για τον Χίτλερ, δεν ήταν ποτέ αρκετό το ότι είχε κάνει την Γερμανία κυρίαρχη δύναμη της ηπείρου μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1930. Είχε αποκτήσει τις ευημερούσες χώρες της Αυστρίας και της Τσεχοσλοβακίας χωρίς να πέσει ούτε ένας πυροβολισμός˙ άλλες δυνάμεις στο κέντρο της Ευρώπης, όπως η Ουγγαρία και η Ρουμανία, υπέκυπταν στην επιρροή του˙ και η Ιταλία ήταν σύμμαχος. Οι στρατηγοί του και οι στενότεροι συνάδελφοί του στο Ναζιστικό Κόμμα ήταν ικανοποιημένοι με το να εδραιώσουν την θέση της Γερμανίας. Ο Χίτλερ δεν ήταν. Θεώρησε την αποφυγή του πολέμου το 1938, όταν η Τσεχοσλοβακία είχε τεμαχιστεί στο Μόναχο, ως ήττα. Συγκλονίστηκε με την ανακούφιση που εκδήλωσαν πολλοί Γερμανοί για το ότι είχε διατηρηθεί η ειρήνη και διέταξε τον Joseph Goebbels, τον υπουργό προπαγάνδας του, να ξεκινήσει μια εκστρατεία για να εμποτίσει τον πληθυσμό με το σωστό πολεμικό πνεύμα. Και δεν είναι πιθανό ότι ένας άλλος Γερμανός ηγέτης θα συνέχιζε να πολεμά για τόσο όσο ο Χίτλερ. Στα τελευταία στάδια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, επέμεινε στον πόλεμο για πολύ καιρό αφότου αυτός είχε χαθεί -πολύ καιρό αφότου πολλοί από τους στρατηγούς του είχαν στραφεί εναντίον του- και όδευσε προς τον θάνατό του, στα ερείπια του Βερολίνου, παραπονούμενος ότι ο γερμανικός λαός τον είχε απογοητεύσει και δεν άξιζε να επιβιώσει.
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΡΚΕΤΟΣ
Όπως η απόφαση του Χίτλερ να ξεκινήσει έναν παγκόσμιο πόλεμο, η απόφαση του Πούτιν να αναλάβει μια πλήρους κλίμακας εισβολή στην Ουκρανία είναι πολύ δύσκολο να γίνει κατανοητή ως μια λογική επιλογή, σχεδιασμένη για να μεγιστοποιήσει το πλεονέκτημα του ίδιου ή της χώρας του. Ο Πούτιν τα είχε ήδη όλα σε πλούτο και ισχύ, μέχρι και τα χρυσά καθίσματα τουαλέτας στο παράδοξο παλάτι του στην Κριμαία. Στη Μόσχα, είχε εξαλείψει όλους τους αντιπάλους, ήταν περιστοιχισμένος από υπάκουους υπηρέτες, ο πλούτος και η ζωή των οποίων εξαρτάτο από αυτόν, είχε μετατρέψει την Δούμα σε βιτρίνα, και είχε δαμάσει τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης. Η Ρωσία τα πήγαινε καλά στο εξωτερικό, με την αναπτυσσόμενη σχέση της με την Κίνα και με φιλικούς ηγέτες σε χώρες όπως η Ινδία, η Ουγγαρία, και η Σερβία. Ο Πούτιν είχε προάγει επιτυχώς διχασμούς στην Ευρώπη, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και στο ΝΑΤΟ. Τα φιλοδημοκρατικά κινήματα διαμαρτυρίας στην Λευκορωσία και στο Καζακστάν, τα αυταρχικά καθεστώτα των οποίων υποστηρίζονταν από τη Μόσχα, είχαν προσφέρει ανησυχητικές ενδείξεις ότι ετούτες οι χώρες θα μπορούσαν να διολισθήσουν από την αγκαλιά της Ρωσίας -αλλά σε αμφότερες τις χώρες, η Μόσχα είχε διασφαλίσει γρήγορα την αποκατάσταση του ελέγχου.
Επιπλέον, ο Πούτιν είχε ήδη σημειώσει μια σειρά από νίκες επί της Δύσης. Είχε δοκιμάσει επιτυχώς την προθυμία των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους να αντιμετωπίσουν την Ρωσία όταν, ως πρωθυπουργός του προέδρου Μπόρις Γέλτσιν, διέταξε την ισοπέδωση του Γκρόζνι, στην Τσετσενία, στα τέλη της δεκαετίας του 1990˙ όταν, ως πρόεδρος, διεξήγαγε πόλεμο στην Γεωργία, το 2008˙ και όταν, κατά την διάρκεια του συριακού εμφυλίου πολέμου, βοήθησε τον Μπασάρ αλ Άσαντ να καταστρέψει το Χαλέπι και να χρησιμοποιήσει δηλητηριώδη αέρια εναντίον του ίδιου του λαού του. Προχωρώντας περαιτέρω, το 2014 ο Πούτιν κατέλαβε την Κριμαία και δημιούργησε τις δύο αποσχισθείσες δημοκρατίες στην [περιοχή] Ντονμπάς. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η Δύση, είτε ως μεμονωμένα έθνη είτε συλλογικά, έκανε ελάχιστα.
Από το 2016 έως το 2020, ο Πούτιν μπορούσε επίσης να παρακολουθεί την χαοτική και ανεύθυνη εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Τραμπ, που εξυπηρετούσε πολύ την Ρωσία. Επιτιθέμενος στο ΝΑΤΟ -λέγοντας ότι ήταν ξεπερασμένο, υπονοώντας ακόμη και ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να αποσυρθούν- ο Τραμπ απείλησε να αποδυναμώσει έναν οργανισμό που ο Πούτιν απεχθανόταν. Εξίσου χρήσιμες, από την οπτική γωνία του Πούτιν, ήταν οι απειλές του Τραμπ να παρακρατήσει από την Ουκρανία την αμερικανική στρατιωτική βοήθεια. Το πρώτο έτος της προεδρίας του Μπάιντεν δεν άλλαξε τις ρωσικές αντιλήψεις ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν απορροφημένες με την Ασία και δεν ενδιαφέρονταν για το τι συνέβαινε στην Ευρώπη, στη Μέση Ανατολή, και στην Αφρική. Η κακά διαχειριζόμενη απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν θα μπορούσε να διαβαστεί ως απόδειξη της παρακμής της αμερικανικής ισχύος και αποφασιστικότητας. Μέχρι το φθινόπωρο του 2021, ο Πούτιν θα μπορούσε να χαλαρώσει και να απολαύσει την προφανή αδυναμία και τον διχασμό των εχθρών του και τα αυξανόμενα κέρδη του από τον ενεργειακό τομέα της Ρωσίας, στον οποίο φαινόταν να βασίζεται το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης.
Αλλά όπως ο Χίτλερ, ο Πούτιν ήθελε περισσότερα. Ήθελε μια Ρωσία που θα έχει επανέλθει στη μεγαλύτερη έκταση της και θα αντιμετωπίζεται ως η παγκόσμια δύναμη που ο ίδιος επέμενε ότι ήταν, με τον εαυτό του ως παγκόσμιο ηγέτη. Η αυξανόμενη απομόνωσή του κατά την διάρκεια της πανδημίας, κατά την διάρκεια της οποίας συχνά αλληλεπιδρούσε μόνο με ελάχιστους αυλικούς και σωματοφύλακες, και η υπεραρρενωπότητά του τον οδήγησαν να πείθεται όλο και περισσότερο για το δικό του αλάθητο. Η εξουσία, όπως τόνισε ο Λόρδος Acton, διαφθείρει και η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα. Η ιστορία δίνει πολλά παραδείγματα κυβερνητών που έφτασαν να πιστεύουν ότι είχαν πάντα δίκιο και δεν άκουγαν τις αντίθετες απόψεις. Ο Στάλιν προχώρησε αποφασιστικά την αναγκαστική κολεκτιβοποίηση και εξήγαγε σιτηρά ώστε να συγκεντρώσει χρήματα για την εκβιομηχάνισή του, καθώς εκατομμύρια από τον λαό του λιμοκτονούσαν, και στην συνέχεια γκρέμισε το δικό του Κομμουνιστικό Κόμμα και τον στρατό του με τις εκκαθαρίσεις του. Ο Μάο σκότωσε πολύ περισσότερους πολίτες του από όσους σκότωσε η βάναυση ιαπωνική εισβολή, καθώς επιδίωκε το καταστροφικό του Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός (Great Leap Forward) και στην συνέχεια την Πολιτιστική Επανάσταση (Cultural Revolution). Ποιος από τους τρομοκρατημένους επιζώντες που υπηρέτησαν τους δικτάτορες επρόκειτο να τους πει ότι έκαναν λάθος;
ΚΑΝΕΝΑΣ ΝΑ ΠΕΙ ΟΧΙ
Ο Πούτιν έχει οικοδομήσει ένα σύστημα στο οποίο δεν αμφισβητείται —ούτε από την Δούμα, ούτε από τα media, τα περισσότερα από τα οποία είναι πλέον σταθερά υπό τον έλεγχό του, ούτε από το απαθές δικαστικό σώμα. Έχει τους δικούς του φρουρούς˙ οι υπηρεσίες πληροφοριών και οι στρατιωτικοί απαντούν σε αυτόν˙ και οι ολιγάρχες, που ελέγχουν μεγάλο μέρος της ρωσικής οικονομίας, εξαρτώνται από την εύνοιά του. [Ο Πούτιν] ετοιμαζόταν να εισβάλει στην Ουκρανία. Έχει συσσωρεύσει υπομονετικά τους οικονομικούς πόρους της Ρωσίας και έχει ανακατευθύνει το εμπόριό της προς την Κίνα, ως ασφάλιση έναντι των Δυτικών κυρώσεων και έχει επανεξοπλίσει και εκσυγχρονίσει τον στρατό του. Σε μεγάλο βαθμό ελέγχει επίσης το αφήγημα στο εσωτερικό της Ρωσίας, επιμένοντας στο πρώην μεγαλείο της Ρωσίας και περιγράφοντας την Ουκρανία και τους Ουκρανούς ως αναπόσπαστο στοιχείο της μεγαλύτερης Ρωσίας. Η Ουκρανία, υποστηρίζει, είναι χωριστή σήμερα μόνο εξαιτίας των κακών εξωτερικών επιρροών και των προδοτών «Ναζί» και «αντισημιτών» που την ελέγχουν. Μέχρι στιγμής, η μεγάλη πλειοψηφία των Ρώσων προφανώς τον πιστεύει.
Οι δικτάτορες βρίσκουν συχνά χρήσιμη την ιστορία για να κινητοποιήσουν τους λαούς τους ενάντια σε άλλους, και να τους δώσουν μια αιτία για να ανασυνθέσουν τις δόξες του παρελθόντος. Ο Μουσολίνι κόμπαζε για τις δόξες της αρχαίας Ρώμης και υποσχέθηκε να οικοδομήσει μια δεύτερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι Ναζί γιόρταζαν τη μάχη του δάσους Teutoburg το 9 μ.Χ., όταν οι γερμανικές φυλές νίκησαν τρεις ρωμαϊκές λεγεώνες, και τιμούσαν τον Φρειδερίκο τον Μέγα. Ο Πούτιν θεωρεί τον εαυτό του ως ιστορικό και ανατρέχει όχι μόνο στην Σοβιετική Ένωση, της οποίας την εξαφάνιση αποκάλεσε «τη μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή» του εικοστού αιώνα, αλλά και στην βασιλεία του Μεγάλου Πέτρου (1672–1725), όταν η Ρωσία έγινε η κυρίαρχη δύναμη της βορειοανατολικής Ευρώπης. Το εκτενές του δοκίμιο του 2021 «Περί της Ιστορικής Ενότητας των Ρώσων και των Ουκρανών» (On the Historical Unity of Russians and Ukrainians) (το οποίο, περιέργως, δεν είναι πλέον διαθέσιμο στον ιστότοπο του Κρεμλίνου) χρησιμοποιεί την δική του εκδοχή της ιστορίας για να υποστηρίξει ότι ποτέ δεν υπήρξε και ποτέ δεν μπορεί να υπάρξει ξεχωριστό ουκρανικό έθνος. Και πηγαίνει ακόμα πιο πίσω, στους Ρως του Κιέβου, το πρώτο σλαβικό κράτος, τον ένατο αιώνα, και στη μεταστροφή των Σλάβων στην Ορθοδοξία, τον δέκατο αιώνα, που στο ρωσικό εθνικιστικό όραμα καθιστά την Ρωσία νόμιμη κληρονόμο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. (Αποτελεί τραγική ειρωνεία ότι ο Πούτιν είναι προετοιμασμένος να σκοτώσει Ουκρανούς και να καταστρέψει το σημερινό Κίεβο στο όνομα αυτού που αποκαλεί την εδώ και αιώνες πνευματική και εδαφική ενότητα των Ρώσων και των Ουκρανών).
Αυτό που διαμορφώνει επίσης την κοσμοθεωρία του Πούτιν είναι οι τοξικές θεωρίες των αγαπημένων του Ρώσων εθνικιστών: ο Ivan Ilyin, ένας Ρώσος φασίστας των χρόνων του Μεσοπολέμου, ο οποίος υποστήριξε ότι ο Θεός έκανε το ρωσικό έθνος το μόνο αγνό στην Γη, και ο Lev Gumilev, ο οποίος θεωρούσε ότι διαφορετικές φυλές δημιουργήθηκαν από κοσμικές ακτίνες, και ότι αφού η Ρωσία ακτινοβολήθηκε τελευταία, οι άνθρωποι της είναι οι νεότεροι και οι πιο ενεργητικοί. Βολικά, ο Ilyin προέβλεψε επίσης ότι ένας αρρενωπός λυτρωτής θα οδηγούσε την Ρωσία στον θρίαμβο.
Εάν ο Πούτιν ήταν ένας ορθολογικός ηγέτης, αφοσιωμένος στο να προστατεύσει την δική του θέση στην Ρωσία και να διασφαλίσει την ασφάλεια της στο εξωτερικό, δεν θα στοιχημάτιζε σε έναν τεράστιο πόλεμο. Προφανώς δεν θα είχε υποθέσει, μαζί με τους στρατηγούς του, ότι οι Ουκρανοί θα υποδέχονταν τα ρωσικά στρατεύματα με λουλούδια και παραδοσιακό ψωμί και αλάτι. [Ο Πούτιν] τυφλώθηκε από τις δικές του βεβαιότητες. Όπως ο πόλεμος κατέστησε γρήγορα σαφές, δεν είναι λυτρωτής αλλά εγκληματίας πολέμου. Έχει βλάψει, ίσως θανάσιμα, τις δικές του ένοπλες δυνάμεις και έχει κάνει την Ουκρανία πιο έθνος από ποτέ. Έχει ενδυναμώσει τους μισητούς εχθρούς του, το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, και έχει προκαλέσει μια σπάνια διακομματική απάντηση στις εδώ και καιρό διχασμένες από βαθιές πολιτικές διαιρέσεις Ηνωμένες Πολιτείες. Και έχει δώσει το έναυσμα για την αντίσταση στην Ρωσία, η οποία σίγουρα θα μεγαλώσει καθώς θα διαδίδονται οι ειδήσεις για τις ρωσικές απώλειες. Η Κίνα μπορεί να είναι φίλος, αλλά μια αποδυναμωμένη Ρωσία θα είναι πλέον υποχρεωμένη να υποκύψει στην θέληση του Πεκίνου.
Ο ΤΣΟΡΤΣΙΛ ΣΤΟ ΚΙΕΒΟ
Ένας λόγος που η εισβολή του Πούτιν δεν πήγε σύμφωνα με το σχέδιο ήταν ο ηγέτης της άλλης πλευράς. Μαζί με άνδρες όπως ο Πούτιν και ο Χίτλερ, η ιστορία έχει δημιουργήσει περιστασιακά ένα άλλο είδος ηγέτη: αυτόν που εμφανίζεται, μερικές φορές από το πουθενά, για να συσπειρώσει τον λαό του ενάντια σε αυτές που φαίνονται ως μικρές ή μηδενικές πιθανότητες, και με αυτόν τον τρόπο αλλάζει τον ρου των γεγονότων. Το 1939, όταν ξεκίνησε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ θεωρείτο ευρέως ως ξεπερασμένος πολιτικός, με ενδιαφέρουσα αλλά στιγματισμένη καριέρα. Ο Βρετανός πρωθυπουργός, Νέβιλ Τσάμπερλεν, τον επανέφερε στο Ναυαρχείο μόνο λόγω της εμπειρίας του και της αυξανόμενης υποστήριξής του στο Κοινοβούλιο. Το 1940, καθώς οι στρατιές του Χίτλερ επιτέθηκαν στην Γαλλία, ο Τσάμπερλεν υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τα καθήκοντά του και ένας απρόθυμος βασιλιάς Γεώργιος ΣΤ’ κάλεσε τον Τσόρτσιλ να γίνει πρωθυπουργός.
Ξαφνικά, όπως έγραψαν αργότερα στα απομνημονεύματά τους πολλοί από εκείνους που εργάστηκαν για αυτόν, στην κυβέρνηση διαχύθηκε μια νέα αίσθηση σκοπού και μια νέα ενέργεια. Η σταθερή ροή ερωτήσεων και εντολών του Τσόρτσιλ, που κάλυπταν ακόμη και τις μικρότερες λεπτομέρειες της πολεμικής προσπάθειας, ήταν «σαν την δέσμη ενός προβολέα που αιωρείται ασταμάτητα», έγραψε ο γραμματέας του υπουργικού συμβουλίου, Λόρδος Normanbrook. Και στην σπουδαία σειρά των ομιλιών του στην περίοδο του πολέμου, ο Τσόρτσιλ μίλησε στον βρετανικό λαό και του έδωσε την ελπίδα ότι θα αντέξει και θα θριαμβεύσει.
Εάν ο Τσάμπερλεν είχε παραμείνει, ή αν κάποιος άλλος από τους πιθανούς διαδόχους του είχε αναλάβει τα καθήκοντά του, είναι ενδεχόμενο, στην πραγματικότητα πιθανό, ότι η βρετανική κυβέρνηση θα είχε προσπαθήσει να έρθει σε συμφωνία με τους Ναζί, αφήνοντας την Γερμανία να ελέγχει την ήπειρο και την Βρετανία να συνεχίσει να κατέχει την αυτοκρατορία της, τουλάχιστον μέχρι να αποφάσιζε ο Χίτλερ να εισβάλει στα Βρετανικά Νησιά ή να βομβαρδίσει τους Βρετανούς μέχρι να υποταχθούν.
Ο Ζελένσκι είναι ένας ακόμη πιο απίθανος ηγέτης από όσο ήταν ο Τσόρτσιλ το 1940. Όταν ο Ζελένσκι εξελέγη με σαρωτική νίκη το 2018, τα πρωτοσέλιδα αφορούσαν μόνο τον τηλεοπτικό κωμικό, χωρίς πολιτική εμπειρία. Είχε γοητεία, αλλά ελάχιστες σαφείς πολιτικές, και εκφοβίστηκε από τον Τραμπ και τον Πούτιν, ο οποίος συνέχισε να υποστηρίζει τους αυτονομιστές σε μια εξουθενωτική σύγκρουση στο ανατολικό τμήμα της Ουκρανίας. Τις παραμονές της εισβολής του Πούτιν, το ποσοστό αποδοχής του Ζελένσκι μεταξύ των Ουκρανών ήταν αβυσσαλέο. Ωστόσο, οι ικανότητες που είχε αναπτύξει ως κωμικός —η ομαδική εργασία, οι επικοινωνιακές δεξιότητες και, πάνω απ’ όλα, το θάρρος— τον έκαναν τον πολεμικό ηγέτη που χρειάζεται η Ουκρανία. Έχοντας υπάρξει ηθοποιός, γνωρίζει ενστικτωδώς πώς να εκφέρει καλά τα λόγια του και πώς να χειρίζεται το κοινό του στην Ουκρανία, στην Ρωσία, και στον κόσμο γενικότερα. Όπως ο Τσόρτσιλ, δίνει το παράδειγμα, αρνούμενος να εγκαταλείψει την χώρα του και μοιραζόμενος τα βάσανά της. Ο Πούτιν, και αυτό πρέπει να τον εκνευρίζει, μοιάζει συγκριτικά με έναν απογοητευμένο και απομονωμένο γέρο, ο οποίος είναι στριμωγμένος στην άκρη ενός εξωφρενικά μεγάλου τραπεζιού.
ΟΙ ΜΑΤΩΜΕΝΕΣ ΜΑΡΚΕΣ, ΑΝΕΒΑΖΟΥΝ ΤΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ
Ο Πούτιν δεν πίστευε ότι [ο πόλεμος] θα εξελισσόταν έτσι: με όλα τα αντικειμενικά μέτρα, η Ρωσία ήταν τόσο πολύ ισχυρότερη από την Ουκρανία και η ουκρανική ηγεσία θα έπρεπε να έχει αναγνωρίσει [την ήττα] ή να έχει τραπεί σε φυγή μόλις οι ρωσικές δυνάμεις κινούνταν στο ουκρανικό έδαφος. Και η Δύση, πρέπει να έχει υποθέσει ο Πούτιν, δεν θα είχε τον χρόνο ή την διάθεση να κάνει κάτι. Ο Πούτιν την είχε γλιτώσει με την κατάληψη της Κριμαίας, την ίδρυση των δύο αποσχισθεισών δημοκρατιών στη Ντονμπάς, τις πολλαπλές εκστρατείες παραπληροφόρησης και κυβερνοεπιθέσεων, και την πρόκληση προβλημάτων στην Δύση, σε όλο τον κόσμο. Η υπερβολική αυτοπεποίθησή του φάνηκε όταν δεν διέταξε τον στρατό του να προετοιμαστεί για αντίσταση, με αποτέλεσμα η ρωσική επιμελητεία να είναι τόσο ανεπαρκής ώστε τα οχήματά να μείνουν από βενζίνη μετά από μερικές μέρες. Το στοίχημα του Πούτιν έχει πάει πολύ άσχημα. Οι καλοί παίκτες του πόκερ κατανοούν ότι πρέπει να γνωρίζεις τους αντιπάλους σου και να είσαι προετοιμασμένος για τις απροσδόκητες κινήσεις τους.
Όπως έχει ήδη δείξει ένας μόνο μήνας πολέμου στην Ουκρανία, τα προσωπικά χαρακτηριστικά ενός ηγέτη μπορεί συχνά να έχουν πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα από οποιαδήποτε σκληρή στρατιωτική ισχύ. Και η Δύση αγνοεί αυτά τα χαρακτηριστικά με δικό της ρίσκο. Μολονότι ο Πούτιν έχει καλύψει τα ίχνη του και κρατά την ιδιωτική του ζωή όσο το δυνατόν πιο μυστική, πολλά είναι γνωστά για αυτόν, την σκέψη, και τις φιλοδοξίες του. Δεν έχει κρύψει τα σχέδιά του για την Ουκρανία: την τελευταία δεκαετία, έχει μιλήσει και έχει γράψει για το πώς ανήκει στην Ρωσία. Ούτε έχει κρύψει την πικρία του για την επέκταση του ΝΑΤΟ ή τις πεποιθήσεις του ότι η Δύση είναι διχασμένη και παρηκμασμένη, ανίκανη να ενεργήσει σταθερά και με ενότητα. Μέχρι στιγμής, ο Ζελένσκι και οι υποστηρικτές του στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αποδείξει ότι ο Πούτιν έκανε λάθος.
Το τι θα συμβεί στην συνέχεια θα εξαρτηθεί από πολλά διαφορετικά πράγματα, από την απόφαση των ίδιων των Ουκρανών μέχρι τον όγκο και τον τύπο των όπλων που θα αποκτήσει κάθε πλευρά. Αλλά θα εξαρτηθεί και από τις αποφάσεις και την ηγεσία των βασικών παικτών. Θα καταφέρει ο Μπάιντεν να διατηρήσει την Δυτική συμμαχία ενωμένη και να συνεχίσει να παρέχει σταθερή υποστήριξη στην Ουκρανία, σε μια προσεκτικά βαθμονομημένη απάντηση στις ρωσικές ενέργειες; Θα χρησιμοποιήσει ο Σι Τζινπίνγκ, όπως τόσοι πολλοί έχουν ελπίσει, την επιρροή του για να πείσει τον Πούτιν να προσέλθει για μια διευθέτηση; Τι θα είναι αποδεκτό από τους Ουκρανούς; Θα δεχτεί ποτέ ο Πούτιν μια διέξοδο στην Ουκρανία ή θα επιμείνει; Τις απαντήσεις μπορούμε μόνο να τις μαντέψουμε -και, δεδομένου του ιστορικού του Πούτιν, η Δύση ίσως να χρειαστεί να προετοιμαστεί για μια μακρά και δαπανηρή προσπάθεια να ανασχέσει την επιθετικότητα του Πούτιν όπως έκανε στον Ψυχρό Πόλεμο με την Σοβιετική Ένωση.