Γιατί ακόμη και καλά προετοιμασμένες χώρες απέτυχαν στο τεστ της πανδημίας
Τον Μάιο του 2018, ηγέτες των ΗΠΑ συναντήθηκαν σε ένα ξενοδοχείο στην Ουάσινγκτον για να συζητήσουν την αντίδρασή τους σε μια κρίση: ένας κακοποιός δρων είχε κυκλοφορήσει έναν νέο ιό -έναν παράγοντα βιοτρομοκρατίας γνωστό ως «Clade X» που σκότωσε 150 εκατομμύρια ανθρώπους σε λιγότερο από δύο χρόνια. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετώπιζαν την πρώτη παγκόσμια πανδημία τους σε έναν αιώνα, και οι πολιτικοί ηγέτες έπρεπε να πάρουν σκληρές αποφάσεις εν αναμονή της ανάπτυξης ενός εμβολίου.
Η άσκηση ήταν απλώς μια προσομοίωση [1] μεταξύ υψηλού επιπέδου ηγετών της κυβέρνησης, αλλά απέδωσε ένα σαφές μήνυμα: ο κόσμος δεν ήταν προετοιμασμένος για μια πανδημία. Δυστυχώς, ένα συγκρίσιμο σενάριο εκτυλίχθηκε στην πραγματική ζωή με την COVID-19, και ο κόσμος απέτυχε επίσης σε αυτό το τεστ.
Ο νέος κορωνοϊός δεν μπορεί να ειπωθεί ότι έχει καταλάβει τους παγκόσμιους ηγέτες εντελώς εξαπίνης. Ένα παρόμοιο παθογόνο, ο SARS-CoV-1 (ο ιός που προκαλεί το SARS), έπληξε τμήματα της Ασίας το 2003, και μετά από αυτό ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) αναθεώρησε τους Διεθνείς Κανονισμούς Υγείας του με στόχο να βοηθήσει τις χώρες να προετοιμαστούν καλύτερα για την αντιμετώπιση της εκδήλωσης μολυσματικών ασθενειών. Την περίοδο 2014 –15, ο Έμπολα κατέστρεψε τμήματα της Δυτικής Αφρικής, οδηγώντας πολλές χώρες να βελτιώσουν την ετοιμότητά τους στο να αντιμετωπίσουν μια σημαντική βιολογική απειλή. Η Νιγηρία δημιούργησε ένα νέο και πολύ αποτελεσματικό Κέντρο Ελέγχου Νόσων (Nigeria Centre for Disease Control, NCDC) [2] και η Αφρικανική Ένωση δημιούργησε ένα περιφερειακό CDC [3] που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση της απόκρισης της Αφρικής στην COVID-19.
Ακόμη πιο σημαντικό, μετά την επιδημία του Έμπολα, περισσότερες από 100 χώρες έχουν χρησιμοποιήσει ένα διεθνές εργαλείο για την αξιολόγηση και την ενίσχυση της ετοιμότητας στην αντιμετώπιση των πανδημικών απειλών. Ο ΠΟΥ, μαζί με έναν συνασπισμό διεθνών εταίρων, συμπεριλαμβανομένης της Φινλανδίας, της Νότιας Κορέας, των Ηνωμένων Πολιτειών και άλλων, σχεδίασαν την Κοινή Εξωτερική Αξιολόγηση (Joint External Evaluation, JEE) το 2016 ως εθελοντική, διαφανή και αντικειμενική αξιολόγηση του επιπέδου ετοιμότητας κάθε χώρας για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της σύμφωνα με τους Διεθνείς Κανονισμούς Υγείας (International Health Regulations). Η JEE εξετάζει την ικανότητα μιας χώρας σε 19 τεχνικούς τομείς και προσδιορίζει εκείνους που χρειάζονται βελτίωση ώστε να μην εξαπλωθούν ανεξέλεγκτα οι ασθένειες. Πολλές χώρες –συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών– έχουν ανταποκριθεί στις JEE τους, προσπαθώντας να ενισχύσουν την ικανότητά τους να προλαμβάνουν, να βρίσκουν, και να σταματούν τα κρούσματα.
Η τρέχουσα πανδημία οδήγησε ορισμένους [4] στο συμπέρασμα ότι η JEE απέτυχε. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, στο κάτω-κάτω, σημείωσαν υψηλή βαθμολογία σε αυτήν την αξιολόγηση, όπως και το Ηνωμένο Βασίλειο σε μια πρόδρομο της JEE. Καμία από αυτές τις χώρες δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει θέσει ένα ιδιαίτερα υψηλό πρότυπο ανταπόκρισης στην COVID-19 -και αμφότερες είχαν πολύ υψηλότερα ποσοστά θνησιμότητας COVID ανά πληθυσμό από πολλές άλλες χώρες υψηλού εισοδήματος. Ως εκ τούτου, οι επικριτές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η JEE παρανόησε την ετοιμότητα αντιμετώπισης μιας πανδημίας και πρέπει να εγκαταλειφθεί ή να τροποποιηθεί ριζικά.
Γιατί όμως δεν ήταν η ετοιμότητα, όπως μετρήθηκε από την JEE, ενδεικτική της επιτυχίας στην διαχείριση της COVID-19; Η απάντηση δεν είναι ότι η JEE είναι λανθασμένη, αλλά ότι αξιολογεί την ισχύ μόνο ενός από τους πυλώνες στους οποίους στηρίζεται η αποτελεσματική αντίδραση πανδημίας. Η JEE εξετάζει τις ικανότητες της δημόσιας υγείας μιας χώρας: την ανθεκτικότητα των εργαστηριακών συστημάτων της, για παράδειγμα, και την παρουσία εκπαιδευμένου εργατικού δυναμικού. Αλλά έχουν σημασία και οι πολιτικοί δείκτες. Η αξιολόγηση του τρόπου προετοιμασίας των χωρών για την επόμενη πανδημία θα σημαίνει ότι κοιτάζουμε την JEE, όπως και πριν, αλλά και το συμπλήρωμα αυτής της διαδικασίας ώστε να παρέχεται ορατότητα εντός της διακυβέρνησης.
Η ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΕΙΧΕ ΣΗΜΑΣΙΑ
Η ικανότητα για καλή δημόσια υγεία μπορεί να υπονομευθεί από την κακή πολιτική ηγεσία. Ολοκληρώσαμε πρόσφατα μια ανάλυση [5] που δείχνει, αδιαμφισβήτητα, ότι οι χώρες απέτυχαν στην δοκιμασία της COVID-19 εάν είτε τα συστήματα υγείας τους δεν είχαν ικανότητα είτε εφόσον οι ηγέτες τους απέτυχαν να χρησιμοποιήσουν τα στοιχεία για να καθοδηγήσουν προς αποτελεσματικές απαντήσεις. Η ετοιμότητα όπως μετρήθηκε από την JEE αποδείχθηκε ότι δεν αρκεί από μόνη της για να μετριάσει τον αντίκτυπο της COVID-19: οι Ηνωμένες Πολιτείες πέτυχαν 87 στα 100 στην JEE αλλά έχουν ένα από τα υψηλότερα σωρευτικά ποσοστά θανάτων από COVID-19 από οποιαδήποτε άλλη χώρα. Μια τέτοια χαμηλή απόδοση ήταν μακράν του να είναι μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά η θεαματική αποτυχία της ηγεσίας των ΗΠΑ να αναπτύξει ένα σχέδιο, μια εθνικά οργανωμένη απόκριση, πολιτικές βασισμένες στην επιστήμη, ή μια αποτελεσματική και αξιόπιστη επικοινωνία, συνοψίζει το πρόβλημα.
Πολλές χώρες με υψηλές βαθμολογίες JEE απέδωσαν καλά στην πανδημία -μερικές, σύμφωνα με την ανάλυσή μας, καλύτερα από όσο κοινώς υποτίθετο, εάν κάποιος υπολογίσει το υψηλότερο ποσοστό [διαγνωστικών] τεστ για COVID-19 που εντόπισε περισσότερες λοιμώξεις σε αυτές τις χώρες σε σύγκριση με άλλες. Χώρες που είχαν παρουσιάσει κρούσματα SARS και MERS, κυρίως στην Ασία, εφάρμοσαν ισχυρές, επιστημονικά βασισμένες, πολιτικές στις αρχές της πανδημίας COVID-19. Αυτές οι προηγούμενες εξάρσεις είχαν κάνει τις κυβερνήσεις και την κοινωνία των πολιτών να εξοικειωθούν με απλά μέτρα, όπως η χρήση μάσκας, για την πρόληψη της εξάπλωσης των ασθενειών. Η Περιφέρεια Δυτικού Ειρηνικού του ΠΟΥ έχει το υψηλότερο ποσοστό χωρών με βαθμολογίες JEE μεγαλύτερες από 80 στα 100 και πολλές χώρες στην περιοχή τα πήγαν καλά στην απάντηση στην COVID: η Αυστραλία, η Ιαπωνία, η Μαλαισία, η Νέα Ζηλανδία, η Σιγκαπούρη, και η Νότια Κορέα.
Η ιστορία των ΗΠΑ, αντιθέτως, υπογραμμίζει την κρίσιμη σημασία της χρηστής διακυβέρνησης. Οι βασισμένες σε στοιχεία πολιτικές, η υπεύθυνη πολιτική ηγεσία, και η ξεκάθαρη επικοινωνία για την αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης είναι όλα συστατικά μιας αποτελεσματικής κυβερνητικής αντίδρασης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες που είχαν χαμηλή απόδοση είχαν έλλειψη από αυτά τα στοιχεία, ανεξάρτητα από την βαθμολογία ετοιμότητάς τους. Η κακή πολιτική κέρδισε την καλή δημόσια υγεία.
Καταφέραμε να εξετάσουμε την σχέση μεταξύ διακυβέρνησης και ετοιμότητας για την δημόσια υγεία αναλύοντας τα ευρήματα της JEE μαζί με αυτά που συνέταξε το περιοδικό Foreign Policy σε έναν κατάλογο κυβερνητικών απαντήσεων [6] στην πανδημία. Το Foreign Policy βαθμολόγησε τις χώρες βάσει πολιτικών δράσεων που επιδίωκαν να περιορίσουν τον ιό, όπως η εντολή χρήσης μάσκας και το κλείσιμο επιχειρήσεων˙ εκείνες που παρείχαν οικονομική υποστήριξη σε άτομα και επιχειρήσεις που πλήττονται από την πανδημία˙ και εκείνες που επιδίωκαν την διάδοση πληροφοριών στο κοινό που να βασίζονται σε γεγονότα.
Διαπιστώσαμε ότι οι υψηλότερες βαθμολογίες ετοιμότητας σύμφωνα με την JEE είχαν μεγάλη συσχέτιση με τα χαμηλότερα φορτία και θανάτους COVID-19 όταν προσαρμόσαμε τα ποσοστά των τεστ. Μια χούφτα δυνατοτήτων που μετρά η JEE έδειξαν μια ιδιαίτερα ισχυρή σχέση από αυτή την άποψη. Οι χώρες τα πήγαν καλά όταν είχαν ισχυρή εθνική νομοθεσία, χρηματοδότηση και πολιτική για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης στην υγεία˙ όταν διέθεταν ισχυρά συστήματα παρακολούθησης για τον εντοπισμό και την αναφορά νέων ασθενειών˙ και όταν τα επικοινωνιακά τους προγράμματα μπορούσαν να διασφαλίσουν την έγκαιρη πρόσβαση του κοινού σε αξιόπιστες πληροφορίες και να εντοπίσουν γρήγορα και να καταπολεμήσουν την παραπληροφόρηση.
Όμως, η καλή διακυβέρνηση, επίσης, συσχετίστηκε έντονα με μια αποτελεσματική αντίδραση στην πανδημία. Οι υψηλές βαθμολογίες στον δείκτη του [περιοδικού] Foreign Policy ήταν ανεξάρτητα συσχετισμένες με λιγότερα κρούσματα και θανάτους από COVID-19. Όταν θέσαμε τα δύο μέτρα -για ετοιμότητα και διακυβέρνηση- στο ίδιο μοντέλο, διαπιστώσαμε ότι ήταν στατιστικά ανεξάρτητα: ακόμη και χώρες με ισχυρά συστήματα δημόσιας υγείας θα μπορούσαν να έχουν τις αντιδράσεις τους υπονομευμένες από φτωχή διακυβέρνηση, και χώρες με ισχυρή διακυβέρνηση, ακόμη και με αδύναμα συστήματα δημόσιας υγείας, θα μπορούσαν να δομήσουν αποτελεσματικές απαντήσεις.
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΚΕΝΑ
Το να πούμε ότι η καλύτερη διακυβέρνηση, μετρούμενη σε αυτήν την περίπτωση από αποτελεσματικές πανδημικές αντιδράσεις, θα είχε ως αποτέλεσμα καλύτερα αποτελέσματα στην COVID-19 μπορεί να φαίνεται ταυτολογία. Και ίσως εκ των υστέρων, είναι προφανές ότι μέτρα όπως η καθολική χρήση μάσκας, η τήρηση αποστάσεων, και η οικονομική υποστήριξη για τους πληγέντες πληθυσμούς θα περιόριζαν τη μετάδοση COVID-19 και θα έσωζαν ζωές. Ωστόσο, πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων με υψηλές βαθμολογίες ετοιμότητας κατά την JEE, δεν υιοθέτησαν τέτοια μέτρα αρκετά γρήγορα ή εκτενώς. Οι κυβερνήσεις που καθοδηγούνται περισσότερο από την πολιτική ή την ιδεολογία παρά από την επιστήμη δεν κατάφεραν να κάνουν αυτό που φαίνεται τώρα προφανές, με επιπτώσεις στην αποφυγή εξάπλωσης ασθενειών και τους επακόλουθους θανάτους.
Πολλές αφρικανικές χώρες υιοθέτησαν μέτρα που αποτρέπουν τα κύματα μετάδοσης που υπέστησαν ορισμένες πλουσιότερες χώρες. Η Γκάνα, για παράδειγμα, είχε σχετικά χαμηλή βαθμολογία JEE για την ετοιμότητα, αλλά μεταξύ των υψηλότερων βαθμολογιών στη μέτρηση του Foreign Policy για την πολιτική ανταπόκριση. Με τα συνολικά ποσοστά κρουσμάτων και θανάτων μεταξύ των χαμηλότερων στον κόσμο, η Γκάνα επωφελήθηκε από ισχυρές δυνατότητες διακυβέρνησης που ξεπέρασαν το χαμηλό επίπεδο ετοιμότητας της χώρας. Στις αρχές της πανδημίας, ο πρόεδρος της Γκάνας, Nana Akufo-Addo, δήλωσε με αξιομνημόνευτο τρόπο: «Ξέρουμε πώς να ξαναζωντανέψουμε την οικονομία. Αυτό που δεν ξέρουμε είναι πώς να ξαναζωντανέψουμε τους ανθρώπους». Η Λιβερία, η οποία καταστράφηκε από την επιδημία Έμπολα την περίοδο 2014–15, αξιοποίησε ένα πρόγραμμα της Παγκόσμιας Τράπεζας κατά την διάρκεια της πανδημίας της COVID-19 για να ενισχύσει τις ικανότητες παρακολούθησης και ανταπόκρισης [σε ασθένειες]. Στις αρχές Μαρτίου 2021, η χώρα είχε καταγράψει μόλις 85 θανάτους από COVID-19.
Η JEE εντοπίζει κρίσιμα κενά στην ετοιμότητα και βοηθά να κατευθυνθούν οι χώρες προς τα μέτρα που απαιτούνται για την κάλυψη αυτών των κενών. Η διαδικασία περιλαμβάνει αξιολογήσεις παρακολούθησης για να προσδιοριστεί εάν οι χώρες έχουν αντιμετωπίσει τις ελλείψεις που εντοπίστηκαν. Η JEE δεν είναι τέλεια -έχουμε προτείνει [7] μεταρρυθμίσεις, ιδίως για να συλλάβουμε καλύτερα την πρόληψη και τον έλεγχο της εξάπλωσης λοιμώξεων σε εγκαταστάσεις υγειονομικής περίθαλψης- αλλά η διαδικασία της πρέπει να ενισχυθεί, όχι να απορριφθεί ή να αλλάξει ριζικά.
Η κάλυψη των κενών που εντοπίστηκαν κατά την διαδικασία της JEE θα κάνει τον κόσμο ασφαλέστερο, αλλά θα απαιτήσει συνεχείς επενδύσεις. Οι χώρες με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα θα χρειαστούν χρηματοδότηση της τάξης των 5 έως 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως για μια δεκαετία για να καλύψουν τα σημαντικότερα κενά που εντοπίστηκαν από τις JEE τους. Το κόστος της αδράνειας, ωστόσο, είναι πολύ μεγαλύτερο: το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο υπολόγισε [8] τον Οκτώβριο του 2020 ότι η COVID-19 έχει ήδη κοστίσει στον κόσμο περίπου 20 τρισεκατομμύρια δολάρια. Μαζί με κεφάλαια, πολλές χώρες θα χρειαστούν τεχνική υποστήριξη και βοήθεια για την ενίσχυση των θεσμών και της διακυβέρνησης της δημόσιας υγείας.
Η διακυβέρνηση αποτελεί τυφλό σημείο για την JEE, κυρίως επειδή η αποτελεσματικότητά της είναι δύσκολο να μετρηθεί. Όμως κάποιος βαθμός αξιολόγησης είναι δυνατός. Οι κυβερνήσεις πρέπει να αξιολογούν και να αναφέρουν τακτικά πόσο γρήγορα εντοπίζουν, γνωστοποιούν, και ανταποκρίνονται σε σοβαρές απειλές για την δημόσια υγεία. Προτείνουμε [9] ως σημείο εκκίνησης για συζήτηση έναν στόχο 7-1-7: κάθε χώρα θα πρέπει να είναι σε θέση να εντοπίσει μια νέα ύποπτη επιδημία εντός επτά ημερών από την εμφάνισή της, να ξεκινήσει την διερεύνηση και να την αναφέρει εντός μιας ημέρας, και να δομήσει μια αποτελεσματική ανταπόκριση (αυτό που συνεπάγεται να μπορεί να καθοριστεί σαφώς για κάθε επικίνδυνο παθογόνο) εντός επτά ημερών.
Οι ικανότητες μιας κυβέρνησης αλλάζουν όταν νέα άτομα και κόμματα έρχονται στην εξουσία. Οι νέες κυβερνήσεις θα πρέπει να διενεργήσουν προσομοιώσεις πανδημίας προκειμένου να δοκιμάσουν τόσο τα συστήματα δημόσιας υγείας των χωρών τους όσο και την ικανότητα των ηγετών τους να συνεργαστούν σε μια υγειονομική κρίση. Η προσομοίωση «Clade X» αποκάλυψε τυφλά σημεία που απαιτούσαν κυβερνητική δράση έξω από τα συνήθη. Μεταξύ των συστάσεων που προέκυψαν από την άσκηση ήταν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αναπτύσσουν την ικανότητα παραγωγής νέων εμβολίων και φαρμάκων για νέα παθογόνα μέσα σε μήνες (όχι χρόνια)˙ ότι πρέπει να αυξήσουν τις εθνικές και παγκόσμιες δεσμεύσεις τους για τον γρήγορο εντοπισμό και την αντιμετώπιση των εστιών προτού γίνουν πανδημίες˙ και ότι πρέπει να βελτιώσουν τον συντονισμό μεταξύ διαφόρων επιπέδων διακυβέρνησης για την καλύτερη διαχείριση των περιπλοκών μιας πανδημικής αντίδρασης, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών καραντίνας.
Οι κυβερνήσεις δεν χρειάζεται να περιμένουν μια σπάνια και καταστροφική πανδημία για να εκτιμήσουν την αποτελεσματικότητα των πιθανών αντιδράσεών τους. Από την χολέρα έως την ασθένεια των λεγεωναρίων και μέχρι τις τροφογενείς ασθένειες και την ιλαρά και πολλές άλλες, ο μικροβιακός κόσμος, δυστυχώς, παρέχει άφθονες ευκαιρίες για να εκτιμηθεί το πόσο καλά ανταποκρίνονται τα υγειονομικά και πολιτικά συστήματα. Οι συνεπείς, πλήρεις, και δημόσιες αναφορές στα μέτρα του 7-1-7 για αυτά τα καθημερινά κρούσματα μπορούν να βοηθήσουν τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να κατανοήσουν και να αντιμετωπίσουν τις αδυναμίες στην δημόσια υγεία και τα πολιτικά τους συστήματα και να τους προετοιμάσουν καλύτερα για τις αναπόφευκτες καταστάσεις έκτακτης ανάγκης.
Η COVID-19 έχει θέσει την απόλυτη δοκιμασία -όχι μόνο των συστημάτων υγείας αλλά και της διακυβέρνησης. Ποτέ πριν η επιστημονική κοινότητα δεν ήταν τόσο ενοποιημένη για να αντιμετωπίσει ένα και μοναδικό ζήτημα. Αλλά η επιστήμη δεν ήταν η Αχίλλειος πτέρνα του κόσμου. Η θανατηφόρα και με μεγάλο κόστος δοκιμασία του περασμένου έτους αποκάλυψε ότι οι κυβερνήσεις που λειτουργούν καλά και διαθέτουν περιορισμένα εργαλεία έχουν καλύτερη απόδοση από εκείνες που λειτουργούν άσχημα και διαθέτουν τα καλύτερα εργαλεία. Θα κάνει άραγε ο κόσμος ό, τι χρειάζεται για να ενισχύσει την δημόσια υγεία και την διακυβέρνηση;
Πηγή: http://www.foreignaffairs.gr/articles/73189/christopher-t-lee-kai-tom-frieden/i-kaki-politiki-mporei-na-yponomeysei-tin-kali-dimosia-ygeia?page=show