Πώς η ουδετερότητα μπορεί να φέρει την ασφάλεια –και να ικανοποιήσει αμφότερες την Ρωσία και την Δύση
Σε αυτό το στάδιο του πολέμου στην Ουκρανία, καθώς η Ρωσία εντείνει την επίθεσή της στην [περιοχή] Ντονμπάς και αναδύονται περισσότερες αποκαλύψεις για τις θηριωδίες που διέπραξαν οι δυνάμεις της, η προοπτική οποιουδήποτε είδους ειρήνης κατόπιν διαπραγματεύσεων μεταξύ της Μόσχας και του Κιέβου φαίνεται μακρινή. Ακόμη και νωρίτερα αυτή την άνοιξη, όταν συναντήθηκαν οι αντιπροσωπείες των δύο πλευρών, οι συνομιλίες δεν είχαν αντίκτυπο στην αποφασιστικότητα είτε της Ρωσίας είτε της Ουκρανίας να συνεχίσουν να πολεμούν. Και κατά καιρούς, τόσο ο πρόεδρος της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, όσο και ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, ήταν απορριπτικοί όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις. Σήμερα, οι πλευρές έχουν ουσιαστικά αναστείλει τις διπλωματικές τους προσπάθειες.
Μέσα στον ζόφο, θα ήταν εύκολο να ξεχάσει κάποιος την πραγματική πρόοδο που έχουν ήδη κάνει οι διαπραγματευτές. Στα τέλη Μαρτίου, οι Ουκρανοί διπλωμάτες εισήγαγαν ένα καινοτόμο πλαίσιο για μια συμφωνία που θα μπορούσε να παράσχει μια διέξοδο από τον πόλεμο. Και το κρίσιμο είναι ότι η πρόταση, η οποία διέρρευσε στον Τύπο μετά από τις συνομιλίες της 29ης Μαρτίου στην Κωνσταντινούπολη, έχει ήδη λάβει τουλάχιστον μια αρχική υποστήριξη από αμφότερες τις πλευρές. Στο επίκεντρο της προτεινόμενης συμφωνίας βρίσκεται μια ανταλλαγή: το Κίεβο θα απαρνείτο τις φιλοδοξίες του να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και θα ενστερνιζόταν τη μόνιμη ουδετερότητα, με αντάλλαγμα να λάβει εγγυήσεις ασφαλείας τόσο από τους Δυτικούς εταίρους του όσο και από την Ρωσία.
Ίσως λόγω της καινοτομίας της, η σημασία της πρότασης της Κωνσταντινούπολης δεν έχει ακόμη εκτιμηθεί σε πολλές Δυτικές πρωτεύουσες, όπου οι εγγυήσεις ασφαλείας έχουν γίνει συνώνυμες με τις Συνθήκες μιας συμμαχίας. Σε αντίθεση με μια συμμαχία, η οποία ενώνει στενούς εταίρους στην κοινή άμυνα, συνήθως εναντίον ενός δυνητικού εχθρού, η προτεινόμενη συμφωνία προβλέπει ότι οι γεωπολιτικοί αντίπαλοι θα εγγυηθούν από κοινού τη μακροπρόθεσμη ασφάλεια της Ουκρανίας, εκτός μιας συμμαχικής δομής -και ότι θα το πράξουν παρά τον εν εξελίξει επιθετικό πόλεμο ενός από τους αντιπάλους εναντίον της Ουκρανίας. Εάν η πρόταση επρόκειτο να γίνει η βάση μιας ενδεχόμενης διευθέτησης, το αποτέλεσμα θα ήταν ένας μηχανισμός που, όσο παράδοξος κι αν είναι, θα καθιστούσε την ίδια την Ρωσία μέτοχο στην ασφάλεια της Ουκρανίας.
ΟΥΔΕΤΕΡΗ, ΟΧΙ ΣΤΟ ΝΑΤΟ
Στο γενικό πλαίσιο της Ουκρανίας, οι αξιωματούχοι και οι αναλυτές έχουν την τάση να εξισώνουν τις εγγυήσεις ασφαλείας με το Άρθρο 5 της ιδρυτικής Βορειοατλαντικής Συνθήκης του ΝΑΤΟ, την διάταξη που αντιμετωπίζει μια «ένοπλη επίθεση» σε έναν σύμμαχο ως επίθεση σε όλους και απαιτεί από κάθε σύμμαχο να απαντήσει με «αυτές τις ενέργειες που κρίνει αναγκαίες, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης ένοπλης βίας». Όντως, η Ουκρανία φιλοδοξούσε να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, σε μεγάλο βαθμό για αυτήν την δέσμευση συλλογικής άμυνας. Και οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους στο ΝΑΤΟ ήταν απρόθυμοι να προσφέρουν στην Ουκρανία την ένταξη, λόγω των υποχρεώσεων του Άρθρου 5 που αυτή θα συνεπαγόταν και του επακόλουθου κινδύνου για άμεση σύγκρουση με την Ρωσία.
Η πρόταση της Κωνσταντινούπολης οραματίζεται έναν πολύ διαφορετικό μηχανισμό για την εξασφάλιση της ασφάλειας της Ουκρανίας. Σύμφωνα με το ανακοινωθέν που διέρρευσε στον Τύπο, η πρόταση θα καθιέρωνε την Ουκρανία ως μια μονίμως ουδέτερη χώρα και θα προβλέπει διεθνείς νομικές εγγυήσεις για το μη πυρηνικό και το αδέσμευτο καθεστώς της. Οι εγγυητές της Συνθήκης θα περιλαμβάνουν όλα τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ —την Κίνα, την Γαλλία, την Ρωσία, το Ηνωμένο Βασίλειο, και τις Ηνωμένες Πολιτείες— καθώς και τον Καναδά, την Γερμανία, το Ισραήλ, την Ιταλία, την Πολωνία, και την Τουρκία. Σε περίπτωση επίθεσης στην Ουκρανία, αυτά τα κράτη-εγγυητές, αφού λάβουν επίσημη έκκληση από το Κίεβο και διενεργήσουν επείγουσες διαβουλεύσεις, θα παράσχουν αρωγή στην Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένης, εάν χρειαστεί, της χρήσης ένοπλης βίας «με στόχο την αποκατάσταση και στην συνέχεια την διατήρηση της ασφάλειας της Ουκρανίας ως μονίμως ουδέτερου κράτους».
Σύμφωνα με την πρόταση, οι εγγυήσεις δεν θα επεκτείνονταν σε τμήματα της Ουκρανίας που κατέχονται από την Ρωσία (μολονότι η Ουκρανία δεν θα παραχωρούσε τις νομικές αξιώσεις της επί του συνόλου της διεθνώς αναγνωρισμένης επικράτειάς της). Η Ουκρανία θα δεσμευόταν να μην ενταχθεί σε οποιουσδήποτε στρατιωτικούς συνασπισμούς ή να φιλοξενήσει ξένες στρατιωτικές βάσεις ή δυνάμεις στην επικράτειά της. Οποιαδήποτε πολυεθνική στρατιωτική άσκηση στην Ουκρανία θα γινόταν δυνατή μόνο με την συγκατάθεση όλων των εγγυητριών χωρών. Και τέλος, οι εγγυητές θα επιβεβαίωναν την πρόθεσή τους να προωθήσουν την ένταξη της Ουκρανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πρόταση περιείχε πρόσθετες διατάξεις, και κάποιες λεπτομέρειες έχουν διευκρινιστεί μετά την συνάντηση της Κωνσταντινούπολης. Όμως, σύμφωνα με δημοσιευμένες αναφορές, τα βασικά σημεία του ανακοινωθέντος παραμένουν στο τραπέζι.
Αμέσως μετά την Κωνσταντινούπολη, υπήρξαν ερωτήματα σχετικά με το εάν η Ρωσία θα απέρριπτε αμέσως την πρόταση —ιδίως αφότου ο επικεφαλής Ρώσος διαπραγματευτής, Vladimir Medinsky, δέχθηκε οξεία κριτική στην Ρωσία διότι δεν υιοθέτησε σκληρότερη γραμμή στις συνομιλίες. Εξάλλου, μόλις [λίγες] εβδομάδες νωρίτερα, η Μόσχα είχε επιδιώξει να εκδιώξει τον Ζελένσκι με την βία, και όταν η ρωσική κυβέρνηση συμφώνησε εν συνεχεία σε συνομιλίες, υπέβαλε επίσης πολλές ακραίες αξιώσεις -όπως η ουκρανική αναγνώριση της ρωσικής προσάρτησης της Κριμαίας- που ήταν απούσες από το ανακοινωθέν της Κωνσταντινούπολης. Επιπλέον, οι Ρώσοι σκληροπυρηνικοί επέκριναν τις προτάσεις για την αποδοχή της εγγύησης ασφαλείας των ΗΠΑ στην Ουκρανία και την υποστήριξη της ένταξης του Κιέβου στην ΕΕ. Όμως, δύο μέρες αφότου επέστρεψε στη Μόσχα, ο Medinsky εμφανίστηκε στις κάμερες και έκανε μια πολύ αισιόδοξη αξιολόγηση του σχεδίου της Κωνσταντινούπολης. Φαίνεται ιδιαίτερα απίθανο να την είχε κάνει χωρίς να έχει προηγουμένως συμβουλευτεί τον Πούτιν. Και ο ίδιος ο Πούτιν, στην συνάντησή του με τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, στα τέλη Απριλίου, χαρακτήρισε την πρόταση «πραγματική πρόοδο».
Στην πραγματικότητα, το ανακοινωθέν της Κωνσταντινούπολης ίσως αποτελεί μια πρόοδο —τουλάχιστον μια αντιληπτή [πρόοδο]. Αρχικά, αυτό δεν έγινε απολύτως σαφές στις Δυτικές πρωτεύουσες. Όταν ρωτήθηκε εάν το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν προετοιμασμένο να γίνει εγγυητής της Ουκρανίας, λίγο μετά την συνάντηση της Κωνσταντινούπολης, ο Dominic Raab, ο Βρετανός αναπληρωτής πρωθυπουργός, επισήμανε: «Η Ουκρανία δεν είναι μέλος του ΝΑΤΟ». Πρόσθεσε ότι «δεν πρόκειται να εμπλακούμε με την Ρωσία σε άμεση στρατιωτική αντιπαράθεση» για την Ουκρανία. Με άλλα λόγια, εάν οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ ήταν απρόθυμοι να παραχωρήσουν στην Ουκρανία την προστασία του Άρθρου 5 διότι αυτό θα μπορούσε να τους οδηγήσει σε πόλεμο με την Ρωσία, γιατί να δώσουν στην Ουκρανία την ίδια δέσμευση με διαφορετική μορφή;
Αλλά οι εγγυήσεις ασφαλείας που περιγράφονται στο ανακοινωθέν της Κωνσταντινούπολης είναι πολύ διαφορετικές από το Άρθρο 5. Το πιο σημαντικό είναι ότι, σε αντίθεση με την Βορειοατλαντική Συνθήκη, η προτεινόμενη συμφωνία θα περιελάμβανε την Ρωσία ως μέρος. Στο σχέδιο της Κωνσταντινούπολης συνεπάγεται η ρωσική συναίνεση στις εγγυήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους προς την Ουκρανία -και η συγκατάθεσή αυτών, με την σειρά τους, στον ρόλο της Ρωσίας ως ισότιμης εγγυήτριας. Πράγματι, δεδομένου ότι θα περιελάμβανε γεωπολιτικούς αντιπάλους ως εγγυητές, η πρόταση της Κωνσταντινούπολης δεν θα ήταν μια Συνθήκη συμμαχίας, όπως το ΝΑΤΟ, αλλά μια πολυμερής εγγύηση ασφαλείας, μια ρύθμιση με την οποία οι ανταγωνιστικές δυνάμεις θα δεσμεύονται για την ασφάλεια ενός τρίτου κράτους, συνήθως με την κατανόηση ότι αυτό θα παραμείνει ουδέτερο και αδέσμευτο με οποιαδήποτε από αυτές τις δυνάμεις.
ΒΕΛΓΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ
Οι πολυμερείς εγγυήσεις ασφαλείας εξυπηρετούν έναν θεμελιωδώς διαφορετικό σκοπό από τις συμμαχίες. Ενώ οι συμμαχίες όπως το ΝΑΤΟ προορίζονται να διατηρήσουν την συλλογική άμυνα εναντίον ενός κοινού εχθρού, οι πολυμερείς εγγυήσεις ασφαλείας είναι σχεδιασμένες να διασφαλίζουν την αβρότητα μεταξύ των εγγυητών όσον αφορά το υπό εγγύηση κράτος, και κατ’ επέκταση να ενισχύουν την ασφάλεια εκείνου του κράτους. Υπό αυτή την έννοια, η πρόταση της Κωνσταντινούπολης είναι παρόμοια σε μορφή με τις Συνθήκες που κατοχύρωσαν την ανεξαρτησία του Βελγίου και εγγυήθηκαν τη μόνιμη ουδετερότητά του, το 1831 και το 1839.
Πριν από εκείνες τις Συνθήκες, το Βέλγιο δεν υπήρχε. Λόγω της στρατηγικής γεωγραφίας της -η χώρα απολαμβάνει μια ακτή στην Βόρειο Θάλασσα κοντά στην Βρετανία και στριμώχνεται ανάμεσα στην Γερμανία, στην Γαλλία, και στην Ολλανδία από ξηράς- η επικράτειά της είχε υπάρξει ο τόπος περισσότερων από χιλίων μαχών μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων, από την ρωμαϊκή εποχή και μετά. Όταν οι Βέλγοι επαναστάτησαν εναντίον των τότε ηγεμόνων τους, των Ολλανδών, το 1830, τα μέλη της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας (Concert of Europe) –η Αυστρία, η Πρωσία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, και η Ρωσία- ξεκίνησαν παρατεταμένες διαπραγματεύσεις με αμφότερα τα μέρη για να επεξεργαστούν τις παραμέτρους ενός ανεξάρτητου Βελγίου. Τελικά, κατέληξαν σε συμφωνία για μια ευρεία Συνθήκη που χώριζε το Βέλγιο από την Ολλανδία και συμφωνούσε ότι το πρώτο θα ήταν ένα «ανεξάρτητο και μονίμως ουδέτερο κράτος… υποχρεωμένο να τηρεί αυτή την ουδετερότητα προς όλα τα άλλα κράτη». Τα άρθρα της συνθήκης «τέθηκαν υπό την Εγγύηση» των πέντε υπογραφουσών μεγάλων δυνάμεων.
Αυτή η διευθέτηση ήταν δυνατή διότι όλα τα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη θεωρούσαν την ανεξαρτησία, την ασφάλεια, και την ουδετερότητα του Βελγίου ως απαραίτητες για την ασφάλεια ολόκληρης της ηπείρου. Το Βέλγιο ήταν ιδιαίτερα σημαντικό για τις αντίπαλες μεγάλες δυνάμεις που γειτνίαζαν με αυτό, την Γαλλία και την Γερμανία, καθώς η έλλειψη τοπογραφικών εμποδίων στην επικράτειά του καθιστούσε την χώρα άμεση οδό για τις μεταξύ τους εισβολές. Και ήταν σημαντικό για το Ηνωμένο Βασίλειο τόσο για την ναυτική ασφάλεια όσο και ως ευρωπαϊκός εμπορικός κόμβος.
Αλλά μαζί με τους εγγυητές, επωφελήθηκε και το Βέλγιο: κέρδισε την ανεξαρτησία του και είχε 75 χρόνια ειρήνης. Όντως, σε περισσότερες από μια περιπτώσεις, μια από τις εγγυήτριες [χώρες] του Βελγίου επικαλέστηκε την Συνθήκη για να αποτρέψει τα σχέδια μιας άλλης (συνήθως είτε της Γαλλίας είτε της Γερμανίας) για την χώρα. Όπως το έθεσε ένας Βρετανός παρατηρητής των αρχών του εικοστού αιώνα, «Ήταν μια από εκείνες τις Συνθήκες που θεμελιώθηκαν όχι μόνο από ενδιαφέρον για το Βέλγιο, το οποίο επωφελείται από την Συνθήκη, αλλά για το συμφέρον εκείνων που εγγυώνται την ουδετερότητα του Βελγίου».
Το 1914, φυσικά, η Γερμανία παραβίασε την εγγύησή της, εισβάλλοντας και καταλαμβάνοντας το Βέλγιο ως μέρος του Σχεδίου Schlieffen για να επιτεθεί στην Γαλλία, απορρίπτοντας ως γνωστόν την συνθήκη του 1839 ως ένα απλό «κομμάτι χαρτί». Ως εκ τούτου, η ουδετερότητα του Βελγίου θεωρείται μερικές φορές ως ένα αποτυχημένο πείραμα. Αλλά το Ηνωμένο Βασίλειο τίμησε την εγγύησή του και εισήλθε στον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας, λόγω της γερμανικής επίθεσης στο Βέλγιο. Επιπλέον, σε αυτό το σημείο το Βέλγιο είχε απολαύσει τρία τέταρτα του αιώνα ειρήνης υπό την Συνθήκη -σχεδόν τρεις φορές μεγαλύτερη από την σύντομη εποχή της σχετικής ειρήνης που απήλαυσε η μετασοβιετική Ουκρανία πριν από την πρώτη επίθεση της Ρωσίας, το 2014.
Η γεωγραφία της Ουκρανίας, όπως και αυτή του Βελγίου, καθιστά την χώρα βασικό μέλημα ασφάλειας για τους γεωπολιτικούς αντιπάλους που συνορεύουν με αυτήν. Και, όπως [συνέβη] και με την ασφάλεια του Βελγίου τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα, η ασφάλεια της Ουκρανίας θεωρείται πλέον κεντρική για την ειρήνη και την σταθερότητα ολόκληρης της ηπείρου. Και όπως οι βελγικές Συνθήκες, το ανακοινωθέν της Κωνσταντινούπολης προσφέρει οφέλη τόσο στο υπό εγγύηση κράτος όσο και στους εγγυητές. Η Ουκρανία θα έπαιρνε έναν τερματισμό της τρέχουσας ρωσικής επίθεσης και ισχυρές εγγυήσεις έναντι μιας δυνητικής μελλοντικής επίθεσης. Θα έπαιρνε επίσης την υπόσχεση της Μόσχας να παραμερίσει από την πορεία της [Ουκρανίας] για ένταξη στην ΕΕ. Από την πλευρά της, η Ρωσία θα έπαιρνε την ουκρανική ουδετερότητα, τερματίζοντας την προοπτική ένταξής της στο ΝΑΤΟ, σε μια συμφωνία που θα ήταν εγγυημένη νομικά από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τους συμμάχους τους, και την Ουκρανία˙ θα λάμβανε επίσης διαβεβαιώσεις ότι δεν θα υπάρξουν ξένες βάσεις στην Ουκρανία ή ξένοι στρατοί που θα κάνουν γυμνάσια εκεί, χωρίς την συγκατάθεση της Μόσχας. Και για την Δύση, η παραίτηση του Κρεμλίνου από τις αντιρρήσεις του για την ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ θα σήμαινε την οριστική αποχώρηση της Ουκρανίας από την ρωσική σφαίρα επιρροής.
ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ;
Μολονότι η Ρωσία θα επωφελείτο από το σχέδιο της Κωνσταντινούπολης, πολλοί παρατηρητές αμφιβάλλουν ότι η Μόσχα τελικά θα το εγκρίνει. Εν τέλει, η Ρωσία θα ήταν σαν να συμφωνούσε στο ότι εάν επιτίθετο ξανά στην Ουκρανία θα αντιμετώπιζε υψηλό κίνδυνο, αν όχι σχεδόν την βεβαιότητα, πολέμου με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους. Υπάρχουν δύο πιθανές εξηγήσεις, λοιπόν, γιατί το Κρεμλίνο σηματοδότησε την αρχική υποστήριξή του στην φόρμουλα της Κωνσταντινούπολης. Πρώτον, είναι πιθανό η Ρωσία να μην παίρνει στα σοβαρά την προοπτική να εκπληρώσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοι τους τις εγγυήσεις προς την Ουκρανία, και να υπογράψει με την πρόθεση να παραβιάσει την συμφωνία –ακριβώς όπως απέρριψε η Γερμανία την βελγική Συνθήκη ως ένα «κομμάτι χαρτί» όταν εισέβαλε το 1914. Αλλά ο κίνδυνος να προσέτρεχε ο στρατός των ΗΠΑ προς υπεράσπιση της Ουκρανίας θα ήταν υπαρξιακός για την Ρωσία. Φαίνεται ιδιαίτερα απίθανο να θέλει η Μόσχα να ανοίξει την προοπτική ενός πολέμου με τις Ηνωμένες Πολιτείες απλώς για να αποδείξει κάτι.
Ετούτο αφήνει μια δεύτερη ερμηνεία: εάν η Ουκρανία αποδεχτεί τη μόνιμη ουδετερότητα, όπως προβλέπει το σχέδιο, η Ρωσία δεν θα είχε κανένα συμφέρον να της επιτεθεί. Αυτό όχι μόνο θα εξηγούσε την προθυμία της Μόσχας να αναλάβει τον κίνδυνο σύγκρουσης με τις Ηνωμένες Πολιτείες˙ θα ήταν επίσης συνεπές με την τεράστια προσπάθεια που έχει κάνει η Ρωσία για να αποκλείσει την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Με άλλα λόγια, τα κίνητρα που θα δημιουργηθούν από μια νομικά δεσμευτική συμφωνία που θα διασφάλιζε την ουδετερότητα της Ουκρανίας και θα κρατούσε τα ξένα στρατεύματα εκτός της επικράτειάς της, υπερτερούν των οποιονδήποτε πιθανών ωφελειών από μια μελλοντική εισβολή. Διότι, εάν η Ρωσία επρόκειτο να επαναλάβει την επιθετικότητά της, θα διακινδύνευε πλέον τόσο μια άμεση σύγκρουση με τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και το τέλος της ουκρανικής ουδετερότητας.
Φυσικά, μια τέτοια συμφωνία θα συνεπαγόταν σημαντικές προκλήσεις. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, η αξιοπιστία των παγκόσμιων συμμαχιών τους θα βασιζόταν σε αυτήν την ριψοκίνδυνη συμφωνία. Η ουδετερότητα της Ουκρανίας και η απαγόρευση των ξένων βάσεων και των [στρατιωτικών] ασκήσεων θα προκαλούσε ιδιαίτερα διλήμματα για τον στρατό των ΗΠΑ. Η συνήθης προσέγγιση του Πενταγώνου για την διασφάλιση των δεσμεύσεων ασφαλείας —όπως, για παράδειγμα, οι προωθημένες αναπτύξεις, η πλήρης πρόσβαση σε εδάφη, και ο κάποιος βαθμός επιχειρησιακού σχεδιασμού με τους εταίρους— δεν θα ήταν δυνατή σε αυτή την περίπτωση. Τέλος, η περιοχή της εφαρμογής των εγγυήσεων θα πρέπει να ευθυγραμμιστεί με την γραμμή του de facto εδαφικού ελέγχου όταν κηρυχθεί η κατάπαυση του πυρός. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν βρει φόρμουλες για να εγγυηθούν την ασφάλεια των κρατών με εδαφικές διαφορές -η ασφάλεια της Δυτικής Γερμανίας και της Νοτίου Κορέας ήταν εγγυημένη στα de facto σύνορά τους, παρόλο που η Ουάσιγκτον αναγνώρισε επίσημα τις νομικές αξιώσεις τους για το σύνολο των διαιρεμένων χωρών τους. Αλλά σε εκείνες τις περιπτώσεις, οι γραμμές οριοθέτησης ήταν σχετικά καλώς καθορισμένες και σταθερές -τα εσωτερικά γερμανικά σύνορα και ο 38ος παράλληλος- ενώ οι γραμμές που χωρίζουν τις ρωσικές και τις ουκρανικές δυνάμεις σε περιοχές της Ουκρανίας που η Μόσχα έχει καταλάβει από τις 24 Φεβρουαρίου και μετά, αλλάζουν σχεδόν καθημερινά. Για να πετύχει αυτό, η Μόσχα θα έπρεπε να αποσυρθεί από πολλές, αν όχι όλες, τις περιοχές που έχει καταλάβει από την εισβολή και μετά.
Αυτές οι προκλήσεις είναι σημαντικές. Και η δουλειά για την αντιμετώπισή τους θα μπορούσε να ξεκινήσει μόνο αφότου αμφότερες οι πλευρές δεν θα βλέπουν πια ένα πλεονέκτημα στην επιδίωξη των στόχων τους στο πεδίο της μάχης. Προς το παρόν δεν υπάρχει κανένα σημάδι για αυτό. Αλλά αν η Μόσχα και το Κίεβο επρόκειτο να επιστρέψουν στο τραπέζι, το ανακοινωθέν της Κωνσταντινούπολης θα μπορούσε να δείξει τον δρόμο για την επίλυση του διλήμματος του καθεστώτος της Ουκρανίας ως ενός ενδιάμεσου κράτους, μεταμορφώνοντας την γεωπολιτική αντιπαλότητα για την ευθυγράμμισή της σε αμοιβαία δέσμευση για τη μακροπρόθεσμη ασφάλειά της. Εάν αυτό το πλαίσιο επιτύχει, θα μπορούσε επίσης να παράσχει ένα μοντέλο για άλλα αδέσμευτα κράτη, όπως η Μολδαβία και η Γεωργία, ακόμη και για μια νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας, στην οποία η Ρωσία και η Δύση θα παραμείνουν γεωπολιτικοί αντίπαλοι, αλλά θα αποδεχθούν συγκεκριμένες κόκκινες γραμμές.
Μια συμφωνία βασισμένη στο ανακοινωθέν της Κωνσταντινούπολης θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να γίνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Η πολιτική της σύγκρουσης, τα εγκλήματα πολέμου της Ρωσίας, και οι συνεχιζόμενες μάχες αποτελούν πανίσχυρα εμπόδια για την επίτευξή της. Αλλά μέχρι στιγμής, είναι το πιο λογικό μονοπάτι που έχει εντοπιστεί για μια βιώσιμη ειρήνη στην Ουκρανία.