Τι πρέπει να κάνουν η Ουάσινγκτον και οι Άραβες εταίροι της για να σταματήσουν οι μάχες
Την Κυριακή, 23 Απριλίου, μόλις μια εβδομάδα μετά το ξέσπασμα άγριων μαχών στο Χαρτούμ, την πρωτεύουσα του Σουδάν, οι ειδικές δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών εκκένωσαν το προσωπικό της αμερικανικής πρεσβείας με ελικόπτερα, και άλλοι ξένοι υπήκοοι εγκατέλειψαν την πόλη με βιαστικά οργανωμένες αυτοκινητοπομπές έκτακτης ανάγκης. Καθώς η χαοτική αντιπαράθεση μεταξύ του de facto ηγέτη του Σουδάν, στρατηγού, Αμπντέλ Φατάχ αλ-Μπουρχάν, και του βαριά οπλισμένου αντιπάλου του, στρατηγού Μοχάμεντ Χαμντάν Νταγκάλο, γνωστού ως Χεμεντί, συνεχίζεται, δεν ήταν σαφές πότε θα επέστρεφαν οι διπλωμάτες.
Αυτό που συμβαίνει στο Σουδάν είναι μια μαφιόζικη ανταλλαγή πυροβολισμών και ο κόσμος τρέχει μακριά της. Αυτό είναι ένα λογικό πρώτο αντανακλαστικό σε έναν τρομακτικό πόλεμο που έχει ήδη συμπεριλάβει την χρήση των βαρύτερων όπλων της χώρας στους δρόμους της πρωτεύουσας. Οι κάτοικοι έχουν καταφύγει στα σπίτια τους καθώς επιθετικά ελικόπτερα και μαχητικά αεροσκάφη ουρλιάζουν από πάνω και μάχες μαίνονται στους δρόμους˙ πολλά κτίρια έχουν μετατραπεί σε ερείπια. Η παροχή νερού έχει διακοπεί και το ηλεκτρικό ρεύμα είναι διακοπτόμενο˙ τα νοσοκομεία βρίσκονται σε κρίση. Σε μια πόλη επτά εκατομμυρίων κατοίκων δεν λειτουργούν αρτοποιεία, δεν έρχονται προμήθειες τροφίμων, και δεν υπάρχουν αγορές εδώ και μια εβδομάδα. Το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα διέκοψε τις δραστηριότητές του εκεί μετά τον θάνατο τριών μελών του προσωπικού του. Οι εγκαταστάσεις βοήθειας έχουν λεηλατηθεί.
Αλλά η έξοδος των ξένων από το Σουδάν αντανακλά επίσης μια πιο σκοτεινή πραγματικότητα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Άραβες και Ευρωπαίοι ομόλογοί τους που έσπευσαν να σώσουν τους υπηκόους τους έχουν κάνει μόνο ημιτελείς και καθυστερημένες προσπάθειες [2] για να σταματήσουν τις μάχες και να βοηθήσουν τους Σουδανούς. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σαουδική Αραβία ανάγκασαν τους δυο ισχυρούς άνδρες σε μια 72ωρη παύση των εχθροπραξιών, που ξεκίνησε τα μεσάνυχτα της Δευτέρας, αλλά η εκεχειρία διακόπηκε γρήγορα. Μαζί με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ουάσινγκτον και το Ριάντ αποτελούσαν την «τετράδα» των κυβερνήσεων που υποστήριζαν τις διαπραγματεύσεις με τον Μπουρχάν και τον Χεμεντί για την επιστροφή της χώρας στην δημοκρατική διακυβέρνηση μετά το πραξικόπημα του 2021 [3] που πραγματοποίησαν από κοινού. Η αποτυχία της τετράδας να χαλιναγωγήσει τους στρατηγούς τούς οδήγησε στην θανατηφόρα αναμέτρησή τους. Τώρα, μια χώρα που μόλις πριν από λίγα χρόνια φαινόταν στα πρόθυρα μιας πολυαναμενόμενης δημοκρατικής μετάβασης βρίσκεται αντ’ αυτού σε έναν ολέθριο εμφύλιο πόλεμο.
Μαζί με τα Δυτικά έθνη, οι Άραβες και οι Αφρικανοί γείτονες του Σουδάν, καθώς και η Κίνα και η Ρωσία συμφωνούν ότι η σύγκρουση αποτελεί μια καταστροφή. Η αποτυχία να σταματήσει αποτελεί ένα εξουθενωτικό κατηγορητήριο για την πολυμερή τάξη, και ιδιαίτερα για την τετράδα που υποτίθεται ότι κατεύθυνε τις διαπραγματεύσεις. Αν η κάθοδος του Σουδάν σε έναν ολοκληρωτικό πόλεμο δεν σταματήσει σύντομα, η αρχή που διέπει τις διεθνείς εκκενώσεις -ο καθένας για τον εαυτό του- θα είναι η τάξη πραγμάτων.
ΤΟ ΒΑΘΥ ΚΡΑΤΟΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΜΙΣΘΩΜΕΝΩΝ ΟΠΛΩΝ
Ως ηγέτες αντίπαλων σουδανικών φατριών, ο Μπουρχάν και ο Χεμεντί μπορούν ίσως να κατανοηθούν καλύτερα ως αφεντικά κλεπτοκρατικών καρτέλ. Ο Μπουρχάν, επικεφαλής των Σουδανικών Ενόπλων Δυνάμεων, είναι ο αυτοδιορισμένος πρόεδρος του Συμβουλίου Κυριαρχίας -του οργάνου που έχει λειτουργήσει ως η ανώτατη εκτελεστική εξουσία της χώρας- και παρουσιάζει τον εαυτό του ως αρχηγό του κράτους. Τον Απρίλιο του 2019, πρωτοστάτησε σε μια ομάδα στρατηγών που ανέτρεψαν τον μέντορά τους, τον Ομάρ αλ Μπασίρ, αυταρχικό ηγέτη της χώρας επί 29 χρόνια, εγκαθιδρύοντας στην θέση του μια συμφωνία καταμερισμού της εξουσίας μεταξύ πολιτών και στρατού που υποτίθεται ότι θα οδηγούσε την χώρα προς την δημοκρατία. Ο Χεμεντί ήταν ένας από τους συνωμότες. Όμως τον Οκτώβριο του 2021, με πρόσχημα μια διαφαινόμενη οικονομική κρίση, οι δυο τους ανέτρεψαν την πολιτική διοίκηση του πρωθυπουργού Αμπντάλα Χαμντόκ και πήραν τον πλήρη έλεγχο της χώρας.
Η ηγεσία του Μπουρχάν από τότε δεν ήταν καθόλου εμπνευσμένη. Του λείπει ιδιαίτερα το χάρισμα και η ενέργεια, και οι δημόσιες εμφανίσεις του ήταν ανούσιες. Αλλά η βάση της εξουσίας του περιλαμβάνει σημαντικά στρατιωτικά και εταιρικά συμφέροντα, τα οποία οι Σουδανοί δημοκράτες αρέσκονται να αποκαλούν «βαθύ κράτος». Πρόκειται για έναν ιστό παρεοκρατικών-καπιταλιστικών εταιρειών, από τράπεζες και εταιρείες τηλεπικοινωνιών που ανήκουν σε ισλαμιστές και αξιωματικούς των μυστικών υπηρεσιών μέχρι εταιρείες που ανήκουν στον ίδιο τον στρατό σε τομείς όπως η κατασκευή όπλων, οι κατασκευές, η γεωργία, και οι μεταφορές. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Μπουρχάν εξαπέλυσε το πραξικόπημα ακριβώς την στιγμή που ένας βραχίονας της πολιτικής διοίκησης για την καταπολέμηση της διαφθοράς -η Επιτροπή Εξάλειψης της Εξουσιοδότησης, Καταπολέμησης της Διαφθοράς, και Ανάκτησης Κεφαλαίων- ήταν έτοιμη να δημοσιεύσει την έρευνά της για την διαφθορά σε εταιρείες που συνδέονται με τον στρατό. Μια από τις πρώτες του ενέργειες ήταν να εισβάλει στα γραφεία της επιτροπής και να κατασχέσει τα έγγραφά της.
Η στρατιωτική ισχύς του Μπουρχάν είναι αμφισβητήσιμη. Οι Σουδανικές Ένοπλες Δυνάμεις (Sudanese Armed Forces-SAF) έχουν μια εύλογη ομοιότητα με έναν επαγγελματικό στρατό και -το σημαντικότερο- περιλαμβάνουν την πολεμική αεροπορία του Σουδάν. Ο Μπουρχάν έχει συνάψει στρατιωτικό σύμφωνο με την Αίγυπτο. Αλλά οι SAF σπάνια έχουν επικρατήσει σε συνεχείς στρατιωτικές δράσεις -είχαν πολλές ευκαιρίες να αποδείξουν την ικανότητά τους σε πολέμους στο νότιο Σουδάν, στο Νταρφούρ [4], και στα Όρη Νούμπα, αλλά απέτυχαν σημαντικά να το πράξουν. Και παρόλο που το σώμα των αξιωματικών του προέρχεται κυρίως από την καθεστωτική ελίτ της χώρας, οι πεζικάριοί του προέρχονται από φτωχότερες τάξεις και από τις επί μακρόν περιθωριοποιημένες περιφέρειες της χώρας, και το ηθικό συχνά παραπαίει.
Παρόλα αυτά, ο Μπουρχάν ενισχύεται από τους δεσμούς του με μέλη του πρώην καθεστώτος Μπασίρ. Δεν είναι μυστικό ότι οι παλιοί πιστοί του Μπασίρ θεωρούν τον Μπουρχάν ως το καλύτερο στοίχημά τους για την ανάκτηση της εξουσίας και πολλοί Σουδανοί βλέπουν την ανάμειξή τους στον αγώνα του Μπουρχάν με τον Χεμεντί. Μια εβδομάδα μετά την έναρξη της σύγκρουσης, υπήρξε μια απόδραση στις φυλακές της χώρας και πολλά πρωτοπαλίκαρα του παλαιού καθεστώτος απελευθερώθηκαν, κάνοντας δημόσιες δηλώσεις υποστήριξης του Μπουρχάν. (Παρά τις εικασίες, δεν υπάρχουν επαληθευμένες αναφορές ότι ο Μπασίρ, ο οποίος κρατείται σε στρατιωτικό νοσοκομείο, είναι ανάμεσά τους). Εάν ο Μπουρχάν επικρατήσει, φαίνεται πιθανό ότι θα επαναφέρει την αυταρχική διακυβέρνηση του προκατόχου του.
Ο αντίπαλος του Μπουρχάν, ο Χεμεντί, έχει τα δικά του σημαντικά πλεονεκτήματα. Ως διοικητής των Δυνάμεων Ταχείας Υποστήριξης, μιας ισχυρής εθνικής παραστρατιωτικής δύναμης που είναι αυτόνομη από την διοίκηση του στρατού, ο Χεμεντί έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην απομάκρυνση του Μπασίρ το 2019. Επίσημα αναπληρωτής του Μπουρχάν στις RSF, έδειξε την φιλοδοξία και την ενέργεια να επισκιάσει τον ανώτερό του. Διαχειρίζεται επίσης μια ταχέως αναπτυσσόμενη επιχειρηματική αυτοκρατορία και έχει καλλιεργήσει τους δικούς του δεσμούς με ξένες δυνάμεις. Στα 40 του πλέον, ο Χεμεντί αναδείχθηκε από την διαβόητη αραβική πολιτοφυλακή του Νταρφούρ, γνωστή ως Janjaweed. Πριν από είκοσι χρόνια, όταν ο Μπασίρ συνειδητοποίησε ότι η SAF δεν μπορούσε να νικήσει τους αντάρτες στο Νταρφούρ, στράφηκε στην δοκιμασμένη και φτηνή αντιεξέγερση -μια εθνοτική πολιτοφυλακή. Οι Janjaweed έκαψαν, λεηλάτησαν, και κατέσφαξαν τα χωριά του Νταρφούρ σε μια εκστρατεία που η κυβέρνηση των ΗΠΑ χαρακτήρισε ως γενοκτονία. Οι μονάδες του Χεμεντί ήταν από τις πιο ικανές, και το 2013 ο Μπασίρ τις επισημοποίησε ως RSF, παρά τις αντιρρήσεις του αρχηγού του επιτελείου του, ο οποίος φοβόταν ότι θα έφταναν να ανταγωνίζονται τις SAF. Ο Μπασίρ επιδείνωσε αυτό το λάθος όταν ζήτησε από τον Χεμεντί -τον οποίο αποκαλούσε «προστάτη» του- να τοποθετήσει τους μαχητές του στο Χαρτούμ καθώς κλιμακώνονταν οι διαμαρτυρίες των πολιτών.
Η 15ετής σταδιοδρομία του Χεμεντί δείχνει την ικανότητά του ως πολιτικοστρατιωτικού επιχειρηματία. Στο Νταρφούρ, οι δυνάμεις του κατέλαβαν τα βιοτεχνικά ορυχεία χρυσού της περιοχής, νικώντας αντίπαλους διοικητές. Έχει επίσης αποδειχθεί επιδέξιος στο να αντιμετωπίζει τους τοπικούς αρχηγούς και τους ηγέτες των πολιτοφυλακών που αγοράζουν και πωλούν την πίστη τους στον πλειοδότη. Και δημιούργησε δεσμούς με μεγάλες περιφερειακές δυνάμεις, νοικιάζοντας την RSF για να πολεμήσει στην Υεμένη, για λογαριασμό της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, και δημιουργώντας δεσμούς με τον στρατηγό Χαλίφα Χαφτάρ, επικεφαλής του λεγόμενου Λιβυκού Εθνικού Στρατού, και με τη Βάγκνερ, την ρωσική ιδιωτική στρατιωτική εταιρεία που συνδέεται με το Κρεμλίνο. Παρά την φήμη τους ως τραμπούκων από την ύπαιθρο, τα στρατεύματα της RSF είναι δοκιμασμένα στη μάχη, πειθαρχημένα, και οπλισμένα μέχρι τα δόντια.
Μετά την πτώση [5] του καθεστώτος Μπασίρ, ο Χεμεντί εκμεταλλεύτηκε την αναστάτωση στο κατεστημένο του Χαρτούμ για να επεκτείνει την οικογενειακή του επιχειρηματική αυτοκρατορία και να εμφανιστεί ως υπέρμαχος των μη προνομιούχων. Ενεργητικός και καιροσκόπος, μιλάει στην καθομιλουμένη του δυτικού Σουδάν, απευθυνόμενος στις ιστορικά περιθωριοποιημένες κοινότητες της περιοχής αυτής -και προκαλώντας την συγκατάβαση, ακόμη και την γελοιοποίηση, από τους κατοίκους των πόλεων. Αν και αρχικά υποστήριξε τον Μπουρχάν, πήρε επίσης αποστάσεις από την παλιά φρουρά, λέγοντας ότι το πραξικόπημα του 2021 ήταν «λάθος». Τους τελευταίους μήνες, καθώς διαφαινόταν η αναμέτρηση με τον Μπουρχάν, ο Χεμεντί αναζήτησε συμμάχους μεταξύ των πολιτικών κομμάτων, υποστηρίζοντας ότι ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να αποτρέψει την επιστροφή ενός καθεστώτος όπως αυτό του Μπασίρ. Σε περίπτωση που αυτός και οι RSF θριαμβεύσουν, ωστόσο, το πιθανό αποτέλεσμα είναι μια κλεπτοκρατική-λαϊκιστική ηγεσία που δεν θα κάνει τίποτα για να διορθώσει τις επιταχυνόμενες κρίσεις ανεργίας και πείνας της χώρας.
O ΕΚΤΡΟΧΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Ο σημερινός πόλεμος σηματοδοτεί μια πικρή ανατροπή της σουδανικής επανάστασης του 2019. Όταν ο Μπουρχάν και ο Χεμεντί βοήθησαν στην ανατροπή του Μπασίρ μετά από μήνες τεράστιων διαδηλώσεων κατά του καθεστώτος, φάνηκε σαν μια σπάνια ευκαιρία να εξασφαλιστεί μια μη βίαιη δημοκρατική μετάβαση στο Κέρας της Αφρικής. Πράγματι, κάθε πρόεδρος των ΗΠΑ μετά τον Τζορτζ Μπους είχε επιδιώξει να απαλλαγεί από τον Μπασίρ, ο οποίος είχε υποστηρίξει τον Ιρακινό δικτάτορα, Σαντάμ Χουσεΐν, στον πρώτο πόλεμο του Κόλπου, φιλοξένησε τον ηγέτη της Αλ Κάιντα, Οσάμα Μπιν Λάντεν, στο Σουδάν για χρόνια, και διέπραξε αδυσώπητες φρικαλεότητες στο νότιο Σουδάν και το Νταρφούρ. Επιπλέον, μια από τις μόνιμες παρακαταθήκες της σουδανικής επανάστασης ήταν το θάρρος και η επιμονή των απλών ανθρώπων. Ήταν ο ειρηνικός ακτιβισμός τους που έριξε το καθεστώς τον Απρίλιο του 2019, και παρέμειναν αλύγιστοι μπροστά στην σφαγή πάνω από 120 διαδηλωτών από τις SAF και τις RSF δύο μήνες αργότερα, η οποία ανάγκασε τον Μπουρχάν και τον Χεμεντί να συμφωνήσουν σε μια μεταβατική κυβέρνηση με έναν πολιτικό πρωθυπουργό που θα οδηγούσε τελικά σε ελεύθερες εκλογές. Ακόμη και μετά το πραξικόπημα του 2021, το θάρρος του σουδανικού λαού -με συνεχείς διαμαρτυρίες [6] από τις λεγόμενες επιτροπές αντίστασης- κατέστησε αδύνατο για τους δύο στρατηγούς να διεκδικήσουν νομιμοποίηση.
Αλλά αυτοί οι πολίτες ήταν μόνοι τους. Αν και η Ουάσιγκτον και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί της έχουν εκφράσει τον θαυμασμό τους για τους δημοκράτες του Σουδάν, η υποστήριξή τους ήταν κούφια. Τον Ιούλιο του 2019, λίγες εβδομάδες πριν αναλάβει την θέση του πρωθυπουργού στην πολιτική κυβέρνηση, ο οικονομολόγος, Αμπντάλα Χαμντόκ, αναλογίστηκε ότι είχε μόλις λίγους μήνες για να σταματήσει την αυξανόμενη οικονομική κρίση της χώρας, κάτι που θα έπρεπε να κάνει για να αποκτήσει την πολιτική επιρροή που θα του επέτρεπε να αναμετρηθεί με τον ασφυκτικό έλεγχο της οικονομίας από τους στρατηγούς. Σε μια συνομιλία μαζί μου εκείνη την εποχή, μου είπε ότι δεν ήθελε να καταλήξει ταμίας που θα πρόσεχε το ταμείο σε ένα γωνιακό κατάστημα, ενώ τα αφεντικά των συμμοριών θα έκαναν συμφωνίες για ναρκωτικά στο πίσω δωμάτιο. Στην πραγματικότητα, οι Δυτικές δυνάμεις σε μεγάλο βαθμό παρακολουθούσαν αμέτοχες την ταπείνωσή του ακριβώς σε αυτό.
Όταν ο Χαμντόκ ορκίστηκε, διαπίστωσε ότι η κυβέρνηση Τραμπ είχε αναθέσει την πολιτική της για το Κέρας της Αφρικής στους ευνοούμενους συμμάχους της στη Μέση Ανατολή: την Αίγυπτο, το Ισραήλ, την Σαουδική Αραβία, και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Κανένα από αυτά τα καθεστώτα δεν ήθελε να δει μια δημοκρατική επανάσταση στον αραβόφωνο κόσμο και όλα προτιμούσαν να συναλλάσσονται απευθείας με τους ευνοούμενους στρατηγούς τους. Από την πλευρά της, η Ουάσινγκτον δεν ήρε τις κυρώσεις ούτε παρείχε ελάφρυνση χρέους -ενέργειες που θα μπορούσαν να δώσουν στον Χαμντόκ την αξιοπιστία της σταθεροποίησης της οικονομίας και την επιρροή να διαλύσει το στρατιωτικό-εμπορικό σύμπλεγμα. Αντ’ αυτού, οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστήριξαν μια συναλλαγή με την οποία ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Βενιαμίν Νετανιάχου συναντήθηκε με τον Μπουρχάν, το Σουδάν προσχώρησε στις συμφωνίες του Αβραάμ, και οι ΗΠΑ αφαίρεσαν τον χαρακτηρισμό της σουδανικής κυβέρνησης ως «κράτους-χορηγού της τρομοκρατίας». Οι κυρώσεις ήρθησαν τελικά τις τελευταίες ημέρες της διακυβέρνησης Τραμπ -τουλάχιστον έναν χρόνο πολύ αργά.
Αλλά η αδιαφορία της αμερικανικής κυβέρνησης δεν περιορίστηκε μόνο στην κυβέρνηση Τραμπ. Ο Δημοκρατικός γερουσιαστής, Ρόμπερτ Μενέντεζ, επέμεινε ότι η σημερινή κυβέρνηση του Σουδάν θα πρέπει να αποζημιώσει τις οικογένειες των θυμάτων της 11ης Σεπτεμβρίου και του βομβαρδισμού του USS Cole, καθώς ο Μπασίρ είχε φιλοξενήσει την Αλ Κάιντα την δεκαετία του 1990˙ οι υποθέσεις αυτές βρίσκονται στα δικαστήρια. Το πιο χαρακτηριστικό είναι ότι μετά το πραξικόπημα του 2021 -το οποίο πραγματοποίησαν ο Μπουρχάν και ο Χεμεντί λίγες ώρες αφότου διαβεβαίωσαν τον ειδικό απεσταλμένο των ΗΠΑ, Τζέφρι Φέλτμαν, ότι δεν θα έκαναν κάτι τέτοιο- η κυβέρνηση Μπάιντεν αποφάσισε ότι θα συνέχιζε την πολιτική της χαμηλής ισχύος εμπλοκής. Ο Φέλτμαν εγκατέλειψε την θέση του λίγο αργότερα, και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ αρνήθηκε να επιβάλει κυρώσεις με στόχο τις αντίστοιχες επιχειρηματικές αυτοκρατορίες των πολέμαρχων. Ακόμη και όταν τα πακέτα βοήθειας της Παγκόσμιας Τράπεζας ανεστάλησαν και η πείνα εξαπλώθηκε στον πληθυσμό του Σουδάν, οι ίδιοι οι στρατηγοί δεν αντιμετώπισαν καμία επίπτωση.
Αντ’ αυτού, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι εταίροι τους στην τετραμερή ενθάρρυναν τους στρατηγούς να διαπραγματευτούν μια νέα μεταβατική ρύθμιση, με την βοήθεια των Ηνωμένων Εθνών, της Αφρικανικής Ένωσης, και της Διακυβερνητικής Αρχής για την Ανάπτυξη, του οκταμελούς εμπορικού μπλοκ της Ανατολικής Αφρικής. Οι διαμεσολαβητές επέμειναν, ορθώς, ότι αυτή ήταν μια διαδικασία υπό την ηγεσία του Σουδάν, αλλά δεν είδαν ότι χρειαζόταν επίσης διεθνείς κηδεμόνες υψηλού επιπέδου. Επιπλέον, η επανάσταση των πολιτών δεν είχε έναν χαρισματικό ηγέτη που θα μπορούσε να πρωτοστατήσει στις διαπραγματεύσεις. (Ο Χαμντόκ, ο οποίος είχε συλληφθεί μετά το πραξικόπημα, υπέγραψε μια ατυχή συμφωνία για την αποκατάστασή του, αλλά παραιτήθηκε μόλις έγινε φανερό ότι δεν θα είχε σημαντική εξουσία). Το κίνημα, το οποίο αποτελείτο από τοπικές επιτροπές, επαγγελματικές ενώσεις, και πολιτικά κόμματα, ήταν επιρρεπές σε διασπάσεις, μια τάση που ευνοήθηκε από τις άοκνες προσπάθειες των δυο πολέμαρχων να διαιρούν και να κυριαρχούν. Παρ’ όλα αυτά, οι διαπραγματεύσεις οδήγησαν σε μια συμφωνία-πλαίσιο, που υπογράφηκε τον Δεκέμβριο του 2022, για την δημιουργία μιας νέας πολιτικής διοίκησης με χρονοδιάγραμμα εκλογών σε δύο χρόνια.
Αλλά ένα μεγαλύτερο πρόβλημα των διαπραγματεύσεων ήταν τι θα γίνει με τις στρατιωτικές παρατάξεις των ίδιων των στρατηγών. Θεωρητικά, η συμφωνία έπρεπε να ενσωματώσει τις RSF του Χεμεντί και άλλες πρώην ομάδες ανταρτών για να σχηματίσουν έναν ενιαίο εθνικό στρατό, καθώς και να μειώσει το στρατιωτικό μισθολόγιο και να επαγγελματικοποιήσει τον στρατό -όλα υπό το πρίσμα της μεταρρύθμισης του τομέα ασφάλειας. Μια μεγάλη σειρά διεθνών ειδικών, συμπεριλαμβανομένων συνταξιούχων στρατιωτικών από Δυτικές χώρες, υποστήριξαν αυτήν την προσέγγιση. Το βασικό ζήτημα στο Σουδάν, ωστόσο, ήταν πολιτικό: η ασφάλεια της χώρας δεν είναι ένας τομέας, αλλά μια αρένα σε μεγάλο βαθμό αυτόνομων ένοπλων κλεπτοκρατών, καθένας από τους οποίους είναι αποφασισμένος να έχει το μεγαλύτερο μερίδιο από τα λάφυρα και να είναι ασφαλής από τις λεηλασίες των αντιπάλων. Στα χαρτιά, τα ερωτήματα ήταν αν οι RSF θα συγχωνεύονταν με τις SAF σε δύο χρόνια ή σε δέκα και ποιος θα προήδρευε της διαδικασίας. Το μεγαλύτερο χρονοδιάγραμμα θα επέτρεπε στον Χεμεντί να αναδιαμορφώσει τις επιλογές του. Ο Μπουρχάν, ο οποίος επωφελήθηκε από μια συντομότερη μετάβαση, αμφιταλαντεύτηκε για το αν θα έπρεπε να χρονοτριβήσει ή να πιέσει για μια τελική απόφαση.
Υπό την πίεση της τετράδας, οι στρατηγοί, οι πολίτες, και οι διαμεσολαβητές συμφώνησαν στην προθεσμία της 1ης Απριλίου του 2023 για την έναρξη της μετάβασης και την επίλυση του ζητήματος της μεταρρύθμισης της ασφάλειας. Σύμφωνα με την λογική του μηδενικού αθροίσματος των αντίπαλων φατριών του Σουδάν, η προθεσμία ήταν μια φόρμουλα για έκρηξη. Καθώς οι δύο στρατηγοί έκρυβαν τις προθέσεις τους, οι διαμεσολαβητές απέτυχαν να κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου, ακόμη και όταν η προθεσμία αναβλήθηκε και οι δύο πλευρές κινητοποίησαν τις δυνάμεις τους. Τότε, στις 15 Απριλίου, άρχισαν οι μάχες. Δεν είναι βέβαιο ποιος πυροβόλησε πρώτος, και δεν έχει σημασία. Σε αυτό το σημείο, ήταν πολύ αργά για τους διαμεσολαβητές -πόσω μάλλον για εξωτερικές δυνάμεις όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, που είχαν αποτύχει να προσφέρουν υψηλού επιπέδου δέσμευση από το πραξικόπημα του 2021- να κάνουν κάτι για να τους σταματήσουν.
ΦΥΓΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ
Η ειρηνική επανάσταση που έριξε τον Μπασίρ έδειξε την εξαιρετική υπόσχεση μιας νέας γενιάς απλών Σουδανών, που άφησαν τους τοίχους του αρχηγείου του στρατού διακοσμημένους με τοιχογραφίες που απεικονίζουν την απελευθέρωση, τον πλουραλισμό, και την ελπίδα. Αλλά αυτές οι δημοκρατικές προσδοκίες διαψεύστηκαν. Οι επιτροπές αντίστασης που κάποτε ηγήθηκαν της λαϊκής εξέγερσης έχουν μετατραπεί σε δίκτυα έκτακτης ανάγκης για την ενημέρωση της κοινότητας, την προστασία, και την παροχή ανθρωπιστικών ειδών πρώτης ανάγκης. Αποτελούν την μόνη λειτουργούσα πολιτική διακυβέρνηση στην χώρα, αν και είναι δύσκολο να πει κανείς πόσο καιρό θα μπορούν να συνεχίσουν εν μέσω των πυροβολισμών, ειδικά από την στιγμή που όσοι Σουδανοί είναι σε θέση να ξεφύγουν από το Χαρτούμ διαφεύγουν στην Αίγυπτο και αλλού.
Οι πόλεμοι στο Σουδάν έχουν ένα τρομερό, οικείο μοτίβο και τώρα φαίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο το πού μπορεί να οδηγηθεί αυτός ο πόλεμος. Ξεκινούν με άγριες συγκρούσεις στις οποίες κάθε πλευρά υπόσχεται μια γρήγορη αποφασιστική νίκη, η οποία δεν συμβαίνει ποτέ. Όπως έχει ήδη αποδειχθεί, η επίτευξη και η διατήρηση εκεχειριών είναι δύσκολη, διότι καμία πλευρά δεν θέλει να σταματήσει σε ένα σημείο προσωρινής μειονεξίας ή αν πιστεύει ότι νικά. Καθώς οι μάχες συνεχίζονται, οι υλικοί και οργανωτικοί πόροι που απαιτούνται για τη μάχη θα εξαντληθούν και κάθε πλευρά θα στρατολογήσει εσωτερικούς πληρεξούσιους πολιτοφύλακες και θα ζητήσει εξωτερική βοήθεια. Οι μάχες είναι πιθανό να γίνουν λιγότερο έντονες αλλά πιο εκτεταμένες˙ η διοίκηση και ο έλεγχος θα μπορούσαν να κατακερματιστούν. Επιπλέον, αν παραταθεί, ο πολιτικός αγώνας θα μπορούσε να μετατραπεί σε διεθνοτικό πόλεμο και οι πολίτες θα μπορούσαν να στοχοποιηθούν για την ταυτότητά τους. Σε αυτήν την καθοδική πορεία, η πείνα θα μπορούσε να γίνει όπλο και εκατομμύρια άνθρωποι ίσως αναγκαστούν να φύγουν.
Καμιά διεθνής δύναμη δεν ήθελε αυτόν τον πόλεμο. Οι εξωτερικές δυνάμεις -από τις Ηνωμένες Πολιτείες έως την Ρωσία, από την Αίγυπτο έως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα- μπορεί να έχουν τους αγαπημένους τους ή τουλάχιστον εκείνους που θεωρούν ως την λιγότερο κακή επιλογή. Το Κάιρο υποστηρίζει ξεκάθαρα τον Μπουρχάν, ενώ το Κατάρ και η Τουρκία έχουν διατηρήσει τους δεσμούς τους με τους παλαιούς ισλαμιστές που αποτελούσαν την ραχοκοκαλιά του καθεστώτος Μπασίρ. Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έχουν υποστηρίξει τον Χεμεντί μέχρι τώρα. Με την πάροδο του χρόνου, η προτίμηση της Ουάσινγκτον σε αυτό που κατ’ ευφημισμόν αποκαλεί «σταθερότητα» μπορεί να την κάνει να κλίνει προς τον Μπουρχάν˙ οι δεσμοί της ομάδας Βάγκνερ με τον Χεμεντί και το εμπόριο χρυσού του μπορεί να ωθήσουν τη Μόσχα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αλλά για μια φευγαλέα στιγμή -ίσως για μια ή δύο εβδομάδες ακόμη- η διεθνής συναίνεση είναι ότι η σύγκρουση πρέπει να τερματιστεί. Οι διεθνείς συνομιλητές έχουν δείξει ότι μπορούν να επικοινωνήσουν τηλεφωνικά και με τους δύο στρατηγούς και να εξασφαλίσουν την συμφωνία τους για την εκκένωση των ξένων υπηκόων -και ονομαστικά, για μια παύση των μαχών. Αν επικαλούνται έλλειψη πρόσβασης ή έλλειψη μόχλευσης, είναι απλώς μια προσπάθεια να παρέχουν κάλυψη για να μην ενεργήσουν.
Υπάρχει τώρα ένα μικρό περιθώριο για τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Σαουδική Αραβία να απαιτήσουν μια πιο ουσιαστική εκεχειρία για ανθρωπιστικούς λόγους και να επιμείνουν σε έναν πολιτικό διάλογο. Η ελπίδα είναι ότι οι Σαουδάραβες μπορούν να πείσουν το Κάιρο και το Άμπου Ντάμπι να μην χρηματοδοτούν ή να μην εξοπλίζουν τους αντίστοιχους ευνοούμενούς τους, και οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να υπερασπιστούν το δημοκρατικό κίνημα που τόσο επαίσχυντα πρόδωσαν. Ο πρόεδρος της Κένυας, Γουίλιαμ Ρούτο, ο οποίος έχει μικρή επιρροή αλλά ισχυρά δημοκρατικά διαπιστευτήρια και μπορεί να συνεργαστεί με τους Σαουδάραβες για την συγκρότηση ενός ενιαίου διεθνούς μετώπου, προσφέρθηκε να μεσολαβήσει. Οποιαδήποτε φόρμουλα για τον τερματισμό του πολέμου θα απαιτήσει ισχυρές διπλωματικές ικανότητες και ένα πολυμερές πλαίσιο που θα περιλαμβάνει τον ΟΗΕ και τους Αφρικανούς. Και ο χρόνος τελειώνει.