Πώς η κινδυνολογία υπονομεύει την αμερικανική στρατηγική.
Η Κίνα, όπως πάει η ιστορία, ανεβαίνει ασταμάτητα και βρίσκεται στα πρόθυρα να ξεπεράσει τις παραπαίουσες Ηνωμένες Πολιτείες. Η Κίνα έχει γίνει η μεγαλύτερη μηχανή της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης, η μεγαλύτερη εμπορική χώρα, και ο μεγαλύτερος προορισμός για ξένες επενδύσεις. Έχει κλειδώσει μεγάλες εμπορικές και επενδυτικές συμφωνίες στην Ασία και την Ευρώπη και χρησιμοποιεί την Πρωτοβουλία Belt and Road -το μεγαλύτερο αναπτυξιακό έργο του 21ου αιώνα- για να κερδίσει μεγαλύτερη επιρροή σε κάθε γωνιά του κόσμου. Εξάγει εργαλεία παρακολούθησης, ενσωματώνει τεχνολογία σε δίκτυα επικοινωνιών 5G, και χρησιμοποιεί δυνατότητες στον κυβερνοχώρο για να κλέψει ευαίσθητες πληροφορίες και να διαμορφώσει πολιτικό λόγο στο εξωτερικό. Μετατρέπει το οικονομικό και πολιτικό βάρος της σε στρατιωτική δύναμη, χρησιμοποιώντας πολιτικο-στρατιωτική σύντηξη για να αναπτύξει δυνατότητες αιχμής και να εκφοβίσει τους γείτονές της, συμπεριλαμβανομένων συμμάχων και εταίρων των ΗΠΑ όπως η Αυστραλία, η Ινδία και η Ταϊβάν. Και εγχωρίως, καταστέλλει ανελέητα παντού από το Χονγκ Κονγκ έως την [επαρχία] Σινγιάνγκ, ενδιαφερόμενη λίγο για την κριτική από τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες δημοκρατικές κυβερνήσεις.
Μεταξύ των πιο ανυπόμονων προωθητών αυτής της ιστορίας είναι τα μέσα ενημέρωσης που συνδέονται με την κυβέρνηση της Κίνας. Προβάλλοντας την αυτοπεποίθηση, έχουν επίσης κάνει ειδική προσπάθεια για να συγκρίνουν τα επιτεύγματά της με άφθονα παραδείγματα αμερικανικής δυσλειτουργίας. Δείχνουν τις εικόνες των εξεγερμένων που εισβάλλουν στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ και των Αμερικανών πολιτών που στέκονται στην γραμμή για νερό κατά την διάρκεια διακοπής ρεύματος στο Τέξας ως απόδειξη της παρακμής της «Δυτικής δημοκρατίας». Γιορτάζουν την επιτυχία της Κίνας να «νικήσει» το COVID-19 και να ανοίξει ξανά την χώρα, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες Δυτικές χώρες εξακολουθούν να αγωνίζονται να σταματήσουν την εξάπλωση του ιού. «Ο χρόνος και η δυναμική είναι στο πλευρό μας», δήλωσε ο Κινέζος πρόεδρος, Xi Jinping, σε ομιλία του στην Πέμπτη Ολομέλεια του Κομμουνιστικού Κόμματος το περασμένο φθινόπωρο. Τον Ιανουάριο, ο Chen Yixin, ένας ανώτατος αξιωματούχος ασφαλείας, είπε σε μια συνεδρία μελέτης του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος ότι «Η άνοδος της Ανατολής και η παρακμή της Δύσης έχει γίνει τάση»
Τα αυταρχικά συστήματα υπερέχουν στο να επιδεικνύουν τα δυνατά τους σημεία και να κρύβουν τις αδυναμίες τους. Όμως, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στην Ουάσιγκτον πρέπει να είναι σε θέση να διακρίνουν μεταξύ της εικόνας που παρουσιάζει το Πεκίνο και των πραγματικοτήτων που αντιμετωπίζει. Η Κίνα είναι η δεύτερη πιο ισχυρή χώρα στον κόσμο και ο πιο τρομερός ανταγωνιστής που αντιμετώπισαν οι Ηνωμένες Πολιτείες εδώ και δεκαετίες. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, και παρά τα πολλά ορατά ελαττώματα, οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν η ισχυρότερη δύναμη στην σχέση ΗΠΑ-Κίνας -και έχουν βάσιμους λόγους να πιστεύουν ότι μπορεί να παραμείνουν έτσι. Παρ’ όλα τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, αυτά που αντιμετωπίζει η Κίνα είναι σημαντικά μεγαλύτερα.
Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ο υπουργός Άμυνας, James Schlesinger, προειδοποίησε για το «σύνδρομο του αναστήματος των τριών μέτρων» (“ten-foot-tall syndrome”): την τάση μεταξύ των υπεύθυνων χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ να βλέπουν τους σοβιετικούς ανταγωνιστές τους ως πανύψηλες μορφές τεράστιας δύναμης και συντριπτικής νοημοσύνης. Ένα παρόμοιο σύνδρομο έχει επικρατήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες σήμερα, και οι ζημιές δεν είναι μόνο στην ανάλυση. Η επικέντρωση στα δυνατά σημεία της Κίνας χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ευπάθειά της δημιουργεί άγχος. Το άγχος δημιουργεί ανασφάλεια. Η ανασφάλεια οδηγεί σε υπερβολική αντίδραση και η υπερβολική αντίδραση παράγει κακές αποφάσεις που υπονομεύουν την ανταγωνιστικότητα των Ηνωμένων Πολιτειών. Το να βλέπει κανείς την Κίνα καθαρά είναι το πρώτο βήμα προς την σωστή πολιτική έναντι της Κίνας.
Η ΕΣΦΑΛΜΕΝΗ ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΣΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Η Κίνα αποτελεί την πιο άμεση δοκιμασία της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ εδώ και δεκαετίες. Από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου καμιά χώρα δεν αμφισβήτησε σοβαρά την ηγεσία των ΗΠΑ σε πολλές περιοχές του κόσμου ταυτόχρονα. Ο συνδυασμός στρατιωτικής ισχύος, οικονομικής βαρύτητας, και παγκόσμιας φιλοδοξίας καθιστά την Κίνα μια διαφορετική -και πιο περίπλοκη- πρόκληση από εκείνη που παρουσίασε η Σοβιετική Ένωση κατά τον Ψυχρό Πόλεμο.
Τα τελευταία χρόνια, το Πεκίνο κατέστησε σαφείς τις ρεβιζιονιστικές φιλοδοξίες του. Επιδιώκει προσαρμογές στην κατανομή της ισχύος στο διεθνές σύστημα, στην τάξη ασφάλειας στην Ασία, στον ρόλο και στις αρμοδιότητες των διεθνών οργανισμών, στην διασυνοριακή ελεύθερη ροή των χωρίς λογοκρισία πληροφοριών, και στον φιλελεύθερο χαρακτήρα της υπάρχουσας διεθνούς τάξης. Θέλει το λενινιστικό πολιτικό μοντέλο και το κρατικό οικονομικό μοντέλο να γίνουν αποδεκτά και σεβαστά. Έχει σηματοδοτήσει ότι δεν θα ανεχθεί προκλήσεις στην αντίληψη των εδαφικών της ορίων ή στην διαχείριση των εσωτερικών της υποθέσεων. Και έχει δηλώσει τον εθνικό στόχο να γίνει παγκόσμιος ηγέτης σε έναν αυξανόμενο αριθμό προηγμένων τεχνολογιών, από την τεχνητή νοημοσύνη έως τα ηλεκτρικά οχήματα.
Αλλά δύσκολα αποτελεί ξεκάθαρο συμπέρασμα ότι η Κίνα θα διανύσει μια γραμμική πορεία προς την επίτευξη των στόχων της. Για [να υπάρξει] ένα ακριβές μέτρο των προκλήσεων που θέτει η Κίνα στα συμφέροντα των ΗΠΑ, τα ισχυρά σημεία του Πεκίνου πρέπει να αξιολογηθούν παράλληλα με τα τρωτά σημεία του. Ο Xi και οι σύμβουλοί του αντιμετωπίζουν ένα τόσο δύσκολο σύνολο προκλήσεων όσο σχεδόν οποιοσδήποτε άλλος στον κόσμο.
Σκεφτείτε την φαινομενικά ασταμάτητη οικονομική άνοδο της Κίνας. Στην πραγματικότητα, οι προκλήσεις μεσοπρόθεσμα είναι σημαντικές. Η Κίνα κινδυνεύει να γεράσει προτού γίνει πλούσια, καθιστάμενη μια γκρίζα κοινωνία με υποβαθμισμένα οικονομικά θεμέλια που εμποδίζουν την ανάπτυξη. Ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας μειώνεται ήδη˙ έως το 2050, η Κίνα θα πάει από το να έχει όπως τώρα οκτώ εργαζόμενους ανά συνταξιούχο στους δύο εργαζόμενους ανά συνταξιούχο. Επιπλέον, έχει ήδη ξεζουμίσει τα περισσότερα από τα μεγάλα κέρδη παραγωγικότητας που έρχονται με έναν πληθυσμό που είναι πιο μορφωμένος και αστικός και με το να υιοθετεί τεχνολογίες που κάνουν τη μεταποίηση πιο αποτελεσματική. Η Κίνα εξαντλείται από παραγωγικούς χώρους για να επενδύσει σε υποδομές, και τα αυξανόμενα επίπεδα χρέους θα περιπλέξουν περαιτέρω την αναπτυξιακή πορεία της. Μόνο την τελευταία δεκαετία, το χρέος της Κίνας έχει υπερδιπλασιαστεί, από 141% του ΑΕΠ το 2008 σε πάνω από 300% το 2019. Το διογκούμενο χρέος θα καταστήσει δυσκολότερο για την Κίνα να αγοράσει την ανέλιξή της από την χαμηλού κόστους βιομηχανία στην υψηλής προστιθέμενης αξίας παραγωγή, όπως έκανε η Νότια Κορέα και η Ταϊβάν σε παρόμοια επίπεδα ανάπτυξης.
Εν τω μεταξύ, το πολιτικό σύστημα γίνεται όλο και πιο άκαμπτο καθώς η εξουσία συγκεντρώνεται περισσότερο γύρω από τον Xi. Άλλοτε φημισμένο για την τεχνοκρατική ικανότητά του, το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα γίνεται πιο γνωστό για την λενινιστική ακαμψία του. Ο χώρος για πειραματισμούς τοπικής πολιτικής φαίνεται να συρρικνώνεται, καθώς οι περισσότερες αποφάσεις συγκεντρώνονται στο Πεκίνο. Η «από πάνω προς τα κάτω» φύση του συστήματος επίσης το έχει κάνει δυσκολότερο στους αξιωματούχους να επανεξετάσουν προηγούμενες αποφάσεις ή να αναφέρουν άσχημα νέα στην κορυφή. Αυτή η δυναμική συνέβαλε πιθανώς στην αργή έγκαιρη ανταπόκριση στο ξέσπασμα της COVID-19 στην Wuhan. Παρόλο που η ηγεσία έχει σημειώσει αξιοσημείωτα οφέλη στην ανακούφιση της ακραίας φτώχειας, έχει επίσης γίνει όλο και πιο ανήσυχη και ασυμβίβαστη στην καταπολέμηση των αντιληπτών προκλήσεων για την εξουσία της. Το άκαμπτο ήθος του Πεκίνου για την επιβολή της βούλησής του στις απομακρυσμένες περιφέρειες της χώρας, συμπεριλαμβανομένης της Xinjiang αλλά όχι περιορισμένης σε αυτήν, μπορεί να φέρει μελλοντικά προβλήματα. Εξωτερικά, η Κίνα αντιμετωπίζει τεράστια εμπόδια στις φιλοδοξίες της. Η καταστολή του Πεκίνου στο εσωτερικό, η επιθετικότητα στο εξωτερικό, και οι προσπάθειες απόκρυψης κρίσιμων αρχικών λεπτομερειών σχετικά με την πανδημία του κορωνοϊού συνέβαλαν στην αύξηση των αρνητικών απόψεων για την Κίνα. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις της Pew τον Οκτώβριο του 2020, οι δυσμενείς απόψεις για την Κίνα έχουν φτάσει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα σε ένα διαφοροποιημένο σύνολο χωρών. Το Πεκίνο είναι επίσης πιθανό να αντιμετωπίσει αυξανόμενους δημοσιονομικούς περιορισμούς για τις τεράστιες υπερπόντιες πρωτοβουλίες του τα επόμενα χρόνια, καθώς αντιμετωπίζει τόσο μια αποθερμαινόμενη οικονομία όσο και τις αυξανόμενες απαιτήσεις από μια γηράσκουσα κοινωνία.
Από στρατηγική άποψη, ο στρατός της Κίνας πιθανότατα θα παραμείνει σχετικά περιορισμένος για το ορατό μέλλον όσον αφορά στην ικανότητά του να προβάλει ισχύ πέρα από την άμεση περιφέρεια [της Κίνας], πόσω μάλλον να παντρέψει την προβολή ισχύος με την πολιτική και οικονομική επιρροή σε παγκόσμια κλίμακα -καθοριστικά χαρακτηριστικά μιας υπερδύναμης. Η Κίνα αντιμετωπίζει μια μοναδικά προκλητική γεωγραφία. Συνορεύει με 14 χώρες, τέσσερις από τις οποίες είναι πυρηνικές και πέντε από τις οποίες έχουν ανεπίλυτες εδαφικές διαφορές με το Πεκίνο. Σε αυτές περιλαμβάνονται μια γηράσκουσα αλλά πλούσια Ιαπωνία, μια ανερχόμενη και εθνικιστική Ινδία, μια αναθεωρητική Ρωσία, μια τεχνολογικά ισχυρή Νότια Κορέα, και ένα δυναμικό και αποφασιστικό Βιετνάμ. Όλες αυτές οι χώρες έχουν εθνικές ταυτότητες που αντιστέκονται στην υποταγή στην Κίνα ή στα συμφέροντά της. Και οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν μια διαρκή στρατιωτική παρουσία στην περιοχή, υποστηριζόμενη από συμφωνίες για βάσεις και για πρόσβαση σε χώρες κατά μήκος της περιφέρειας της Κίνας.
Η Κίνα είναι επίσης ευάλωτη όσον αφορά την ασφάλεια των τροφίμων και της ενέργειας. Δεν διαθέτει αρκετή αρόσιμη γη για να τροφοδοτήσει τον πληθυσμό της και εισάγει περίπου το μισό πετρέλαιό της από τη Μέση Ανατολή. Σε μια σύγκρουση, η ναυτική ικανότητα της Κίνας θα ήταν ανεπαρκής για να αποτρέψει την αποκοπή της Κίνας από ζωτικές προμήθειες. Το Πεκίνο εργάζεται για την αντιμετώπιση αυτής της ευπάθειας, αλλά δεν υπάρχουν γρήγορες ή εύκολες λύσεις.
Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΗΣ ΑΥΤΟΠΕΠΟΙΘΗΣΗΣ
Η διακομματική κίνηση της Ουάσινγκτον τα τελευταία χρόνια προς μια σκληρή προσέγγιση προς την Κίνα καθοδηγείται πάνω από όλα από το Πεκίνο: Οι Κινέζοι ηγέτες έχουν γίνει όλο και πιο ανυπόμονα επιθετικοί στην επιδίωξη των φιλοδοξιών τους και έχουν όλο και περισσότερο επικεντρωθεί στον εθνικισμό, ιδίως καθώς η ιδεολογία και οι οικονομικές επιδόσεις [της Κίνας] έχουν γίνει φθίνουσες πηγές κοινωνικής συνοχής. Ωστόσο, μεγάλο μέρος της αλλαγής στην Ουάσινγκτον οφείλεται επίσης στην αυξανόμενη αίσθηση πανικού σχετικά με τα δυνατά σημεία της Κίνας, οδηγώντας σε κάτι σαν αμερικανική ανασφάλεια.
Ένας τέτοιος πανικός είναι απίθανο να αποδειχθεί εποικοδομητικός: μια ανήσυχη εστίαση στην υποβάθμιση των ισχυρών σημείων της Κίνας ρισκάρει να προκαλέσει τις Ηνωμένες Πολιτείες να εστιάσουν πολύ λίγο στο πιο ουσιαστικό καθήκον να ενισχύσουν τα δικά τους. Οποιαδήποτε απόπειρα να χρησιμοποιηθεί η απειλή της Κίνας για να τονωθεί η εγχώρια μεταρρύθμιση ή η υπέρβαση του εγχώριου διχασμού είναι πιθανό να κάνει περισσότερο κακό παρά καλό. Στο εσωτερικό, η διόγκωση της απειλής της Κίνας θα ενθαρρύνει την πολιτική οπλοποίηση του ζητήματος, με την Κίνα να χρησιμεύει ως εργαλείο για φιλόδοξους πολιτικούς ώστε να δυσφημίζουν τους αντιπάλους τους ως ότι είναι αδύναμοι. Στο εξωτερικό, μια τέτοια προσέγγιση θα διευρύνει τις διαφορές με συμμάχους και εταίρους, από τους οποίους σχεδόν κανένας δεν συμμερίζεται την άποψη της Ουάσινγκτον ότι η Κίνα αποτελεί υπαρξιακή απειλή. Και είναι πιθανό να ενθαρρύνει πολιτικές που, σε μια προσπάθεια να βλάψουν την Κίνα, θα καταλήξουν να κάνουν ίση ή μεγαλύτερη ζημιά στις Ηνωμένες Πολιτείες -συμπεριλαμβανομένου του να αποκλείεται ο συντονισμός με το Πεκίνο σε θέματα ζωτικής σημασίας για τους Αμερικανούς.
Οι εμπορικές πολιτικές της κυβέρνησης Trump προσφέρουν μια σαφή απόδειξη αυτής της δυναμικής. Οι δασμοί στις κινεζικές εισαγωγές πουλήθηκαν ως εργαλείο για να αναγκάσει μια κινεζική συνθηκολόγηση στις ανησυχίες των ΗΠΑ σχετικά με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές. Στην πραγματικότητα, είχαν λίγη επιτυχία στο να αναγκάσουν τις επιθυμητές οικονομικές αλλαγές στην Κίνα και πυροδότησαν κινεζικά αντίποινα που έκαναν πολλές ζημιές στις Ηνωμένες Πολιτείες: ένα αυξανόμενο εμπορικό έλλειμμα, ζημιές στους Αμερικανούς αγρότες που οδήγησαν σε μια διάσωση ύψους 28 δισεκατομμυρίων δολαρίων, και στην εξάλειψη περίπου 245.000 θέσεων εργασίας.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν καλό λόγο να είναι σίγουρες για την ικανότητά τους να ανταγωνίζονται με την Κίνα. Η οικονομία των ΗΠΑ εξακολουθεί να είναι 7 τρισεκατομμύρια δολάρια μεγαλύτερη από την Κίνα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες απολαμβάνουν ενεργειακή και επισιτιστική ασφάλεια, συγκριτικά υγιή δημογραφικά στοιχεία, το καλύτερο σύστημα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στον κόσμο, και κατοχή του παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος. Ωφελούνται από ειρηνικά σύνορα και ευνοϊκή γεωγραφία. Διαθέτουν μια οικονομία που κατανέμει κεφάλαια αποτελεσματικά και παραδοσιακά χρησιμεύουν ως αποδέκτης των λαμπρότερων στοχαστών και των καλύτερων ιδεών στον κόσμο. Διαθέτουν ένα διαφανές και προβλέψιμο νομικό σύστημα και ένα πολιτικό σύστημα που έχει σχεδιαστεί για να ενθαρρύνει την αυτο-διόρθωση. Η Κίνα δεν έχει κανένα από αυτά τα χαρακτηριστικά.
Η αυτοπεποίθηση θα πρέπει να ενθαρρύνει μια σταθερή, υπομονετική και συνετή ανταπόκριση στην άνοδο της Κίνας -που να μπορεί να προσελκύσει ευρεία υποστήριξη στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Ορισμένα στοιχεία αυτής της προσέγγισης θα απαιτήσουν μια εναντίωση στις κινεζικές δράσεις που αμφισβητούν τα συμφέροντα και τις αξίες των ΗΠΑ, ενώ θα ωθείται το Πεκίνο να συνεισφέρει περισσότερο στις προσπάθειες αντιμετώπισης διεθνικών προκλήσεων, όπως η δημιουργία ενός παγκόσμιου δικτύου παρακολούθησης των ασθενειών και η απο-ανθρακοποίηση της παγκόσμιας οικονομίας. Ταυτόχρονα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ θα πρέπει να αποδεχτούν ότι η συνύπαρξη σημαίνει αποδοχή του ανταγωνισμού ως μια κατάσταση που απαιτεί διαχείριση και όχι ως πρόβλημα προς επίλυση, όπως υποστήριξαν σε αυτές τις σελίδες το 2019 οι Kurt Campbell και Jake Sullivan (τώρα συντονιστής του Λευκού Οίκου για την Ασία και Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, αντίστοιχα). Πάνω απ’ όλα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να «αρθούν στις δικές τους καλύτερες παραδόσεις και να αποδείξουν ότι αξίζουν να διατηρηθούν ως ένα μεγάλο έθνος», όπως το έθεσε ο George Kennan στις αρχές του Ψυχρού Πολέμου.
Όσο περισσότερο οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη ότι είναι η χώρα που είναι καλύτερα προετοιμασμένη στον κόσμο για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του 21ου αιώνα, τόσο καλύτερα θα είναι σε θέση να εστιάσουν την προσοχή εκεί όπου έχει μεγαλύτερη σημασία: όχι στην επιβράδυνση της Κίνας αλλά στην ενίσχυση του εαυτού τους. Για να ανταγωνιστεί αποτελεσματικά την Κίνα, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να επικεντρωθεί στην ενίσχυση του εσωτερικού δυναμισμού των Ηνωμένων Πολιτειών, του διεθνούς κύρους και του ασύγκριτου παγκόσμιου δικτύου συμμαχιών και συνεργασιών τους. Αυτά είναι τα πραγματικά κλειδιά για την δύναμη των Ηνωμένων Πολιτειών και η Κίνα δεν μπορεί να τα πάρει.
Πηγή: Foreignaffairs.gr – https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2021-03-03/china-not-ten-feet-tall