Η Ελλάδα αποτελεί πλέον έναν σύμμαχο των ισχυρών δρώντων της Ανατολικής Μεσογείου και των χωρών του Κόλπου, οι οποίοι όμως έχουν έναν κοινό εχθρό, το Ιράν, με ό,τι προεκτάσεις μπορεί αυτό να έχει από πολιτικής και οικονομικής απόψεως.
Το καλοκαίρι του 2022, ανακοινώθηκε η σύσταση διμερούς Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας μεταξύ της Ελλάδας και της Σαουδικής Αραβίας, μια προσπάθεια που φαίνεται να αποσκοπεί ως διέξοδος από τις οικονομικές δυσκολίες που βιώνει η Ελλάδα, ως απότοκο των διεθνών κρίσεων αλλά και των επιλογών της χώρας στις δημοσιονομικές πρακτικές της. Το Συμβούλιο συστάθηκε με σκοπό τη συνεργασία των δύο κρατών για την επέκταση των εμπορικών σχέσεων, την συνεργασία στους τομείς του τουρισμού και της πράσινης ενέργειας, αλλά και λοιπών επενδύσεων.
Η Ελλάδα επιδιώκει να καταστεί ένας σημαντικός εταίρος στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, και για τον λόγο αυτό έχει συμφωνήσει ή δρομολογεί να έχει κοινή κατεύθυνση με τις περισσότερες χώρες της Μέσης Ανατολής. Φυσικά, εξαιτίας των οικονομικών δυσκολιών που προηγουμένως αναφέρθηκαν αλλά και σε συνάρτηση με την οικονομική δυναμική ορισμένων κρατών, έχει δοθεί ιδιαίτερη βάση στις χώρες του Κόλπου. Η πρακτική αυτή αποτελεί ένα σχέδιο το οποίο αναντίρρητα έχει οφέλη, ωστόσο διακυβεύονται και πολλά ζητήματα σε επίπεδο στρατιωτικών και οικονομικών επιπτώσεων για την Ελλάδα.
Είναι γεγονός πως οι σχέσεις Ελλάδος-Σαουδικής Αραβίας έχουν αναθερμανθεί τα τελευταία πέντε χρόνια. Πολυεπίπεδες συνεργασίες στις επενδύσεις στον τουριστικό τομέα αλλά και την ενέργεια αποτελούν απότοκο αυτής της σχέσης, ενώ παράλληλα έχουν συμβεί πολλές συναντήσεις κορυφής, ενισχύοντας το καλό κλίμα. Δύο συμβάντα, ωστόσο, είναι τα πλέον σημαντικά στις διμερείς αυτές σχέσεις. Το μείζον, είναι η υπογραφή αμυντικής συμφωνίας μεταξύ Ριάντ και Αθήνας για την αποστολή μιας συστοιχίας Patriot με το πλήρωμά της. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή είναι η πρώτη φορά που η Αθήνα συμφωνεί σε μια τέτοια στρατιωτική συνδρομή εγκαταλείποντας την πάγια τακτική της μη ανάμειξης.
Το δεύτερο είναι η από κοινού με την Αίγυπτο διεκδίκηση αύξησης του μεριδίου ήπιας ισχύος που τους αναλογεί στο παγκόσμιο στερέωμα, μέσω μιας κοινής αίτησης να διεξάγουν το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου το 2030.
Η συμφωνία για το αντιαεροπορικό σύστημα Patriot συνήφθη σε μια κομβική περίοδο για τη Μέση Ανατολή όπου οι ΗΠΑ αποφάσισαν σιωπηρά να μειώσουν την στρατιωτική τους παρουσία μέσω της απόσυρσης δικών τους βαρέων όπλων από την περιοχή. Τα αμερικανικά συστήματα Patriot που αποτελούσαν εγγυητή ασφαλείας για την Σαουδική Αραβία και κυρίως για τις πετρελαϊκές της εγκαταστάσεις αποχώρησαν, αφήνοντας σημαντικό κενό. Κενό, το οποίο μερικώς καλύφθηκε από την Ελλάδα, η οποία έστειλε μια συστοιχία, ξεκινώντας μια νέα περίοδο για τις σχέσεις των δύο κρατών, πλέον και σε στρατιωτικό επίπεδο.
Η στρατιωτική συνεργασία, ωστόσο, είχε ξεκινήσει πριν την συμφωνία, αφού αεροσκάφη και προσωπικό της Σαουδικής Αραβίας είχαν συμμετάσχει σε αρκετές ασκήσεις αεράμυνας της Ελλάδας. Ακόμη, υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της Σαουδικής Αραβίας έχουν δημοσίως εκφράσει θετικές απόψεις για την ελληνοκυπριακή θέση απέναντι στην ένταση με την Τουρκία.
Οι εντάσεις Αθήνας-Άγκυρας, αυξήθηκαν σημαντικά από το καλοκαίρι του 2019 και αποπροσανατόλισαν την Αθήνα ως προς τους περιφερειακούς της σχεδιασμούς, που μέχρι πρότινος φάνταζαν ακλόνητοι. Η στασιμότητα η οποία κυριάρχησε τα τελευταία χρόνια, είναι απότοκος, μεταξύ άλλων, και της αδυναμίας της Ελλάδας να πείσει τους Ευρωπαίους εταίρους της πως έχει δίκιο. Για αυτό τον λόγο, οι θέσεις στήριξης των Σαουδαράβων δημιούργησαν αφενός νέους πόλους συμμαχιών, αλλά και άνοιξαν νέους δρόμους διπλωματικής συνεργασίας με άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής με τις οποίες η Ελλάδα διατηρούσε σχέσεις σε καθεστώς χειμέριας νάρκης.
Πάντως, παρότι η κορύφωση των ελληνοτουρκικών εντάσεων, ειδικά το καλοκαίρι του 2019, όταν τα τουρκικά ερευνητικά πλοία βρέθηκαν σε αμφισβητούμενες περιοχές, αντιμετωπίστηκε από την Ελλάδα με άμεσες διπλωματικές θέσεις, εντούτοις το αποτέλεσμα μάλλον λειτούργησε υπέρ της τουρκικής πλευράς, αφού η αμφισβήτηση θαλασσίων περιοχών εντάθηκε.
Από την άλλη πλευρά, οι σχέσεις Σαουδικής Αραβίας και Τουρκίας φαίνονται εξίσου έντονες, καθώς η συσσώρευση πολλών προβλημάτων σε συνάρτηση με την δολοφονία του Σαουδάραβα δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι και τις διεθνείς της προεκτάσεις που δημιουργήθηκαν όταν η Άγκυρα δημόσια ανακοίνωσε τον τρόπο και την συμμετοχής ακόμη και του Σαουδάραβα πρίγκιπα, οδήγησαν την Σαουδική Αραβία στην αναζήτησή νέων συμμαχιών. Η αναζήτησή αυτή έφερε την Ελλάδα στο προσκήνιο των Σαουδαράβων διπλωματών, ενώ την προσπάθεια σύγκλισης απόψεων και πολιτικών ακολούθησαν και άλλες αραβικές χώρες οι οποίες αντιδρούν στην πολιτική της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Το ζήτημα της συνεργασίας των δύο κρατών στην αίτηση από κοινού διεξαγωγής του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου (μαζί και με την Αίγυπτο) είναι ακόμη μια προσπάθεια των δύο χωρών με σκοπό την αύξηση της επιρροής τους στο παγκόσμιο θέατρο. Η ήπια ισχύς την οποία οι δύο χώρες σκοπεύουν να αυξήσουν, έχει απώτερο σκοπό την εδραίωσή τους διεθνώς ως πολιτισμικούς δρώντες της επόμενης εικοσαετίας. Το γεγονός αυτό πρόκειται να φέρει επενδύσεις ακριβώς στους τομείς συνεργασίας των δύο κρατών (τουρισμός, ενέργεια), δημιουργώντας καλύτερες οικονομικές συνθήκες στην Ελλάδα και ηπιότερη αντίληψη για την μοναρχία των Σαούντ και τις αποφάσεις της στο ευρωπαϊκό -τουλάχιστον- στερέωμα.
ΤΟ ΙΣΡΑΗΛ ΚΑΙ ΤΑ ΗΑΕ
Το Ισραήλ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα είναι δύο κράτη της Μέσης Ανατολής που λογίζονται ως οι σημαντικότεροι εταίροι της Αθήνας τόσο σε συνεργασίες ήπιας ισχύος, όσο και σκληρής. Οι σχέσεις της Ελλάδας με τις χώρες αυτές έχουν εξελιχθεί ραγδαία τα τελευταία χρόνια και φαίνεται πως δημιουργούνται σημαντικότατοι δεσμοί υψηλής πολιτικής συνεργασίας.
Παρότι η σημαντικότερη σχέση φαίνεται να είναι αυτή της υπογραφής του αγωγού EastMed μεταξύ Αθήνας και Τελ Αβίβ, εντούτοις το μεγάλο οικονομικό κόστος του έργου ίσως το καταστήσει ουτοπικό. Πάντως, οι δύο χώρες έχουν υπογράψει πολύ σημαντικές συμφωνίες σε στρατιωτικό επίπεδο, όπως για παράδειγμα η συμφωνία κατασκευής υποδομών από το Ισραήλ για την εκπαίδευση των Ελλήνων πιλότων πολεμικών αεροσκαφών. Φυσικά, η στρατιωτική συνεργασία των δύο κρατών είναι σχεδόν καθημερινή, με στρατιωτικούς αλλά και οπλικά συστήματα να συμμετέχουν σε κοινές ασκήσεις των δύο κρατών.
Οι σχέσεις της Ελλάδας με τα ΗΑΕ ακολουθούν αντίστοιχη πορεία. Οι δύο πλευρές ανακοίνωσαν υπογραφή μιας πολύ σημαντικής συμφωνίας με στόχους την κοινή στρατιωτική βοήθεια που δεσμεύει τις δύο πλευρές να συνδράμουν η μια την άλλη σε περίπτωση πολέμου. Το μέγεθος σημασίας αυτής της συμφωνίας -ειδικά για την Αθήνα- φαίνεται από το γεγονός ότι συνήφθη σε περίοδο εντάσεων με την Τουρκία, αλλά και επειδή η Ελλάδα έως εκείνη την εποχή δεν είχε αντίστοιχη συμφωνία με καμία άλλη χώρα πλην της Κύπρου.
Η συμφωνία αυτή, βέβαια, αποτέλεσε την επισφράγιση με επίσημο τρόπο μιας σειράς ζητημάτων στα οποία οι δύο χώρες είχαν κοινά συμφέροντα, όπως για παράδειγμα τις εντάσεις με την Τουρκία, την σύγκρουση στην Λιβύη στην οποία οι δύο χώρες συνδράμουν τους ίδιους δρώντες, αλλά και τον πόλεμο στη Συρία όπου παρομοίως ο ρόλος της Άγκυρας λογίζεται ως επεκτατικός.
Ακόμη, πολεμικά αεροσκάφη των ΗΑΕ λαμβάνουν μέρος σε στρατιωτικές ασκήσεις εντός του ελληνικού FIR ενώ από το Άμπου Ντάμπι ήταν η πρώτη κυβέρνηση που απέστειλε υγειονομική υποστήριξη στην Ελλάδα την περίοδο κλιμάκωσης της κρίσης της COVID-19.
Ο ΠΑΡΑΓΩΝ ΙΡΑΝ
Όπως φαίνεται, παρότι οι τρεις χώρες που συμμαχούν με την Ελλάδα έχουν τοποθετηθεί υπέρ της στις εντάσεις με την Τουρκία, εντούτοις ο κύριος εχθρός δεν θεωρείται η Άγκυρα. Τουναντίον, και οι τρεις χώρες διατηρούν σχέσεις μαζί της, τόσο σε οικονομικό όσο και σε διπλωματικό επίπεδο. Σημαντικότερη (σύμφωνα με τις παραπάνω χώρες) απειλή σε στρατιωτικό επίπεδο όμως, θεωρείται το Ιράν.
Το παράδοξο είναι πως στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης η κυβέρνηση αρνείται πως αποτελεί άμεσο εχθρό του Ιράν. Ακόμη, οι Έλληνες αξιωματούχοι δεν ασκούν δημόσια κριτική στην Τεχεράνη, παρά τις αρνητικές εξελίξεις των συμμάχων τους έναντί της. Το γεγονός αυτό έρχεται σε ευθεία αντιδιαστολή με την πολιτική της Αθήνας, η οποία συμμετέχει άμεσα στα σκληρά μέτρα απέναντι στο Ιράν, μη εξηγώντας δημόσια τους λόγους άσκησης αυτής της πολιτικής.
Πάντως, παρόλη την σύγκλιση της Αθήνας με τις προαναφερθείσες χώρες, είναι φανερό πως κίνητρό της είναι αφενός η αύξηση της αποτρεπτικής της ικανότητας, αφετέρου η εξυπηρέτηση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής με σκοπό την κάλυψη του ελλείμματος ασφάλειας έναντι της Τουρκίας. Για αυτόν τον λόγο η Ελλάδα, παρόλο που συμμετέχει στις κυρώσεις εναντίον του Ιράν και ενισχύει τους δεσμούς της με κράτη τα όποια είναι ανταγωνιστές της Τεχεράνης, δεν επιθυμεί να αναμιχθεί στην αντιπαλότητα αυτή.
Οι σχέσεις Αθήνας-Τεχεράνης βρίσκονται σε τέλμα εδώ και αρκετό καιρό. Μάλιστα, οι στρατιωτικές και διπλωματικές πολιτικές της Αθήνας έχουν συμβάλλει περαιτέρω στην ψυχρότητα αυτή, κάτι που δημιουργεί ζήτημα αξιοπιστίας, από την στιγμή μάλιστα που η Ελλάδα ήταν το πρώτο ευρωπαϊκό κράτος που εισήγαγε ιρανικό πετρέλαιο μετά την άρση του εμπάργκο το 2018.
Ως σήμερα και παρά τα αντιθέτως θρυλούμενα, ο όγκος εμπορικών συναλλαγών μεταξύ της Ελλάδας και των χωρών του υποσυστήματος της Μέσης Ανατολής δεν έχει μεταβληθεί δραστικά σε σχέση τουλάχιστον με το 2019. Στον αντίποδα, οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ της Τουρκίας και των ΗΑΕ υπήρξαν κατά πολύ μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες ελληνικές, ενώ παρόμοια στοιχεία ισχύουν και για τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ Ελλάδας και Σαουδικής Αραβίας [κάτι που δικαιολογείται εν μέρει και από τα σχετικά μεγέθη των εν λόγω κρατών].
Εν τέλει, οι σχέσεις της Ελλάδας με τις χώρες της Μέσης Ανατολής έχουν αναντίρρητα αναθερμανθεί τα τελευταία χρόνια, με πολλές συμφωνίες να έρχονται στο προσκήνιο. Η βελτίωση των σχέσεων της Αθήνας με πολλές χώρες του Μάσρεκ άνοιξε νέες αγορές, ισχυροποίησε άλλες και εδραίωσε την αντίληψη πως οι χώρες του Κόλπου αποτελούν τουλάχιστον οικονομικό σύμμαχο της Ελλάδας. Παρά τις οικονομικές συμμαχίες, όμως, από γεωπολιτικής σκοπιάς φαίνεται πως πολλές αποφάσεις είναι μάλλον επιδερμικές, χωρίς σχεδιασμό μακροπρόθεσμου οφέλους ή ζημίας.
Η Ελλάδα αποτελεί πλέον έναν σύμμαχο των ισχυρών δρώντων της Ανατολικής Μεσογείου και των χωρών του Κόλπου, οι οποίοι όμως έχουν έναν κοινό εχθρό, το Ιράν, με ό,τι προεκτάσεις μπορεί αυτό να έχει από πολιτικής και οικονομικής απόψεως. Ακόμη, η συμμετοχή στρατιωτικού οπλισμού (Patriot) στην Σαουδική Αραβία, θέτει τον ελληνικό στρατό ως εμπλεκόμενο στον πόλεμο δι’ αντιπροσώπων που εξελίσσεται στην Υεμένη˙ και κατά συνέπεια εχθρό των ανταρτών Χούτι (οι οποίοι υποστηρίζονται από το Ιράν).
Το κατά πόσον οι συγκλίσεις σε τόσο υψηλό βαθμό πολιτικής με τις προαναφερθείσες χώρες θα αποδώσουν στην Ελλάδα θετικό αντίκρισμα, θα φανεί στο μέλλον. Αξίζει να σημειωθεί πως η πολιτική της Αθήνας χαρακτηριζόταν πάντοτε από υποχωρήσεις έναντι του παρόχου ασφαλείας. Έτσι, η νέα μεσανατολική πολιτική αποτελεί συνέχεια αυτής της πρακτικής και όχι αλλαγή. Οι εν λόγω επαφές έχουν πραγματοποιηθεί με την προτροπή των ΗΠΑ με υποθετικό αντάλλαγμα την στενότερη σχέση και άρα την κάλυψη έναντι της επεκτατικής πολιτικής της Τουρκίας. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα να υποπίπτει η ελληνική εξωτερική πολιτική σε κάποιες αντιφάσεις, καθώς η Αθήνα δεν επιθυμεί πραγματική ρήξη με το Ιράν αλλά ούτε και συμμετοχή στους ανταγωνισμούς της Μέσης Ανατολής. Πάντως, η τουριστική βιομηχανία και η ανοιχτή πόρτα σε πάσης φύσεως ξένες επενδύσεις απαιτεί σταθερότητα και ασφάλεια. Για αυτό, η υπογραφή συμφωνιών θα πρέπει να συνοδεύεται από μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και προσοχή, ειδικά όταν τα οφέλη φαντάζουν νεφελώδη.
ForeignAffairs.gr