Πώς το όλο και μεγαλύτερο πυρηνικό οπλοστάσιο της Κίνας απειλεί την αποτροπή*
Στα τέλη του Ιουνίου του 2021, δορυφορικές εικόνες αποκάλυψαν ότι η Κίνα κατασκεύαζε 120 σιλό για διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους (ICBM) στο όριο της ερήμου Γκόμπι. Λίγες εβδομάδες αργότερα ακολούθησε η αποκάλυψη ότι άλλα 110 σιλό για πυραύλους βρίσκονταν υπό κατασκευή στην [πόλη] Hami, στην επαρχία Σιντζιάνγκ. Μαζί με άλλες προγραμματισμένες επεκτάσεις, αυτές οι τοποθεσίες ισοδυναμούν με μια δραματική μετατόπιση στην προσέγγιση της χώρας στα πυρηνικά όπλα. Επί δεκαετίες, η Κίνα διατηρούσε μια σχετικά μικρή πυρηνική ισχύ, αλλά σύμφωνα με τις τρέχουσες εκτιμήσεις των υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ, ετούτο το οπλοστάσιο βρίσκεται πλέον στην πορεία σχεδόν για να τετραπλασιαστεί, στα 1.000 όπλα, έως το 2030, ένας αριθμός που θα τοποθετήσει την Κίνα πολύ πάνω από οποιαδήποτε άλλη πυρηνική δύναμη εκτός από την Ρωσία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ούτε φαίνεται πιθανό ότι το Πεκίνο θα σταματήσει εκεί, δεδομένης της δέσμευσης του προέδρου Σι Τζινπίνγκ να δημιουργήσει έναν στρατό «παγκόσμιας κλάσης» έως το 2049 και της άρνησής του να εισέλθει σε συνομιλίες για τον έλεγχο των εξοπλισμών.
Είναι δύσκολο να μεγαλοποιηθεί η σημασία αυτής της προσπάθειας. Με το να αναπτύξει ένα πυρηνικό οπλοστάσιο που σύντομα θα ανταγωνίζεται εκείνα της Ρωσίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, η Κίνα δεν απομακρύνεται απλώς από το επί δεκαετίες καθεστώς της ως έλασσον πυρηνικό κράτος˙ ανατρέπει επίσης το διπολικό σύστημα πυρηνικής ισχύος. Στα 73 χρόνια από την πρώτη πυρηνική δοκιμή της Σοβιετικής Ένωσης, αυτό το διπολικό σύστημα, παρ’ όλα τα ελαττώματα και τις στιγμές του τρόμου, έχει αποτρέψει τον πυρηνικό πόλεμο. Πλέον, πλησιάζοντας την ισότητα με τις δύο υφιστάμενες μεγάλες πυρηνικές δυνάμεις, η Κίνα προαναγγέλλει μια ιδεολογική μετατόπιση σε κάτι πολύ λιγότερο σταθερό: ένα τριπολικό πυρηνικό σύστημα. Σε εκείνον τον κόσμο, θα υπάρχει τόσο μεγαλύτερος κίνδυνος για μια κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών όσο και αυξημένα κίνητρα ώστε τα κράτη να καταφύγουν στα πυρηνικά όπλα σε μια κρίση. Με τρεις ανταγωνιστικές μεγάλες πυρηνικές δυνάμεις, πολλά από τα χαρακτηριστικά που ενίσχυσαν την σταθερότητα στο διπολικό σύστημα θα καταστούν είτε θεωρητικά είτε πολύ λιγότερο αξιόπιστα.
Δεν υπάρχει τίποτα που μπορούν να κάνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες για να εμποδίσουν την Κίνα να ακολουθήσει τις ίδιες και την Ρωσία ως τις κορυφαίες πυρηνικές δυνάμεις του κόσμου, αλλά υπάρχουν πράγματα που οι στρατηγιστές και οι αμυντικοί σχεδιαστές των ΗΠΑ μπορούν να κάνουν για να μετριάσουν τις συνέπειες. Για αρχή, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να εκσυγχρονίσει την πυρηνική της αποτροπή. Αλλά θα πρέπει επίσης να εμπλακεί σε νέους τρόπους σκέψης σχετικά με την πυρηνική ισορροπία δυνάμεων και το πώς, σε ένα πολύ πιο περίπλοκο στρατηγικό περιβάλλον, θα μπορέσει να διατηρήσει την αποτροπή και να διαφυλάξει την πυρηνική ειρήνη.
ΠΙΣΤΟΛΑΔΕΣ ΣΕ ΕΝΑΝ ΣΚΟΝΙΣΜΕΝΟ ΔΡΟΜΟ
Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, τόσο η Σοβιετική Ένωση όσο και οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούσαν να εστιάσουν τις πυρηνικές τους στρατηγικές σχεδόν εξ ολοκλήρου στην άλλη [χώρα]. Οι δύο υπερδυνάμεις κατασκεύασαν πυρηνικά οπλοστάσια που υπερέβαιναν τα 20.000 όπλα έκαστο, επιτρέποντάς τους να αγνοήσουν σε μεγάλο βαθμό τα οπλοστάσια των ελασσόνων πυρηνικών κρατών -της Κίνας, της Γαλλίας, του Ισραήλ, και του Ηνωμένου Βασιλείου- τα αποθέματα των οποίων δεν ξεπέρασαν τις λίγες εκατοντάδες. Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες αισθάνθηκαν άνετα ώστε να συμφωνήσουν να μειώσουν τις αναπτυγμένες στρατηγικές δυνάμεις τους στα 1.550 πυρηνικά όπλα, καθώς συνέχισαν να διατηρούν ένα μεγάλο πλεονέκτημα έναντι οποιουδήποτε άλλου πυρηνικά οπλισμένου κράτους.
Μολονότι το διπολικό σύστημα δεν εξάλειψε τον κίνδυνο του πυρηνικού πολέμου, λειτούργησε αρκετά καλά για να αποφευχθεί ο Αρμαγεδδών. Τα δυο χαρακτηριστικά του συστήματος δυο δυνάμεων είναι η ισότητα και η αμοιβαία εξασφαλισμένη καταστροφή (mutually assured destruction), ή αλλιώς MAD. Από τότε που ξεκίνησαν τις Συνομιλίες για τον Περιορισμό των Στρατηγικών Όπλων (Strategic Arms Limitation Talks), το 1969, τόσο η Μόσχα όσο και η Ουάσιγκτον έδωσαν έμφαση στην διατήρηση της ισότητας ή αλλιώς σε οπλοστάσια παρόμοιου μεγέθους, ως έναν τρόπο για να ενισχύσουν την αποτροπή και την σταθερότητα των κρίσεων -μια κατάσταση στην οποία υπάρχουν ισχυρά αντικίνητρα για την καταφυγή σε πυρηνικά όπλα, ακόμη και υπό συνθήκες μεγάλης πίεσης. Για αμφότερες τις δυνάμεις, ο καθορισμός πυρηνικών δυνάμεων που ήταν παρόμοιες σε μέγεθος και πολύ μεγαλύτερες από εκείνες οποιουδήποτε άλλου πυρηνικού κράτους τις έθεσε σε ισότιμη βάση. Αυτό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό για τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες επιδίωξαν να αποθαρρύνουν τις σοβιετικές επιθέσεις όχι μόνο εναντίον των ιδίων αλλά και εναντίον βασικών συμμάχων και εταίρων ασφαλείας, τους οποίους η Ουάσιγκτον είχε προσφερθεί να προστατεύσει υπό την «πυρηνική ομπρέλα» της μέσω της εκτεταμένης αποτροπής. Κατά συνέπεια, η Ουάσιγκτον ήθελε να αποφύγει την δημιουργία της αντίληψης μεταξύ αυτών των κρατών ότι οι πυρηνικές δυνάμεις της ήταν καθ’ οποιονδήποτε τρόπο κατώτερες από εκείνες της Μόσχας.
Καθώς το σοβιετικό οπλοστάσιο συνέχιζε να διευρύνεται στην αρχική περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, και ειδικά μετά την ανάπτυξη των θερμοπυρηνικών όπλων, οι Αμερικανοί στρατηγιστές αναζήτησαν νέους τρόπους για να ενδυναμώσουν την αποτροπή. Ένας βασικός παράγοντας σε αυτή την προσπάθεια ήταν η έννοια της εξασφαλισμένης καταστροφής, σύμφωνα με την οποία το οπλοστάσιο των ΗΠΑ έπρεπε να είναι σε θέση να απορροφήσει ένα αιφνιδιαστικό σοβιετικό πρώτο χτύπημα και να παραμείνει ικανό να προκαλέσει μια καταστροφική επίθεση, ή δεύτερο χτύπημα, ως αντίποινα, που θα μπορούσε να καταστρέψει την Σοβιετική Ένωση ως λειτουργική κοινωνία. (Το 1964, ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Robert McNamara, εκτίμησε ότι ένα οπλοστάσιο έπρεπε να είναι σε θέση να συντηρεί 400 όπλα ώστε να διατηρεί μια δύναμη εξασφαλισμένης καταστροφής για ένα δεύτερο χτύπημα, το οποίο όρισε ως την ικανότητα να καταστρέψει το ένα τέταρτο του πληθυσμού της Σοβιετικής Ένωσης και την μισή βιομηχανική ικανότητά της). Αργότερα, οι στρατηγιστές επινόησαν τον όρο «αμοιβαία εξασφαλισμένη καταστροφή» για να περιγράψουν την κατάσταση στην οποία αμφότεροι οι αντίπαλοι διέθεταν αυτή την ικανότητα. Αυτή η αποκαλυπτική αντιπαράθεση χαρακτηρίστηκε ως γνωστόν από τον φυσικό [επιστήμονα] Ρόμπερτ Οπενχάιμερ, ο οποίος ηγήθηκε της ανάπτυξης της ατομικής βόμβας, ως η κατάσταση δύο σκορπιών παγιδευμένων σε ένα μπουκάλι, με τον καθένα ικανό να σκοτώσει τον άλλο, αλλά μόνο με μεγάλο κίνδυνο για την δική του επιβίωση.
Ωστόσο, το να διατηρηθεί απλώς η ικανότητα αφανισμού των πληθυσμιακών κέντρων και της βιομηχανικής υποδομής του αντιπάλου ως αντίποινα για οποιαδήποτε πυρηνική επίθεση, δεν εγγυάται ότι η αποτροπή θα άντεχε σε κάθε κατάσταση. Υπό ποιες συνθήκες θα επέλεγε ένας ορθολογικός ηγέτης να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα σε μια σύγκρουση; Ο θεωρητικός των παιγνίων και βραβευμένος με Νόμπελ, Thomas Schelling, επισήμανε ότι υπό συγκεκριμένες συνθήκες, η έναρξη ενός πυρηνικού πολέμου θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια λογική πράξη. Όπως το έβλεπε ο Σέλινγκ, οι δύο μεγάλες πυρηνικές δυνάμεις, αντί να μοιάζουν με σκορπιούς σε μπουκάλι, ίσως έρχονταν αντιμέτωπες ως δύο πιστολάδες στον σκονισμένο δρόμο μιας άνομης πόλης της Παλαιάς Δύσης, όπου όποιος τραβήξει πιο γρήγορα απολαμβάνει το πλεονέκτημα. Αυτή η κατάσταση θα επικρατούσε όταν μια από τις δύο δυνάμεις διαισθανόταν αυτό που ο Σέλινγκ αποκάλεσε «τον φόβο του να είναι κάποιος ένας φτωχός δεύτερος διότι δεν ξεκίνησε πρώτος». Αυτός ο φόβος έγινε ιδιαίτερα οξύς όταν η πρόοδος στην καθοδήγηση των βαλλιστικών πυραύλων έδωσε την δυνατότητα τόσο στην Σοβιετική Ένωση όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες να εκτελούν μια πυρηνική επίθεση «αντιποίνων» στο πυρηνικό οπλοστάσιο της άλλης, με αποτέλεσμα να διακυβεύεται η αποτελεσματικότητα οποιασδήποτε επίθεσης δεύτερου χτυπήματος.
Αυτοί οι φόβοι υπερτονίστηκαν με την έλευση πυραύλων με πολλαπλά ανεξάρτητων στόχων οχήματα επανεισόδου (multiple independently targetable reentry vehicles), ή αλλιώς MIRV. Δεδομένου ότι κάθε «όχημα» ή πυρηνική κεφαλή, σε έναν τέτοιο πύραυλο ήταν ικανό να χτυπήσει διαφορετικό στόχο, υπήρχε πλέον η προοπτική ο επιτιθέμενος να χρησιμοποιήσει έναν μόνο πύραυλο για να καταστρέψει πολλούς συγκρίσιμα οπλισμένους εχθρικούς πυραύλους στα σιλό τους, ή μια ναυτική βάση που ελλιμενίζει πολλά υποβρύχια με βαλλιστικούς πυραύλους, έκαστο οπλισμένο με μια ντουζίνα ή περισσότερους πυραύλους που μεταφέρουν εκατοντάδες όπλα, ή δεκάδες πυρηνικά οπλισμένα βομβαρδιστικά σε μια αεροπορική βάση. Στην στρατιωτική ορολογία, ο επιτιθέμενος μπορούσε τώρα να απολαύσει μια εξαιρετικά ευνοϊκή «αναλογία ανταλλαγής κόστους» (“cost-exchange ratio”), στην οποία θα μπορούσε να καταστρέψει δεκάδες όπλα του αντιπάλου του χρησιμοποιώντας ελάχιστα δικά του, μεταβάλλοντας σημαντικά, συνεπώς, την κατάσταση ισότητας που υπήρχε πριν από την επίθεση.
Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, στο θύμα θα απέμεναν δύο δυσάρεστες μορφές αντιποίνων. Θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει πολλή ή το μεγαλύτερο μέρος της μικρής διασωθείσας δύναμής του για να εξαπολύσει μια επίθεση με τον ίδιο τρόπο εναντίον του οπλοστασίου του επιτιθέμενου. Αλλά οι προοπτικές επιτυχίας θα ήταν πλέον μικρές, καθώς ο όγκος των πυρηνικών δυνάμεων του επιτιθέμενου θα ήταν άθικτος και, μαζί με την αεροπορική και πυραυλική άμυνά του, θα βρισκόταν σε πλήρη ετοιμότητα. Επιπλέον, ένα τέτοιο δεύτερο χτύπημα θα διακινδύνευε να αφήσει το θύμα με ανεπαρκείς δυνάμεις για να διατηρήσει την ικανότητα εξασφαλισμένης καταστροφής. Εναλλακτικά, εάν το θύμα επέλεγε να διεξάγει μια καταστρεπτική επίθεση στην οικονομία και στην κοινωνία του επιτιθέμενου, θα ήταν μια πράξη αυτοκτονίας, καθώς θα πυροδοτούσε την MAD, προκαλώντας μια αντίστοιχη επίθεση εναντίον του από τον αντίπαλό του, ο οποίος είχε διατηρήσει την δική του δύναμη εξασφαλισμένης καταστροφής. Ως εκ τούτου, το θύμα θα περιοριζόταν σε μια τρίτη επιλογή, την διατήρηση των διασωθεισών πυρηνικών δυνάμεων του για να αποτρέψει μια επίθεση στην οικονομία και στην κοινωνία του. Αλλά εάν το έκανε, ο επιτιθέμενος θα απολάμβανε ένα σημαντικό πλεόνασμα πυρηνικής ισχύος για να υποστηρίξει ενέργειες καταναγκασμού ή περαιτέρω επιθετικότητας.
Ο «φόβος του να είναι φτωχοί δεύτεροι» οδήγησε τόσο την Σοβιετική Ένωση όσο και τις Ηνωμένες Πολιτείες στο να διατηρήσουν κάποιες από τις πυρηνικές δυνάμεις τους σε υψηλή ετοιμότητα, που είναι γνωστή ως στάση «εκτόξευσης μετά από προειδοποίηση» (launch on warning). Ο στόχος ήταν να αυξηθεί ο κίνδυνος για τον επιτιθέμενο, με το να έχουν ευάλωτες δυνάμεις ικανές για εκτόξευση πριν καταστραφούν. Αυτή η προσέγγιση είχε τους δικούς της κινδύνους: σε αρκετές στιγμές κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι αμερικανικές ή οι σοβιετικές δυνάμεις έφτασαν άβολα κοντά στο να εξαπολύσουν μια πυρηνική επίθεση όταν τα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησής τους εντόπισαν εσφαλμένα ότι μια επίθεση βρισκόταν σε εξέλιξη. Ωστόσο, η γενική σταθερότητα του διπολικού συστήματος συνέβαλε πολύ στην αποτροπή μιας πυρηνικής σύγκρουσης επί σχεδόν 70 χρόνια.
ΤΡΕΙΣ ΣΚΟΡΠΙΟΙ, ΟΧΙ ΔΥΟ
Η επίτευξη του καθεστώτος της μεγάλης πυρηνικής δύναμης από την Κίνα θα ταράξει δραματικά αυτή την εύθραυστη ισορροπία. Μέχρι πρόσφατα, η κινεζική κυβέρνηση φαινόταν ικανοποιημένη με μια «ελάχιστη αποτρεπτική» δύναμη λίγων μόνο εκατοντάδων όπλων. Ωστόσο, πλέον κινείται σε μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση. Μαζί με το όργιο κατασκευής σιλό, έχει αναπτύξει έναν νέο ICBM ικανό να οπλίζεται με έως και δέκα πυρηνικές κεφαλές εξοπλισμένες με MIRV. Αυτός ο συνδυασμός πολλαπλασιασμού των σιλό εκτόξευσης και των πυραύλων τύπου «Λερναία Ύδρα» θα δώσει στον κινεζικό στρατό την δυνατότητα να διευρύνει έτι περαιτέρω το επίγειο οπλοστάσιό του, σε έως και 3.000 όπλα, γεμίζοντας απλώς τα σιλό του με αυτούς τους πυραύλους. Η Κίνα εκσυγχρονίζει επίσης την δύναμη των εκτοξευόμενων από υποβρύχια βαλλιστικών πυραύλων της και τον [αεροπορικό] στόλο της των βομβαρδιστικών μεγάλης εμβέλειας, με το βλέμμα στο να παρατάξει μια στιβαρή τριάδα συστημάτων πυρηνικής παράδοσης -επίγεια, θαλάσσια, και εναέρια- μια ικανότητα που μέχρι τώρα μόνο η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες κατέχουν.
Η αντιμετώπιση της πυρηνικής στρατηγικής σε ένα τριπολικό πυρηνικό σύστημα θυμίζει τις προκλήσεις που σχετίζονται με το αποκαλούμενο πρόβλημα των τριών σωμάτων στην αστροφυσική. Αυτό είναι το πρόβλημα του να προσπαθεί κάποιος να προβλέψει την κίνηση τριών ουράνιων σωμάτων με βάση τις αρχικές θέσεις και ταχύτητές τους. Σε ένα σύστημα δύο ουράνιων σωμάτων, μια τέτοια πρόβλεψη μπορεί να γίνει εύκολα. Αλλά όταν υπάρχουν τρία, δεν έχει ακόμη εντοπιστεί γενική λύση (εκτός από όταν τουλάχιστον ένα από τα σώματα έχει βαρυτική έλξη που είναι μικροσκοπική σε σχέση με αυτή των άλλων δύο). Λόγω του ότι οι μελλοντικές θέσεις των τριών σωμάτων δεν έχουν εύκολη λύση, ένα σύστημα τριών σωμάτων περιγράφεται ως «χαοτικό». Ομοίως, με την ανάδυση τριών αντίπαλων πυρηνικών δυνάμεων, πολλά βασικά χαρακτηριστικά του διπολικού συστήματος θα καταρρεύσουν και ο «φόβος να είναι κάποιος ένας φτωχός δεύτερος» διότι δεν κατάφερε να επιτεθεί πρώτος πιθανώς θα αυξηθεί.
Κατ’ αρχάς, από την στιγμή που η Κίνα, η Ρωσία, και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έχουν όλες μεγάλα πυρηνικά οπλοστάσια, κάθε δύναμη θα πρέπει να εργαστεί για να περιορίσει την συμπεριφορά όχι ενός, αλλά δύο διαφορετικών αντιπάλων. Η έννοια που χρησιμοποιείται από τους Κινέζους για την αποτροπή —weishe— χρησιμεύει για να τονίσει το νόημα. Είναι πιο εκτεταμένη από τον παραδοσιακό Δυτικό ορισμό της «αποτροπής» και περιλαμβάνει δύο διαφορετικούς στόχους. Ο πρώτος, παρόμοιος με την Δυτική έννοια, περιλαμβάνει την αποθάρρυνση ή την αποτροπή ενός αντιπάλου από το να επιδιώξει μια συγκεκριμένη σειρά ενεργειών. Αλλά ο δεύτερος στόχος η [έννοια] weishe είναι να εξωθήσει έναν αντίπαλο στο να επιδιώξει μια σειρά ενεργειών που διαφορετικά δεν θα αναλάμβανε. Έτσι, η weishe περιλαμβάνει επίσης την Δυτική έννοια του καταναγκασμού. Αυτό υποδηλώνει ότι οι Κινέζοι έχουν πιο φιλόδοξους στόχους για τις πυρηνικές δυνάμεις τους από όσο έχουν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ για τους δικούς τους. Εγείρει το ερώτημα του πώς το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα (Chinese Communist Party, CCP) θα χρησιμοποιούσε την πυρηνική του ικανότητα για καταναγκαστικούς σκοπούς. Οι σύμμαχοι της Ουάσιγκτον αποτελούν προφανείς στόχους.
Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ επιδίωξαν να προωθήσουν την συλλογική άμυνα και να αποθαρρύνουν την διάδοση [των πυρηνικών όπλων], πείθοντας τους συμμάχους να καταφύγουν υπό την πυρηνική ομπρέλα των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Ουάσιγκτον δεσμεύτηκε ότι εάν η Μόσχα επιτίθετο σε οποιονδήποτε από αυτούς με πυρηνικά όπλα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα απαντούσαν με τα δικά τους αντίποινα. Σε ένα τριπολικό σύστημα, ωστόσο, η αξιοπιστία της πυρηνικής ομπρέλας των ΗΠΑ κινδυνεύει να τεθεί σε κίνδυνο από την ανάγκη της Ουάσιγκτον να αντισταθμίσει την απειλή δύο μεγάλων αντίπαλων πυρηνικών δυνάμεων. Στον βαθμό που η πυρηνική εγγύηση των ΗΠΑ θεωρηθεί μειωμένη, οι βασικοί σύμμαχοι όπως η Γερμανία, η Ιαπωνία, και η Νότιος Κορέα ίσως γίνουν ευάλωτοι στον καταναγκασμό από την Κίνα ή την Ρωσία -ή ίσως επιδιώξουν [να αποκτήσουν] οι ίδιες πυρηνικά όπλα.
Αυτό μας φέρνει στο πρόβλημα της ισότητας. Σε ένα τριπολικό σύστημα, απλώς δεν είναι δυνατό κάθε κράτος να διατηρήσει την πυρηνική ισότητα με τα συνδυασμένα οπλοστάσια των δύο αντιπάλων του. Ας υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι η Κίνα ανέπτυσσε ίδιου μεγέθους πυρηνική ισχύ με την Ρωσία και τις Ηνωμένες Πολιτείες: 1.550 όπλα. Σε εκείνο το σημείο, οι στρατηγιστές των ΗΠΑ θα μπορούσαν λογικά να συμπεράνουν ότι πρέπει να προσθέσουν επιπλέον 1.550 όπλα για να επιτύχουν την ισότητα με τις συνδυασμένες δυνάμεις της Κίνας και της Ρωσίας. Εν τω μεταξύ, οι Ρώσοι στρατηγιστές πιθανότατα θα ήθελαν το ίδιο. Η Κίνα, έχοντας δημιουργήσει ένα οπλοστάσιο ισότιμο με αυτό των δύο μεγάλων πυρηνικών δυνάμεων, δεν θα ήταν διατεθειμένη να στερηθεί το νεοαποκτηθέν καθεστώς της -και έτσι ένα τριπολικό σύστημα κινδυνεύει να καταρρεύσει σε μια κούρσα εξοπλισμών τύπου «Κόκκινης Βασίλισσας» (στμ: στην εξελικτική βιολογία, η Red Queen Hypothesis, η οποία πήρε το όνομα της από τον ομώνυμο χαρακτήρα του βιβλίου «Η Αλίκης στην Χώρα των Θαυμάτων» προτείνει ότι τα είδη πρέπει να εξελίσσονται, να προσαρμόζονται, και να πολλαπλασιάζονται για να επιτύχουν την επιβίωσή τους απέναντι στα συνεχώς εξελισσόμενα αντίπαλα είδη), στο οποίο η ισότητα επιδιώκεται συνεχώς αλλά δεν επιτυγχάνεται ποτέ.
Το ίδιο ισχύει και για την MAD. Ας φανταστούμε ότι τόσο η Ρωσία όσο και οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν 1.550 αναπτυγμένα πυρηνικά όπλα, σύμφωνα με την Συνθήκη New START, και ότι τα 400 πυρηνικά όπλα εξακολουθούσαν να αποτελούν μια δύναμη εξασφαλισμένης καταστροφής: μια αμερικανική δύναμη 1.550 όπλων θα ήταν επαρκής για να διασφαλίσει ότι 400 όπλα θα σώζονταν από μια αιφνιδιαστική ρωσική επίθεση. Σε ένα τριπολικό σύστημα, ωστόσο, μια τέτοια εναπομείνασα δύναμη δεν θα ήταν πλέον αρκετή. Εάν, για παράδειγμα, η Κίνα έκανε μια αιφνιδιαστική επίθεση στο οπλοστάσιο των ΗΠΑ, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την εναπομείνασα δύναμη εξασφαλισμένης καταστροφής των 400 όπλων για να ανταποδώσουν στην Κίνα, αλλά αυτό θα τις άφηνε με ανεπαρκείς δυνάμεις για να αντισταθμίσουν το οπλοστάσιο της Ρωσίας. Προκειμένου να διατηρήσουν μια ικανότητα εξασφαλισμένης καταστροφής τόσο εναντίον της Κίνας όσο και της Ρωσίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα χρειάζονταν την διπλάσια εναπομείνασα δύναμη —800 όπλα— η οποία αναμφισβήτητα θα απαιτούσε το διπλάσιο αρχικό οπλοστάσιο. Και αυτό προϋποθέτει ότι τόσο το Πεκίνο όσο και η Μόσχα θα πάγωναν τις δυνάμεις τους στα 1.550 όπλα, ενόσω η Ουάσιγκτον διπλασίαζε τα δικά της, στα 3.100. Το να περιμένει κανείς από μια αντίπαλη δύναμη να αποδεχθεί μια τέτοια κατάσταση φτάνει στα όρια της φαντασίας.
Φυσικά, αυτό το απλό νοητικό πείραμα είναι απλώς επεξηγηματικό. Ίσως είναι δυνατόν, για παράδειγμα, να δημιουργηθεί μια δύναμη εξασφαλισμένης καταστροφής σε υποβρύχια με βαλλιστικούς πυραύλους, τα οποία, επί του παρόντος, είναι πολύ δύσκολο να εντοπιστούν και, επομένως, να στοχευθούν. Αλλά αυτά τα υποβρύχια θα πρέπει τελικά να επιστρέψουν στην βάση τους, και έτσι, εκτός εάν εκτοξεύσουν τα όπλα τους πριν το κάνουν, και αυτά τα όπλα θα είναι ευάλωτα. Επιπλέον, δεδομένου ότι οι τρεις δυνάμεις έχουν πολύ διαφορετικούς πληθυσμούς και γεωγραφίες, έκαστη θα έχει διαφορετικές ανάγκες για την δημιουργία της απαραίτητης δύναμης εξασφαλισμένης καταστροφής έναντι των άλλων δύο. Ο πληθυσμός και η οικονομική υποδομή της Ρωσίας είναι σημαντικά μικρότερα από αυτόν των Ηνωμένων Πολιτειών και ο πληθυσμός των Ηνωμένων Πολιτειών δεν είναι παρά ένα μικρό κλάσμα αυτού της Κίνας. Και έτσι, εάν όλοι οι άλλοι παράγοντες είναι ίσοι, η δύναμη εξασφαλισμένης καταστροφής της Ρωσίας -η οποία θα έπρεπε να είναι επαρκής για να προκαλέσει καταστρεπτικές επιθέσεις όχι σε έναν αλλά σε αμφότερους τους πολύ μεγαλύτερους αντιπάλους της- θα έπρεπε να είναι σημαντικά μεγαλύτερη από εκείνες της Κίνας και των Ηνωμένων Πολιτειών. Αλλά φαίνεται απίθανο ότι το Πεκίνο ή η Ουάσιγκτον θα αποδέχονταν μια λογική που θα αιτιολογούσε την διατήρηση από την Μόσχα ενός οπλοστασίου που θα ήταν σημαντικά μεγαλύτερο από το δικό τους.
ΠΟΛΕΜΟΧΑΡΕΙΣ ΤΥΡΑΝΟΙ
Με τρεις μεγάλες πυρηνικές δυνάμεις, η αποτροπή ενός πρώτου χτυπήματος σε μια κατάσταση κρίσης θα γίνει επίσης πιο δύσκολη. Κατ’ αρχήν, οι στρατηγικές για την διαχείριση του προβλήματος του «φτωχού δεύτερου» φαίνεται πιθανό να αποδειχθούν απατηλές. Ας υποθέσουμε ότι η Κίνα, η Ρωσία, και οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν σχεδόν ίσα οπλοστάσια. Με την πρώτη ματιά, η κατάσταση ίσως φαινόταν παρόμοια με το να έχουμε τρεις σκορπιούς σε ένα μπουκάλι, όπου ακόμη και μια επιτυχημένη επίθεση από έναν σκορπιό εναντίον ενός άλλου θα αύξανε τον κίνδυνο να γινόταν ο επιτιθέμενος θύμα του τρίτου σκορπιού. Για παράδειγμα, εάν η Κίνα επιτίθετο στις Ηνωμένες Πολιτείες, θα εξαντλούσε κάνοντάς το κάποιο από το οπλοστάσιό της, μειώνοντας έτσι την ικανότητά της να αποτρέψει μια επίθεση από την Ρωσία. Τα κίνητρα για να χτυπήσει πρώτη οποιαδήποτε από τις τρεις δυνάμεις φαίνεται να μειώνονται.
Αλλά το πρόβλημα του «φτωχού δεύτερου» δεν αφορά την επιλογή μεταξύ, αφενός, του να επιτεθεί κάποιος και να αντιμετωπίσει μια εξασφαλισμένη αντεπίθεση και, αφετέρου, του να μην επιτεθεί και να μην δεχτεί καμία επίθεση. Αντίθετα, ωθείται από την υπόθεση του πιστολά ότι πρέπει να πυροβολήσεις πρώτος για να μην σε πυροβολήσουν. Επιπλέον, τώρα θα υπάρχει ένας δεύτερος αντίπαλος με όπλο, ο οποίος θα μπορούσε εύκολα να σε εκμεταλλευτεί εάν είχες αποτελειώσει τον πρώτο σου αντίπαλο αλλά τώρα ήσουν τραυματισμένος. Ως εκ τούτου, σε μια κατάσταση κρίσης, εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες υποψιάζονταν ότι επίκειτο μια κινεζική επίθεση στο πυρηνικό τους οπλοστάσιο, δεν θα θεωρούσαν μόνο ότι οι ίδιες βρίσκονται σε μειονεκτική θέση διότι δεν κατάφεραν να χτυπήσουν πρώτες το οπλοστάσιο της Κίνας˙ θα μπορούσαν επίσης εύλογα να συμπεράνουν ότι θα είναι δυνητικά πιο ευάλωτες στο οπλοστάσιο της Ρωσίας διότι δεν το έκαναν. Ακόμα κι αν, αφότου αντέξουν μια κινεζική επίθεση, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν σε θέση να διατηρήσουν μια ικανότητα εξασφαλισμένης καταστροφής τόσο κατά της Κίνας όσο και της Ρωσίας, η απώλεια σημαντικού τμήματος του οπλοστασίου τους θα τις άφηνε πολύ πιο εκτεθειμένες στον καταναγκασμό ή στην επιθετικότητα αμφοτέρων. Επιπλέον, η απειλή που θα τίθετο στις Ηνωμένες Πολιτείες από δύο εχθρικές μεγάλες πυρηνικές δυνάμεις θα μπορούσε κάλλιστα να πείσει πολλούς συμμάχους των ΗΠΑ ότι η πυρηνική ομπρέλα των ΗΠΑ που τις έχει θωρακίσει επί μακρόν είχε αποκτήσει μοιραίες διαρροές.
Η εμφάνιση μιας τρίτης πυρηνικής δύναμης που είναι, όπως η Ρωσική Ομοσπονδία, ένα μη δημοκρατικό κράτος θα μπορούσε να προσθέσει άλλο ένα στοιχείο αστάθειας. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει ήδη επιδείξει τους κινδύνους που προκαλούνται από έναν ηγέτη με ανεξέλεγκτη εξουσία. Ελλείψει μιας ριζικής μετατόπισης στο κινεζικό ή στο ρωσικό πολιτικό σύστημα, ο έλεγχος στα μεγαλύτερα πυρηνικά οπλοστάσια του κόσμου θα βρίσκεται, στις δύο από τις τρεις περιπτώσεις, στα χέρια ενός τυράννου με ελάχιστη ή καμία ανάγκη να συμβουλεύεται άλλους. Στα δημοκρατικά συστήματα, οι διαβουλεύσεις που είναι ενσωματωμένες στην κυβέρνηση τείνουν να μετριάζουν την παρορμητικότητα ενός ανεκτικού στο ρίσκο ηγέτη. Ωστόσο, οι τύραννοι μπορεί να θεωρούν την προσωπική τους επιβίωση ή την επιβίωση του καθεστώτος τους ως ότι παίρνει την θέση εκείνη του κράτους. Όπως προειδοποίησε ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, η πυρηνική αποτροπή «δεν καλύπτει την περίπτωση των τρελών ή των δικτατόρων με την διάθεση του Χίτλερ όταν βρέθηκε στο τελευταίο του καταφύγιο».
Το θέμα δεν είναι ότι ο πυρηνικός πόλεμος σε μια τριπολική αντιπαλότητα μεταξύ της Κίνας, της Ρωσίας, και των Ηνωμένων Πολιτειών είναι αναπόφευκτος, αλλά ότι η διατήρηση της σταθερότητας σε καταστάσεις κρίσης θα είναι πιθανώς σημαντικά πιο δύσκολη από όσο είναι τώρα. Μολονότι ίσως φαίνεται υπερβολικό να φανταστούμε μια μεγάλη πυρηνική δύναμη να επιλέγει να επιτεθεί σε έναν εξ’ ίσου εξοπλισμένο αντίπαλο, το κόστος της αδυναμίας κατανόησης των κινήτρων για μια τέτοια επίθεση είναι δυνητικά καταστροφικό. Όπως παρατήρησε κάποτε ο McNamara, η «ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών εξαρτάται από το να υποθέτει την χειρότερη δυνατή περίπτωση και το να έχει την ικανότητα να την αντιμετωπίσει». Οι απόψεις του επαναλήφθηκαν από τον εμπειρογνώμονα στον έλεγχο των εξοπλισμών, Bruce Blair, ο οποίος δήλωσε ότι η αποτροπή «πρέπει να παραμείνει σθεναρή υπό όλες τις συνθήκες, συμπεριλαμβανομένων των χειρότερων σεναρίων, στα οποία μαζικά αιφνιδιαστικά χτυπήματα επιτυγχάνουν να καταστρέψουν πλήρως τις αντίπαλες στρατηγικές δυνάμεις στα υπόγεια σιλό τους, στα λιμάνια των υποβρυχίων, και στις αεροπορικές βάσεις».
ΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ N-BODY;
Καθώς η Κίνα επιδιώκει τις πυρηνικές της φιλοδοξίες, ίσως εμπνεύσει άλλους επίδοξους να αναζητήσουν τα δικά τους μεγαλύτερα οπλοστάσια. Για παράδειγμα, ενώπιον ενός πολύ μεγαλύτερου κινεζικού πυρηνικού προγράμματος, η Ινδία, ο αντίπαλός της, ίσως έχει ένα κίνητρο να αυξήσει σημαντικά τις δικές της πυρηνικές δυνάμεις, αναγκάζοντας ίσως το Πακιστάν να κάνει το ίδιο. Και με λιγότερη βεβαιότητα σχετικά με την εκτεταμένη αποτροπή, οι σύμμαχοι των ΗΠΑ, όπως η Ιαπωνία και η Νότιος Κορέα, ίσως κάνουν το ίδιο. Τέτοιες εξελίξεις θα καθιστούσαν ακόμη πιο δύσκολη την επίτευξη της σταθερότητας. Στην αστροφυσική, αυτή η κατάσταση αποκαλείται «το πρόβλημα του n-σώματος» (the n-body problem) -η προσπάθεια πρόβλεψης των κινήσεων ενός αυθαίρετου αριθμού ουράνιων σωμάτων- και η επίτευξη λύσης είναι ακόμη πιο επίπονη από όσο είναι για το πρόβλημα των τριών σωμάτων. Με την ανάδυση ενός τριπολικού πυρηνικού συστήματος, λοιπόν, μια κρίσιμη πρόκληση είναι το πώς θα αποτρέψουμε περισσότερα κράτη από το να ενισχύσουν τα οπλοστάσιά τους.
Παραδόξως, οι συμφωνίες ελέγχου των εξοπλισμών που επιβάλλουν σχετικά χαμηλά όρια στα αναπτυγμένα πυρηνικά όπλα, όπως η Συνθήκη New START, θα μπορούσαν να μειώσουν την σταθερότητα, ελαχιστοποιώντας τα φράγματα εισόδου για άλλες δυνάμεις που επιδιώκουν το καθεστώς της μεγάλης πυρηνικής δύναμης. Εάν, για παράδειγμα, η Κίνα υπέγραφε την Συνθήκη New START, με το όριο των 1.550 αναπτυγμένων όπλων, το κατώφλι για την επίτευξη του καθεστώτος μεγάλης πυρηνικής δύναμης ίσως φαινόταν εφικτό για την Ινδία ή το Πακιστάν. Ούτε οι πυρηνικές δυνάμεις της δεύτερης βαθμίδας θα χρειαζόταν να αντιστοιχίσουν όπλο προς όπλο με την Κίνα, την Ρωσία, και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ακόμη και αν αυτές οι μικρότερες δυνάμεις επρόκειτο να αυξήσουν τα οπλοστάσιά τους σε περίπου 500 όπλα, θα διακινδύνευαν να εισαγάγουν σημαντικά μεγαλύτερη αστάθεια στο σύστημα. Για παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να βρεθούν αντιμέτωπες με την πρόκληση της δημιουργίας ενός αποτελεσματικού πυρηνικού αποτρεπτικού μέσου εναντίον όχι μόνο των κινεζικών και ρωσικών οπλοστασίων αλλά και των οπλοστασίων του Πακιστάν, της Βορείου Κορέας, ή αμφότερων. Στον βαθμό που αυτές οι χώρες είναι ευθυγραμμισμένες με την Κίνα, το Πεκίνο ίσως ακόμη και να διαπιστώσει ότι τα συμφέροντά του εξυπηρετούνται βοηθώντας τις να επεκτείνουν τα οπλοστάσιά τους ως τρόπο παράκαμψης των ορίων της New START.
Αντίθετα από το ένστικτο, ένας πιθανός τρόπος να μην αφεθούν οι πυρηνικές φιλοδοξίες της Κίνας να δημιουργήσουν ένα πρόβλημα n-σώματος θα ήταν η Κίνα, η Ρωσία, και οι Ηνωμένες Πολιτείες να δημιουργήσουν πολύ μεγαλύτερα οπλοστάσια. Εάν έκαστη [χώρα] διατηρούσε ένα επίπεδο πυρηνικής ισχύος που ήταν πιο κοντά σε εκείνο της Σοβιετικής Ένωσης ή των Ηνωμένων Πολιτειών στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου, ίσως στο επίπεδο της αρχικής συμφωνίας START των 6.000 αναπτυγμένων όπλων, τα τρία κράτη θα δημιουργούσαν ένα πολύ υψηλότερο φράγμα για άλλες χώρες που επιδιώκουν να τις ακολουθήσουν.
Είναι επίσης πιθανό να αναδυθεί ένα νέο διπολικό σύστημα. Προς το παρόν, η Ρωσία φαίνεται ιδιαίτερα απίθανο να επιτρέψει να επισκιαστεί ως πυρηνική δύναμη, όπως έχει δείξει η επίδειξη των πυρηνικών της ικανοτήτων στην κρίση της Ουκρανίας. Αλλά εάν η Ρωσία παραμείνει στο μονοπάτι της οικονομικής παρακμής σε σχέση με την Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτό θα μπορούσε να επιτρέψει στις δύο τελευταίες να κινηθούν για να επιβάλλουν επίπεδα ισχύος σημαντικά υψηλότερα από αυτά που κατέχει σήμερα η Ρωσία, αφήνοντάς την ανήμπορη ή απρόθυμη να συμβαδίσει. Σε ένα τέτοιο αποτέλεσμα, η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ήταν υποχρεωμένες να πλοηγηθούν προς μια νέα διπολική ισορροπία, κάνοντας πρώτα την μετάβαση μέσω μιας σχετικά ασταθούς εποχής τριών μεγάλων πυρηνικών δυνάμεων.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΚΑΛΑΘΙΑ ΓΙΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΥΓΑ
Τα ζητήματα που τίθενται εδώ αντιπροσωπεύουν, στην καλύτερη περίπτωση, ένα μικρό αρχικό βήμα για τον εντοπισμό των προκλήσεων που τίθενται από ένα τριπολικό πυρηνικό σύστημα. Δεδομένων των αβεβαιοτήτων που υπάρχουν, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα εξυπηρετούνταν καλά εάν διατηρούσαν ανοιχτές όσο το δυνατόν περισσότερες επιλογές. Αρχικά, η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει να φέρει εις πέρας τα σχέδια να αντικαταστήσει την γηράσκουσα τριάδα των πυρηνικών δυνάμεων των Ηνωμένων Πολιτειών, κάποιες εκ των οποίων έχουν ηλικία άνω του μισού αιώνα, με σύγχρονους πυραύλους, υποβρύχια, και βομβαρδιστικά. Ακόμη και τώρα οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούν να προλάβουν, καθώς τόσο η Κίνα όσο και η Ρωσία έχουν ήδη ξεκινήσει τις δικές τους ευρείας βάσης προσπάθειες εκσυγχρονισμού.
Η επιδίωξη του εκσυγχρονισμού θα διασφαλίσει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούν τουλάχιστον να διατηρήσουν την ισοτιμία με έκαστον από τους αντιπάλους τους, αν όχι με τις συνδυασμένες δυνάμεις τους. Μολονότι το τρέχον σχέδιο εκσυγχρονισμού των ΗΠΑ βασίζεται σε ένα διπολικό σύστημα, μπορεί εύκολα να προσαρμοστεί για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που θέτει ένα τριπολικό σύστημα. Σύμφωνα με το τρέχον πρόγραμμα της Ουάσιγκτον, για παράδειγμα, οι γραμμές παραγωγής των ΗΠΑ για χερσαίους πυραύλους, υποβρύχια με πυρηνικούς βαλλιστικούς πυραύλους, και βομβαρδιστικά μεγάλου βεληνεκούς θα εξακολουθούν να λειτουργούν στα μέσα της δεκαετίας του 2030. Το Πεκίνο και η Μόσχα θα έχουν μεγαλύτερο κίνητρο για να διαπραγματευτούν τα όρια στις δικές τους πυρηνικές δυνάμεις εάν αντιμετωπίσουν μια εκσυγχρονισμένη αμερικανική πυρηνική αποτρεπτική δύναμη παρά μια [δύναμη] που αντιμετωπίζει την λεγόμενη απαξίωση–πακέτο (block obsolescence), όταν η αξιοπιστία ολόκληρων οπλικών συστημάτων γίνεται αμφισβητήσιμη. Εάν χρειαστεί, οι νέες γραμμές παραγωγής θα επέτρεπαν στις Ηνωμένες Πολιτείες να διευρύνουν τις δυνάμεις τους σε ένα σημαντικά υψηλότερο επίπεδο, ως απάντηση στις κινεζικές ή ρωσικές ενέργειες ή ίσως να ενισχύσουν το φράγμα εισόδου, ώστε να αποκλείσουν μικρότερες πυρηνικές δυνάμεις από το να διευρύνουν τα δικά τους οπλοστάσια.
Υπάρχουν επίσης βήματα που θα μπορούσαν να κάνουν και τα τρία μέρη ώστε να μειώσουν τα κίνητρα για την πρώτη επίθεση σε μια κρίση. Ο στόχος πρέπει να είναι το να διασφαλιστεί ότι ένας υποψήφιος επιτιθέμενος θα πρέπει να δαπανήσει περισσότερα όπλα όταν επιτεθεί από όσα θα χάσει το θύμα. Ένας τρόπος για να επιτευχθεί αυτό είναι να βασιστούμε περισσότερο σε επίγεια πυραυλικά συστήματα που είναι οπλισμένα με μεμονωμένες κεφαλές. Στην περίπτωση πυραύλων που βασίζονται σε σιλό, για παράδειγμα, είναι γενικά αποδεκτό ότι ένας επιτιθέμενος πρέπει να δαπανήσει τουλάχιστον δύο όπλα, και ίσως ακόμη και τέσσερα, όταν επιτίθεται σε κάθε σιλό για να διασφαλίσει την επιτυχία. Όταν ένας επιτιθέμενος πρέπει να χρησιμοποιήσει από δύο έως τέσσερις φορές περισσότερα όπλα για να καταστρέψει ένα από τα όπλα του θύματος, η επίθεση γίνεται πολύ λιγότερο ελκυστική. Με απλά λόγια, ο επιτιθέμενος αντιμετωπίζει την προοπτική να εξαντλήσει το δικό του οπλοστάσιο σε ένα πρώτο χτύπημα εναντίον του αντιπάλου του, παρά το αντίστροφο. Όσο ευρύτερη είναι η επίθεση, τόσο μεγαλύτερη είναι η υπολειπόμενη διαφορά που υπάρχει προς όφελος του στοχευόμενου κράτους.
Μολονότι είναι αποτελεσματική στην περίπτωση επίγειων πυραύλων που είναι οπλισμένοι με μεμονωμένες κεφαλές, αυτή η προσέγγιση λειτουργεί λιγότερο καλά για τα άλλα δύο σκέλη της πυρηνικής τριάδας. Όταν πρόκειται για τα υποβρύχια, υπάρχουν, σύμφωνα με τις τρέχουσες ρυθμίσεις, πολλά πυρηνικά «αυγά» σε μια χούφτα βυθισμένων «καλαθιών». Η κύρια συμβολή των υποβρυχίων στην αποτροπή και την σταθερότητα έγκειται στην ικανότητά τους να αποφεύγουν τον εντοπισμό ενόσω περιπολούν. Όταν βρίσκονται στο λιμάνι, όμως, είναι εύκολοι στόχοι. Η ευαλωτότητά τους θα μπορούσε να μειωθεί, έστω και οριακά, με το να απλωθεί ο αριθμός των πυραύλων και των όπλων σε μεγαλύτερο αριθμό υποβρυχίων και να βρεθούν τρόποι για να παραμείνει ένα υψηλότερο ποσοστό τους σε περιπολία. Όπως τα πυρηνικά οπλισμένα υποβρύχια, τα στρατηγικά βομβαρδιστικά είναι οπλισμένα με μια παρτίδα πυρηνικών όπλων και είναι δύσκολο να στοχευθούν όταν βρίσκονται εν πτήσει, αλλά σχετικά εύκολο να δεχθούν επίθεση ενόσω βρίσκονται στις βάσεις τους.
Χάρη στο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού της τριάδας, οι Ηνωμένες Πολιτείες φαίνονται καλά τοποθετημένες για να μετριάσουν κάποια από αυτά τα μειονεκτήματα. Η νεότερη γενιά χερσαίων πυραύλων προορίζεται να φέρει μια κεφαλή. Η νέα κλάση υποβρυχίων θα φέρει λιγότερους πυραύλους από τα υποβρύχια που αντικαθιστά. Τα σχέδια για τα νέα βομβαρδιστικά προβλέπουν την ανάπτυξή τους σε σημαντικά μεγαλύτερους αριθμούς από εκείνους που αποτελούν το στοιχείο stealth του τρέχοντος αερομεταφερόμενου σκέλους. Έτσι, υπάρχει η ευκαιρία να μειωθεί ο αριθμός των πυρηνικών όπλων που αναπτύσσονται σε οποιοδήποτε σύστημα παράδοσης και, με αυτόν τον τρόπο, να καταστεί η επίθεση εναντίον οποιουδήποτε από αυτά λιγότερο αποδοτική.
Οι τάσεις στην Κίνα και τη Ρωσία είναι πολύ λιγότερο ενθαρρυντικές. Αμφότερες οι χώρες έχουν αυξήσει τον αριθμό των όπλων που μεταφέρει κάθε χερσαίος πύραυλός τους. Οι ICBM που έχει ήδη αναπτύξει η Κίνα μπορούν να οπλιστούν με έως και δέκα κεφαλές˙ ένας ρωσικός ICBM που βρίσκεται υπό ανάπτυξη μπορεί να μεταφέρει έως και 15. Μολονότι οποιοσδήποτε πύραυλος από τους δύο θα μπορούσε να είναι οπλισμένος με μια μόνο κεφαλή, το πρόβλημα από την σκοπιά των ΗΠΑ είναι ότι το Πεκίνο ή η Μόσχα θα μπορούσαν να προσθέσουν επιπλέον κεφαλές στους ίδιους πυραύλους την τελευταία στιγμή για να μετατοπίσουν ταχέως την ισορροπία των δυνάμεων, ένα φαινόμενο που είναι γνωστό ως «κρίσιμος χρόνος». Και δεδομένου ότι οι μεμονωμένοι πύραυλοι που φέρουν πολλαπλές κεφαλές αποτελούν ελκυστικούς στόχους –διότι πολλά πυρηνικά όπλα μπορούν να καταστραφούν μόνο από ένα [αντίστοιχο όπλο]- αυτοί οι κινεζικοί και ρωσικοί πύραυλοι θα ήταν πλέον αποτελεσματικοί όταν χρησιμοποιούνται σε ένα πρώτο χτύπημα ή σε μια ριψοκίνδυνη στάση «εκτόξευση μετά από προειδοποίηση»: ακόμα περισσότεροι λόγοι για να γίνει ο αποτρεπτικός παράγοντας των ΗΠΑ όσο το δυνατόν λιγότερο ελκυστικός στόχος.
ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΕΝΗ ΑΠΟΤΡΟΠΗ
Για περισσότερο από μισό αιώνα, έχουμε κατοικήσει σε έναν κόσμο δύο μεγάλων πυρηνικών δυνάμεων. Μολονότι ποτέ δεν ήταν ακριβώς τόσο σταθερό όσο φαινόταν, αυτό το διπολικό πυρηνικό σύστημα κατάφερε ωστόσο να αποφύγει την χρήση πυρηνικών όπλων. Αλλά αυτό το σύστημα περνά πλέον στην ιστορία, και το τριπολικό σύστημα που θα αναδυθεί φαίνεται, με την πρώτη ματιά, σαν να είναι πολύ πιο εύθραυστο και απρόβλεπτο από τον διπολικό προκάτοχό του.
Σε αυτό το ασταθές νέο στρατηγικό περιβάλλον, θα είναι κρίσιμης σημασίας για τις Ηνωμένες Πολιτείες να προβλέψουν τις νέες προκλήσεις και να ανταποκριθούν σε αυτές εύστροφα. Αυτό σημαίνει να προχωρήσουν με τα τρέχοντα σχέδια για τον εκσυγχρονισμό του γηράσκοντος πυρηνικού αποτρεπτικού παράγοντα της χώρας. Αλλά θα απαιτηθεί επίσης συνεχής πνευματική προσπάθεια από τους καλύτερους στρατηγικούς στοχαστές της χώρας για να βρουν τρόπους να μετριάσουν την όλο και μεγαλύτερη αστάθεια. Προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στο να εντοπιστούν μέθοδοι για την αντιστάθμιση της διάβρωσης των σταθεροποιητικών χαρακτηριστικών της διπολικής εποχής, όπως η ισότητα και η MAD, και να αποτραπεί το τριπολικό σύστημα από το να επιδεινωθεί σε ένα ακόμη πιο χαοτικό σύστημα πολλαπλών μεγάλων πυρηνικών δυνάμεων. Πάνω απ’ όλα, απαιτεί την επανεξέταση των στρατηγικών αποτροπής και την αντιμετώπιση των προκλήσεων που θέτει η weishe του Πεκίνου με τρόπους που ενισχύουν, αντί να διακυβεύουν, την ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών και εκείνη των συμμάχων τους.
*Το δοκίμιο αυτό έχει δημοσιευθεί στο τεύχος αριθ. 78 (Οκτώβριος – Νοέμβριος 2022) του Foreign Affairs The Hellenic Edition.