Η Ευρώπη πρέπει να αντιμετωπίσει την επιλεκτική μεταχείρισή της στους πρόσφυγες
Οι ρωσικές δυνάμεις συνεχίζουν να διασχίζουν με δυσκολία την Ουκρανία, βομβαρδίζοντας πόλεις και σκοτώνοντας χιλιάδες αμάχους. Σχεδόν τέσσερα εκατομμύρια Ουκρανοί έχουν τραπεί σε φυγή προς την Πολωνία, την Σλοβακία, και άλλες γειτονικές χώρες. Η ταχύτητα και η κλίμακα της ουκρανικής εξόδου την καθιστούν τoν μεγαλύτερο και ταχύτερο εκτοπισμό ανθρώπων στην Ευρώπη από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά. Και [η έξοδος] έχει ανατρέψει πολλές υποθέσεις για τους πρόσφυγες, συμπεριλαμβανομένης της άποψης ότι ο αναγκαστικός εκτοπισμός είναι μια πρόκληση που περιορίζεται στον «παγκόσμιο Νότο».
Η Ευρώπη φιλοξενεί πλέον περισσότερους πρόσφυγες από οποιαδήποτε άλλη περιοχή στον κόσμο. Ο συχνά αναφερόμενος αριθμός των Ηνωμένων Εθνών ότι το 85% των προσφύγων του κόσμου βρίσκονται σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος δεν ισχύει πλέον. Η κρίση στην Ουκρανία αποκαλύπτει ότι οι πρόσφατοι εκτοπισμοί ανθρώπων —για παράδειγμα, τα κύματα των προσφύγων, κυρίως από τη Μέση Ανατολή, που έφτασαν στην Ευρώπη το 2015 και το 2016 και ο αριθμός ρεκόρ των αιτούντων άσυλο από την Κεντρική Αμερική, που έφτασαν στα σύνορα των ΗΠΑ τα τελευταία λίγα χρόνια— δεν είναι μια παρέκκλιση. Ο αναγκαστικός εκτοπισμός θα είναι παντού μια καθοριστική πρόκληση του εικοστού πρώτου αιώνα. Αυτή η πραγματικότητα έχει βαθιές επιπτώσεις στο πώς η Ευρώπη θα βοηθήσει τους πρόσφυγες. Η ήπειρος δεν μπορεί πια να ενεργεί απλώς ως ένας απομακρυσμένος δωρητής ανθρωπιστικής και αναπτυξιακής βοήθειας˙ τώρα, πρέπει να αναπτύξει την ικανότητα να υποδέχεται μεγάλο αριθμό προσφύγων, ανεξάρτητα από το από πού προέρχονται.
Η διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμετώπιση των αιτούντων άσυλο ήταν από καιρό ακατάλληλη για αυτόν τον σκοπό. Το αποκαλούμενο σύστημα του Δουβλίνου (Dublin system) κατανέμει την πρωταρχική ευθύνη για τους πρόσφυγες στην πρώτη χώρα στην οποία καταφθάνουν. Αυτή η απαίτηση είχε ιστορικά δώσει μια δυσανάλογη ευθύνη στα κράτη της πρώτης γραμμής της Μεσογείου, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία. Η Τσεχική Δημοκρατία, η Ουγγαρία, η Πολωνία, και η Σλοβακία ήταν οι κύριες χώρες που ήταν υπεύθυνες για το μπλοκάρισμα της μεταρρύθμισης του συστήματος του Δουβλίνου το 2016. Τώρα που βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα και το κοινό τους επιδεικνύει εξαιρετικές πράξεις αλληλεγγύης στους Ουκρανούς πρόσφυγες, αυτές οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης μπορεί να είναι πρόθυμες να ενστερνιστούν τη μεταρρύθμιση. Η ΕΕ έχει παράσχει προσωρινά μια περιορισμένη μορφή καταφυγίου στους ανθρώπους που καταφθάνουν στην Ευρώπη κατά την διάρκεια μιας μαζικής εισροής, επιτρέποντας στους πρόσφυγες από την Ουκρανία να παραμείνουν για τουλάχιστον τρία χρόνια. Ακόμη και στο Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο έχει κινηθεί αδέξια προς όλο και πιο δρακόντειες πολιτικές ασύλου στον απόηχο της αποχώρησής του από την Ευρωπαϊκή Ένωση, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι έχουν προσφέρει τα σπίτια τους σε Ουκρανούς πρόσφυγες και έχουν πιέσει την κυβέρνηση να απαλύνει τους αρχικά σκληροπυρηνικούς περιορισμούς [έκδοσης] βίζας για αυτούς.
Αυτές οι πράξεις γενναιοδωρίας και αλληλεγγύης προσφέρουν μια ευκαιρία στους Ευρωπαίους ηγέτες να ωθήσουν τις πολιτικές για τους πρόσφυγες σε μια δικαιότερη κατεύθυνση, μια [κατεύθυνση] που μπορεί να φιλοξενήσει καλύτερα τους ανθρώπους που έρχονται και από [χώρες] εκτός της Ευρώπης. Πριν από έξι χρόνια, εκατομμύρια πρόσφυγες κατέφθασαν στην Ευρώπη από την Συρία και άλλες κατεστραμμένες από τον πόλεμο χώρες. Το αρχικό καλωσόρισμα που έλαβαν έδωσε την θέση του σε μια σκληρή αντίδραση και στον αυξανόμενο εθνικισμό. Δεν χρειάζεται να ξανασυμβεί αυτό.
ΟΙ ΘΕΤΙΚΕΣ ΠΛΕΥΡΕΣ
Οι σκηνές του καθημερινού ανθρωπισμού που λαμβάνουν χώρα σε όλη την Ευρώπη πρέπει να πανηγυρίζονται. Άδεια παιδικά καροτσάκια που αφήνονται σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό της Πολωνίας για τις μητέρες που καταφθάνουν, άνθρωποι που οδηγούν από τη μια πλευρά της ηπείρου στην άλλη για να προσφέρουν δωρεάν μεταφορές σε οικογένειες προσφύγων, και σημεία παράδοσης δωρεών σε σχεδόν κάθε ευρωπαϊκή πόλη -η αλληλεγγύη για τα δεινά των Ουκρανών ήταν πρωτοφανής. Αλλά αυτές οι σκηνές έρχονται σε αντίθεση με το πώς οι Ευρωπαίοι έχουν ανταποκριθεί σε άλλους πρόσφυγες τα τελευταία χρόνια. Οι Αφρικανοί αιτούντες άσυλο που ταξιδεύουν διασχίζοντας τη Μεσόγειο, συνεχίζουν να αψηφούν τον κίνδυνο να πνιγούν, μόνο για να αντιμετωπίσουν την κράτηση και την απέλαση. Οι Ουκρανοί καλωσορίστηκαν με ανοιχτές αγκάλες στην Πολωνία, της οποίας οι συνοριοφύλακες επιτέθηκαν σε πρόσφυγες από τη Μέση Ανατολή όταν προσπάθησαν πέρυσι να περάσουν από την Λευκορωσία.
Η ανακολουθία στη μεταχείριση των προσφυγικών πληθυσμών είναι αντίθετη με το πνεύμα του διεθνούς προσφυγικού δικαίου, το οποίο επικυρώνει το δικαίωμα των προσφύγων να ζητούν άσυλο οπουδήποτε στον κόσμο χωρίς διακρίσεις. Υποδεικνύει επίσης ένα πιο ύπουλο πρόβλημα. Ο Αμερικανός συγγραφέας Moustafa Bayoumi, μεταξύ άλλων παρατηρητών, έχει περιγράψει την κάλυψη του πολέμου στην Ουκρανία από τα ευρωπαϊκά media ως ρατσιστική, που ευνοεί τα δεινά των λευκών, χριστιανών προσφύγων έναντι εκείνων που τρέπονται σε φυγή από τις διώξεις και τον πόλεμο στην Αφρική και στη Μέση Ανατολή. Αυτή η επιλεκτική συμπάθεια δεν είναι ένα νέο φαινόμενο. Στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι επικριτές αποδοκίμασαν τον «μύθο της διαφοράς» που είναι εγγενής στις Δυτικές πολιτικές για τους πρόσφυγες και τους αιτούντες άσυλο: οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής ήταν πρόθυμες να δεχτούν ανθρώπους που τρέπονταν σε φυγή από την Σοβιετική Ένωση και τις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας, αλλά ενδιαφέρονταν λιγότερο να δεχτούν εκείνους από τις χώρες του παγκόσμιου Νότου.
Αυτή η υποκριτική προσέγγιση των προσφύγων δεν είναι μόνο ειδικότητα της Δύσης. Χώρες όπως η Κένυα έχουν αγκαλιάσει τους πρόσφυγες από το Νότιο Σουδάν, για παράδειγμα, ενώ αντιμετωπίζουν με εχθρότητα εκείνους από την Σομαλία. Η πρόκληση έγκειται στο να ενθαρρυνθούν οι χώρες να ενστερνιστούν μια πιο γενναιόδωρη, καθολική προσέγγιση για τους πρόσφυγες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η αποδοχή συγκεκριμένων ομάδων μπορεί να βοηθήσει στην διεύρυνση της πολιτικής για το προσφυγικό. Η εμπειρία των Ηνωμένων Πολιτειών από την υποδοχή εκατοντάδων χιλιάδων Βιετναμέζων προσφύγων μετά την πτώση της Σαϊγκόν το 1975, συνέβαλε στην υιοθέτηση του Νόμου για τους Πρόσφυγες (Refugee Act), του 1980, ο οποίος δημιούργησε μια συστηματική διαδικασία για την αποδοχή των προσφύγων και άνοιξε περισσότερο την πόρτα για άλλες ομάδες, όπως εκείνες που τρέπονταν σε φυγή από την ιρανική επανάσταση και την σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν. Η γενικά θετική εμπειρία της Ευρώπης όσον αφορά την προστασία των Βόσνιων και Κοσοβάρων προσφύγων την δεκαετία του 1990 οδήγησε σε προοδευτικές καινοτομίες στην ευρωπαϊκή πολιτική ασύλου, όπως η Οδηγία Προσωρινής Προστασίας (Temporary Protection Directive), η οποία επιτρέπει στις κυβερνήσεις να χορηγούν ορισμένα δικαιώματα στα εκτοπισμένα άτομα και την δυνατότητα να παραμείνουν στην Ευρώπη για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Η κρίση στην Ουκρανία οδήγησε την ΕΕ στο να ενεργοποιήσει αυτήν την οδηγία για πρώτη φορά από την δημιουργία της το 2001.
Ο Filippo Grandi, ο Ύπατος Αρμοστής του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UN High Commissioner for Refugees), μίλησε με αισιοδοξία όταν είπε στις αρχές Μαρτίου ότι η αλληλεγγύη θα μπορούσε να είναι «η θετική πλευρά αυτής της κρίσης, ότι η Ευρώπη κατανοεί πως οποιαδήποτε χώρα μπορεί να γίνει αποδέκτης μεγάλου αριθμού προσφύγων και χρειάζεται την βοήθεια των άλλων». Αλλά δεν είναι ευσεβείς πόθοι το να φανταστούμε ότι η εισροή Ουκρανών προσφύγων θα μπορούσε να οδηγήσει τις ευρωπαϊκές χώρες στο να δημιουργήσουν ένα δικαιότερο και πιο ολοκληρωμένο σύστημα ασύλου. Οι νεοαφιχθέντες πρόσφυγες και η διασπορά τους θα μπορούσαν να ασκήσουν πίεση για πιο προοδευτικές πολιτικές. Τα αφηγήματα των media θα μπορούσαν να γίνουν πιο θερμά με τα δεινά των προσφύγων και να ενθαρρύνουν τους πολιτικούς ηγέτες να αδράξουν την στιγμή για να προωθήσουν νέα νομοθεσία. Οι ευκαιρίες για αλληλεπιδράσεις μεταξύ των πολιτών και των προσφύγων μπορεί να αλλάξουν τις παλιές συμπεριφορές του κοινού. Πράγματι, η κρίση μπορεί να έχει ήδη τραβήξει την Ευρώπη από τον γκρεμό του να τερματίσει εντελώς το άσυλο, υπενθυμίζοντας σε χώρες που είχαν υιοθετήσει περιοριστικές πολιτικές, όπως η Δανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, ότι τα κοινά τους θέλουν ακόμη να προσφέρουν καταφύγιο σε όσους έχουν ανάγκη.
Ωστόσο, θα μπορούσε να ισχύει και το αντίθετο. Η αλληλεγγύη στους Ουκρανούς θα μπορούσε να είναι βραχύβια. Σε ολόκληρη την Λατινική Αμερική, η αρχική αλληλεγγύη στους περισσότερους από τέσσερα εκατομμύρια Βενεζουελάνους πρόσφυγες της περιοχής υποχώρησε το 2019, καθώς η πραγματικότητα του ανταγωνισμού για την απασχόληση και τις δημόσιες υπηρεσίες άρχισε να «δαγκώνει». Η Ευρώπη έχει δει στο παρελθόν παραδείγματα αντίδρασης εναντίον των Ανατολικοευρωπαίων οικονομικών μεταναστών˙ οι Γάλλοι αγχώθηκαν για την εισβολή των «Πολωνών υδραυλικών» το 2004 και το Ηνωμένο Βασίλειο αρνήθηκε να επεκτείνει το δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης στους Βούλγαρους και Ρουμάνους εργαζόμενους, αφότου οι χώρες τους εντάχθηκαν στην ΕΕ το 2007. Οι Βρετανοί πολιτικοί που έκαναν επιτυχώς την προεκλογική εκστρατεία υπέρ του Brexit το 2016, επικαλούνταν συχνά το φάντασμα των Ανατολικοευρωπαίων μεταναστών που πιέζουν τους Βρετανούς εργαζόμενους. Μπορεί οι ευρωπαϊκές κοινωνίες να καλωσορίζουν τώρα τους Ουκρανούς πρόσφυγες, αλλά η αντίδραση παραμονεύει στην γωνία.
ΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΩΣ ΕΥΛΟΓΙΑ, ΟΧΙ ΩΣ ΒΑΡΟΣ
Εκατομμύρια [άνθρωποι] έχουν ήδη φύγει από την Ουκρανία και αυτός ο αριθμός θα συνεχίσει να αυξάνεται καθώς ο πόλεμος συνεχίζεται. Εάν πέσει το Κίεβο, η επακόλουθη έξοδος μπορεί να είναι τεράστια, με περισσότερα εκατομμύρια [ανθρώπους] να διασχίζουν τα σύνορα και να παραμένουν επ’ αόριστον στην Ευρώπη. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα μπορούσε να οδηγήσει 7 έως 15 εκατομμύρια ανθρώπους να φύγουν από την Ουκρανία. Ακόμη και στο πιο αισιόδοξο σενάριο -μια ειρήνη μέσω διαπραγματεύσεων ή μια ξεκάθαρη ουκρανική νίκη- θα περάσει πολύς καιρός πριν οι περισσότεροι από τα εκατομμύρια των Ουκρανών [που βρίσκονται] ήδη αλλού στην Ευρώπη θα είναι πρόθυμοι και ικανοί να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Το βάρος τέτοιων εντυπωσιακών αριθμών, ωστόσο, δεν μπορεί από μόνο του να υπαγορεύσει τις αλλαγές στην πολιτική. Οι πολιτικοί ηγέτες της Ευρώπης θα το κάνουν.
Μέχρι στιγμής, η Ευρώπη έχει ανταποκριθεί καλά στην εισροή των Ουκρανών, αλλά πρέπει να ξεκινήσει να κάνει μακροπρόθεσμα σχέδια, πέρα από αυτή την φάση έκτακτης ανάγκης. Η παροχή βοήθειας στον τεράστιο αριθμό ανθρώπων που αναγκάστηκαν να τραπούν σε φυγή από την Ουκρανία θα απαιτήσει και από τα 27 κράτη-μέλη της ΕΕ να βγουν μπροστά˙ η Ευρώπη δεν μπορεί απλώς να έχει τζαμπατζήδες σε βάρος χωρών όπως η Πολωνία, η οποία φιλοξενεί επί του παρόντος περίπου το 60% των Ουκρανών προσφύγων. Οι ευρωπαϊκές χώρες θα πρέπει να δεσμευτούν τόσο για την υποδοχή των προσφύγων όσο και για την χρηματοδότηση της φροντίδας τους.
Πρώτον, οι ηγέτες της ΕΕ θα πρέπει να εκπονήσουν ένα πρόγραμμα μετεγκατάστασης που θα κατανέμει τους πρόσφυγες δίκαια σε ολόκληρη την ήπειρο, αντιστοιχώντας τις προτιμήσεις των προσφύγων για τον προορισμό τους με τις ικανότητες των περιοχών υποδοχής. Τον Σεπτέμβριο του 2016, η ΕΕ συμφώνησε σε ένα πρόγραμμα μετεγκατάστασης 160.000 Σύρων προσφύγων που θα μετακινούνταν σε όλη την ήπειρο από την Ιταλία και την Ελλάδα. Ωστόσο, η Δημοκρατία της Τσεχίας, η Ουγγαρία, η Πολωνία, και η Σλοβακία, μεταξύ άλλων, εμπόδισαν την πλήρη εφαρμογή του, επιμένοντας ότι το πρόγραμμα παραβίαζε την εθνική τους κυριαρχία. Αυτή η ισχυρογνωμοσύνη φαίνεται ακόμη πιο κοντόφθαλμη τώρα, καθώς εκατομμύρια Ουκρανοί συρρέουν στην Ανατολική Ευρώπη.
Δεύτερον, οι χώρες της ΕΕ θα πρέπει να μοιραστούν τα οικονομικά βάρη τέτοιων πρωτοβουλιών, προκειμένου να ανταποκριθούν στο τεράστιο κόστος της παροχής των απαραίτητων δημόσιων υπηρεσιών. Αυτά τα κράτη θα πρέπει να συμβάλουν σε ευρύτερες προσπάθειες για την εγκατάσταση των προσφύγων, με βάση την ικανότητά τους να πληρώσουν, ενώ οι ηγέτες στις Βρυξέλλες και σε ολόκληρη την Ευρώπη θα πρέπει επίσης να συγκεντρώσουν χρηματοδότηση από τους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς θεσμούς και από χώρες εκτός Ευρώπης —ιδίως τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες έχουν συμφέρον να αποτρέψουν την ανάπτυξη του λαϊκιστικού εθνικισμού στην Ανατολική Ευρώπη.
Αυτοί οι πόροι θα πρέπει να κατευθυνθούν τόσο στους πρόσφυγες όσο και στους κατοίκους των περιοχών υποδοχής, προκειμένου να κερδίσουν μακροπρόθεσμη υποστήριξη για τις πολιτικές ένταξης των προσφύγων. Τέτοιες επενδύσεις μπορούν να δημιουργήσουν καλύτερες κατοικίες, σχολεία, νοσοκομεία, και θέσεις εργασίας που θα ωφελήσουν εξίσου τους κατοίκους και τους πρόσφυγες. Υπό αυτή την έννοια, η Ευρώπη πρέπει να πάρει ένα μέρος από το σχέδιο που συνήθως προβλέπεται για τις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος στην Αφρική και την Λατινική Αμερική όταν υποδέχονται πρόσφυγες: να δημιουργήσει κοινές, βασισμένες στην ανάπτυξη, ευκαιρίες για τους πρόσφυγες και τους οικοδεσπότες, όπως αυτές στην Κολομβία και στην Ουγκάντα που παρέχουν σε μεγάλο αριθμό προσφύγων την ευκαιρία να εργαστούν.
Αρκετές από τις κύριες χώρες υποδοχής προσφύγων στην Ανατολική Ευρώπη έχουν υψηλή ανεργία, ισχυρά εθνικιστικά κόμματα, και οικονομίες που θα επηρεαστούν αρνητικά τόσο από την συνεχιζόμενη πανδημία της COVID-19 όσο και από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Το να αποφευχθεί η πόλωση και ο αντίκτυπος προϋποθέτει από τους πολίτες και τις κυβερνήσεις τους να αντιληφθούν τους πρόσφυγες ως όφελος αντί για βάρος. Πράγματι, η έρευνα σχετικά με την στάση του κοινού απέναντι στους πρόσφυγες στην Ευρώπη υποδηλώνει πως η αντίληψη ότι συνεισφέρουν θετικά στην οικονομία είναι το κλειδί για την αποδοχή τους. Η Μολδαβία -μια χώρα μόλις 3,5 εκατομμυρίων κατοίκων που φιλοξενεί τώρα σχεδόν 400.000 Ουκρανούς- υποφέρει από υψηλή ανεργία των νέων, έχει χάσει το 10% του εμπορίου της, το οποίο ήταν με την Ρωσία και την Ουκρανία, και είναι σε επισφαλή στρατηγική θέση, ευρισκόμενη εκτός του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Για να συνεχίσει να προσφέρει καταφύγιο στους πρόσφυγες, θα χρειαστεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την υπόλοιπη διεθνή κοινότητα να αποδείξουν μέσω βοήθειας και επενδύσεων ότι οι πρόσφυγες μπορούν να είναι οικονομική ευλογία.
Η σχετικά επιτυχημένη εμπειρία της Γερμανίας από την ενσωμάτωση του ενός εκατομμυρίου Σύρων που κατέφθασαν στα μέσα της δεκαετίας του 2010 είναι ένας χρήσιμος οδηγός. Το Βερολίνο επένδυσε μαζικά σε προγράμματα επαγγελματικής εκπαίδευσης, γλωσσικής κατάρτισης, και δημιουργίας θέσεων εργασίας. Μέσα σε πέντε χρόνια, απασχολούντο οι περισσότεροι από τους μισούς αιτούντες άσυλο που είχαν καταφθάσει από το 2013 και μετά [και βρίσκονταν] σε ηλικία εργασίας. Φυσικά, η άφιξη τόσων πολλών νεοφερμένων προκάλεσε αντίκτυπο προωθώντας το ακροδεξιό, αντιμεταναστευτικό κόμμα Εναλλακτική για την Γερμανία (Alternative for Germany, AfD). Καταφανώς, οι περιοχές της Γερμανίας που ήταν πιο επιρρεπείς στο είδος του λαϊκιστικού εθνικισμού του AfD δεν ήταν εκείνες που βίωσαν τα υψηλότερα επίπεδα μετανάστευσης, αλλά εκείνες που επλήγησαν από την αποβιομηχάνιση και τα υψηλά επίπεδα δομικής ανεργίας, όπως η περιοχή της Κάτω Σαξονίας. Για να εκτραπεί η ραγδαία αύξηση των εθνικιστών (nativists) αυτού του τύπου, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να επενδύσουν σε όλες τις περιοχές, όχι μόνο σε εκείνες που θα φιλοξενήσουν μεγάλο αριθμό προσφύγων.
ΑΛΛΑΓΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ
Ένας πιο θεμελιώδης μετασχηματισμός παραμένει δυνατός. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα μπορούσαν να μεταφράσουν αυτή την στιγμή αλληλεγγύης σε μια διαρκή νομική και πολιτική αλλαγή σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Η προσφυγική κρίση του 2015-16 οδήγησε στην ευρεία αναγνώριση ότι το πλαίσιο της ΕΕ για την αντιμετώπιση των μεταναστών ήταν θεμελιωδώς ελαττωματικό, αλλά οι ευρωπαϊκές χώρες δυσκολεύτηκαν να καθορίσουν ποιο πλαίσιο θα έπρεπε να το αντικαταστήσει.
[Οι ηγέτες] βρήκαν μια συμβιβαστική λύση στο Νέο Σύμφωνο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη Μετανάστευση και το Άσυλο (European Commission’s New Pact on Migration and Asylum), το οποίο εκδόθηκε το 2020. Η συμφωνία προσέφερε ευρείες συστάσεις για μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένης αυτής προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να εξετάσει το ενδεχόμενο αναδιαμόρφωσης του συστήματος του Δουβλίνου. Το σύμφωνο ζητούσε επίσης την «δίκαιη κατανομή της ευθύνης και της αλληλεγγύης», προτρέποντας τα κράτη-μέλη να δημιουργήσουν ένα σύστημα «ευέλικτων συνεισφορών» όταν πρόκειται για την υποδοχή προσφύγων και την πληρωμή για την φροντίδα τους. Μολονότι ασαφείς, ορισμένες από αυτές τις ιδέες προσφέρουν μια βάση στην ΕΕ να επανεξετάσει το πώς τα κράτη-μέλη της θα μοιράζονται την ευθύνη για τους πρόσφυγες.
Η ΕΕ πρέπει ακόμη να εκπονήσει πολιτικές για τις μαζικές εισροές όπως αυτές που συνέβησαν το 2015 και το 2016 και που συμβαίνουν τώρα. Η Οδηγία Προσωρινής Προστασίας προσφέρει όντως ένα σχέδιο για το πώς οι χώρες πρέπει να αντιμετωπίζουν τους πρόσφυγες και αφαιρεί το βάρος των κρατών-μελών να καθορίζουν το νομικό καθεστώς κάθε πρόσφυγα ξεχωριστά. Αλλά δεν διευκρινίζει το πώς οι ευρωπαϊκές χώρες θα πρέπει να μοιραστούν τις ευθύνες για την αντιμετώπιση μιας μαζικής εισροής. Η θέσπιση ενός σαφέστερου πλαισίου για τον επιμερισμό των ευθυνών θα επέτρεπε επίσης στους πολιτικούς να υπερασπιστούν καλύτερα τις δεσμεύσεις τους για τους πρόσφυγες, υπενθυμίζοντας στους πληθυσμούς τους ότι όλες οι χώρες αναλαμβάνουν το μερίδιο που τους αναλογεί σε ανθρώπους που βρίσκονται σε ανάγκη.
Ταυτόχρονα, η Ευρώπη χρειάζεται νέους μηχανισμούς για να ανταποκριθεί στην αυθόρμητη άφιξη αιτούντων άσυλο, διότι μέχρι την τρέχουσα κρίση, η μόνη βιώσιμη οδός των περισσότερων προσφύγων για να φτάσουν στην Ευρώπη ήταν μέσω της χρήσης εγκληματικών δικτύων διακίνησης. Και η Ευρώπη θα πρέπει επειγόντως να επικαιροποιήσει το πώς υποστηρίζει τους πρόσφυγες σε άλλα μέρη του κόσμου, μεταξύ άλλων μέσω ενός προγράμματος επανεγκατάστασης σε επίπεδο ΕΕ και πιο συνεκτικών πολιτικών σχετικά με την ανθρωπιστική και αναπτυξιακή χρηματοδότηση για τις χώρες που φιλοξενούν πρόσφυγες εκτός της ΕΕ.
Η κρίση στην Ουκρανία είναι μια σπάνια ευκαιρία για την Ευρώπη να δημιουργήσει προσφυγικές πολιτικές κατάλληλες για τον εικοστό πρώτο αιώνα. Οι ηγέτες της ηπείρου απέτυχαν να κεφαλαιοποιήσουν την δημόσια αλληλεγγύη προς τους πρόσφυγες το δεύτερο εξάμηνο του 2015. Δεν έχουν την πολυτέλεια να χάσουν ξανά αυτήν την ευκαιρία. Τόσο οι πρόσφυγες της Ουκρανίας όσο και το μέλλον του ασύλου στην Ευρώπη εξαρτώνται από αυτό.