Πώς οι εργαζόμενοι στο εξωτερικό αποδυναμώνουν τους δικτάτορες εγχωρίως
Τα εμβάσματα, τα χρήματα που στέλνουν οι μετανάστες στις κοινότητες και τις οικογένειές τους πίσω στο σπίτι τους, έχουν από καιρό αναγνωριστεί ως μοχλός ανάπτυξης στις φτωχές χώρες. Όμως, ενώ τα οικονομικά τους οφέλη εκτιμώνται καλύτερα, τα πολιτικά τους αποτελέσματα δεν είναι λιγότερο σημαντικά: τα εμβάσματα είναι ένα από τα πιο ισχυρά όπλα κατά της δικτατορίας. Ενισχυμένοι με χρηματοδότηση από το εξωτερικό, οι πολίτες σε κλειστές κοινωνίες εξαρτώνται λιγότερο από τις αυταρχικές κυβερνήσεις και είναι πιθανότερο να απαιτήσουν μεταρρυθμίσεις. Τα χρήματα που στέλνουν οι μετανάστες καθιστούν δυνατή την πίεση από τον λαό, ανοίγοντας την πόρτα για δημοκρατικές αλλαγές.
Σε όλο τον κόσμο, τα εμβάσματα έφτασαν στο ύψος ρεκόρ των 548 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2019. Έχουν γίνει η μεγαλύτερη πηγή ξένης χρηματοδότησης στις αναπτυσσόμενες χώρες, ξεπερνώντας την διεθνή βοήθεια κατά τρεις φορές. Ακόμη και κατά την διάρκεια της πανδημίας COVID-19, αυτές οι πληρωμές αποδείχθηκαν ανθεκτικές. Το παγκόσμιο σύνολό τους μειώθηκε μόνο κατά 1,6% το 2020, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη εκτίμηση –πηγαίνοντάς τα καλύτερα στην κρίση από όσο άλλες άμεσες ξένες επενδύσεις ή η αναπτυξιακή βοήθεια.
Ο ρόλος των εμβασμάτων στην σύνδεση της μετανάστευσης με την ανάπτυξη είναι καλά καθιερωμένος. Όταν οι εργαζόμενοι μεταναστεύουν από χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος σε χώρες υψηλού εισοδήματος, δεν το κάνουν μόνο για να κερδίσουν υψηλότερους μισθούς για τον εαυτό τους. Πολλοί στέλνουν επίσης μέρος των κερδών τους απευθείας στα μέλη της οικογένειας που αφήνουν πίσω τους. Το αποτέλεσμα είναι υψηλότερη κατανάλωση και μεγαλύτερες επενδύσεις σε ανθρώπινο κεφάλαιο και δημόσια αγαθά σε αυτές τις κοινότητες. Η μετανάστευση παράγει οικονομικά οφέλη τόσο για όσους μετακινούνται όσο και για εκείνους που μένουν.
Υπάρχει λιγότερη συναίνεση όσον αφορά τις πολιτικές επιπτώσεις της μετανάστευσης. Σε χώρες υποδοχής υψηλού εισοδήματος, αντίπαλοι και σκεπτικιστές καταγγέλλουν ότι η μετανάστευση αποδυναμώνει τις κοινές αξίες και εμποδίζει την παροχή δημόσιων αγαθών -συχνά χρησιμοποιώντας τέτοιους ισχυρισμούς για να πυροδοτήσουν τις φλόγες του εθνικισμού και της ξενοφοβίας και να ενισχύσουν τους αντιδημοκρατικούς ηγέτες. Ωστόσο, με την σχεδόν αποκλειστική εστίαση στις επιπτώσεις της μετανάστευσης στον πλούσιο κόσμο, η συνηθισμένη συζήτηση για την πολιτική παραμελεί τους τρόπους με τους οποίους οι μετανάστες διαμορφώνουν τα πολιτικά αποτελέσματα στις χώρες καταγωγής τους.
Εκεί, οι συνέπειες της μετανάστευσης είναι σαφείς: τα εμβάσματα των εργαζομένων έχουν αποτέλεσμα εκδημοκρατισμού. Σε πολιτικά κλειστές κοινωνίες, τα εμβάσματα είναι συχνά η μόνη πηγή ξένου εισοδήματος που παρακάμπτει την κυβέρνηση. Πέρα από την εμβέλεια του κράτους, αυτά τα κεφάλαια διευκολύνουν την διαμαρτυρία και υπονομεύουν τις αυταρχικές τακτικές, κλίνοντας την ισορροπία δυνάμεων προς τους πολίτες που κινητοποιούνται για δημοκρατικές αλλαγές. Εν ολίγοις, η παγκόσμια μετανάστευση μπορεί να είναι ένας από τους ισχυρότερους μοχλούς της παγκόσμιας δημοκρατίας -απλά αφήνοντας τους ανθρώπους να μετακινούνται, να εργάζονται και να μοιράζονται αυτά που κερδίζουν.
ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΕΣ ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ
Άλλοι τύποι διεθνικών χρηματοοικονομικών ροών συχνά απέτυχαν να αποδώσουν τα αποτελέσματα εκδημοκρατισμού που υποσχέθηκαν οι υποστηρικτές τους. Στην δεκαετία του 1990, πολλοί από εκείνους που επευφημούσαν την παγκοσμιοποίηση προέβλεπαν ότι η αναπτυξιακή βοήθεια από το εξωτερικό -ειδικά όταν είχε ως προϋπόθεση την πολιτική μεταρρύθμιση- θα ήταν ένα όφελος για την δημοκρατία. Και ενώ πολλές πρώην αυταρχικές κυβερνήσεις διεξήγαγαν πολυκομματικές εκλογές με την επιμονή των Δυτικών δωρητών τις δεκαετίες μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, οι αποδείξεις [2] ότι η εξωτερική βοήθεια οδήγησε σε δημοκρατικά αποτελέσματα είναι μικτές. Σήμερα, οι περισσότερες αναπτυξιακές ενισχύσεις ρέουν μέσω κυβερνητικών καναλιών, επιτρέποντας στους αυταρχικούς να τις εκτρέψουν για να εξυπηρετήσουν τους δικούς τους σκοπούς. Ακόμα και όταν φτάνουν στις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών όπως είχε προβλεφθεί, το κράτος συχνά ελέγχει ποιες ομάδες παίρνουν τι.
Πολλοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής υπερασπίστηκαν επίσης τις μεταρρυθμιστικές επιπτώσεις των παγκόσμιων αγορών, υποστηρίζοντας ότι το ιδιωτικό κεφάλαιο ελεύθερης ροής θα λειτουργήσει ως καταλύτης υπέρ του εκδημοκρατισμού στον παγκόσμιο Νότο. Αυτό το σκεπτικό -που ενσωματώνεται στην Συναίνεση της Ουάσινγκτον [στμ: Washington Consensus, ένα σύνολο δέκα συνταγών που θεωρείται ότι συνιστούν το καθιερωμένο πακέτο μεταρρυθμίσεων ου προωθεί η Ουάσινγκτον σε χώρες που αντιμετωπίζουν κρίση]- λέει ότι οι ξένες επενδύσεις θα προωθούσαν τον οικονομικό εκσυγχρονισμό και θα χαλάρωναν την λαβή μιας μη δημοκρατικής κυβέρνησης στην εθνική οικονομία. Οι ενδυναμωμένοι ιδιωτικοί φορείς, με την σειρά τους, θα αμφισβητήσουν την εξουσία του κράτους. Έτσι έλεγε το ελπιδοφόρο αφήγημα που συνόδευσε την άνοδο της Κίνας: η ένταξη στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και η διεθνής οικονομική ολοκλήρωση θα δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για δημοκρατική μεταρρύθμιση. Ωστόσο, παρά την ταχεία οικονομική ανάπτυξη της Κίνας, το πολιτικό της σύστημα παραμένει πεισματικά αυταρχικό, υποστηριζόμενο από μαζικές παρακολουθήσεις και ψηφιακή καταστολή, υπό την ολοένα και πιο προσωποποιημένη διακυβέρνηση του προέδρου Xi Jinping. Σε άλλα μέρη του κόσμου, παρόμοιες αισιόδοξες προβλέψεις απέτυχαν να λάβουν υπόψη την ικανότητα των αυταρχικών κυβερνήσεων να χειραγωγούν τις ροές κεφαλαίων για δικό τους όφελος. Αντί να ανεβάζουν πολίτες και επιχειρήσεις σε ολόκληρη την κοινωνία, τα ξένα κεφάλαια συχνά ανακατευθύνονται για να διατηρήσουν τα δίκτυα πατρωνίας που εδραιώνουν την εξουσία της κυβέρνησης.
Η χρηματοδότηση από ξένες εταιρείες και οργανισμούς βοήθειας, συχνά συνοδεύεται από πολιτικές ατζέντες. Το κύριο ενδιαφέρον των ιδιωτών επενδυτών έγκειται στην πρόσβαση σε αναδυόμενες αγορές για την εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων που προσφέρουν. Αυτοί οι επενδυτές θα δώσουν προτεραιότητα σε σταθερά και ευνοϊκά επιχειρηματικά περιβάλλοντα αντί να προωθήσουν την πολιτική φιλελευθεροποίηση. Ομοίως, οι δωρήτριες χώρες συχνά διανέμουν βοήθεια με σκοπό όχι να προωθήσουν την δημοκρατία, αλλά να αποσπάσουν παραχωρήσεις που συνδέονται με τους δικούς τους στόχους εξωτερικής πολιτικής –σκεφθείτε τις προσπάθειες των ΗΠΑ για την αντιμετώπιση της σοβιετικής επιρροής στον παγκόσμιο Νότο κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου ή την πιο πρόσφατη εκστρατεία για την εξασφάλιση αντιτρομοκρατικής συνεργασίας από ξένες κυβερνήσεις. Όλο και περισσότερο, οι δωρήτριες χώρες χειρίζονται την υπόσχεση των χρηματοδοτήσεων για τον περιορισμό της ίδιας της μετανάστευσης, αναθέτοντας (outsourcing) την επιβολή της πολιτικής στις κυβερνήσεις των χωρών αποστολής και διέλευσης [μεταναστών].
ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Ενώ οι πλούσιες χώρες ήταν πρόθυμες να ελευθερώσουν τις ροές κεφαλαίων τις τελευταίες δεκαετίες, έχουν διατηρήσει αυστηρούς ελέγχους στις διασυνοριακές κινήσεις για εργασία. Ωστόσο, ο αριθμός των διεθνών μεταναστών αυξήθηκε σημαντικά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, από 173 εκατομμύρια το 2000 σε 272 εκατομμύρια κατά την έναρξη της πανδημίας, σύμφωνα με τον ΟΗΕ. Σχεδόν οι μισοί [από τους μετανάστες] κατοικούν σε χώρες με υψηλό εισόδημα. Η ανταλλαγή ιδεών που συμβαίνει όταν οι μετανάστες εγκαθίστανται σε προηγμένες δημοκρατίες μπορεί από μόνη της να έχει αποτελέσματα εκδημοκρατισμού στις χώρες καταγωγής τους. Όσοι επιστρέφουν φέρνουν μαζί τους νέες αξίες και ακόμη και εκείνοι που παραμένουν στο εξωτερικό μεταδίδουν τις πολιτικές τους συμπεριφορές στην οικογένεια και τους φίλους τους. Αυτά τα «κοινωνικά εμβάσματα» [6] προάγουν τις δημοκρατικές αξίες και την συμμετοχή ακόμη και μεταξύ πολιτών που δεν έφυγαν ποτέ από την πατρίδα τους.
Η έρευνά μας δείχνει ότι δεν είναι μόνο η ανταλλαγή ιδεών από άτομο σε άτομο που συνδέει τη μετανάστευση με τον εκδημοκρατισμό –είναι επίσης και η ανταλλαγή χρημάτων. Τα χρηματικά εμβάσματα ρέουν άμεσα σε άτομα και κοινότητες, παρακάμπτοντας σε μεγάλο βαθμό τις αυταρχικές κυβερνήσεις με τρόπο που η ξένη βοήθεια και οι επενδύσεις δεν μπορούν να κάνουν. Ακόμη και τα οικονομικά οφέλη από το διεθνές εμπόριο συνήθως ρέουν σε κυβερνητικά ταμεία ή σε πιστούς [της εκάστοτε κυβέρνησης].
Τα εμβάσματα ενδυναμώνουν άμεσα τους πολίτες που απαιτούν δημοκρατία στις χώρες καταγωγής των μεταναστών. Ένας τρόπος που το κάνουν αυτό είναι με το να διαθέτουν πόρους για να κινητοποιήσουν την αντιπολίτευση. Η διοργάνωση μιας διαδήλωσης -ή απλώς το να βρεθεί χρόνος για την συμμετοχή σε αυτήν- μπορεί να είναι δαπανηρή, ιδιαίτερα σε μέρη όπου η φτώχεια και η πολιτική καταστολή είναι ανεξέλεγκτες. Τα κεφάλαια από το εξωτερικό συμβάλλουν στη μείωση των εμποδίων στην συμμετοχή [σε διαμαρτυρίες]. Αναλύοντας τα στοιχεία της έρευνας του Αφροβαρόμετρου από 17 αφρικανικές χώρες που κυβερνήθηκαν από αυταρχικές κυβερνήσεις τις τελευταίες δύο δεκαετίες, διαπιστώσαμε ότι η πιθανότητα συμμετοχής σε διαδηλώσεις των ληπτών εμβασμάτων σε περιοχές της αντιπολίτευσης αυξήθηκε πάνω από 15%, σε σύγκριση με λιγότερο από 10% μεταξύ των πολιτών χωρίς αυτό το συμπληρωματικό εισόδημα. Ένας σκεπτικιστής μπορεί να υποστηρίξει ότι μια έντονα αντιπολιτευόμενη περιοχή θα μπορούσε ταυτόχρονα να προσελκύσει περισσότερα εμβάσματα και να παρέχει εύφορο έδαφος για ανοιχτή διαφωνία, χωρίς καμία αιτιώδη σχέση μεταξύ των δύο. Αλλά εξετάσαμε την πολιτική συμπεριφορά στην ίδια περιοχή, και το μοτίβο ισχύει. Και τα οφέλη σωρεύονται κυρίως σε ομάδες αντιπολίτευσης -τα εμβάσματα δεν κινητοποίησαν το κοινό στα προπύργια του καθεστώτος.
Η επέκταση της ανάλυσής μας σε παγκόσμιο επίπεδο ενίσχυσε αυτά τα ευρήματα. Εξετάσαμε 130 αυταρχικά καθεστώτα σε 84 χώρες τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, συγκεντρώνοντας πληροφορίες από σύνολα στοιχείων για διαμαρτυρίες από όλο τον κόσμο. Η αυξημένη συχνότητα των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων ως αποτέλεσμα των εμβασμάτων ήταν ισοδύναμη με την αύξηση που παρατηρήσαμε στα εκλογικά έτη σε σύγκριση με τα μη εκλογικά. Ταυτόχρονα, τα εμβάσματα μείωσαν την φιλοκυβερνητική κινητοποίηση που μπορεί να ενισχύσει τις απολυταρχίες. Στην πραγματικότητα, η παγκόσμια μετανάστευση χρηματοδότησε τους τύπους πολιτικής δράσης που ήταν πιθανότερο να οδηγήσουν σε ειρηνικό εκδημοκρατισμό τον τελευταίο τέταρτο αιώνα.
Η ενεργοποίηση των διαμαρτυριών δεν είναι ο μόνος τρόπος που τα εμβάσματα απομειώνουν τον αυταρχικό έλεγχο. Υπονομεύουν επίσης τις στρατηγικές που χρησιμοποιούν οι μη δημοκρατικές κυβερνήσεις για να διατηρήσουν την εξουσία. Σε συστήματα που κατηγοριοποιούνται ως εκλογικές ή ανταγωνιστικές απολυταρχίες, οι νυν κερδίζουν τις εκλογές -ακόμη και σε σχετικά ανόθευτους πολυκομματικούς διαγωνισμούς- ουσιαστικά αγοράζοντας ψήφους. Οι προσπάθειές τους στοχεύουν τους ψηφοφόρους σε ταλαντευόμενες περιφέρειες για να ενισχύσουν την προσέλευση υπέρ της κυβέρνησης. Αυτός ο τύπος πελατειακής σχέσης βρίσκεται σε χώρες τόσο διαφορετικές όσο η Μαλαισία, το Μεξικό, η Σενεγάλη, και η Ζιμπάμπουε.
Τα έσοδα από εμβάσματα μειώνουν την εξάρτηση των πολιτών από την κυβερνητική πατρωνία, διακόπτοντας τους δεσμούς μεταξύ των εκλογικών απολυταρχιών και των ψηφοφόρων χαμηλού εισοδήματος. Η μελέτη μας για τις αφρικανικές απολυταρχίες δείχνει ότι τα εμβάσματα έχουν μικρή επίδραση στην προσέλευση των ψηφοφόρων σε περιοχές της αντιπολίτευσης, αλλά μειώνουν την προσέλευση κατά 4% έως 6% στις ταλαντευόμενες περιοχές, κάτι που μπορεί να είναι αρκετό για να γυρίσει τα ποσοστά υπέρ ενός πολιτικού αμφισβητία. Στην παγκόσμια ανάλυσή μας, επίσης, διαπιστώσαμε ότι τα εμβάσματα μειώνουν την εκλογική υποστήριξη για έναν εγκατεστημένο [στην εξουσία] αυταρχικό. Αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι τα υψηλότερα εισοδήματα εμβασμάτων γύρω από τον χρόνο των εκλογών ενισχύουν την εθνική οικονομία -μια τάση που ευνοεί τους εγκατεστημένους, τους οποίους οι ψηφοφόροι τείνουν να ανταμείβουν για βελτιώσεις στο βιοτικό επίπεδο.
Αυτός ο συνδυασμός των καλύτερα τροφοδοτημένων αντιπάλων και της φθίνουσας εξάρτησης από την κυβέρνηση μεταξύ των υποστηρικτών αποσταθεροποιεί τις απολυταρχίες. Σε όλο τον κόσμο, ένας μεγαλύτερος όγκος εμβασμάτων συνδέεται με ισχυρότερη κοινωνία των πολιτών και πιο αυτόνομη αντιπολίτευση. Μαζί αυτές οι διαδικασίες χαρτογραφούν ένα παγκόσμιο μοτίβο που συνδέει το ξένο εισόδημα με τον εκδημοκρατισμό από την δεκαετία του 1970. Η πολιτική αυτονομία που ενεργοποιείται από τα εμβάσματα βοήθησε στην καθοδήγηση των δημοκρατικών μεταβάσεων, όπως το τέλος της μονοκομματικής κυριαρχίας στην Σενεγάλη το 2000 και η εκπληκτική εκλογική ήττα του επί 20ετία προέδρου της Γκάμπια το 2016
Η ΑΡΓΗ ΠΡΟΕΛΑΣΗ ΤΩΝ ΑΥΤΑΡΧΙΚΩΝ
Η μετανάστευση και τα εμβάσματα παρέχουν έναν νέο τρόπο σκέψης σχετικά με την γεφύρωση του χάσματος μεταξύ παγκοσμιοποίησης και εκδημοκρατισμού –ένα σκεπτικό που δεν βασίζεται στην αμφίβολη ικανότητα της οικονομικής ολοκλήρωσης ή στις πρωτοβουλίες της Δυτικής εξωτερικής πολιτικής για την αλλαγή της συμπεριφοράς μιας αυταρχικής κυβέρνησης. Σε αντίθεση με άλλες μορφές διασυνοριακής χρηματοδότησης, τα εμβάσματα είναι αποκεντρωμένα. Τα άτομα ελέγχουν τελικά τους πόρους. Πολίτες σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, που χρηματοδοτούνται εν μέρει από τους μετανάστες συγγενείς τους, είναι αυτοί που αντιστέκονται στην δικτατορία και επιφέρουν δημοκρατικές αλλαγές.
Η απολυταρχία είναι στην επίθεση σε όλο τον κόσμο. Αλλά η μετανάστευση μπορεί να διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο στην επιβράδυνση της πορείας της. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής σε χώρες που και δέχονται μετανάστες και υποστηρίζουν την δημοκρατία στο εξωτερικό, πρέπει να αρχίσουν να αντιμετωπίζουν τα δύο ζητήματα ως συνδεδεμένα. Οι πιέσεις που οδηγούν τους ανθρώπους να μετακινηθούν μόνο θα επιταχυνθούν τις επόμενες δεκαετίες. Η άνιση κατανομή της προβλεπόμενης αύξησης του πληθυσμού -η συνεχιζόμενη άνοδος της Αφρικής και τμημάτων της Ασίας, ενώ οι πληθυσμοί στην Ευρώπη και την Αμερική μένουν στάσιμοι ή μειώνονται- είναι πιθανό να προκαλέσουν μαζική μετανάστευση. Η κλιματική αλλαγή και οι ένοπλες συγκρούσεις θα ωθήσουν ακόμη περισσότερους ανθρώπους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να ξεκινήσουν εκ νέου σε μια νέα χώρα. Αλλά καθώς αυτοί οι νέοι μετανάστες στέλνουν χρήματα πίσω στις οικογένειες, τους φίλους και τις κοινότητές τους, καθιστούν επίσης δυνατό για τους πολίτες να υποστηρίζουν την δημοκρατία στα μέρη που έχουν αφήσει πίσω τους.