Πώς πρέπει να προσαρμοστεί η Αμερική στην αυξανόμενη επιρροή της Κίνας στην περιοχή
Την στιγμή που ανακοινώθηκε, τον Μάρτιο του 2023, η συμφωνία μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας με τη μεσολάβηση της Κίνας θεωρήθηκε ευρέως ως σημάδι της άφιξης του Πεκίνου στην πολιτική ισχύος της Μέσης Ανατολής. Αν και η κυβέρνηση Μπάιντεν αρνήθηκε ότι ο ρόλος της Κίνας στην διαμεσολάβηση για την συμφωνία -η οποία αποκατέστησε τις διπλωματικές σχέσεις μεταξύ Ριάντ και Τεχεράνης- αντανακλούσε τη μείωση της επιρροής των ΗΠΑ, οι ενέργειες της Ουάσινγκτον έκτοτε δίνουν μια διαφορετική εικόνα. Τους τελευταίους μήνες, οι Ηνωμένες Πολιτείες ανέπτυξαν πρόσθετους στρατιωτικούς πόρους στην περιοχή, αύξησαν τις περιπολίες και τις κοινές ασκήσεις γύρω από τα Στενά του Ορμούζ, και έδωσαν σήμα ότι θα προωθήσουν συμφωνίες για όπλα με περιφερειακούς εταίρους όπως η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ) και θα επεκτείνουν τις εκπαιδευτικές ασκήσεις με την Αίγυπτο, το Κουβέιτ, και άλλους -όλα αυτά σε μια προφανή προσπάθεια να καθησυχάσουν τους Άραβες εταίρους για την δέσμευσή τους στην ασφάλεια της Μέσης Ανατολής.
Αλλά οι κινήσεις αυτές είναι απίθανο να ενισχύσουν την επιρροή των ΗΠΑ. Η στροφή των αραβικών δυνάμεων προς το Πεκίνο δεν είναι αποτέλεσμα της μειωμένης στρατιωτικής παρουσίας της Ουάσινγκτον. Τα κράτη αυτά γνωρίζουν πολύ καλά τις στρατιωτικές επενδύσεις της Ουάσινγκτον στη Μέση Ανατολή -αν και αμφιβάλλουν όλο και περισσότερο για την προθυμία της να αναπτύξει αυτές τις ικανότητες για λογαριασμό τους. Αντίθετα, εμπλέκουν την Κίνα σε τομείς -όπως οι υποδομές και η τεχνολογία- όπου αντιλαμβάνονται ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι λιγότερο ικανές ή πρόθυμες να τα βοηθήσουν. Επιδιώκουν επίσης να αποκτήσουν ορισμένα στρατιωτικά συστήματα, όπως προηγμένα μη επανδρωμένα αεροσκάφη, τα οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν σοφά κρατήσει εκτός ορίων. Επιπλέον, η εξωτερική πολιτική της Κίνας τείνει να είναι πιο φιλική προς αυταρχικά καθεστώτα όπως το δικό της, και το Πεκίνο έχει καταφέρει να παραμείνει σε ίσες αποστάσεις από τις ανταγωνιζόμενες δυνάμεις της περιοχής, επιτρέποντας στην Κίνα να παρουσιάζεται ως αμερόληπτος μεσολαβητής.
Δεδομένων αυτών των τάσεων, οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται μια νέα προσέγγιση στην περιοχή. Θα πρέπει να αποδεχθούν τις θετικότερες πτυχές της αυξανόμενης παρουσίας της Κίνας στη Μέση Ανατολή και να ενθαρρύνουν -αντί να προσπαθούν να περιορίσουν- την συμβολή του Πεκίνου στην περιφερειακή ανάπτυξη και σταθερότητα. Η Ουάσινγκτον θα πρέπει επίσης να υιοθετήσει μια πιο στοχευμένη αντίδραση σε συγκεκριμένες κινεζικές ενέργειες που βλάπτουν τα συμφέροντα των ΗΠΑ.
Ταυτόχρονα, η Ουάσινγκτον δεν θα πρέπει να εντείνει την διαχρονική, επικεντρωμένη στην ασφάλεια στρατηγική της, η οποία έχει τις ρίζες της στις προσπάθειες δημιουργίας αμυντικών υπέρ των ΗΠΑ μπλοκ ως αντίβαρο στην κινεζική επέλαση. Αντ’ αυτού, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να επεκτείνουν τα εργαλεία πολιτικής και τις επενδύσεις τους στην περιοχή σε τομείς όπου απολαμβάνουν συγκριτικό πλεονέκτημα, όπως η προώθηση του ανθρώπινου κεφαλαίου, η εκπαίδευση, η πράσινη τεχνολογία, και οι ψηφιακές πλατφόρμες. Και θα πρέπει επίσης να υποστηρίξουν ευρύτερα είδη συμφώνων με τους Άραβες εταίρους και τις ανερχόμενες μεσαίες δυνάμεις, όπως η Βραζιλία, η Ινδία, και η Ιαπωνία, που θα τους επιτρέψουν να διαφοροποιήσουν τα ενδιαφερόμενα μέρη της περιοχής, να φέρουν νέες επενδύσεις, και να αναζωογονήσουν την δέσμευση των ΗΠΑ στο εμπόριο, την κλιματική αλλαγή, την επισιτιστική ασφάλεια, και άλλα ζητήματα.
ΠΟΛΥ-ΕΥΘΥΓΡΑΜΜΙΣΜΕΝΗ, ΜΟΝΟΠΟΛΙΚΗ
Κατά την τελευταία δεκαετία, οι εξωτερικές πολιτικές πολλών κρατών της Μέσης Ανατολής έχουν μετατοπιστεί προς την κατεύθυνση της πολυ-ευθυγράμμισης (multialignment). Ακόμη και παραδοσιακοί εταίροι των ΗΠΑ, όπως η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία, και τα ΗΑΕ, δεν είναι πλέον ικανοποιημένοι από τις προσπάθειες της Ουάσινγκτον να δημιουργήσει αποκλειστικά, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, μπλοκ. Επιδιώκουν συνεργασίες με πολλαπλές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, της Ινδίας, της Ρωσίας, και των Ηνωμένων Πολιτειών. Δείτε [για παράδειγμα] τα ΗΑΕ. Αν και παραμένει στενός εταίρος ασφαλείας και οικονομικός εταίρος των Ηνωμένων Πολιτειών, το Αμπού Ντάμπι έχει εμβαθύνει τους δεσμούς με το Πεκίνο μέσω του εμπορίου, της ανταλλαγής τεχνολογίας, και των νέων συμφωνιών για όπλα. Διατήρησε τις διπλωματικές και οικονομικές σχέσεις του με την Ρωσία παρά την εισβολή της Μόσχας στην Ουκρανία το 2022. Και επενδύει επίσης σε διμερείς εμπορικές και τεχνολογικές πρωτοβουλίες με την Ινδία, συνάπτοντας μια νέα Ολοκληρωμένη Οικονομική Εταιρική σχέση το 2022. Καθώς και άλλα κράτη της Μέσης Ανατολής επιδιώκουν παρόμοια διαφοροποιημένες συνεργασίες, αυτή η τάση προς την πολυ-ευθυγράμμιση είναι πιθανό να αναδιαμορφώσει την επιρροή των ΗΠΑ στην περιοχή.
Παρόλο που η Μέση Ανατολή είναι πολυ-ευθυγραμμισμένη, δεν είναι πολυπολική: οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν μακράν ο κύριος προστάτης ασφαλείας της Μέσης Ανατολής και η θέση αυτή φαίνεται απίθανο να αμφισβητηθεί στο ορατό μέλλον. Ο συνολικός αριθμός των αμερικανικών δυνάμεων έχει μειωθεί από την κορύφωσή του, αλλά παραμένει πάνω από 30.000 -όσο περίπου ήταν πριν από την εισβολή των Ηνωμένων Πολιτειών στο Ιράκ το 2003. Η Ουάσινγκτον συνεχίζει να δαπανά δισεκατομμύρια κάθε χρόνο για βοήθεια ασφαλείας στην περιοχή, και το μερίδιο των ΗΠΑ στην περιφερειακή αγορά όπλων μέχρι που έχει αυξηθεί από 47% την περίοδο 2010-2014 σε 54% την περίοδο 2018-2022, σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνών Ειρήνης της Στοκχόλμης, εν μέρει λόγω των αμερικανικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας μετά την εισβολή της στην Ουκρανία το 2014. Επιπλέον, οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίζουν να διατηρούν στρατιωτικές εγκαταστάσεις σε τουλάχιστον δώδεκα χώρες σε ολόκληρη την περιοχή, από μεγάλες βάσεις έως μικρότερα φυλάκια, εγκαταστάσεις εκπαίδευσης, και προτοποθετημένα αποθέματα όπλων και υλικού.
Αλλά κυριαρχία δεν σημαίνει αποκλειστικότητα. Αν και η παρουσία της Κίνας στην περιοχή σε θέματα ασφάλειας είναι περιορισμένη, μπορεί να προσφέρει στους εταίρους της αμυντικές και οικονομικές ευκαιρίες που δεν προσφέρουν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Για παράδειγμα, το Πεκίνο διαθέτει μόνο μια στρατιωτική βάση, που βρίσκεται στο Τζιμπουτί, αλλά έχει επενδύσει σε λιμάνια σε όλη την περιοχή που μπορούν να χρησιμοποιηθούν τόσο για πολιτικές όσο και για στρατιωτικές δραστηριότητες, μια στρατηγική που το βοήθησε να επεκτείνει την εμβέλεια του κινεζικού στρατού, ενώ παράλληλα ενίσχυσε το εμπόριο με τις χώρες της Μέσης Ανατολής. Σύμφωνα με μια έκθεση των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών που διέρρευσε τον Δεκέμβριο του 2022, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα επέτρεψαν στην Κίνα να συνεχίσει την κατασκευή μιας στρατιωτικής μονάδας εφοδιασμού σε ένα τέτοιο λιμάνι -όχι για να αντικαταστήσει την σημαντική στρατιωτική παρουσία των Ηνωμένων Πολιτειών στην χώρα, αλλά για να μπορέσει η Κίνα να την αυξήσει.
Η Κίνα έχει εφαρμόσει παρόμοια στρατηγική για να μοιραστεί την στρατιωτική της τεχνολογία στην περιοχή. Το Πεκίνο δεν παρέχει μεγάλη άμεση στρατιωτική βοήθεια στις χώρες της Μέσης Ανατολής και οι κινεζικές πωλήσεις όπλων αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 5% του συνόλου της περιοχής. Προσφέρει όμως φθηνή, χωρίς όρους πρόσβαση σε κάποια από την προηγμένη τεχνολογία της, κυρίως μη επανδρωμένα αεροσκάφη και πυραύλους ακριβείας, για πελάτες που δεν μπορούν να αποκτήσουν αυτά τα συστήματα από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Περιφερειακές δυνάμεις όπως η Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ εκτιμούν αυτές τις κινεζικές προσφορές ως συμπληρώματα και όχι ως αντικαταστάτες των αμερικανικών οπλικών συστημάτων, τα οποία συνεχίζουν να αγοράζουν -και να προτιμούν- για την υψηλότερη ποιότητα και το κύρος τους. Η Κίνα έχει επίσης παράσχει υποστήριξη στις αραβικές κυβερνήσεις για την εσωτερική ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης στην επιβολή του νόμου και της πρόσβασης σε εξελιγμένες τεχνολογίες παρακολούθησης.
Από το 2021, έξι αραβικές χώρες -το Μπαχρέιν, η Αίγυπτος, το Κουβέιτ, το Κατάρ, η Σαουδική Αραβία, και τα ΗΑΕ- έχουν γίνει εταίροι διαλόγου με τον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης (SCO), μια ομάδα πολιτική, οικονομική, και ασφάλειας υπό την ηγεσία της Κίνας, στην οποία συμμετέχει και η Ρωσία. Προστίθενται στην Τουρκία, η οποία είναι εταίρος διαλόγου του SCO από το 2013, και στο Ιράν, στο οποίο χορηγήθηκε φέτος η πλήρης ένταξη στον SCO. Για τους Άραβες εταίρους της Ουάσινγκτον, η συμμετοχή στον SCO μπορεί να ενισχύσει τους δεσμούς με την Κίνα, την Ρωσία, και τις χώρες της Κεντρικής Ασίας, χωρίς να αντικαταστήσει τις βαθύτερες, πιο ολοκληρωμένες σχέσεις τους με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Στον οικονομικό τομέα, η Κίνα διαδραματίζει πλέον μεγαλύτερο ρόλο στη Μέση Ανατολή από όσο οι Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά δεν τις έχει εκτοπίσει πλήρως. Το εμπόριο της Κίνας υπερβαίνει εδώ και καιρό εκείνο των Ηνωμένων Πολιτειών, και μέχρι το 2019, η Κίνα ξεπέρασε την Ευρωπαϊκή Ένωση για να γίνει ο κορυφαίος εμπορικός εταίρος της περιοχής. Τα τελευταία 10 χρόνια, τα στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου δείχνουν ότι ενώ οι εισαγωγές και οι εξαγωγές των ΗΠΑ με την περιοχή μειώθηκαν, το εμπόριο της Κίνας με τη Μέση Ανατολή αυξήθηκε κατά περίπου 40%, λόγω των αυξανόμενων εξαγωγών του Πεκίνου προς την περιοχή και της ακόρεστης ζήτησής του για πετρελαιοειδή. Ο αυξανόμενος όγκος εμπορίου της Κίνας έχει επιφέρει περιφερειακή επιρροή, αλλά η συνεχιζόμενη κυριαρχία του δολαρίου ΗΠΑ ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος δίνει στην Ουάσινγκτον συνεχή οικονομική επιρροή, δεσμεύοντας τις περιφερειακές δυνάμεις και τις εμπορικές και χρηματοπιστωτικές αγορές τους με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η Κίνα έχει επίσης αυξήσει ραγδαία τις επενδύσεις της στη Μέση Ανατολή. Παρόλο που οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μερίδιο των άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ) της περιοχής, οι περισσότερες αμερικανικές ΑΞΕ συγκεντρώνονται σε τρεις μόνο χώρες -το Ισραήλ, την Σαουδική Αραβία, και τα ΗΑΕ- και σε ένα στενό σύνολο βιομηχανιών. Αντίθετα, οι επενδύσεις του Πεκίνου είναι πιο διαφοροποιημένες, αφορούν χώρες όπως το Ομάν που δεν λαμβάνουν τόσο μεγάλη υποστήριξη από τις ΗΠΑ, και καλύπτουν μεγαλύτερο αριθμό τομέων, όπως η ενέργεια, οι φυσικές και ψηφιακές υποδομές, και τα ακίνητα. Για πολλές αραβικές κυβερνήσεις, η προθυμία της Κίνας να επενδύσει ευρέως χωρίς τους όρους που συχνά θέτουν οι Αμερικανοί δωρητές -οι οποίοι μπορεί να συνδέουν τις επενδύσεις με την εκπλήρωση κριτηρίων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, την δημοκρατία, ή την οικονομική μεταρρύθμιση- καθιστά την χώρα έναν ελκυστικό πρόσθετο εταίρο στην περιοχή.
Τέλος, τα αποτελέσματα μιας έρευνας του 2022 από το Αραβικό Βαρόμετρο, μια εταιρεία ερευνών κοινής γνώμης, δείχνουν την υποστήριξη της κοινής γνώμης σε ολόκληρη την περιοχή για μια πολυμερή προσέγγιση της εξωτερικής πολιτικής. Συγκεκριμένα, οι ερωτηθέντες σε πολλές χώρες δηλώνουν ότι ευνοούν τη μεγαλύτερη και βαθύτερη οικονομική δέσμευση τόσο με τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και με την Κίνα, ακόμη και αν τρέφουν ανησυχίες για την επιρροή της καθεμιάς.
ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
Παρά την αυξανόμενη προτίμηση της περιοχής για πολυ-ευθυγράμμιση, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ αναμένουν ότι τα αραβικά κράτη που απολαμβάνουν εδώ και καιρό την υποστήριξη και την προστασία των ΗΠΑ θα συνεχίσουν να θεωρούν την Ουάσινγκτον ως τον μοναδικό και κυρίαρχο εταίρο τους. Αυτό καταδεικνύεται με τον πιο σαφή τρόπο από την προσπάθεια της κυβέρνησης Μπάιντεν να επεκτείνει τις Συμφωνίες του Αβραάμ του 2020 -ένα σύνολο συμφωνιών που εξομάλυνε τις σχέσεις μεταξύ του Ισραήλ και τεσσάρων αραβικών χωρών: το Μπαχρέιν, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Σουδάν, και το Μαρόκο. Η διοίκηση ελπίζει τώρα να διαπραγματευτεί μια συμφωνία μεταξύ του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας και οι συμφωνίες να περιλαμβάνουν ένα ευρύτερο χαρτοφυλάκιο θεμάτων ασφάλειας και οικονομίας. Με την επιδίωξη αυτών των στόχων, η Ουάσινγκτον ελπίζει να θέσει τις βάσεις για μεγαλύτερο στρατιωτικό συντονισμό κατά του Ιράν και να δημιουργήσει ένα φιλο-αμερικανικό προπύργιο κατά της κινεζικής επιρροής. Αλλά δεκαετίες περιφερειακών ανταγωνισμών και συγκρούσεων και αναιμικής οικονομικής ανάπτυξης σε πολλά μέρη της Μέσης Ανατολής καθιστούν σαφές ότι αυτή η προσέγγιση που επικεντρώνεται στην ασφάλεια και βασίζεται σε μπλοκ έχει λειτουργήσει ελάχιστα στην πράξη -ακόμη και σε περιόδους που η Ουάσινγκτον δεν είχε σημαντικούς ανταγωνιστές. Τώρα που οι χώρες της περιοχής βλέπουν εναλλακτικές λύσεις στην αμερικανική κυριαρχία, η ελαττωματική λογική αυτής της στρατηγικής είναι ακόμη πιο εμφανής.
Δισεκατομμύρια δολάρια από τις πωλήσεις όπλων, την εκπαίδευση, και άλλες μορφές βοήθειας για την ασφάλεια των ΗΠΑ απέτυχαν να δημιουργήσουν τις στρατιωτικές ικανότητες που χρειάζονται οι περιφερειακοί εταίροι της Ουάσινγκτον για να υπερασπιστούν αξιόπιστα τον εαυτό τους ή να συμμετάσχουν σε επιχειρήσεις του συνασπισμού. Αυτή η βοήθεια ασφαλείας έχει, ωστόσο, ενθαρρύνει τους Άραβες εταίρους να ξεκινήσουν καταστροφικές εκστρατείες με την χρήση αμερικανικών όπλων, στην Λιβύη και την Υεμένη, για παράδειγμα. Αυτές οι συγκρούσεις έχουν προκαλέσει νέες απειλές για τα συμφέροντα των ΗΠΑ, τροφοδότησαν την περιφερειακή αστάθεια, και δημιούργησαν νέες ευκαιρίες για την άσκηση επιρροής από κακόβουλους παράγοντες, όπως το Ιράν ή η μισθοφορική ομάδα Wagner της Ρωσίας. Σε ορισμένα κράτη, όπως το Ιράκ και η Αίγυπτος, η αμερικανική βοήθεια στον τομέα της ασφάλειας έχει επίσης πλουτίσει τις κλεπτοκρατικές ελίτ και έχει επιδεινώσει την διαφθορά. Ούτε αυτές οι επενδύσεις έχουν δημιουργήσει αφοσίωση από τους εταίρους των ΗΠΑ. Για παράδειγμα, όχι μόνο τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, αλλά και η Αίγυπτος, η Ιορδανία, και η Σαουδική Αραβία συνέχισαν να εμπλέκονται διπλωματικά και οικονομικά με την Ρωσία μετά την εισβολή της στην Ουκρανία το 2022.
Προς τιμήν της, η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει αρχίσει να απομακρύνεται από τα φιλόδοξα σχέδια οικοδόμησης έθνους στη Μέση Ανατολή, ιδίως αυτά που γίνονται με τη βία. Η στρατηγική αυτή ενσαρκώθηκε από τον πόλεμο στο Ιράκ το 2003 και τα επακόλουθά του. Αλλά η αυξανόμενη αποστροφή της Ουάσινγκτον προς την άμεση στρατιωτική επέμβαση δεν έχει τερματίσει την υπερβολικά επικεντρωμένη στην ασφάλεια προσέγγισή της στην περιοχή ή τις προσπάθειές της να εξαναγκάσει τους τοπικούς εταίρους σε αποκλειστικές συνεργασίες. Έτσι, η κυβέρνηση Μπάιντεν συνεχίζει να υποστηρίζει μια περιφερειακή αρχιτεκτονική ασφάλειας με επίκεντρο τις αμερικανικές εγγυήσεις και τις πρόσθετες συνεισφορές των περιφερειακών εταίρων, όλα αυτά υποστηριζόμενα από περισσότερες συνδυασμένες στρατιωτικές ασκήσεις και αυξημένες πωλήσεις όπλων των ΗΠΑ. Τις πρωτοβουλίες αυτές συνοδεύει η ρητή προσδοκία της Ουάσινγκτον ότι οι εταίροι της Μέσης Ανατολής θα επιλέξουν μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και των μεγάλων αντιπάλων τους. Όπως σημείωσε τον Μάιο μια ανώτερη αξιωματούχος της αμερικανικής άμυνας, η Μάρα Κάρλιν, «θέλουμε οι εταίροι μας να αγοράζουν συστήματα των ΗΠΑ και των συμμάχων τους. … Το να μην το κάνουν αυτό υπονομεύει τις εταιρικές μας σχέσεις καθώς και στοιχεία της στρατηγικής μας προσέγγισης στην περιοχή».
Εκτός από την διατήρηση μιας μη ρεαλιστικής απαίτησης για αποκλειστικότητα, οι πολιτικές αυτές αποτυγχάνουν να δώσουν προτεραιότητα στην οικονομική δέσμευση. Σε αντίθεση με την Κίνα, η οποία επιδιώκει νέες συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου σε ολόκληρη την περιοχή, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν δείξει ελάχιστο ενδιαφέρον για την επέκταση της πρόσβασης στην αγορά σε περιφερειακούς εταίρους. Η Μέση Ανατολή περιλαμβάνεται στην Συνεργασία για τις Παγκόσμιες Υποδομές και Επενδύσεις (Partnership for Global Infrastructure and Investment), την απάντηση του G-7 στην κινεζική πρωτοβουλία Ζώνη και Οδός (Belt and Road Initiative, BRI), αλλά οι νέες επενδύσεις στην πρωτοβουλία είναι πολύ περιορισμένες για να αποτελέσουν τον πυρήνα της ανανεωμένης οικονομικής εμπλοκής των ΗΠΑ στην περιοχή.
ΟΣΟ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ ΤΟΣΟ ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ
Για να αναζωογονήσουν την παρουσία τους στην περιοχή, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να ξεκινήσουν αναγνωρίζοντας ότι η εποχή των αποκλειστικών εταιρικών σχέσεων και των μπλοκ ασφαλείας στη Μέση Ανατολή έχει τελειώσει. Η Ουάσινγκτον θα πρέπει να αποδεχθεί ότι η διαφοροποίηση των εταίρων της σε τομείς όπως οι αγορές όπλων και οι διάλογοι για την ασφάλεια δεν σημαίνει ότι θα πέσουν στην τροχιά των αντιπάλων των ΗΠΑ. Όμως προαναγγέλλει μια νέα πραγματικότητα που χαρακτηρίζεται από πολυ-ευθυγράμμιση.
Για να προσαρμοστεί, η Ουάσινγκτον θα πρέπει να αποφύγει τις αντιδραστικές πολιτικές που επιδιώκουν να αποκλείσουν την κινεζική επιρροή. Τέτοιες πολιτικές όχι μόνο είναι καταδικασμένες να αποτύχουν, αλλά ίσως επίσης να αναγκάσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες να κάνουν μη ελκυστικούς συμβιβασμούς στις οικονομικές μεταρρυθμίσεις, τα ανθρώπινα δικαιώματα, και άλλα κρίσιμα ζητήματα. Η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν θα πρέπει να προσφέρει νέες εγγυήσεις ασφαλείας σε αραβικά κράτη -όπως αυτές που ζήτησε η Σαουδική Αραβία- ή να παραιτηθεί από την κανονική εποπτεία και τον έλεγχο που αποδίδει στις μεταβιβάσεις όπλων της, απλώς και μόνο για να αποκλείσει την Κίνα. Τόσο από προτίμηση όσο και από ανάγκη, η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, και άλλες χώρες της περιοχής είναι απίθανο να γυρίσουν την πλάτη τους στις Ηνωμένες Πολιτείες -ιδιαίτερα σε θέματα άμυνας και ασφάλειας.
Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση πρέπει να υιοθετήσει μια οικονομική και πολιτική στρατηγική που να προσφέρει απτά οφέλη στην περιοχή. Αξιοποιώντας το ενδιαφέρον των αραβικών κρατών για πολυ-ευθυγράμμιση (multialignment), η Ουάσινγκτον μπορεί να μεσολαβήσει σε νέες «μίνι-μεσολαβήσεις» -συνήθως ομάδες τριών έως επτά κρατών- μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών, των αραβικών εταίρων, και των ηγετικών δυνάμεων σε άλλες περιοχές για την αντιμετώπιση κρίσιμων ζητημάτων όπως η οικονομική διαφοροποίηση, η διακυβέρνηση, και η κλιματική αλλαγή. Μέσω ενός δικτύου τέτοιων επικαλυπτόμενων αλλά μη αποκλειστικών εταιρικών σχέσεων, η Ουάσινγκτον θα μπορούσε να συμβάλει στην προσέλκυση επενδύσεων από νέους παίκτες, να αναζωογονήσει την οικονομική συμμετοχή των ΗΠΑ, και να ενισχύσει την δική της πολιτική επιρροή, ενώ παράλληλα θα οικοδομούσε ανθεκτικότητα στη Μέση Ανατολή.
Ένα ελπιδοφόρο παράδειγμα αυτής της στρατηγικής είναι η ομάδα I2U2, η οποία σχηματίστηκε το 2022 από την Ινδία, το Ισραήλ, τα ΗΑΕ, και τις Ηνωμένες Πολιτείες για την από κοινού αντιμετώπιση ζητημάτων όπως η επισιτιστική ασφάλεια, η ενέργεια, και η δημόσια υγεία. Η I2U2 είναι ακόμη νέα, αλλά έχει ήδη σημειώσει πρόοδο όσον αφορά την ανταλλαγή τεχνολογίας και τις επενδύσεις στην γεωργική καινοτομία και την βιωσιμότητα. Καθώς η Ουάσινγκτον αναπτύσσει αυτήν και παρόμοιες ομάδες, ωστόσο, θα πρέπει να αποφύγει να τις διαμορφώσει ως ρητά αντίβαρα στην Κίνα. Για ορισμένες εταιρικές σχέσεις, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να λειτουργήσουν ως καταλύτης αντί να εμπλακούν άμεσα, και όπου υπάρχουν συγκλίνοντα συμφέροντα -για παράδειγμα, για την κλιματική αλλαγή ή την επισιτιστική ασφάλεια- η Κίνα θα πρέπει να συμπεριληφθεί στις νέες ομάδες.
Τέλος, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα πρέπει να παραμελούν τις αυξανόμενες εσωτερικές πιέσεις που αντιμετωπίζουν οι εταίροι τους στη Μέση Ανατολή. Ειδικότερα, πρέπει να καταστήσουν την προώθηση της καλύτερης διακυβέρνησης και της κοινωνικο-οικονομικής ενσωμάτωσης μεγαλύτερη προτεραιότητα στην περιφερειακή στρατηγική τους. Η απουσία αυτών των μεταρρυθμίσεων στη Μέση Ανατολή αποτελεί εδώ και καιρό μοχλό κοινωνικής αναταραχής και βίαιων εξεγέρσεων και είναι πιθανό να γίνει περισσότερο, ιδίως καθώς τα ήδη εύθραυστα κράτη αντιμετωπίζουν τις παγκόσμιες οικονομικές αβεβαιότητες, τις επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία, την κλιματική αλλαγή, και άλλες διακρατικές προκλήσεις. Φυσικά, οποιαδήποτε προσπάθεια της Ουάσινγκτον να πιέσει για ουσιαστικές αλλαγές θα είναι δύσκολη, δεδομένης της αντίστασης των αυταρχικών συμμάχων της. Η εστίαση στην αύξηση της κυβερνητικής διαφάνειας και η βελτίωση της τοπικής πρόσβασης στις κοινωνικές υπηρεσίες θα ήταν ένα μέρος για να ξεκινήσουμε. Ένα άλλο θα ήταν να δοθεί προτεραιότητα στην άμεση εμπλοκή με τους πολίτες σε ολόκληρη την περιοχή, για παράδειγμα, με την επέκταση της ψηφιακής πρόσβασης και την αύξηση της χρηματοδότησης για την εκπαίδευση και την κατάρτιση με βάση την εργασία.
Τα ελαττώματα της βασισμένης στα μπλοκ προσέγγισης της Ουάσινγκτον στη Μέση Ανατολή, με επίκεντρο την ασφάλεια, είναι εμφανή εδώ και πολύ καιρό. Με την άνοδο της Κίνας και την αυξανόμενη αναζήτηση της περιοχής για πολλαπλούς εταίρους, η ανάγκη αναθεώρησης αυτής της στρατηγικής έχει καταστεί επείγουσα. Για να αποφύγουν τον παραγκωνισμό τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να αναγνωρίσουν ότι τα κοινωνικο-οικονομικά προβλήματα και τα προβλήματα διακυβέρνησης στο εσωτερικό των κρατών, και όχι η επέλαση των μεγάλων δυνάμεων, είναι πιθανό να αποτελέσουν τις καθοριστικές απειλές στη Μέση Ανατολή κατά την επόμενη δεκαετία.