Ο αντιφιλελευθερισμός σε άνοδο
Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ το 2016 πυροδότησε μια μεγάλη συζήτηση για την φύση και τη μοίρα της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης πραγμάτων, που ξαφνικά βρέθηκε, όπως φάνηκε, ανάμεσα στην Χάρυβδη των διεκδικητικών αντιφιλελεύθερων μεγάλων δυνάμεων και στην Σκύλλα ενός εχθρικού προέδρου των ΗΠΑ. Μπορεί ο Τραμπ να έχασε την προεδρία το 2020, αλλά η φιλελεύθερη τάξη παραμένει υπό απειλή. Αν μη τι άλλο, τα πρόσφατα γεγονότα έχουν υπογραμμίσει το μέγεθος των προκλήσεων που αντιμετωπίζει -και, το πιο σημαντικό, ότι αυτές οι προκλήσεις είναι μια μόνο εκδήλωση μιας πολύ ευρύτερης κρίσης που θέτει σε κίνδυνο τον ίδιο τον φιλελευθερισμό.
Για δεκαετίες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι κυρίαρχες φατρίες τόσο στο Δημοκρατικό όσο και στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είχαν δεσμευτεί στο έργο της δημιουργίας μιας φιλελεύθερης διεθνούς τάξης υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Θεωρούσαν την Ουάσιγκτον ως κεντρική στην οικοδόμηση ενός κόσμου οργανωμένου, τουλάχιστον εν μέρει, γύρω από τις συναλλαγές της αγοράς και την ατομική ιδιοκτησία˙ την προστασία των πολιτικών, αστικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων˙ την κανονιστική υπεροχή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας˙ και τα επισήμως ισότιμα κυρίαρχα κράτη που εργάζονται συχνά μέσω πολυμερών θεσμών. Όποια κι αν ήταν τα λάθη της, η τάξη που θα αναδυόταν στον απόηχο του Ψυχρού Πολέμου έβγαλε εκατομμύρια [ανθρώπους] από την φτώχεια και οδήγησε ένα ποσοστό ρεκόρ της ανθρωπότητας να ζει υπό δημοκρατικές κυβερνήσεις. Αλλά αφαίρεσε επίσης τις «αντιπυρικές ζώνες» που δυσκόλευαν την εξάπλωση της αναταραχής από ένα πολιτικό επίπεδο σε ένα άλλο -για παράδειγμα, πηδώντας από το υποεθνικό στο εθνικό, στο περιφερειακό και, τέλος, στο παγκόσμιο επίπεδο.
Οι βασικοί παίκτες στις υφιστάμενες δημοκρατίες, ειδικά στην Ευρώπη και στην Βόρεια Αμερική, υπέθεσαν ότι η μείωση των διεθνών φραγμών θα διευκόλυνε την διάδοση των φιλελεύθερων κινημάτων και αξιών. Έτσι έγινε για κάποιο χρονικό διάστημα, αλλά η διεθνής τάξη που προέκυψε ευνοεί τώρα μια ποικιλία αντιφιλελεύθερων δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένων αυταρχικών κρατών, όπως η Κίνα, που απορρίπτουν συλλήβδην την φιλελεύθερη δημοκρατία, καθώς και αντιδραστικών λαϊκιστών και συντηρητικών αυταρχικών που τοποθετούνται ως προστάτες των αποκαλούμενων παραδοσιακών αξιών και της εθνικής κουλτούρας, καθώς σταδιακά ανατρέπουν τους δημοκρατικούς θεσμούς και το κράτος δικαίου. Στα μάτια πολλών δεξιών Αμερικανών και των αντιστοίχων τους στο εξωτερικό, ο Δυτικός αντιφιλελευθερισμός φαίνεται απόλυτα δημοκρατικός.
Αμέσως μετά την ορκωμοσία του, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, άρχισε να μιλά για «μια μάχη μεταξύ της χρησιμότητας των δημοκρατιών του εικοστού πρώτου αιώνα και των απολυταρχιών». Κάνοντάς το, επανέλαβε μια ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι ο δημοκρατικός φιλελευθερισμός αντιμετωπίζει απειλές τόσο από τα μέσα όσο και από τα έξω. Οι αυταρχικές δυνάμεις και οι αντιφιλελεύθερες δημοκρατίες επιδιώκουν να υπονομεύσουν βασικές πτυχές της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης. Και οι υποτιθέμενοι πυλώνες αυτής της τάξης, κυρίως οι Ηνωμένες Πολιτείες, κινδυνεύουν να υποκύψουν στον αντιφιλελευθερισμό στο εσωτερικό τους.
Είτε θέλουν να «οικοδομήσουν ξανά καλύτερα» (“build back better”) είτε «να κάνουν την Αμερική μεγάλη ξανά» (“make America great again”), κάθε Αμερικανός αναλυτής φαίνεται να συμφωνεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει πρώτα να τακτοποιήσουν τα του οίκου τους για να ανταγωνιστούν αποτελεσματικά τις αυταρχικές μεγάλες δυνάμεις και να προωθήσουν την υπόθεση της δημοκρατίας στην παγκόσμια σκηνή. Όμως τα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα έχουν πολύ διαφορετικές αντιλήψεις για το τι συνεπάγεται αυτό το έργο της ανανέωσης. Αυτό το σχίσμα είναι πολύ μεγαλύτερο από τις διαφωνίες για τις ρυθμίσεις στην οικονομία και τις δημόσιες επενδύσεις. Οι κομματικοί βλέπουν την άλλη πλευρά ως υπαρξιακή απειλή για την ίδια την επιβίωση των Ηνωμένων Πολιτειών ως δημοκρατία.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μια από τις πιο πολωμένες Δυτικές δημοκρατίες, αλλά οι πολιτικές τους συγκρούσεις και εντάσεις είναι εκφράσεις ευρύτερων, διεθνών διαδικασιών. Η αντιδραστική δεξιά των ΗΠΑ, για παράδειγμα, συνδέεται με μια ποικιλία παγκόσμιων δικτύων που περιλαμβάνουν τόσο αντιπολιτευόμενα πολιτικά κινήματα όσο και κυβερνώντα καθεστώτα. Οι προσπάθειες για την στήριξη της φιλελεύθερης δημοκρατίας στις Ηνωμένες Πολιτείες θα έχουν κλιμακωτές και μερικές φορές απρόβλεπτες επιπτώσεις στην ευρύτερη φιλελεύθερη τάξη˙ ταυτόχρονα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δεν μπορούν να βάλουν σε σειρά τις υποθέσεις της χώρας χωρίς να αντιμετωπίσουν ευρύτερες διεθνείς και διεθνικές προκλήσεις.
Όλα αυτά ξεπερνούν κατά πολύ το να γίνει ένα φρεσκάρισμα και μια ανακαίνιση στην αμερικανική δημοκρατία. Η κρίση δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί απλώς με την εκ νέου δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών σε πολυμερείς θεσμούς, συμφωνίες, και συμμαχίες. Οι ρίζες της είναι δομικές. Η φύση της σύγχρονης φιλελεύθερης διεθνούς τάξης αφήνει τις δημοκρατίες ιδιαίτερα ευάλωτες τόσο στις εσωτερικές όσο και στις εξωτερικές αντιφιλελεύθερες πιέσεις.
Στην τρέχουσα μορφή τους, οι φιλελεύθεροι θεσμοί δεν μπορούν να ανακόψουν την ανερχόμενη αντιφιλελεύθερη παλίρροια˙ οι κυβερνήσεις έχουν δυσκολευτεί να αποτρέψουν την διάχυση των αντιδημοκρατικών ιδεολογιών και τακτικών, τόσο εγχώριων όσο και εισαγόμενων. Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες πρέπει να προσαρμοστούν για να αποκρούσουν τις απειλές σε πολλαπλά επίπεδα. Υπάρχει, όμως, μια παγίδα. Οποιαδήποτε προσπάθεια αντιμετώπισης αυτής της κρίσης θα απαιτήσει αποφάσεις πολιτικής που θα είναι σαφώς αντιφιλελεύθερες ή θα απαιτούν μια νέα εκδοχή της φιλελεύθερης τάξης.
ANOIXTΟΙ ΣΤΗΝ ΑΣΤΑΘΕΙΑ
Οι επικριτές της αντίληψης ενός νέου ψυχρού πολέμου μεταξύ της Κίνας και των Ηνωμένων Πολιτειών υπογραμμίζουν τις θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ του σημερινού κόσμου και εκείνου των πρώτων δεκαετιών του Ψυχρού Πολέμου. Η Σοβιετική Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες σχημάτισαν τα κέντρα διακριτών γεωπολιτικών μπλοκ. Αντίθετα, το Πεκίνο και η Ουάσιγκτον λειτουργούν σε αλληλοκαλυπτόμενους και διασυνδεδεμένους γεωπολιτικούς χώρους. Για χρόνια, πολιτικοί στην Ουάσιγκτον συζητούν πόσους περιορισμούς [πρέπει] να θέσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στις κινεζικές επενδύσεις. Δεν υπήρχε τέτοιο άγχος, ούτε ανάγκη γι’ αυτό, όταν επρόκειτο για την Σοβιετική Ένωση. Οι εταιρείες των ΗΠΑ δεν ανέθεταν παραγωγή σε σοβιετικά εργοστάσια˙ η Σοβιετική Ένωση δεν ήταν ποτέ σημαντικός προμηθευτής τελικών αγαθών στις Ηνωμένες Πολιτείες ή στους βασικούς, μέσω Συνθηκών, συμμάχους τους.
Ένα ευρύ φάσμα εξελίξεων –που όλες επιταχύνθηκαν τις τελευταίες τρεις δεκαετίες- έχουν κάνει τον κόσμο πιο πυκνό σε ροές γνώσης και εμπορίου, συμπεριλαμβανομένων της επέκτασης των αγορών, της οικονομικής απορρύθμισης, της εύκολης κινητικότητας του κεφαλαίου, των δορυφορικών επικοινωνιών, και των ψηφιακών media. Οι άνθρωποι έχουν μεγαλύτερη επίγνωση του τι συμβαίνει σε διαφορετικά μέρη του κόσμου. Τα επίσημα και άτυπα διεθνικά πολιτικά δίκτυα —[τα οποία ήταν] περιορισμένα κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου από σκληρά γεωπολιτικά σύνορα και λιγότερες και ακριβότερες μορφές υπεραστικών επικοινωνιών— έχουν αυξηθεί τόσο σε σημασία όσο και σε εμβέλεια.
Αυτές οι εξελισσόμενες αλλαγές μπέρδεψαν το γεωπολιτικό τοπίο που αναδύθηκε μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Καμία ενιαία, ομοιόμορφη διεθνής τάξη δεν αντικατέστησε την πιο διχοτομημένη διεθνή τάξη του Ψυχρού Πολέμου˙ ο κόσμος, παρά τις ελπίδες των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, δεν έγινε ποτέ «επίπεδος». Αντίθετα, η διεθνής τάξη πραγμάτων που διαμορφώθηκε στις αρχές του αιώνα ήταν πολύ ποικιλόμορφη. Πολλά από τα νέα δημοκρατικά καθεστώτα που εμφανίστηκαν την δεκαετία του 1990 ήταν οριακά δημοκρατικά˙ οι αισιόδοξοι απέρριψαν λανθασμένα τις πρώτες ενδείξεις για τους αδύναμους φιλελεύθερους δημοκρατικούς θεσμούς μόνο ως μικρά εμπόδια στον δρόμο προς τον πλήρη εκδημοκρατισμό. Προς τα ανατολικά κατά μήκος της Ευρασίας, η φιλελεύθερη τάξη γινόταν όλο και περισσότερο [ένα] συνονθύλευμα. Ορισμένα κράτη, όπως η Κίνα, κατάφεραν να έχουν ουσιαστική πρόσβαση στα οφέλη της φιλελεύθερης οικονομικής τάξης χωρίς να αποδεχτούν τις απαιτήσεις του πολιτικού φιλελευθερισμού.
Πολλοί αναλυτές εκείνα τα χρόνια υποσχέθηκαν ότι η επέκταση της αγοράς θα παρήγαγε στιβαρές μεσαίες τάξεις που με την σειρά τους θα απαιτούσαν την πολιτική φιλελευθεροποίηση. Υποστήριξαν ότι η ανάπτυξη μιας παγκόσμιας κοινωνίας των πολιτών —που θα στηρίζεται στα ανθρώπινα δικαιώματα, στο κράτος δικαίου, και στις περιβαλλοντικές μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ)— θα βοηθούσε στην καλλιέργεια και στην κινητοποίηση των φιλοδημοκρατικών δυνάμεων, ειδικά στον μετασοβιετικό χώρο. Το Διαδίκτυο, που φάνταζε ευρέως ως μια ασταμάτητη δύναμη για την ελευθερία, θα έπαιζε τον ρόλο του στην διάδοση της ακαταμάχητης απήχησης τόσο των φιλελεύθερων οικονομικών αρχών όσο και των φιλελεύθερων πολιτικών ελευθεριών.
Θα μπορούσε κάποιος να επιχειρηματολογήσει υπέρ της αισιοδοξίας, ακόμη και μετά το 2005, το τελευταίο έτος που είχε καθαρή αύξηση της παγκόσμιας δημοκρατίας, σύμφωνα με την φιλοδημοκρατική ομάδα προάσπισης Freedom House. Αλλά εκ των υστέρων, αυτό φαίνεται απελπιστικά αφελές.
Το 2001, λίγους μόνο μήνες πριν από την επίσημη ένταξη της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (World Trade Organization, ΠΟΕ), οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου [2001] ώθησαν τις Ηνωμένες Πολιτείες να ξεκινήσουν τον παγκόσμιο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας. Η κυβέρνηση Μπους [του νεότερου] υιοθέτησε ή επέκτεινε μια πληθώρα αντιφιλελεύθερων πρακτικών, όπως ο βασανισμός «παράνομων μαχητών» μέσω τεχνικών «ενισχυμένης ανάκρισης» και μέσω «εξαιρετικών παραδόσεων [κρατουμένων]» σε κυβερνήσεις τρίτων [χωρών], και ενστερνίστηκε μια στρατιωτικοποιημένη εκδοχή προώθησης της δημοκρατίας. Η εισβολή στο Ιράκ το 2003 και το συνοδευτικό «δόγμα της πρόληψης» επιδείνωσε περαιτέρω τις σχέσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και Ευρωπαίων συμμάχων όπως η Γαλλία και η Γερμανία. Οι αναταραχές των «έγχρωμων επαναστάσεων» -των φιλελεύθερων εξεγέρσεων στις μετασοβιετικές χώρες (στην Γεωργία το 2003 και στην Ουκρανία το 2004)- και η Αραβική Άνοιξη, που ξέσπασε το 2010, υπογράμμισαν περαιτέρω την απειλή που έθεταν οι παράγοντες της φιλελεύθερης τάξης, όπως οι διεθνείς θεσμοί, οι Δυτικές ΜΚΟ, και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τα αυταρχικά και αντιφιλελεύθερα καθεστώτα επιδίωξαν ολοένα και περισσότερες στρατηγικές για να μονωθούν από αυτές τις διεθνικές φιλελεύθερες απειλές.
Το σωρευτικό αποτέλεσμα των τεχνολογικών καινοτομιών, των επιλογών πολιτικής που έγιναν από φιλελεύθερες δυνάμεις, και των εξελισσόμενων αυταρχικών πρακτικών ήταν η «ασύμμετρη ανοικτότητα» —η παράξενη πραγματικότητα ότι η σύγχρονη φιλελεύθερη τάξη λειτουργεί καλύτερα για τα αυταρχικά καθεστώτα από όσο για τις φιλελεύθερες δημοκρατίες. Τα αυταρχικά κράτη μπορούν να περιορίσουν τις επιδράσεις της διεθνούς κοινωνίας των πολιτών, των πολυεθνικών εταιρειών, των οικονομικών ροών, ακόμη και του Διαδικτύου στους πληθυσμούς τους πολύ πιο αποτελεσματικά από όσο οι φιλελεύθερες δημοκρατίες. Οι αυταρχικοί μπορούν να χρησιμοποιήσουν την ελευθερία των παγκόσμιων ροών —όπως προσφέρεται από τις φιλελεύθερες πολιτικές, είτε οικονομικές είτε πολιτικές— για να προωθήσουν την δική τους αντιφιλελεύθερη επιρροή. Την χρησιμοποιούν, ενώ με διάφορους τρόπους απαγορεύουν, αποκλείουν και ελέγχουν τις διεθνικές ροές ιδεών, οργανισμών, πληροφοριών, και χρημάτων που θα μπορούσαν να απειλήσουν την εξουσία τους.
ΤΟ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑ ΤΟΥ ΑΥΤΑΡΧΙΣΜΟΥ
Η ανοικτότητα των φιλελεύθερων χωρών -μια από τις βασικές αρχές τέτοιων κοινωνιών- έχει καταστεί μειονέκτημα. Ένα θεμελιώδες πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ -και ένα [πρόβλημα] που είναι ιδιαίτερα δύσκολο για εκείνους των οποίων οι υποθέσεις διαμορφώθηκαν από την διακυβέρνηση κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1990 και των πρώτων χρόνων αυτού του αιώνα, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες ασκούσαν ηγεμονία- είναι η προσαρμοστικότητα με την οποία τα αντιφιλελεύθερα κράτη και πολιτικά κινήματα εκμεταλλεύονται ένα ανοιχτό και διασυνδεδεμένο παγκόσμιο σύστημα.
Η ανοικτότητα δεν παράγει ένα πιο φιλελεύθερο παγκόσμιο περιβάλλον στα media και στην πληροφορία. Οι αυταρχικοί χτίζουν φραγμούς στα Δυτικά media στις χώρες τους, ενώ χρησιμοποιούν την πρόσβαση στις Δυτικές πλατφόρμες για να προωθήσουν τις δικές τους ατζέντες. Για παράδειγμα, τα αυταρχικά κράτη απολαμβάνουν πλέον διευρυμένη πρόσβαση στα media στον δημοκρατικό κόσμο. Τα κρατικά παγκόσμια Μέσα, όπως το CGTN της Κίνας και το RT της Ρωσίας, λαμβάνουν δισεκατομμύρια δολάρια σε κυβερνητική υποστήριξη και διατηρούν μια πληθώρα γραφείων και ανταποκριτών στο εξωτερικό, συμπεριλαμβανομένων [αυτών] στις Δυτικές δημοκρατίες -ακόμη και όταν τα αυταρχικά καθεστώτα αποκλείουν όλο και περισσότερο τα Δυτικά media. Η Κίνα απέλασε ανταποκριτές του BBC και απαγόρευσε στο βρετανικό δίκτυο να εκπέμπει στην χώρα το 2021, λόγω της κάλυψης των κακοποιήσεων στην [επαρχία] Σιντζιάνγκ.
Ομοίως, οργανώσεις και ομάδες συμφερόντων που υποστηρίζονται από αυταρχικούς, συνεχίζουν τις δραστηριότητές τους σε ανοιχτές κοινωνίες, ακόμη και όταν χώρες όπως η Κίνα και η Ρωσία απαγορεύουν Δυτικούς αξιωματούχους, ακαδημαϊκούς, και [στελέχη] δεξαμενών σκέψης. Οι σύγχρονοι αυταρχικοί προσέχουν την εικόνα τους. Χρησιμοποιούν νέες τεχνολογίες και πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης για να διαμορφώσουν τα παγκόσμια προφίλ τους και να ανυψώσουν την θέση τους, τόσο στο εγχώριο όσο και στο διεθνές κοινό. Συστηματικά συνάπτουν συμβόλαια για τις υπηρεσίες εταιρειών δημοσίων σχέσεων στην Δύση, οι οποίες παρουσιάζουν τους πελάτες τους ως δημοφιλείς στην πατρίδα τους, τονίζουν την γεωστρατηγική σημασία τους, και εξωραΐζουν ιστορίες καταστολής και διαφθοράς. Οι αυταρχικοί επιχειρούν επίσης να επηρεάσουν τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής στις φιλελεύθερες δημοκρατίες, χρηματοδοτώντας δεξαμενές σκέψης και χορηγώντας «εκδρομές μελέτης» και άλλες εκδηλώσεις. Οι εταιρείες διαχείρισης φήμης -που διατηρούνται από αντιφιλελεύθερες κυβερνήσεις και ολιγάρχες από απολυταρχίες- σαρώνουν προσεκτικά τα παγκόσμια media και απειλούν με αγωγές για να αποτρέψουν την αρνητική κάλυψη και να αποθαρρύνουν έρευνες.
Οι ψηφιακές τεχνολογίες διευκολύνουν τα νέα εργαλεία εγχώριας και διεθνικής καταστολής. Έχουν επιτρέψει στις υπηρεσίες ασφαλείας τόσο των ισχυρών χωρών (όπως η Κίνα, η Ρωσία, η Σαουδική Αραβία, και η Τουρκία) όσο και των πιο αδύναμων (όπως η Λευκορωσία, η Ρουάντα, και το Τατζικιστάν) να εντείνουν τις εκστρατείες παρακολούθησης, εκφοβισμού, και φίμωσης των πολιτικών αντιπάλων [που βρίσκονται] στην εξορία και των ακτιβιστών σε κοινότητες της διασποράς —ακόμη και εκείνων που κατοικούν σε χώρες οι οποίες συνήθως θεωρούνται ασφαλή καταφύγια, όπως ο Καναδάς, το Ηνωμένο Βασίλειο, και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Όπως τόνισε μια πρόσφατη έρευνα για την ισραηλινή εταιρεία τεχνολογίας NSO Group και το λογισμικό κατασκοπείας (spyware) «Pegasus», οι αυταρχικές κυβερνήσεις επιδίδονται σε εκτενή ψηφιακή παρακολούθηση αντιφρονούντων και δημοσιογράφων από άλλες χώρες, συχνά με την βοήθεια εταιρειών που εδρεύουν σε δημοκρατικά κράτη.
Οι Δυτικές εταιρείες τεχνολογίας είχαν κάποτε αυτοαναγορευτεί σε υπέρμαχους της ανοικτότητας. Τώρα, πολλές συνθηκολογούν υπό τις πιέσεις των χωρών που τις φιλοξενούν για να αφαιρέσουν περιεχόμενο και εργαλεία που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να διευκολύνουν την κινητοποίηση κατά του καθεστώτος. Μόλις πριν από τις κοινοβουλευτικές εκλογές στην Ρωσία τον Σεπτέμβριο του 2021, το Κρεμλίνο έπεισε την Apple και την Google να αφαιρέσουν μια εφαρμογή που αναπτύχθηκε από υποστηρικτές του φυλακισμένου ηγέτη της αντιπολίτευσης Αλεξέι Ναβάλνι, η οποία είχε σχεδιαστεί για να βοηθήσει στον συντονισμό της ψήφου της αντιπολίτευσης. Ο Ναβάλνι κατηγόρησε τους τεχνολογικούς γίγαντες ότι λειτούργησαν ως «συνένοχοι» του Κρεμλίνου.
Οι διεθνείς θεσμοί υποκύπτουν επίσης στην θέληση των αυταρχικών. Η Κίνα υπό την ηγεσία του προέδρου, Σι Τζινπίνγκ, έχει επιδιώξει επιθετικά να περιορίσει τις επικρίσεις κατά της χώρας στα φόρουμ του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Σύμφωνα με την ομάδα προάσπισης Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Human Rights Watch), το Πεκίνο έχει επιδιώξει να «εξουδετερώσει την ικανότητα αυτού του συστήματος να καθιστά οποιαδήποτε κυβέρνηση υπεύθυνη για σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Τα αυταρχικά κράτη έχουν ενωθεί σε συνασπισμούς όπως η Ομάδα των Ομοϊδεατών (Like-Minded Group) για να αντιταχθούν στις επικρίσεις για τις πρακτικές μεμονωμένων χωρών στα ανθρώπινα δικαιώματα, να ευνοήσουν την κρατική κυριαρχία, και να εμποδίσουν την διαπίστευση των ΜΚΟ και να μειώσουν το ρόλο τους σε εξουσιοδοτημένες διαδικασίες του ΟΗΕ, όπως η Παγκόσμια Περιοδική Ανασκόπηση (Universal Periodic Review). Η Κίνα ηγείται πλέον τεσσάρων υπηρεσιών του ΟΗΕ και έχει πιέσει για τις προτιμώμενες υποψήφιες ηγεσίες της σε άλλες, συμπεριλαμβανομένου του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Τον Σεπτέμβριο, ο Όμιλος της Παγκόσμιας Τράπεζας (World Bank Group) ακύρωσε την επιδραστική ετήσια μελέτη «Doing Business» αφότου μια εξωτερική ερευνητική έκθεση διαπίστωσε ότι οι ηγέτες του, για πολιτικούς λόγους, είχαν ασκήσει «αδικαιολόγητη πίεση» στο προσωπικό τους για να βελτιώσουν την θέση της Κίνας στην κατάταξη του 2018.
Τα αυταρχικά κράτη όχι μόνο μπορούν να λειτουργήσουν ελεύθερα στους οικουμενικούς θεσμούς της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης, αλλά κατασκευάζουν επίσης ένα οικοσύστημα θεσμών μιας εναλλακτικής τάξης, από το οποίο αποκλείουν ή περιορίζουν σημαντικά την επιρροή των φιλελεύθερων δημοκρατιών. Με την ίδρυση νέων περιφερειακών οικονομικών οργανισμών και [οργανισμών] ασφάλειας, η Κίνα και η Ρωσία μπορούν να επαναφέρουν τις περιφερειακές τους ατζέντες μέσω θεσμών που απορρίπτουν ανοιχτά την διάδοση των φιλελεύθερων πολιτικών κανόνων και αξιών, να χρησιμοποιήσουν αυτούς τους θεσμούς για να οργανώσουν αντιφιλελεύθερα μπλοκ εντός πιο αξιοσέβαστων διεθνών οργανισμών, και να διατηρήσουν επιλογές εξόδου εάν οι θεσμοί της φιλελεύθερης τάξης πραγμάτων γίνουν λιγότερο φιλόξενοι για τους αυταρχικούς.
Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΠΟΣΥΝΘΕΣΗ
Η απειλή για τις φιλελεύθερες δημοκρατίες προέρχεται επίσης από μέσα. Η φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων είναι αγκυρωμένη σε δύο μεγάλες ομοσπονδίες: τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αμφότερες φιλοξενούν ορισμένες από τις πιο ισχυρές και δυνητικά σημαντικές δυνάμεις του αντιφιλελευθερισμού. Αυτές λαμβάνουν, σε γενικές γραμμές, δύο μορφές: τις αντιφιλελεύθερες ενέργειες που αναλαμβάνουν οι ίδιες οι φιλελεύθερες δημοκρατικές κυβερνήσεις όταν επιδιώκουν να αντιμετωπίσουν αντιληπτές απειλές, και τις αντιδημοκρατικές δυνάμεις που εμφανίζονται σε αντιφιλελεύθερα πολιτικά κινήματα, κόμματα, και πολιτικούς.
Οι δημοκρατικές κυβερνήσεις ανέκαθεν πάλευαν με τους συμβιβασμούς μεταξύ της ελευθερίας και της ασφάλειας, και ο φιλελευθερισμός πάντα αντιμετώπιζε διλήμματα σχετικά με το πόσο πολύ θα ανεχόταν τους αντιφιλελεύθερους δρώντες. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ παράβλεψε τον υποεθνικό φυλετικό αυταρχισμό [των νόμων] του Jim Crow και τον φυλετικό διαχωρισμό για το μεγαλύτερο μέρος του εικοστού αιώνα, με φρικτές συνέπειες. Η πολιτική εθνικής ασφαλείας των ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτεμβρίου [2001] συνέβαλε στην τρέχουσα κρίση της φιλελεύθερης τάξης, μεταξύ άλλων, με την διακήρυξη του δόγματος του προληπτικού πολέμου και την στρατιωτικοποίηση της προώθησης της δημοκρατίας. Ο εναγκαλισμός από τις Ηνωμένες Πολιτείες του κερδοσκοπικού καπιταλισμού και της υπερβολικά χρηματικής οικονομίας τους, τις έκανε το επίκεντρο της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Πιο πρόσφατα, η παγκόσμια πανδημία έχει κανονικοποιήσει τους αυστηρότερους συνοριακούς ελέγχους και τις πιο περιοριστικές πολιτικές μετανάστευσης και έχει υπονομεύσει τη νομιμοποίηση της προστασίας των προσφύγων.
Προκειμένου να απωθήσουν τις αντιφιλελεύθερες δυνάμεις, κυρίως την Κίνα, οι δημοκρατικές κυβερνήσεις έχουν υιοθετήσει πολιτικές που έρχονται σε αντίθεση με την ανοικτότητα που χαρακτηρίζει την σύγχρονη φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων. Η Ουάσιγκτον έχει χρησιμοποιήσει εργαλεία καταναγκασμού για να παρέμβει στις παγκόσμιες αγορές, σε μια προσπάθεια να διατηρήσει την πρόσβαση και την υπεροχή των ΗΠΑ σε στρατηγικά σημαντικές τεχνολογίες. Οι ανησυχίες για την ασφάλεια, που σχετίζονται, για παράδειγμα, με τις δυνητικά μεγάλης κλίμακας παρακολουθήσεις της Δυτικής τηλεπικοινωνιακής κίνησης από την Κίνα, οδήγησαν την κυβέρνηση Τραμπ να ασκήσει σημαντική πίεση στους συμμάχους της για να απορρίψουν την κινεζική τεχνολογία 5G. Ακόμη και πολλοί πολιτικοί και αξιωματούχοι της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ που, σε αντίθεση με τον Τραμπ, είναι δεσμευμένοι στον φιλελευθερισμό της αγοράς, γενικά θεωρούν επιτυχημένη αυτή την πολιτική.
Η πραγματική υποστήριξη για ευρεία οικονομική αποσύνδεση από την Κίνα παραμένει περιορισμένη, αλλά η αυξανόμενη αντιπαλότητα μεταξύ Πεκίνου και Ουάσιγκτον έχει παραγάγει άλλες, αν και αποσπασματικές, κινήσεις απομάκρυνσης από τον φιλελευθερισμό της αγοράς, στο όνομα της ανταγωνιστικότητας και της στρατηγικής αυτονομίας. Κολλημένος στην διαδικασία του συμβιβασμού την στιγμή που γραφόταν αυτό το άρθρο, ο Nόμος Περί Καινοτομίας και Ανταγωνισμού (Innovation and Competition Act) των ΗΠΑ είναι το πρώτο σημαντικό διακομματικό νομοθέτημα εδώ και χρόνια που ενστερνίζεται την εθνική βιομηχανική πολιτική. Από αυτή την άποψη, αντιπροσωπεύει μια πολύ περιορισμένη αντιστροφή του ανοιχτού φιλελευθερισμού, ή νεοφιλελευθερισμού, της μεταψυχροπολεμικής περιόδου.
Η νεοφιλελεύθερη παραλλαγή του φιλελευθερισμού της αγοράς -η ώθηση, ξεκινώντας από την δεκαετία του 1970, προς μια ολοένα και μεγαλύτερη απορρύθμιση, ιδιωτικοποίηση, και κινητικότητα κεφαλαίων- διάβρωσε την κοινωνική προστασία και αύξησε την ανισότητα, συμπεριλαμβανομένης της δραματικής αναμόρφωσης του φορολογικού κώδικα προς όφελος των εργαζομένων με υψηλό εισόδημα και των εταιρειών των ΗΠΑ. Αντί όμως να αντιστρέψουν αυτές τις πολιτικές, πολλοί πολιτικοί των ΗΠΑ προτιμούν να αποδίδουν την ευθύνη στις κινεζικές εμπορικές πρακτικές. Η διατήρηση των δασμών στα κινεζικά προϊόντα είναι ελκυστική για τα λαϊκιστικά αισθήματα και ωφελεί έναν περιορισμένο αριθμό εργαζομένων σε βιομηχανίες που ανταγωνίζονται τις κινεζικές εισαγωγές, όπως ο χάλυβας. Αλλά η ζημιά που προκαλεί στις εξαγωγικές βιομηχανίες και στους καταναλωτές είναι μεγαλύτερη. Μέχρι στιγμής, οι δασμοί δεν φαίνεται να έχουν παραγάγει μια νέα, καλύτερη εμπορική συμφωνία με την Κίνα.
Οι προσπάθειες για την αντιμετώπιση των τοπικών αντιδημοκρατικών δυνάμεων απειλούν επίσης να υπονομεύσουν τους φιλελεύθερους κανόνες και αξίες. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι φιλελεύθεροι και οι προοδευτικοί έχουν ζητήσει αλλαγές στους διαδικαστικούς κανόνες για να αποτραπεί η δημοκρατική διολίσθηση. Υποστηρίζουν την λήψη μιας επιθετικής θέσης ενάντια στις δεξιές πολιτοφυλακές και παραστρατιωτικές οργανώσεις, την συσσώρευση φιλελεύθερων δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο, και την εγκατάλειψη μακροχρόνιων νομοθετικών πρακτικών, όπως η μακρηγορία (filibuster). Όταν τα απροκαλύπτως ανελεύθερα καθεστώτα λαμβάνουν αυτά τα ίδια μέτρα, οι παρατηρητές δικαίως τα κατηγορούν ότι υπονομεύουν την δημοκρατία.
Το γεγονός παραμένει ότι οι φιλελεύθερες δημοκρατίες αντιμετωπίζουν όντως πολύ πραγματικές απειλές από την άνοδο του αντιδραστικού λαϊκισμού, του συντηρητικού αυταρχισμού, και άλλων αντιδημοκρατικών κινημάτων. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το ένα από τα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα παραμένει δέσμιο ενός αυταρχικού δημαγωγού. Κινητοποιημένο από το «Μεγάλο Ψέμα» (“Big Lie”, τον αντικειμενικά ψευδή ισχυρισμό ότι οι Δημοκρατικοί έκλεψαν τις εκλογές από τον Τραμπ μέσω συστηματικής εκλογικής νοθείας), το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα εκκαθαρίζει αξιωματούχους που στάθηκαν εμπόδιο στις προσπάθειες ανατροπής [του αποτελέσματος] των προεδρικών εκλογών του 2020. Οι προσπάθειες των Ρεπουμπλικάνων για την καταστολή της ψήφου επιταχύνονται. Ο ακραίος ανασχηματισμός των εκλογικών περιφερειών έχει ήδη κάνει ορισμένες πολιτείες -όπως το Μέριλαντ, η Βόρεια Καρολίνα και το Ουισκόνσιν- de facto νομοθετικές ημι-δημοκρατίες (anocracies) ή συστήματα διακυβέρνησης που συνδυάζουν δημοκρατικά και αυταρχικά χαρακτηριστικά. Εάν αυτές οι τάσεις συνεχιστούν, οι αλλαγές στην διαδικασία μπορεί να αποδειχθούν ο μόνος τρόπος για να αποτραπεί το ξήλωμα της δημοκρατίας στις Ηνωμένες Πολιτείες.
ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΧΥΟΣ
Γενικότερα, ο φιλελευθερισμός κινδυνεύει να αυτοϋπονομευθεί. Στο κέντρο του σύγχρονου πολιτικού φιλελευθερισμού βρίσκεται η πεποίθηση ότι ορισμένα δικαιώματα και αξίες είναι καθολικά —ότι υπάρχουν, ανεξάρτητα από τις διαφορές μεταξύ των χωρών, των πολιτισμών, ή του ιστορικού υπόβαθρου. Το σύστημα των Συνθηκών για τα ανθρώπινα δικαιώματα ενστερνίζεται αυτήν την αντίληψη. Τα υπογράφοντα κράτη δεσμεύονται να προστατεύουν συγκεκριμένα δικαιώματα, όπως η δίκαιη διαδικασία, και να απέχουν από συγκεκριμένες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως τα βασανιστήρια.
Ωστόσο, η επέκταση των φιλελεύθερων δικαιωμάτων τις τελευταίες δεκαετίες έχει πυροδοτήσει μια αυξανόμενη αντίδραση. Η προσπάθεια της κυβέρνησης Ομπάμα να προωθήσει τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ στο εξωτερικό, συνήθως μέσω του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, πυροδότησε την οργή των συντηρητικών σε χώρες τόσο διαφορετικές όπως η Δημοκρατία της Τσεχίας και η Ουγκάντα. Η εξάπλωση των σύγχρονων φιλελεύθερων αξιών —από τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ και την ισότητα των φύλων έως τα δικαιώματα των μεταναστών— προκαλεί απώθηση τόσο σε δημοκρατικά όσο και σε μη δημοκρατικά κράτη. Παρέχει στους αντιφιλελεύθερους πολιτικούς ευκαιρίες να απομονώσουν συγκεκριμένες φιλελεύθερες αξίες και να τις χρησιμοποιήσουν ως διχαστικά ζητήματα εναντίον των αντιπάλων τους.
Η Μόσχα, ίσως ακούσια, έδωσε στον εαυτό της τον ρόλο του φάρου των παραδοσιακών αξιών, μέσω μιας εκστρατείας για την δαιμονοποίηση των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ [τα οποία θεωρεί] ως Δούρειο Ίππο για την σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών. Δεν υπάρχει κάτι ιδιαίτερα πρωτότυπο σε αυτό το είδος στρατηγικής. Το αξιοσημείωτο είναι το πώς έχει γίνει διακρατική και, με αυτόν τον τρόπο, έχει χρησιμεύσει ως βάση για αντιφιλελεύθερες πολιτικές σε άλλες χώρες. Τέτοιες στρατηγικές διχασμού χρησιμοποιούνται επίσης για να υπονομεύσουν την υποστήριξη των μεταρρυθμιστών στην διεθνή κοινότητα, συνδέοντάς τους με αντιφιλελεύθερες αξίες. Για παράδειγμα, η Διεθνής Αμνηστία ανακάλεσε προσωρινά το καθεστώς του «κρατουμένου για λόγους συνείδησης» για τον Ναβάλνι μετά από μια υποστηριζόμενη από το Κρεμλίνο εκστρατεία ενημέρωσης, η οποία υπογράμμισε τα ξενοφοβικά σχόλια που είχε κάνει στο παρελθόν για μετανάστες από την Κεντρική Ασία.
Το θέμα δεν είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να υποχωρήσουν από το να καταστήσουν τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ μέρος της εξωτερικής τους πολιτικής ή ότι οι ανησυχητικές απόψεις του Ναβάλνι για τους μετανάστες από την Κεντρική Ασία δεν έχουν σημασία. Είναι ότι προωθώντας τα φιλελεύθερα δικαιώματα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να ελιχθούν [ανάμεσα σε] σημαντικά ανταλλάγματα, ασυνέπειες, και διαμάχες.
Αυτό εκτείνεται πέρα από τα θέματα προώθησης της δημοκρατίας και των πολιτικών δικαιωμάτων. Η κυβέρνηση Μπάιντεν ορθώς έχει ανακηρύξει την διαφθορά ως κίνδυνο εθνικής ασφαλείας. Αλλά τα μέτρα κατά της διαφθοράς θα δώσουν κίνητρο για αντίδραση που επίσης προκαλεί ανησυχία για την εθνική ασφάλεια. Τα επιθετικά μέτρα θα απειλήσουν τους ολιγάρχες που έχουν πολιτικές διασυνδέσεις στην Ευρώπη και αλλού. Οι διεφθαρμένοι αυταρχικοί είναι πιθανό να δουν μια σειρά από προσπάθειες εναντίον της κλεπτοκρατίας, όπως η επέκταση των απαιτήσεων επιμέλειας για τους παρόχους υπηρεσιών και η απαγόρευση στους ξένους αξιωματούχος να δέχονται δωροδοκίες, ως σοβαρή απειλή για τα καθεστώτα τους και να συσπειρώσουν το κοινό τους ενάντια σε αυτές τις νέες μορφές «εσωτερικής παρέμβασης». Σημαντικά βήματα για την διατήρηση του φιλελευθερισμού, ακόμη και αμυντικά, θα προκαλέσουν απώθηση κατά της φιλελεύθερης τάξης —και όχι μόνο από το εξωτερικό. Τα μέτρα κατά της διαφθοράς απειλούν ένα ευρύ φάσμα πολιτικών, επιχειρηματιών, και συμβούλων των ΗΠΑ. Τα τελευταία χρόνια, και ιδιαίτερα μετά τις εκλογές του 2016, τέτοια μέτρα έχουν γίνει άλλη μια πηγή κομματικής πόλωσης.
ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΟΙ ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΟΡΑ
Αυτή η πόλωση δεν είναι ένα διακριτό εθνικό φαινόμενο. Ο αντιδραστικός λαϊκισμός των ΗΠΑ είναι μια συγκεκριμένη εκδήλωση μιας παγκόσμιας τάσης. Η διεθνής δημοτικότητα του Ούγγρου πρωθυπουργού, Βίκτορ Όρμπαν, μεταξύ των δεξιών σχολιαστών, των εθνικιστών ηγετών, και των συντηρητικών διασημοτήτων (ιδιαίτερα των Αμερικανών) υπογραμμίζει τον διεθνικό χαρακτήρα των αντιφιλελεύθερων δικτύων. Ο Όρμπαν —τον οποίο η κυβέρνηση Μπάιντεν προδήλως δεν προσκάλεσε στην προγραμματισμένη Σύνοδο Κορυφής για την Δημοκρατία (Summit for Democracy) τον Δεκέμβριο— έχει αναδυθεί ως αγαπημένος των μέσων ενημέρωσης της αμερικανικής δεξιάς: ένας αρχηγός κράτους που αποδοκιμάζει την ισχύ του φιλάνθρωπου Τζορτζ Σόρος, πλασάρει αντιμεταναστευτικές πολιτικές, και υπερασπίζεται τις παραδοσιακές αξίες.
Η Διάσκεψη Συντηρητικής Πολιτικής Δράσης (Conservative Political Action Forum) —ένα μεγάλο φόρουμ της αμερικανικής δεξιάς— σχεδιάζει να πραγματοποιήσει στην Ουγγαρία την ετήσια συνάντησή της για το 2022. Ο παρουσιαστής του Fox News, Τάκερ Κάρλσον -αναμφισβήτητα η πιο επιδραστική συντηρητική προσωπικότητα των μέσων ενημέρωσης στις Ηνωμένες Πολιτείες- πέρασε μια εβδομάδα στην Ουγγαρία το καλοκαίρι του 2021 για να πάρει συνέντευξη από τον Όρμπαν, να επαινέσει την κυβέρνησή του, και να πει στο κοινό του ότι η Ουγγαρία είναι πρότυπο δημοκρατίας. Ο Κάρλσον απήχησε την εικόνα [που έχει] ο Όρμπαν για έναν κόσμο σε βαθιά πολιτισμική κρίση, με τη μοίρα του Δυτικού πολιτισμού να είναι, υποτίθεται, αβέβαιη˙ αυτός ο αντιληπτός κίνδυνος είναι η κόλλα που συνενώνει την διεθνική δεξιά.
Ο Όρμπαν εδραίωσε την εξουσία του μέσω τακτικών που ήταν διαδικαστικά νόμιμες αλλά, στην ουσία, υπονόμευαν το κράτος δικαίου. Γέμισε τα δικαστήρια με κομματικούς και πίεσε, κατέλαβε, ή έκλεισε ανεξάρτητα media. Η ανοιχτή επίθεση του Όρμπαν στην ακαδημαϊκή ελευθερία -συμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσης των σπουδών για τα φύλα και της έξωσης του Πανεπιστημίου της Κεντρικής Ευρώπης (Central European University) από την Ουγγαρία- βρίσκει αναλογίες στις τρέχουσες δεξιές προσπάθειες στις ελεγχόμενες από τους Ρεπουμπλικάνους πολιτείες να απαγορεύσουν την διδασκαλία της κριτικής φυλετικής θεωρίας (critical race theory) και να στοχεύσουν φιλελεύθερους και αριστερούς ακαδημαϊκούς.
Οι προστασίες που σχεδιάστηκαν για να αποκρούσουν τον αντιφιλελευθερισμό απέτυχαν. Ο πολιτικός επιστήμονας R. Daniel Kelemen, για παράδειγμα, επισημαίνει πώς η ΕΕ, ένα υποτιθέμενο πρότυπο των φιλελεύθερων δημοκρατικών κανόνων, δεν έκανε ουσιαστικά τίποτα για να εμποδίσει τις Αρχές στην Ουγγαρία και στην Πολωνία να αποδυναμώσουν σταδιακά τις δημοκρατίες τους. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θεσμοθετεί κομματικές ομαδοποιήσεις για όλη την περιφέρεια που προστατεύουν αποτελεσματικά τα αντιευρωπαϊκά κόμματα, όπως το ουγγρικό Fidesz και το Πολωνικό κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη (Law and Justice Party) από κυρώσεις. Η κοινή ευρωπαϊκή αγορά εργασίας επιτρέπει στους πολιτικούς αντιπάλους και στους δυσαρεστημένους πολίτες να φεύγουν με απλή μετεγκατάσταση σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αποδυναμώνοντας τη μάχη ενάντια στις αντιφιλελεύθερες πολιτικές στο εσωτερικό [της υπό κρίσιν χώρας].
Αυτές οι δυναμικές δεν είναι, στην πραγματικότητα, τόσο διαφορετικές από εκείνες που εξελίσσονται στο ομοσπονδιακό σύστημα των ΗΠΑ: τα δικαστήρια προστατεύουν αντιδημοκρατικές πρακτικές όπως ο ακραίος ανασχηματισμός των εκλογικών περιφερειών και η στοχευμένη καταστολή της ψήφου, και ορισμένες πολιτείες που ελέγχονται από τους Ρεπουμπλικάνους έχουν θεσπίσει νόμους οι οποίοι έχουν σχεδιαστεί για να επιτρέπουν στα νομοθετικά σώματα να παρεμβαίνουν στην εποπτεία των τοπικών εκλογών με το πρόσχημα της αποτροπής [εκλογικής] νοθείας. Πολλοί από εκείνους τους Ρεπουμπλικάνους αξιωματούχους που έχουν θορυβηθεί με την απότομη αυταρχική στροφή του κόμματος έχουν κάνει ελάχιστα ή τίποτα ως απάντηση, από φόβο για τις προσωπικές πολιτικές επιπτώσεις ή ότι θα βλάψουν τις εκλογικές προοπτικές του κόμματος.
Η εξύψωση του Όρμπαν από τους Αμερικανούς δεξιούς διανοούμενους και τους τηλεοπτικούς παρουσιαστές είναι μια υψηλού επιπέδου απεικόνιση του πώς οι πυκνές διασυνδέσεις που σχηματίζουν τον πυρήνα της φιλελεύθερης τάξης μπορούν να διευκολύνουν την άνοδο των αντιδημοκρατικών κινημάτων. Μια άλλη είναι η συμμετοχή του Εντουάρντο Μπολσονάρο, ενός από τους γιους του Βραζιλιάνου προέδρου Ζαΐρ Μπολσονάρο, σε μια εθνικιστική ομάδα που ιδρύθηκε από τον Αμερικανό αντιδραστικό λαϊκιστή Στιβ Μπάνον. Το σκοτεινό χρήμα από τις Ηνωμένες Πολιτείες καλύπτει αντιφιλελεύθερα κόμματα και κινήματα στο εξωτερικό. Την ίδια στιγμή, οι κλεπτοκράτες ξεπλένουν κεφάλαια στις ΗΠΑ σε τραπεζικούς λογαριασμούς, σε ακίνητα, ακόμη και στην πολιτική. Αυτό πυροδοτεί τον λαϊκισμό στις Ηνωμένες Πολιτείες μέσω της διαφθείρουσας επιρροής του. Πολλοί ολιγάρχες και κλεπτοκράτες θεωρούν το πατερναλιστικό στυλ διακυβέρνησης των αντιδραστικών λαϊκιστών, όπως ο Τραμπ, ως υποστηρικτικό των συμφερόντων τους, και έτσι τους υποστηρίζουν μετά χαράς με όποιον τρόπο μπορούν. Η ρωσική χρηματοδότηση, που συχνά διοχετεύεται μέσω ολιγαρχών που συνδέονται με το Κρεμλίνο, επιδοτεί δεξιές και πολιτισμικά συντηρητικές οργανώσεις στην Ευρώπη και στην Βόρεια Αμερική με στόχο την υπονόμευση της φιλελεύθερης τάξης.
Καθώς οι ρωγμές διευρύνονται σε πολλές φαινομενικά φιλελεύθερες δημοκρατίες, η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ που στοχεύει στην υπεράσπιση της φιλελεύθερης δημοκρατίας θα απαιτήσει από την κυβέρνηση Μπάιντεν -ή οποιαδήποτε μελλοντική κυβέρνηση Δημοκρατικών- να πάρει θέση στην εσωτερική πολιτική των συμμαχικών, δημοκρατικών, και ημιδημοκρατικών χωρών. Όταν η κυβέρνηση Ομπάμα επιχείρησε αυτή την προσέγγιση, οι προσπάθειές της ήταν ανοργάνωτες και αναποτελεσματικές. Η κυβέρνηση Μπάιντεν απέφυγε, τουλάχιστον δημοσίως, να μοχλεύσει τις δεσμεύσεις ασφαλείας της εποχής Τραμπ στην Πολωνία ώστε να πιέσει το κυβερνών κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη για την δημοκρατική διολίσθηση της χώρας.
Η κυβέρνηση Τραμπ, από την άλλη πλευρά, υποστήριξε ανοιχτά τις αντιφιλελεύθερες δεξιές κυβερνήσεις στην Ουγγαρία και στην Πολωνία˙ είναι πιθανό ότι οι προσπάθειες του Τραμπ να υποστηρίξει τον Αντρέι Ντούντα στις προεδρικές εκλογές της Πολωνίας το 2020 τον βοήθησαν να κερδίσει οριακά τον πιο φιλελεύθερο Rafal Trzaskowski, τον δήμαρχο της Βαρσοβίας. Ούτε η κυβέρνηση Τραμπ ούτε ο διορισμένος από τον Τραμπ πρεσβευτής στην Ουγγαρία πίεσαν τον Όρμπαν να ανακαλέσει την απόφαση [που έλαβε] το 2018, να εκδιώξει το Πανεπιστήμιο της Κεντρικής Ευρώπης -που ιδρύθηκε με χρήματα του Τζορτζ Σόρος- παρά το γεγονός ότι το Πανεπιστήμιο αντιπροσώπευε τη μεγαλύτερη επένδυση των ΗΠΑ στην τριτοβάθμια εκπαίδευση στην μεταψυχροπολεμική Ευρώπη.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένας πρόεδρος των ΗΠΑ που ευθυγραμμίζεται πιο ανοιχτά και ουσιαστικά με την κεντροδεξιά, την κεντροαριστερά, και τα φιλελεύθερα κόμματα στο εξωτερικό, θα διακινδυνεύσει να πολιτικοποιήσει περαιτέρω τις αμερικανικές διεθνείς σχέσεις –ιδίως σε σχέση με την ευρεία διατλαντική ατζέντα της οποίας ακόμη η υποστήριξη καθοδηγείται από ισχυρούς Ρεπουμπλικανούς. Όμως, όπως συμβαίνει με πολλά από τα διλήμματα που δημιουργούνται από την άνοδο του αντιφιλελευθερισμού, το να επιχειρεί κάποιος να αποφύγει την περαιτέρω πολιτικοποίηση στο τάδε [ζήτημα] ή την πόλωση στο δείνα, σημαίνει στην πράξη ότι δίνει ένα ουσιαστικό πλεονέκτημα στις αντιφιλελεύθερες δυνάμεις.
ΑΝΤΗΧΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
Για πολλούς, αυτή η ιδιόμορφη στιγμή στην διεθνή τάξη πραγμάτων προμηνύει τον ερχομό ενός νέου ψυχρού πολέμου, που ωθείται από την εντεινόμενη αντιπαλότητα μεταξύ Πεκίνου και Ουάσιγκτον. Αλλά μια καλύτερη, αν και ακόμα βεβιασμένη, ιστορική αναλογία μπορεί να βρεθεί στην «Εικοσαετή Κρίση» —την έμφορτη περίοδο μεταξύ του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι δημοκρατίες αντιμετώπισαν πολλαπλές πιέσεις, συμπεριλαμβανομένων της Μεγάλης Ύφεσης, του αντιδραστικού συντηρητισμού, του επαναστατικού σοσιαλισμού, και ων αυξανόμενων διεθνών εντάσεων.
Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες εμφανίστηκαν χωρίς πηδάλιο, εσωτερικά διχασμένες, και γενικά ανήμπορες να ανταποκριθούν στην πρόκληση. Δυσκολεύτηκαν να προσαρμοστούν στις παγκοσμιοποιητικές τεχνολογικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων των νέων μέσων μαζικής επικοινωνίας τα οποία οι αντιφιλελεύθερες δυνάμεις μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν επιδέξια προς όφελός τους. Η διεθνής μετανάστευση πυροδότησε τον εθνικισμό. Οι αντιφιλελεύθερες πολιτικές και ιδέες έκαναν παγκόσμια επίθεση και εξαπλώθηκαν τόσο στις παλιές όσο και στις νέες δημοκρατίες. Τα τέλη της δεκαετίας του 1920 και οι αρχές της δεκαετίας του 1930 βρήκαν τις δημοκρατικές δυνάμεις –την Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, και τις Ηνωμένες Πολιτείες– να κάνουν ελάχιστα για να εμποδίσουν την άνοδο του φασισμού στο εξωτερικό ή να αποτρέψουν την διολίσθηση των νεοσύστατων δημοκρατιών στον συντηρητικό αυταρχισμό.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε μια όχι εντελώς ανόμοια θέση σήμερα. Οι Ρεπουμπλικάνοι αφιέρωσαν την προεκλογική εκστρατεία του 2020 στο να αποκαλούν το Δημοκρατικό Κόμμα «κομμουνιστικό» και να συνδέουν τους αντιπάλους τους με την αυταρχική καπιταλιστική Κίνα˙ τα δεξιά ΜΜΕ υποστηρίζουν ότι το Πεκίνο εμπλέκεται σε πολλά από τα συνήθη μισητά ζητήματα (bête noires), συμπεριλαμβανομένης της κριτικής φυλετικής θεωρίας (critical race theory). Από την πλευρά τους, οι Δημοκρατικοί συνέδεσαν τους Ρεπουμπλικάνους, και ειδικά τον Τραμπ, με την ακροδεξιά ιδεολογία του λευκού εθνικισμού και επικαλέστηκαν το φάντασμα των εξτρεμιστικών πολιτοφυλακών και άλλων εγχώριων ακτιβιστικών ομάδων. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ δυσκολεύονται να επιδιώξουν μια συνεκτική και αποτελεσματική εξωτερική πολιτική για την υπεράσπιση της φιλελεύθερης τάξης για τον απλό λόγο ότι το αμερικανικό κοινό είναι θεμελιωδώς διχασμένο.
Αυτός ο ιστορικός παραλληλισμός μέχρι που παρέχει και κάποια περιορισμένα περιθώρια για αισιοδοξία. Η τυπική ιστορία υποστηρίζει ότι το τεράστιο πρόγραμμα δαπανών του New Deal έκανε την φιλελεύθερη δημοκρατία ξανά ελκυστική. Ο πρόεδρος Φράνκλιν Ρούζβελτ μεταμόρφωσε τις Ηνωμένες Πολιτείες σε «οπλοστάσιο της δημοκρατίας». Οι Ηνωμένες Πολιτείες, μαζί με τους συμμάχους τους, νίκησαν την Γερμανία, την Ιταλία, και την Ιαπωνία στην ξηρά και στην θάλασσα και στους ουρανούς. Αυτή η συνολική ήττα, καθώς και η άφθονη δημοσιότητα που δόθηκε στις θηριωδίες που διέπραξαν οι δυνάμεις του Άξονα, άφησαν τον φασισμό απαξιωμένο και στιγματισμένο.
Ο Μπάιντεν φαίνεται να προτιμά αυτήν την αναλογία. Στην εσωτερική πολιτική του, έχει επιχειρήσει την δική του εκδοχή του New Deal, μέσω ενός συνδυασμού πολλών σημαντικών νομοσχεδίων για δαπάνες, συμπεριλαμβανομένου του American Rescue Plan, του Infrastructure Investment and Jobs Act, και ενός άλλου νομοσχεδίου για τις υποδομές —το οποίο βρισκόταν σε κατάσταση αναμονής την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές. Στην εξωτερική πολιτική του, ο Μπάιντεν θέλει να οικοδομήσει έναν συνασπισμό δημοκρατιών υπό την ηγεσία των ΗΠΑ για να ανταποκριθεί στην πρόκληση του αυξανόμενου αντιφιλελευθερισμού και ιδιαίτερα να αντιταχθεί στις κινεζικές και ρωσικές προσπάθειες να ανασυγκροτήσουν την διεθνή τάξη σε πιο αυταρχικές γραμμές. Ο Λευκός Οίκος ελπίζει ότι η συνάντηση των ηγετών σε φόρουμ όπως η Σύνοδος Κορυφής για την Δημοκρατία θα ενισχύσει αυτή την πρωτοβουλία.
ΜΕ ΤΟΥΣ ΟΡΟΥΣ ΠΟΙΟΥ;
Οι πιθανότητες πάντως δεν είναι υπέρ της κυβέρνησης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν η πλουσιότερη και πιο ισχυρή χώρα του κόσμου, αλλά η Κίνα αμφισβητεί την επιρροή των Ηνωμένων Πολιτειών στην διεθνή τάξη –και θα συνεχίσει να το κάνει ακόμα κι αν η δραματική ανάπτυξή της επιβραδυνθεί [μέχρι να φτάσει] σε στασιμότητα. Η Ουάσιγκτον «θερίζει» το κόστος δύο δεκαετιών αποτυχιών στη Μέση Ανατολή και στην Κεντρική Ασία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δαπάνησαν πραγματικά απίθανα χρηματικά ποσά σε αυτές τις αποτυχημένες εμπλοκές στο εξωτερικό, αγοράζοντας τελικά την κατάρρευση της ηγεμονίας των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και την ολοκληρωτική κατάρρευση του έργου της οικοδόμησης έθνους στο Αφγανιστάν.
Αλλά το εσωτερικό μέτωπο θα πρέπει να είναι ακόμη πιο ανησυχητικό για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα δύο κόμματα ίσως να τα βγάλουν πέρα και να αποφύγουν να χαλάσουν την φιλελεύθερη δημοκρατία των ΗΠΑ —όχι μικρό επίτευγμα αν ληφθούν υπόψη οι ενέργειες των Ρεπουμπλικανών στον απόηχο των προεδρικών εκλογών του 2020. Παραμένει, ωστόσο, η κατακλυσμική ζημιά εξαιτίας της έντονης πολιτικής πόλωσης, των υπερβολικά κομματικών τακτικών της καμένης γης, και του νομοθετικού αδιεξόδου. Αυτά τα δεινά έχουν δημιουργήσει μια σειρά από περαιτέρω προβλήματα. Τόσο οι σύμμαχοι όσο και οι αντίπαλοι των ΗΠΑ γνωρίζουν πολύ καλά ότι οποιαδήποτε συμφωνία συνάψουν με τις Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να μην επιβιώσει περισσότερο από την εν ενεργεία κυβέρνηση. Η Γερουσία των ΗΠΑ δεν μπορεί να επικυρώσει Συνθήκες για το άμεσο μέλλον, κάτι που περιορίζει την ικανότητα της Ουάσιγκτον να επιχειρήσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην διεθνή τάξη, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης συνεπούς ηγεσίας σε θέματα όπως η κλιματική αλλαγή.
Μετά από 30 χρόνια επιδεινούμενης πολιτικής πόλωσης και δυσλειτουργίας στην χώρα, το κατεστημένο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ δεν έχει υπολογίσει αυτήν την πραγματικότητα. Ορισμένοι αναγνωρίζουν ότι η προώθηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας είναι πλέον μια λιγότερο σημαντική προτεραιότητα από την αποτροπή της δημοκρατικής διολίσθησης. Ωστόσο, τέτοιες συζητήσεις πολιτικής εξακολουθούν να μην εξετάζουν την πιθανότητα η επόμενη κυβέρνηση να ανατρέψει οποιαδήποτε νέα πολιτική, ανεξάρτητα από το εάν οι συνέπειες μιας τέτοιας ανατροπής θα ήταν καλύτερες ή χειρότερες από το να μην είχε θεσπιστεί εξαρχής η νέα πολιτική ή από το πώς θα μπορούσε να προσαρμοστεί μια νέα πολιτική ώστε να είναι πιο δύσκολη η αναίρεσή της.
Αντί να αντιμετωπίζουν ανοιχτά αυτό το πρόβλημα αξιοπιστίας, οι αναλυτές εξωτερικής πολιτικής διακινούν την ιδέα, ρητά ή σιωπηρά, ότι μια συγκεκριμένη προσέγγιση — για παράδειγμα, για την διαχείριση των σχέσεων των ΗΠΑ με την Κίνα, ή για το διεθνές εμπόριο— θα είναι αυτή που μαγικά θα αποτελέσει την βάση για μια νέα, δικομματική συναίνεση. Αλλά αυτό βάζει το κάρο μπροστά από το άλογο. Εάν οι Αμερικανοί μπορούσαν να σφυρηλατήσουν μια ευρεία κοινή αντίληψη των διεθνών απειλών και μια συμφωνία για τον σκοπό της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, τότε δεν θα υπήρχε εξαρχής μια σοβαρή εσωτερική πολιτική κρίση για να επιλυθεί.
Ένα τρομακτικό σύνολο προβλημάτων ενυπάρχει στην δομή της ίδιας της φιλελεύθερης τάξης. Η τρέχουσα ρύθμιση βρίθει εντάσεων, είναι υπερβολικά κατακερματισμένη εσωτερικά, και υπερβολικά ασύμμετρα ευάλωτη. Για να επιβιώσει, η φιλελεύθερη τάξη θα πρέπει να αλλάξει.
Οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ που επιθυμούν ειλικρινά να υπερασπιστούν την φιλελεύθερη τάξη θα πρέπει να επιλέξουν πλευρά, τόσο στο εσωτερικό όσο και στην συμπεριφορά της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Με αυτόν τον τρόπο, θα θολώσουν την διάκριση μεταξύ των φιλελεύθερων και των αντιφιλελεύθερων πρακτικών. Θα χρειαστεί να διαπεράσουν τους εγχώριους κανόνες, όπως η μη τροποποίηση του μεγέθους και της δικαιοδοσίας της ομοσπονδιακής δικαιοσύνης λόγω της ιδεολογικής διάθεσής της. Θα χρειαστεί επίσης να απομακρυνθούν από μεταψυχροπολεμικούς κανόνες, όπως ο περιορισμός της ευνοιοκρατίας προς τις πολιτικές φατρίες εντός και μεταξύ των μεγάλων δημοκρατικών συμμάχων. Και θα χρειαστεί να το πράξουν κατανοώντας σαφώς ότι αυτές οι ενέργειες θα μπορούσαν να γυρίσουν ως μπούμερανγκ και να προσφέρουν ρητορική κάλυψη στις αντιφιλελεύθερες και αντιδημοκρατικές πρακτικές στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.
Στο οικονομικό μέτωπο, τόσο οι Δημοκρατικοί όσο και οι Ρεπουμπλικάνοι φαίνονται πρόθυμοι να θυσιάσουν κάποιον βαθμό ανοικτότητας, αλλά με πολύ διαφορετικούς στόχους στο μυαλό τους. Ευτυχώς, τα περισσότερα από τα βήματα που απαιτούνται για την διατήρηση της φιλελεύθερης τάξης -όπως το να περισταλεί η ροή του ξένου κλεπτοκρατικού χρήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες- θα προκαλούσαν σημαντικά πλήγματα στις εξωτερικές αντιφιλελεύθερες δυνάμεις, ακόμη κι αν εννοιολογηθούν ως εσωτερικές πολιτικές.
Η πάλη με τις εγχώριες αντιφιλελεύθερες απειλές παραμένει μια ακανθώδης άσκηση. Φυσικά, η υπεράσπιση της φιλελεύθερης δημοκρατίας έχει παραγάγει τρομερές υπερβολές στο παρελθόν, συμπεριλαμβανομένης της άσχημης καταστολής και της φρικτής βίας. Οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ υιοθέτησαν σαφώς αντιφιλελεύθερες πολιτικές κατά την διάρκεια του Κόκκινου Τρόμου που ακολούθησε τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν καραδοκούσε το φάντασμα του μπολσεβικισμού. Στην προσπάθειά τους να ανακόψουν το ανερχόμενο ρεύμα των δεξιών εξτρεμιστών σήμερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες διακινδυνεύουν να επιστρέψουν σε αυτούς τους σκοτεινούς καιρούς. Αλλά η εναλλακτική της αδράνειας -η αποτυχία του Δυτικού φιλελευθερισμού να νικήσει τον φασισμό στην δεκαετία του 1930- παραμένει μια επικίνδυνη προοπτική.
Η ιστορία είναι ένας ατελής οδηγός. Ο φασισμός ηττήθηκε —τουλάχιστον για ένα διάστημα— στα πεδία των μαχών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αν ο Χίτλερ ενδιαφερόταν λιγότερο για τις στρατιωτικές κατακτήσεις, τα φασιστικά κράτη θα μπορούσαν να είναι ένα απολύτως φυσιολογικό μέρος του σημερινού παγκόσμιου τοπίου. Η Σοβιετική Ένωση, από την πλευρά της, κατέρρευσε εξαιτίας ενός συνδυασμού της αναποτελεσματικότητας της κατευθυνόμενης οικονομίας της, των εθνικιστικών πιέσεων, και των πολιτικών επιλογών που αποδείχθηκαν πολύ κακές.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν όντως να μελετήσουν ότι θα νικήσουν τους σημερινούς αυταρχικούς αμφισβητίες τους σε έναν ολοκληρωτικό πόλεμο, καθώς αυτό πιθανότατα θα παρήγαγε μια καταστροφική πυρηνική ανταλλαγή. Ο πιο σημαντικός αυταρχικός αμφισβητίας τους, η Κίνα, είναι ένα τελείως διαφορετικό είδος πολιτείας από ό,τι ήταν η Σοβιετική Ένωση. Η Κίνα είναι πλούσια και σχετικά δυναμική, και μολονότι έχει τα δικά της διαρθρωτικά προβλήματα, δεν είναι απολύτως σαφές ότι τα μειονεκτήματά της είναι χειρότερα από εκείνα των Ηνωμένων Πολιτειών.
Εν ολίγοις, καμία από τις ιστορικές διαδρομές προς την ιδεολογική νίκη του φιλελευθερισμού δεν φαίνεται πιθανή. Αυτό σημαίνει ότι οι φιλελεύθερες δημοκρατίες πρέπει πραγματικά να υποθέσουν ότι δεν θα ξαναπάρουν σύντομα την εξέχουσα θέση της διεθνούς τάξης. Και έτσι το ερώτημα δεν είναι πλέον αν θα αλλάξει η φιλελεύθερη τάξη αλλά με τους όρους ποιου.
*Το δοκίμιο αυτό έχει δημοσιευθεί στο τεύχος αριθ. 75 (Απρίλιος – Μάιος 2022) του Foreign Affairs The Hellenic Edition.