Τα τελευταία χρόνια, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει συχνά παραλύσει από τις αυξανόμενες διαιρέσεις μεταξύ των κρατών-μελών της. Από την φαινομενικά χρόνια αδυναμία της να διαμορφώσει ενοποιημένες απαντήσεις σε προκλήσεις τόσο ποικίλες όπως η πανωλεθρία του χρέους της ευρωζώνης, το Brexit, οι αυξανόμενες ροές μεταναστών και αιτούντων άσυλο, και μια απειλητική Ρωσία, κάθε νέα έκτακτη ανάγκη έχει εγείρει έναν νέο χορό αμφιβολιών για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της ένωσης
Οι σκεπτικιστές ήταν έτοιμοι να προσθέσουν την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία (European Green Deal) σε αυτόν τον μακρύ κατάλογο αποτυχιών όταν αποκαλύφθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του Δεκεμβρίου του 2019. Ως η πρωτοβουλία σήμα–κατατεθέν της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υπό την πρόεδρο Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν, η συμφωνία στοχεύει να κάνει την Ευρώπη [να έχει] ουδέτερο ισοζύγιο άνθρακα έως το 2050, αναβαθμίζοντας συνολικά, επί τη ευκαιρία, σχεδόν κάθε τομέα της οικονομίας της ηπείρου. Μολονότι υπήρχε καλός λόγος να προβλέψει κάποιος ότι μια τέτοια φιλόδοξη ατζέντα ίσως προκαλούσε διχασμό και αντιπαράθεση σε μια ένωση που ήδη δυσκολεύεται να βρει τα πατήματά της, η συμφωνία φαίνεται να έχει εμφυσήσει στο ευρωπαϊκό εγχείρημα μια νέα αίσθηση ενότητας και ελπίδας. Η πίεση για ουδέτερο ισοζύγιο άνθρακα παραδοσιακά κρίνεται με μεγαλύτερο σκεπτικισμό στη Νότια Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Ανατολική Ευρώπη, αλλά η συμπερίληψη μηχανισμών δημοσιονομικών μεταβιβάσεων για να βοηθηθούν οι ασθενέστερες οικονομίες κατά τη μετάβαση, βοήθησε να περιοριστεί η αντίθεση.
ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ
Καθώς η πανδημία της COVID-19 έχει ρημάξει την Ευρώπη και έχει καταναλώσει προσοχή και πόρους, οι Βρυξέλλες έχουν στηρίξει τις δεσμεύσεις τους για τον περιορισμό της κλιματικής αλλαγής, κωδικοποιώντας πολλούς από τους στόχους που παρατίθενται στην Πράσινη Συμφωνία ως νομικά δεσμευτικές υποχρεώσεις. Στις 21 Ιουλίου 2021, η ΕΕ ψήφισε νομοθεσία που δίνει ισχύ νόμου στον στόχο της για την κλιματική ουδετερότητα έως το 2050. Δεσμεύτηκε να μειώσει τις εκπομπές τουλάχιστον κατά 55% έως το 2030 (από τα επίπεδα του 1990) και δρομολόγησε το 30% του επταετούς προϋπολογισμού της, ύψους 1,8 τρισεκατομμυρίων ευρώ, και τα κονδύλια για τη μετα-πανδημική ανάκαμψη στην πράσινη μετάβαση. Για την επίτευξη του στόχου του 2030, το πακέτο «Fit for 55» της ΕΕ προτείνει στόχους, ρυθμίσεις, και φορολογικά μέτρα σε μια σειρά τομέων, συμπεριλαμβανομένων των βιώσιμων μεταφορών, της ενεργειακής απόδοσης, της τιμολόγησης του άνθρακα, της βιομηχανικής πολιτικής, των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, και της βιοποικιλότητας.
Οι δημοσκοπήσεις υποδεικνύουν ότι οι Ευρωπαίοι υποστηρίζουν σθεναρά αυτήν την πράσινη ώθηση. Η έρευνα του Ευρωβαρόμετρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2021 διαπίστωσε ότι το 90% των πολιτών της ΕΕ υποστήριξαν τη μείωση των εκπομπών του θερμοκηπίου για να αποκτήσει η ήπειρος ουδέτερο ισοζύγιο άνθρακα έως το 2050. Τα στοιχεία της έρευνας δείχνουν ότι ιδιαίτερα οι νέοι Ευρωπαίοι ενδιαφέρονται περισσότερο για την κλιματική αλλαγή από οποιοδήποτε άλλο πολιτικό ζήτημα, και η κινητοποίησή τους έχει πιέσει τους ηγέτες να εστιάσουν στην Πράσινη Συμφωνία. Η πολιτική μοίρα της ίδιας της ΕΕ εξαρτάται πλέον από το εάν οι νέοι Ευρωπαίοι αναγνωρίζουν την συμβολή της στην επίλυση της κλιματικής κρίσης.
Είναι εντυπωσιακό να βλέπει κάποιος πόσο γρήγορα τα κλιματικά ζητήματα έχουν αναδυθεί ως το επίκεντρο του ευρωπαϊκού πολιτικού διαλόγου. Τα τελευταία χρόνια, καθώς η Ευρώπη έχει υπομείνει ολοένα και περισσότερα κύματα καύσωνα και καταστροφικές πλημμύρες, οι πολιτικές της έχουν ανταποκριθεί. Οι εκλογές που πραγματοποιήθηκαν κατά την διάρκεια της πανδημίας, ιδίως στην Γερμανία, δείχνουν ότι οι ανησυχίες των ψηφοφόρων για το κλίμα έχουν ενταθεί. Αυτό δεν σημαίνει ότι το κλίμα και η ενέργεια έχουν γίνει πολιτικά μη αμφιλεγόμενα. Με τους ψηφοφόρους περισσότερο εστιασμένους στην κλιματική αλλαγή, οι εγχώριες πολιτικές συζητήσεις γύρω από τον ρυθμό και τη μορφή της ενεργειακής μετάβασης θα γίνονται πιθανώς όλο και πιο διχαστικές. Καθώς η ΕΕ εμπλέκεται όλο και περισσότερο σε αυτές τις συζητήσεις, η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία θα αντιμετωπίσει σίγουρα πολιτική αντίθεση. Εάν ο χειρισμός της είναι κακός, θα μπορούσε να δημιουργήσει το είδος της ζημιάς που υπέστη η ΕΕ στον απόηχο της κρίσης της ευρωζώνης στις αρχές της δεκαετίας του 2010 και της μεταναστευτικής κρίσης του 2015. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, οι Βρυξέλλες έκαναν πολύ λίγα για να περιορίσουν την οικονομική ζημιά και κατευνάσουν τις ανησυχίες, επιτρέποντας στις εθνικιστικές, αντιευρωπαϊκές δυνάμεις να χαλυβδώσουν την υποστήριξή [τους].
ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΚΡΙΣΗ
Εάν πρόκειται να επιδεινώσει τις κοινωνικοοικονομικές ανισότητες, η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία θα μπορούσε να πυροδοτήσει τα παράπονα και να γίνει ένα ιδεολογικό όπλο στα χέρια των ευρωσκεπτικιστών, για να μην αναφέρουμε τα αυταρχικά καθεστώτα που αντιτίθενται στην φιλελεύθερη Δύση. Η ενεργειακή κρίση του 2021, η οποία είδε τις τιμές χονδρικής της ηλεκτρικής ενέργειας να αυξάνονται κατά 200% τους πρώτους εννέα μήνες του έτους, θα πρέπει να χρησιμεύσει ως προειδοποίηση. Καθώς οι ευρωπαϊκές χώρες άνοιξαν ξανά μετά τα αρχικά πανδημικά lockdowns και οι κυβερνήσεις τόνωσαν τις οικονομίες τους με πρωτοφανή δημοσιονομικά κίνητρα, η ζήτηση ενέργειας εκτινάχθηκε στα ύψη —αλλά η προσφορά δεν μπορούσε να συμβαδίσει, με τις επενδύσεις σε ορυκτές πηγές να έχουν μειωθεί σημαντικά τα προηγούμενα χρόνια. Εν τω μεταξύ, η υπομονή της Ρωσίας εξαντλήθηκε, καθώς οι ευρωπαϊκές ρυθμιστικές Αρχές χρονοτρίβησαν για την έγκριση του αγωγού Nord Stream 2, ο οποίος θα φέρει το ρωσικό φυσικό αέριο στην Ευρώπη. Καθώς οι προμήθειες φυσικού αερίου ελαττώθηκαν, η Ρωσία αρνήθηκε να σπεύσει να διασώσει την Ευρώπη, αυξάνοντας τις εξαγωγές της στις αγορές άμεσης παράδοσης. Η προκύπτουσα κορύφωση των τιμών έχει επιβάλει ένα μη βιώσιμα υψηλό κόστος στα νοικοκυριά της Ευρώπης με χαμηλότερο εισόδημα και στις μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις (SME’s), πολλές από τις οποίες ήδη δυσκολεύονταν να ανακάμψουν από τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας.
Αν η ενεργειακή μετάβαση της Ευρώπης είχε ξεκινήσει νωρίτερα και εάν η ηλεκτρική ενέργεια μπορούσε υποθετικά να παράγεται εξ’ ολοκλήρου από ανανεώσιμες πηγές, η ανεπαρκής προσφορά ορυκτών καυσίμων δεν θα ήταν πρόβλημα. Ωστόσο, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας εξακολουθούν να παρέχουν μόνο το 34% της ηλεκτρικής ενέργειας της ηπείρου. Τούτου λεχθέντος, η ενεργειακή κρίση κατέστησε απολύτως σαφές ότι η μετάβαση θα είναι δαπανηρή και ότι αυτό το κόστος πιθανώς θα επιβαρύνει περισσότερο τα φτωχά νοικοκυριά και τις SME. Οι αγορές εμπορευμάτων υπήρξαν συχνά μάρτυρες υπερκύκλων, αλλά επειδή αυτή η μετάβαση θα σημάνει τη μείωση της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα προτού οι πηγές χαμηλών εκπομπών άνθρακα μπορέσουν να καλύψουν εύκολα το κενό της προσφοράς, αναπόφευκτα η αστάθεια θα αυξηθεί. Με άλλα λόγια, η πρόσφατη κορύφωση των τιμών μπορεί να είναι η πρώτη από πολλές. Και μολονότι οι στρατηγικές τιμολόγησης του άνθρακα εξηγούν μόνο ένα μικρό μέρος της κορύφωσης των τιμών του 2021, εάν οι τιμές των ορυκτών καυσίμων συνεχίσουν να αυξάνονται —όπως πράγματι θα πρέπει εάν η ΕΕ εννοεί σοβαρά να κάνει την Ευρώπη κλιματικά ουδέτερη— θα μπορούσαν εύκολα να επιβαρύνουν εκείνους που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα [να πληρώσουν] τις χαμηλού άνθρακα εναλλακτικές. Τέλος, εάν υιοθετηθεί, με την σημερινή της μορφή, μια πρόσφατη πρόταση να επεκταθεί το Ευρωπαϊκό Σύστημα Εμπορίας Εκπομπών (European Emissions Trading System) στους τομείς των κτιρίων και των μεταφορών, θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα το επιπλέον κόστος να επιβαρύνει τα άτομα με χαμηλότερο εισόδημα, επιδεινώνοντας την ενεργειακή φτώχεια και τις ανισότητες στις μεταφορές.
Οι πολιτικές επιπτώσεις των διαφόρων προσπαθειών των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων για το κλίμα -όπως οι διαμαρτυρίες των «κίτρινων γιλέκων» στην Γαλλία το 2018, που πυροδοτήθηκαν από τις αυξήσεις των φόρων στα καύσιμα- ήταν αρκετά προβλέψιμες. Στους δρόμους και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, διαδηλωτές σε ολόκληρη την ήπειρο έχουν υποστηρίξει ότι ενώ οι προνομιούχες ελίτ ανησυχούν για το τέλος του κόσμου, εκατομμύρια Ευρωπαίοι συμπολίτες τους δυσκολεύονται να τα καταφέρουν [να έχουν χρήματα] έως το τέλος του μήνα. Αυτοί οι διαδηλωτές, ωστόσο, έτειναν να εστιάζουν την οργή τους στους εθνικούς ηγέτες. Τώρα που η ΕΕ έχει εξυψώσει την πράσινη ατζέντα ως το κυρίαρχο αφήγημά της, αυτό φαίνεται βέβαιο ότι θα αλλάξει. Μια διαμαρτυρία των «κίτρινων γιλέκων» σήμερα θα είχε πιθανώς μια έντονη ευρωσκεπτικιστική τροπή.
Ενώ η άρνηση του κλίματος δεν προσφέρει πλέον στους Ευρωπαίους λαϊκιστές πολλά εκλογικά οφέλη, οι φθίνουσες κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις της ενεργειακής μετάβασης συνεχίζουν να τους παρέχουν πλούσιο υλικό. Οι πολιτικές τιμολόγησης του άνθρακα, ειδικότερα, περιγράφονται εύκολα ως επιθέσεις του κατεστημένου κατά των εργαζομένων και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Για τα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα, το γεγονός ότι οι Βρυξέλλες υπερασπίζονται τώρα αυτά τα μέτρα είναι ένα απροσδόκητο δώρο. Οι ευρωσκεπτικιστές που επιτίθενται στην Πράσινη Συμφωνία μπορούν τώρα να ελπίζουν ότι θα πιάσουν με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια -συσπειρώνοντας ταυτόχρονα την αντίθεση ενάντια στην ενεργειακή μετάβαση και στην ίδια την ΕΕ.
ΓΕΦΥΡΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΧΑΣΜΑ
Καθώς η συνειδητοποίηση των κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών κινδύνων της Πράσινης Συμφωνίας έχει οξυνθεί, η ΕΕ έχει αρχίσει να ανταποκρίνεται. Το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης (Just Transition Fund), που εγκρίθηκε τον Ιούνιο του 2021, στοχεύει στην ανακούφιση των επιπτώσεων στην απασχόληση από την σταδιακή κατάργηση του άνθρακα, της τύρφης, και των σχιστολιθικών [υδρογονανθράκων], επενδύοντας σε τομείς χαμηλών εκπομπών άνθρακα, όπως η αιολική και η ηλιακή ενέργεια. Εν τω μεταξύ, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Κοινωνικού Κλίματος (European Social Climate Fund), το οποίο προτάθηκε τον Σεπτέμβριο του 2021, θα βοηθήσει τους πολίτες με χαμηλότερο εισόδημα να προσαρμοστούν σε βιοπορισμούς χαμηλών εκπομπών άνθρακα.
Χωρίς τέτοια μέτρα που θα βοηθήσουν να γίνει η πράσινη μετάβαση κοινωνικά και, επομένως, πολιτικά αποδεκτή, οι διαιρέσεις εντός της Ευρώπης -σχετικά με τη μετανάστευση, το κράτος δικαίου, και τα πολιτικά δικαιώματα, μεταξύ άλλων ζητημάτων- θα μπορούσαν να βαθύνουν ως αποτέλεσμα της συμφωνίας. Δεν είναι σαφές, ωστόσο, εάν ετούτα τα βήματα θα είναι επαρκή. Το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης παρέχει μόλις 17,5 δισεκατομμύρια ευρώ σε διάστημα επτά ετών, τα οποία δεν θα έχουν μεγάλη αξία για χώρες παραγωγής άνθρακα, όπως η Πολωνία. Τα 72,2 δισεκατομμύρια ευρώ που διατέθηκαν στο Ταμείο Κοινωνικού Κλίματος είναι ένα σημαντικό ποσό. Ωστόσο, δεδομένου του γεγονότος ότι μόνο η Ιταλία δαπάνησε πέντε δισεκατομμύρια ευρώ το 2021 για να βοηθήσει άτομα με χαμηλό εισόδημα να πληρώσουν τους εκτοξευόμενους λογαριασμούς κοινής ωφελείας τους, είναι σαφώς υπερβολικά μικρό για να βοηθήσει 27 χώρες σε διάστημα επτά ετών. Για να γίνει η μετάβαση που ορίζεται στην Πράσινη Συμφωνία κοινωνικοοικονομικά και πολιτικά βιώσιμη, η ΕΕ θα χρειαστεί να δαπανήσει πολύ περισσότερα [χρήματα].
Η Ευρώπη πρέπει επίσης να ανακτήσει τον έλεγχο του αφηγήματος της Πράσινης Συμφωνίας. Ήταν εντυπωσιακό το πόσο γρήγορα ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, απέδωσε την αύξηση της τιμής της ενέργειας το 2021 στην πράσινη μετάβαση. Οι θεσμοί της ΕΕ [τον] αντέκρουσαν, υποστηρίζοντας ότι η κρίση υποδηλώνει πως η απανθρακοποίηση πρέπει να επιταχυνθεί, όχι να επιβραδυνθεί. Αλλά το να επικοινωνηθεί μια περιπλοκή δεν είναι ποτέ εύκολο και απαιτεί συντονισμένες προσπάθειες από τους κρατικούς θεσμούς, τον ιδιωτικό τομέα, τα μέσα ενημέρωσης, και την κοινωνία των πολιτών. Αυτό σημαίνει το να αντιμετωπίζουν ανοιχτά τους πολιτικούς συμβιβασμούς, να αντιδρούν στην παραπληροφόρηση, και να εξηγούν το κόστος της αδράνειας. Η ΕΕ πρέπει να αναπτύξει ένα πειστικό αφήγημα που να βοηθά τους πολίτες να κατανοήσουν και να συνδεθούν όχι μόνο με τον θετικό τελικό στόχο μιας πράσινης Ευρώπης, αλλά και με τις μεταβάσεις και τους συμβιβασμούς στην πορεία [προς αυτήν]. Αυτή η ιστορία θα «πουληθεί» πιο δύσκολα. Όμως, δεδομένου του ταξιδιού πολλών δεκαετιών [που έχει] μπροστά της, το να την «πουλήσει» είναι απαραίτητο.