Μόλις λίγους μήνες από την έναρξη της θητείας του ως εισαγγελέα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ICC), ο Karim Khan έχει ήδη αποτύχει σε μια σημαντική δοκιμασία. Ο Khan ανακοίνωσε στα τέλη Σεπτεμβρίου ότι, παρόλο που το γραφείο του θα συνεχίσει την έρευνα για πιθανά εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στο Αφγανιστάν από το 2003, θα δώσει προτεραιότητα στις φερόμενες βαναυσότητες από τους Ταλιμπάν και το Ισλαμικό Κράτος του Χορασάν (ISIS-K) και θα βάλει σε δεύτερo πλάνο «άλλες πτυχές αυτής της έρευνας», συγκεκριμένα, τα φερόμενα εγκλήματα από τις Αφγανικές Δυνάμεις Εθνικής Ασφάλειας (Afghan National Security Forces), τον αμερικανικό στρατό, και την Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (Central Intelligence Agency, CIA).
Για την κυβέρνηση των ΗΠΑ, αυτή είναι αναμφίβολα μια ευπρόσδεκτη εξέλιξη, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Η Fatou Bensouda, η προκάτοχος του Khan, αντιμετώπισε τεράστιες πιέσεις από την Ουάσιγκτον να μην προχωρήσει σε έρευνα. Παρόλα αυτά, το ICC αποφάσισε τον Μάρτιο του 2020 ότι η έρευνα θα μπορούσε να προχωρήσει και ότι θα περιελάμβανε πιθανές θηριωδίες των ΗΠΑ. Η απόφαση επαινέθηκε από ομάδες για τα ανθρώπινα δικαιώματα και προκάλεσε την οργή των Ηνωμένων Πολιτειών. Η κυβέρνηση Τραμπ έφτασε στο σημείο να διατάξει διπλωματικές και οικονομικές κυρώσεις σε βάρος αξιωματούχων του ICC, συμπεριλαμβανομένης της Bensouda, σε μια προσπάθεια να τους εκφοβίσει. Λίγο αφότου οι δικαστές του ICC αποφάσισαν να προχωρήσουν [την έρευνα], η αφγανική κυβέρνηση, με επικεφαλής τον τότε πρόεδρο Ashraf Ghani, ζήτησε την αναβολή της έρευνας του ICC, λέγοντας ότι η διενέργεια εγχώριων ερευνών σήμαινε ότι δεν υπήρχε ανάγκη παρέμβασης ενός διεθνούς δικαστηρίου. Τώρα, με τους Ταλιμπάν να ελέγχουν την Καμπούλ, αυτό δεν ισχύει πλέον, κάτι που ωθεί τον Khan να αρχίσει ξανά την έρευνα, αλλά αυτή την φορά με μια αυτοεπιβαλλόμενη, πιο περιορισμένη εντολή.
Με το να οριοθετήσει την δική του έρευνα, ο Khan επιτρέπει στις Ηνωμένες Πολιτείες να γλιτώσουν και αφήνει τους Αφγανούς που έπεσαν θύματα αυτών των εγκλημάτων χωρίς καμία διέξοδο για δικαιοσύνη ή λογοδοσία. Δεν είναι μόνο ένας κακός τρόπος για τον Khan να ξεκινήσει την θητεία του ως εισαγγελέας͘͘͘͘͘͘͘͘͘͘͘˙ συμβάλλει επίσης στην αντίληψη ότι η αναζήτηση της δικαιοσύνης από το ICC δεν είναι ισόρροπη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να επικροτούν τώρα αυτήν την κίνηση, αλλά δεν είναι προς το συμφέρον της χώρας να χάσει το ICC την αξιοπιστία του ως διεθνής θεσμός.
Η απόφαση του Khan έχει επιπτώσεις πολύ πέρα από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Αφγανιστάν, και θα την προσέξουν άλλες χώρες που αντιμετωπίζουν πιθανές έρευνες. Πράγματι, το διακύβευμα για το δικαστήριο και την αξιοπιστία του δεν θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερο. Το ICC κατηγορείται εδώ και χρόνια ότι είναι νεοαποικιακός θεσμός, με τις έρευνές του να επικεντρώνονται σε χώρες του Παγκόσμιου Νότου. Ειδικότερα, όλες οι αρχικές έρευνες του δικαστηρίου (και οι περισσότερες από τις τρέχουσες) αφορούσαν αφρικανικές χώρες και, μέχρι στιγμής, όλοι οι κατηγορούμενοι ήταν Αφρικανοί. Η άρνηση να ερευνήσει μια ισχυρή χώρα του Παγκόσμιου Βορρά, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, θα μπορούσε να ρίξει λάδι σε αυτή την φωτιά. Ο Khan θα χρειαστεί να αποδείξει ότι το ICC έχει το σθένος να εξετάσει δύσκολες έρευνες εναντίον ισχυρών χωρών. Διαφορετικά, το ICC θα θεωρείται ευρέως ως ένας προκατειλημμένος και αναξιόπιστος θεσμός —το ακριβώς αντίθετο από αυτό που θα έπρεπε να είναι ένα δικαστήριο.
ΜΙΑ ΚΑΚΗ ΑΡΧΗ
Ενώ ήταν ακόμη υποψήφιος για προϊστάμενος εισαγγελέας, ο Khan κοινοποίησε ένα όραμα για την εκτυλισσόμενη κληρονομιά του ICC δηλώνοντας ότι «Το έργο του Δικαστηρίου μπορεί και πρέπει να αφήσει πίσω του μια κληρονομιά που ίσως να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στους διεθνείς θεσμούς». Αλλά πώς μπορούν οι κοινότητες που πλήττονται από σοβαρά εγκλήματα να διατηρήσουν την εμπιστοσύνη τους στο ICC όταν αυτό αμελεί να διερευνήσει συγκεκριμένα μέρη;
Η υποβάθμιση του ρόλου των ΗΠΑ στην έρευνα για το Αφγανιστάν θέτει σε αμφισβήτηση την δέσμευση του Khan να υπηρετεί δίκαια όλα τα θύματα —ή τουλάχιστον την δέσμευσή του να προσπαθήσει. Οι πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν κατά την προκαταρκτική εξέταση του ICC στο Αφγανιστάν, από το 2006 έως το 2017, έδειξαν [μεταξύ άλλων ότι προσωπικό των ΗΠΑ χρησιμοποίησε «βασανιστήρια, βάναυση μεταχείριση, προσβολές της προσωπικής αξιοπρέπειας, και βιασμούς» στις ανακρίσεις. Αυτές οι φερόμενες πράξεις συνιστούν εγκλήματα πολέμου σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο —και είναι λάθος να μην διερευνηθούν περαιτέρω. Μια σημαντική παράμετρος για την συνέχιση μιας έρευνας είναι, όπως αναφέρει το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Human Rights Watch), η ανάγκη των θυμάτων «να αναγνωριστούν δημόσια τα βάσανά τους˙ να γνωρίζουν ποιοι δράστες είναι υπεύθυνοι για ποια εγκλήματα˙ να ακούσουν τις εξηγήσεις των δραστών σχετικά με το γιατί διαπράχθηκαν τα εγκλήματα˙ και να δουν τους δράστες να τιμωρούνται». Ως έχει, τα περισσότερα θύματα των εγκλημάτων των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν είναι απίθανο να εισπράξουν ποτέ αναγνώριση, πόσω μάλλον επανόρθωση.
Η αφαίρεση χρόνου, προσήλωσης, και προσπάθειας από την αμερικάνικη πλευρά της έρευνας δεν είναι κακή μόνο για τα θύματα. Θέτει επίσης ένα ανησυχητικό προηγούμενο για το ICC, το οποίο έχει αποστολή [5] να «βοηθήσει στον τερματισμό της ατιμωρησίας των δραστών των πιο σοβαρών εγκλημάτων … και έτσι να συμβάλει στην πρόληψη τέτοιων εγκλημάτων». Η διακοπή των ερευνών για λόγους άσχετους με την ουσία είναι σαφώς ασυμβίβαστη με τέτοιους στόχους.
ΕΠΙΛΕΓΟΝΤΑΣ ΝΑ ΜΗΝ ΣΥΜΜΕΤΑΣΧΕΙ
Η Ουάσιγκτον είχε μια περίπλοκη σχέση με το ICC από την ίδρυσή του. Οι Ηνωμένες Πολιτείες συμμετείχαν στις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην δημιουργία του δικαστηρίου, αλλά ήταν μια από τις επτά χώρες που καταψήφισαν το Καταστατικό της Ρώμης, το οποίο ίδρυσε το ICC το 1998. Αν και ο πρόεδρος Μπιλ Κλίντον υπέγραψε τελικά την συνθήκη το 2000, αυτή δεν στάλθηκε ποτέ στην Γερουσία των ΗΠΑ προς επικύρωση. Και το 2002, ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους [ο νεώτερος] απέσυρε την υπογραφή [των ΗΠΑ] για την συνθήκη του ICC και είπε στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν καμία πρόθεση να προσχωρήσουν ποτέ στο δικαστήριο. Την ίδια στιγμή, οι Ηνωμένες Πολιτείες εξαπέλυαν στρατιωτικές επιχειρήσεις σε ολόκληρη την Μέση Ανατολή στο όνομα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας.
Παρά το γεγονός ότι δεν είναι μέλος του ICC, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να υπαχθούν στην δικαιοδοσία του εάν πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Το Καταστατικό της Ρώμης εξουσιοδοτεί το δικαστήριο να διερευνά και, όταν χρειάζεται, να διώκει εγκλήματα πολέμου, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, γενοκτονία, και το έγκλημα της επιθετικότητας όταν ένα κράτος-μέλος αποδεικνύεται ότι «δεν επιθυμεί ή δεν μπορεί» να το κάνει από μόνο του. Το Καταστατικό της Ρώμης παρέχει επίσης στο ICC δικαιοδοσία επί κρατών μη-μελών που δεν επιθυμούν ή δεν μπορούν να διερευνήσουν και να διώξουν τους υπηκόους τους για πιθανά εγκλήματα στην επικράτεια ενός κράτους-μέλους. Δεδομένου ότι το Αφγανιστάν είναι μέλος του ICC από το 2003, τα πιθανά εγκλήματα των ΗΠΑ στην χώρα εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου. Αν οποιαδήποτε αμερικανική κυβέρνηση διεξήγαγε ειλικρινείς, στιβαρές έρευνες για την συμπεριφορά του αμερικανικού στρατού και του προσωπικού [των υπηρεσιών] πληροφοριών στο Αφγανιστάν, το ICC δεν θα είχε δικαιοδοσία επί των υπηκόων των ΗΠΑ, καθώς η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα είχε αποδειχθεί «και πρόθυμη και ικανή». Αλλά κάθε κυβέρνηση απέτυχε να το κάνει.
Το 2006, το ICC άνοιξε μια «προκαταρκτική εξέταση» των ισχυρισμών για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που σχετίζονται με τον πόλεμο στο Αφγανιστάν από το 2003. Ο Luis Moreno Ocambo, ο προϊστάμενος εισαγγελέας του δικαστηρίου εκείνη την εποχή, ήθελε να ερευνήσει πιθανά εγκλήματα και από τις φιλοκυβερνητικές και από τις αντικυβερνητικές δυνάμεις —η πρώτη φορά στην ιστορία που διεθνές ποινικό δικαστήριο είχε αξιώσει την δικαιοδοσία του σε μέλη του αμερικανικού στρατού.
Καθώς το ICC προχωρούσε με αποφασιστικότητα την έρευνά του, οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιστέκονταν σε κάθε βήμα. Ο Μπους ήταν τόσο αποφασισμένος να μην υπαχθεί ποτέ το προσωπικό των ΗΠΑ στο ICC, ώστε, για ένα διάστημα, η κυβέρνησή του έβαλε όρο για την εξωτερική βοήθεια οι χώρες-αποδέκτες να μην παραδίδουν Αμερικανούς υπηκόους στο δικαστήριο. Πολλές από αυτές τις «διμερείς συμφωνίες ασυλίας» τελικά ανατράπηκαν και η κυβέρνηση αργότερα υποστήριξε σιωπηρά ένα ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για παραπομπή της γενοκτονίας στο Νταρφούρ του Σουδάν στο ICC για έρευνα. Αλλά ο Μπους απέρριπτε σταθερά τους ισχυρισμούς για την εξουσία του ICC επί των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η κυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα υποστήριξε το ICC διπλωματικά και οικονομικά όταν εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση υποστήριξε ένα ψήφισμα του ΟΗΕ για παραπομπή της Λιβύης στο ICC για έρευνα μετά την πτώση του δικτάτορα Μουαμάρ Αλ Καντάφι το 2011, και βοήθησε στην σύλληψη και μεταφορά καταζητούμενων από το ICC, όπως ο αρχηγός της ένοπλης πολιτοφυλακής του Κονγκό, Bosco Ntaganda. Όμως, όπως κι ο Μπους, ο πρόεδρος Ομπάμα θεώρησε ότι η συμμετοχή στο ICC (και, ως εκ τούτου, η δικαιοδοσία του ICC επί του προσωπικού των ΗΠΑ) ήταν εκτός συζήτησης. Όσον αφορά το Αφγανιστάν, ο Ομπάμα παραδέχτηκε ότι «βασανίσαμε μερικούς ανθρώπους», αλλά πίστευε ότι η χώρα έπρεπε «να κοιτάξει μπροστά σε αντίθεση με το να κοιτάξει πίσω». Επαίνεσε τα μέλη των αμερικανικών δυνάμεων που «δούλεψαν πολύ σκληρά για να κρατήσουν τους Αμερικανούς ασφαλείς» και υποστήριξε ότι δεν θα έπρεπε να περνούν «όλο τον χρόνο τους κοιτάζοντας πίσω από τους ώμους τους».
Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, αντίθετα, διέκοψε την συνεργασία με το ICC ακόμη και σε περιπτώσεις που θα μπορούσαν να προωθήσουν τα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους, όπως οι συνεχιζόμενες έρευνες του δικαστηρίου στην Λιβύη και στο Σουδάν. Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν απέσυρε τις κυρώσεις του Τραμπ κατά της Bensouda και άλλων αξιωματούχων του ICC λίγους μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του και έδειξε το ανανεωμένο ενδιαφέρον των ΗΠΑ για συνεργασία με το ICC —αλλά μόνο με τις έρευνές του σε άλλες χώρες. Ο Μπάιντεν παραμένει αποφασιστικός στην απόρριψη της δικαιοδοσίας του ICC σε στρατιωτικούς και σε πράκτορες πληροφοριών των ΗΠΑ.
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΓΙΑ ΜΕΡΙΚΟΥΣ
Η στροφή του Khan στην έρευνα για το Αφγανιστάν είναι ιδιαίτερα αποκαρδιωτική για τους υποστηρικτές της διεθνούς δικαιοσύνης, επειδή δίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες αυτό που πάντα ήθελαν: καμία σοβαρή ανάληψη ευθυνών. Δεν είναι όμως ο πρώτος εισαγγελέας που παίρνει τέτοια απόφαση. Η Bensouda, για παράδειγμα, εκλέχθηκε για να μην ερευνήσει και να μην διώξει πιθανά εγκλήματα πολέμου από μέλη του βρετανικού στρατού στο Ιράκ. Και υπάρχουν και άλλες συνεχιζόμενες έρευνες του ICC που κινδυνεύουν να φανερώσουν ένα παρόμοιο μοτίβο λογοδοσίας —δηλαδή, δικαιοσύνη για τους αδύναμους και ατιμωρησία για τους ισχυρούς.
Στα παλαιστινιακά εδάφη, για παράδειγμα, τόσο οι ισραηλινές όσο και οι παλαιστινιακές δυνάμεις κατηγορούνται για παράνομη συμπεριφορά. Για τις ισραηλινές δυνάμεις, αυτό περιλαμβάνει παράνομους εποικισμούς και για τις παλαιστινιακές δυνάμεις και την Χαμάς, αφορά την χρήση παράνομων ρουκετών. Αν και η Παλαιστίνη είναι μέλος του ICC, το Ισραήλ δεν είναι. Ως εκ τούτου, το Ισραήλ απέρριψε τους ισχυρισμούς του δικαστηρίου περί δικαιοδοσίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι επίσης αντίθετες στην έρευνα. Η αντίθεση των ΗΠΑ είναι ταυτόχρονα αλτρουιστική και ιδιοτελής —αλτρουιστική επειδή το Ισραήλ είναι μακροχρόνιος σύμμαχος των ΗΠΑ στην περιοχή και ιδιοτελής επειδή οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θέλουν να δημιουργήσουν προηγούμενο ώστε το ICC να έχει δικαιοδοσία σε κράτη μη-μέλη.
Υπάρχει μια δεύτερη, παρόμοια έρευνα στην Γεωργία, όπου το δικαστήριο ερευνά φερόμενα εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που σχετίζονται με τον πόλεμο του 2008, στον οποίο συμμετείχαν γεωργιανές και ρωσικές δυνάμεις, καθώς και δυνάμεις από την επίμαχη περιοχή της Νότιας Οσετίας, την οποία τώρα καταλαμβάνει η Ρωσία . Όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ, η Ρωσία απορρίπτει την δικαιοδοσία του ICC. Η Ρωσία, η οποία είχε υπογράψει το Καταστατικό της Ρώμης, διέκοψε την διαδικασία επικύρωσης λίγο μετά την έγκριση της έρευνας για την Γεωργία το 2016 —και αφού το δικαστήριο κατήγγειλε την προσάρτηση της Κριμαίας από την Ουκρανία. Δεν υπήρξε ουσιαστική πρόοδος στην έρευνα για την Γεωργία, σίγουρα όχι για ό,τι αφορούσε την Ρωσία. Η εισαγγελία του ICC δεν κατονόμασε υπόπτους, ούτε έχει εκδώσει εντάλματα σύλληψης ή κλητεύσεις. Παρομοίως, η έρευνα για την Κριμαία έχει σταματήσει. Η Bensouda ολοκλήρωσε την προκαταρκτική της εξέταση στα τέλη του 2020, αλλά δεν έκανε το επόμενο βήμα: να ζητήσει εξουσιοδότηση από τους δικαστές για να ανοίξει μια πλήρης έρευνα.
Εάν το ICC συνεχίσει αυτή την τάση να υποχωρεί από δύσκολες έρευνες για την συμπεριφορά ισχυρών χωρών, διακινδυνεύει να «υποστηρίζει στην θεωρία την καθολικότητα αλλά στην πράξη να αθωώνει την Δύση ενώ τιμωρεί και καταδικάζει τους υπόλοιπους», όπως το έθεσε πρόσφατα ο Oumar Ba στο Foreign Affairs. Εάν αυτός ο κίνδυνος επαληθευθεί, το ICC μπορεί να χάσει μέλη. Το Μπουρούντι και οι Φιλιππίνες έχουν ήδη αποσυρθεί από το δικαστήριο, επικαλούμενες ως δικαιολογία τις προκαταλήψεις του. Άλλοι μπορεί να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους ή απλώς να αγνοήσουν και να αρνηθούν να συνεργαστούν με το ICC.
Η έρευνα για το Αφγανιστάν πρόσφερε στο ICC μια ευκαιρία να ξεκινήσει την τρίτη του δεκαετία αξιώνοντας —νόμιμα, εύλογα, και ισχυρά— την δικαιοδοσία του σε μια παγκόσμια υπερδύναμη. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, εν τω μεταξύ, θα ήταν μια ευκαιρία να στοχαστούν σχετικά με τα δεινά των 20 χρόνων πολέμου. Οι υπερασπιστές του Khan μπορεί να επικαλεστούν τον πραγματισμό του για την αποτροπή κάθε πιθανότητας ολικής αντιπαράθεσης με τις Ηνωμένες Πολιτείες, εάν τα μέλη των υπηρεσιών τους κατηγορούνταν και εκδίδονταν εντάλματα για την σύλληψή και την μεταφορά τους στο ICC ώστε να δικαστούν. Αλλά η αποφυγή της σύγκρουσης έρχεται σε αντίθεση με τον σκοπό του δικαστηρίου. Η λογοδοσία δεν είναι μια εθελοντική άσκηση. Και όπως έχει υποστηρίξει σθεναρά η μελετητής διεθνούς δικαίου, Sophie Duroy, «όταν ο εισαγγελέας ενός οικουμενικού δικαστηρίου, με εντολή να βάλει τέλος στην ατιμωρησία για όλους, χωρίς καμία διάκριση, αποφασίζει να συνεχίσει μια μονόπλευρη έρευνα … η εντύπωση που προκύπτει είναι περισσότερο αυτή των δύο μέτρων και δύο σταθμών παρά του πραγματισμού».
Ωστόσο, η ελπίδα παραμένει. Το ICC έχει κάνει ανατροπές στο παρελθόν όταν πρόκειται για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το αίτημα της Bensouda να ξεκινήσει μια πλήρη έρευνα για τον πόλεμο στο Αφγανιστάν απορρίφθηκε το 2019 αλλά στην συνέχεια εγκρίθηκε το 2020. Ο Khan μπορεί επίσης να αλλάξει την απόφασή του —αλλά μόνο εάν η κριτική και η πίεση αυξηθούν στην υπηρεσία του για να επανεξετάσει τις προτεραιότητές της και να αναλογιστεί το μακροπρόθεσμο κόστος για την διεθνή ποινική δικαιοσύνη και το κράτος δικαίου.