Δυσοίωνα σημάδια δείχνουν ότι η Ρωσία ίσως να πραγματοποιήσει στρατιωτική επίθεση στην Ουκρανία από τον ερχόμενο χειμώνα. Η Μόσχα έχει αυξήσει αθόρυβα τις δυνάμεις της κατά μήκος των ουκρανικών συνόρων τους τελευταίους μήνες, κάτι που θα μπορούσε να είναι το προοίμιο μιας στρατιωτικής επιχείρησης η οποία έχει στόχο να επιλύσει προς όφελός της το πολιτικό αδιέξοδο στην Ουκρανία. Μολονότι ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, ίσως για άλλη μια φορά να επιδίδεται σε καταναγκαστική διπλωματία, αυτή την φορά η Μόσχα μπορεί να μην μπλοφάρει. Εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία, η σύγκρουση ίσως να ανανεωθεί σε πολύ ευρύτερη κλίμακα.
Γιατί ο Πούτιν θα διακινδύνευε μια γεωπολιτική και οικονομική αναταραχή αναζωπυρώνοντας την στρατιωτική αντιπαράθεση με την Ουκρανία; Άλλωστε, έχει καλούς λόγους να είναι αφοσιωμένος στο περιφερειακό status quo. Η Ρωσία προσάρτησε την Κριμαία το 2014, αποχωρώντας με μια από τις μεγαλύτερες αρπαγές εδάφους στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Δυτικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν στην Ρωσία για την εισβολή της δεν την πόνεσαν ιδιαίτερα και η μακροοικονομική κατάσταση της Ρωσίας είναι σταθερή. Η Ρωσία διατηρεί επίσης σταθερή λαβή στην ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας: ο αγωγός Nord Stream 2, ο οποίος θα ενισχύσει την γερμανική εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο, βαίνει προς ενεργοποίηση παρά τα νομικά εμπόδια. Εν τω μεταξύ, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία βρίσκονται εν μέσω συνομιλιών περί στρατηγικής σταθερότητας. Ο Πούτιν συναντήθηκε με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, τον Ιούνιο στο πλαίσιο της προσπάθειας να οικοδομηθεί μια πιο προβλέψιμη σχέση μεταξύ των χωρών.
Κάτω από την επιφάνεια, ωστόσο, η Ρωσία και η Ουκρανία βρίσκονται στην τροχιά προς την ανανέωση αυτής της ανεπίλυτης σύγκρουσης, η οποία μπορεί να χαράξει ξανά τον χάρτη της Ευρώπης και να ανατρέψει τις προσπάθειες της Ουάσιγκτον να σταθεροποιήσει την σχέση της με την Ρωσία. Χρόνο με το χρόνο, η Μόσχα χάνει την πολιτική επιρροή της στην Ουκρανία. Η κυβέρνηση στο Κίεβο υιοθέτησε σκληρή στάση για τις περσινές ρωσικές απαιτήσεις, υποδεικνύοντας ότι δεν θα συμβιβαζόταν για χάρη της συνεργασίας με τον Πούτιν. Τα ευρωπαϊκά έθνη φαίνεται να έχουν υποστηρίξει την θέση της Ουκρανίας και το Κίεβο έχει επεκτείνει ταυτόχρονα την συνεργασία του στον τομέα της ασφάλειας με τους Αμερικανούς και τους Ευρωπαίους αντιπάλους της Ρωσίας.
Καθώς η Μόσχα έχει αποκτήσει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση πολιτικά και οικονομικά, η μετατόπιση της προσοχής και των πόρων της Ουάσιγκτον στον ανταγωνισμό της με την Κίνα μπορεί να έπεισε τον Πούτιν ότι η Ουκρανία αποτελεί πλέον ένα περιθωριακό συμφέρον για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι Ρώσοι ηγέτες έχουν σηματοδοτήσει ότι έχουν κουραστεί από την διπλωματία και βρίσκουν αφόρητη την αυξανόμενη εναρμόνιση της Ουκρανίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ. Το σκηνικό έχει στηθεί ώστε η Μόσχα να ξαναρυθμίσει αυτή την εξίσωση μέσω της βίας —εκτός εάν η Μόσχα, η Ουάσιγκτον, και το Κίεβο καταφέρουν να βρουν μια ειρηνική λύση.
ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΖΟΜΕΝΟΙ ΓΙΑ ΠΟΛΕΜΟ
Η πολεμική στάση της Ρωσίας δεν υποδηλώνει ότι η εισβολή είναι επικείμενη. Πιθανότατα, δεν έχει ληφθεί πολιτική απόφαση για έναρξη στρατιωτικής επιχείρησης. Τούτου λεχθέντος, η ρωσική στρατιωτική δραστηριότητα τους τελευταίους μήνες απέχει πολύ από τον κανονικό κύκλο εκπαίδευσης. Μονάδες από χιλιάδες μίλια μακριά έχουν αναπτυχθεί στην Δυτική Στρατιωτική Περιοχή (Western Military District), η οποία συνορεύει με την Ουκρανία. Στρατιές από τον Καύκασο έχουν στείλει μονάδες στην Κριμαία. Αυτές δεν είναι εκπαιδευτικές δραστηριότητες ρουτίνας, αλλά μάλλον μια προσπάθεια για εκ των προτέρων αποστολή μονάδων και εξοπλισμού για πιθανή στρατιωτική δράση. Επιπλέον, πολλές από τις μονάδες φαίνεται να κινούνται τη νύχτα για να αποφύγουν τον επισταμένο έλεγχο, σε αντίθεση με την προηγούμενη ανάπτυξη τον Μάρτιο και τον Απρίλιο.
Το σενάριο ενός ευρύτερου πολέμου είναι απολύτως εύλογο. Εάν συμβεί, η επιλογή του Πούτιν να επεκτείνει μια σύγκρουση που σιγοβράζει δεν θα είναι παρορμητική. Η κληρονομιά της ουκρανικής κρίσης του 2014 παραμένει πιο πρόσφορη για κλιμάκωση παρά για το πάγωμα αυτής της σύγκρουσης σε μια άβολη ειρήνη.
Τι άλλαξε τον τελευταίο χρόνο; Πρώτον, η ρωσική στρατηγική στην Ουκρανία δεν απέδωσε μια πολιτική λύση που μπορεί να αποδεχθεί η Μόσχα. Μετά από μια καμπάνια το 2018 η οποία πρότεινε κάποιο άνοιγμα στον διάλογο, η απότομη στροφή του Ουκρανού προέδρου, Βολοντιμίρ Ζελένσκι, από την αναζήτηση συμβιβασμού με την Ρωσία, πριν από ένα χρόνο, εξάλειψε κάθε ελπίδα ότι η Μόσχα μπορεί να επιτύχει τους στόχους της μέσω διπλωματικής συμφωνίας. Η Μόσχα δεν βλέπει διέξοδο από τις Δυτικές κυρώσεις και οι συνομιλίες μεταξύ Ρωσίας, Ουκρανίας, Γερμανίας, και Γαλλίας με στόχο την επίλυση της σύγκρουσης στην ανατολική Ουκρανία δεν οδηγούν πουθενά. Καθώς αυτές οι πολιτικές και διπλωματικές προσπάθειες παραπαίουν, η Μόσχα γνωρίζει ότι οι προηγούμενες προσπάθειες με χρήση βίας απέδωσαν.
Ταυτόχρονα, η Ουκρανία επεκτείνει τις συνεργασίες της με τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, και άλλα κράτη του ΝΑΤΟ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες παρείχαν φονική στρατιωτική βοήθεια και το ΝΑΤΟ βοηθά στην εκπαίδευση του ουκρανικού στρατού. Αυτοί οι δεσμοί είναι ένα αγκάθι στο πλευρό της Μόσχας και η Ρωσία μετακινήθηκε αργά, από το να θεωρεί την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ ως κόκκινη γραμμή στο να αντιτίθεται στην αυξανόμενη ουκρανική διαρθρωτική αμυντική συνεργασία με τους Δυτικούς αντιπάλους της. Σύμφωνα με την άποψη του Κρεμλίνου, εάν το ουκρανικό έδαφος πρόκειται να γίνει όργανο κατά της Ρωσίας στην υπηρεσία των Ηνωμένων Πολιτειών και ο ρωσικός στρατός διατηρεί την ικανότητα να κάνει κάτι γι’ αυτό, τότε η χρήση βίας είναι μια περισσότερο από βιώσιμη επιλογή.
Η κυβέρνηση του Ζελένσκι φαίνεται επίσης αδύναμη και ολοένα πιο απελπισμένη να βρει υποστήριξη στο εσωτερικό. Δεν έχει κάνει πολλά για να μειώσει την διαφθορά ή να διαχωρίσει την Ουκρανία από τη μακρά παράδοση της ολιγαρχικής διακυβέρνησης. Το ποσοστό αποδοχής του, τον Οκτώβριο του 2021, σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Κοινωνιολογίας του Κιέβου (Kyiv International Institute of Sociology), ανέρχεται στο 24,7%. Ρώσοι αξιωματούχοι έχουν καταστήσει σαφές ότι δεν βλέπουν κανένα λόγο να διαπραγματευθούν με τον Ζελένσκι και πέρασαν την χρονιά απονομιμοποιώντας ενεργά την κυβέρνησή του. Εάν η Μόσχα έχει παραιτηθεί ακόμη και από το πρόσχημα της διπλωματικής δέσμευσης, αυτό υποδηλώνει ότι η χρήση βίας γίνεται όλο και πιο πιθανή.
Η εσωτερική θέση της Ρωσίας και οι ευρύτερες γεωπολιτικές εξελίξεις δεν είναι λιγότερο σημαντικές. Το καθεστώς του Πούτιν φαίνεται ασφαλές και η αντιπολίτευση καταπιέζεται έντονα. Η Μόσχα έχει οικοδομήσει ξανά την οικονομική της θέση από την έναρξη των Δυτικών κυρώσεων το 2014 και επί του παρόντος έχει περίπου 620 δισεκατομμύρια δολάρια σε συναλλαγματικά αποθέματα. Η Ρωσία μπορεί επίσης να έχει σημαντική μόχλευση έναντι της Ευρώπης φέτος, λόγω της εκτόξευσης των τιμών του φυσικού αερίου και των ελλείψεων στην παροχή ενέργειας. Εν τω μεταξύ, η Ευρώπη έχει βυθιστεί στο άγχος μετά την δύσκολη απόσυρση από το Αφγανιστάν και εξακολουθεί να δυσκολεύεται να καθορίσει τον στόχο της για «στρατηγική αυτονομία». Η κυβέρνηση Μπάιντεν είναι εστιασμένη στην Κίνα, σηματοδοτώντας ότι η Ρωσία βρίσκεται χαμηλότερα στην ατζέντα και ότι η Ευρώπη δεν αποτελεί κορυφαία πολιτική προτεραιότητα. Η Ουκρανία αντιπροσωπεύει επομένως ένα δευτερεύον συμφέρον σε ένα δευτερεύον θέατρο.
Κατά την διάρκεια του περασμένου έτους, η ρωσική ηγεσία χρησιμοποίησε σκληρή ρητορική, εφιστώντας την προσοχή στις κόκκινες γραμμές της στην Ουκρανία. Η Μόσχα δεν πιστεύει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες την έχουν πάρει στα σοβαρά. Τον Οκτώβριο του 2021, ο Πούτιν σημείωσε ότι αν και η Ουκρανία μπορεί να μην λάβει επίσημα την ιδιότητα του μέλους του ΝΑΤΟ, «στρατιωτική ανάπτυξη της επικράτειας βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη. Και αυτό αποτελεί πραγματικά μια απειλή για την Ρωσία».
Είναι αμφίβολο ότι πρόκειται για κενά λόγια. Η ρωσική ηγεσία δεν βλέπει προοπτική για διπλωματική επίλυση και πιστεύει ότι η Ουκρανία διολισθαίνει στην σφαίρα ασφαλείας των ΗΠΑ. Μπορεί για αυτόν τον λόγο να δει τον πόλεμο ως αναπόφευκτο. Οι Ρώσοι ηγέτες δεν πιστεύουν ότι η χρήση βίας θα ήταν εύκολη ή χωρίς κόστος –αλλά αντιλαμβάνονται ότι η Ουκρανία βρίσκεται σε μια απαράδεκτη τροχιά και ότι έχουν λίγες επιλογές για να σώσουν την προϋπάρχουσα πολιτική τους. Μπορεί επίσης να έχουν συμπεράνει ότι η προσφυγή σε στρατιωτικές επιλογές θα είναι λιγότερο δαπανηρή τώρα από όσο θα είναι στο μέλλον.
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΣΕ ΑΔΙΕΞΟΔΟ
Η Ρωσία κέρδισε μια περίεργη νίκη κατά την διάρκεια της στρατιωτικής της επίθεσης το 2014–2015 στην Ουκρανία. Υποχρέωσε το Κίεβο σε δυσμενείς συμφωνίες κατάπαυσης του πυρός. Ο στρατός της Ουκρανίας έχει βελτιωθεί σημαντικά έκτοτε, αλλά το ίδιο έχει [βελτιωθεί] και ο στρατός της Ρωσίας. Το περιθώριο της ρωσικής ποσοτικής και ποιοτικής υπεροχής παραμένει ουσιαστικό. Η επιτυχία της Ρωσίας στο πεδίο της μάχης, ωστόσο, δεν μεταφράστηκε σε διπλωματική επιτυχία το 2014 ή μετά. Η συμφωνία που προέκυψε από τον πόλεμο ονομάστηκε Πρωτόκολλο του Μινσκ (Minsk Protocol), από το όνομα της πόλης στην οποία έγινε η διαπραγμάτευση. Αποδείχθηκε ότι ήταν μια επιζήμια διευθέτηση για όλους: η Ουκρανία δεν ανέκτησε ποτέ την εδαφική της κυριαρχία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους, οι οποίοι απέφυγαν μια δυνητικά κλιμακούμενη σύγκρουση με μια πυρηνική δύναμη, δεν κατάφεραν να αναγκάσουν την Ρωσία να αποσυρθεί μέσω κυρώσεων. Και η ρωσική επιρροή στην Ουκρανία -εκτός από τα εδάφη που είτε προσάρτησε είτε εισέβαλε- μειώνεται σταθερά από το 2015.
Η Ουκρανία υπέγραψε συμφωνία σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση το 2014, η οποία την έφερε στο «μαντρί» της ευρωπαϊκής ρύθμισης. Αυτό ήταν ακριβώς το αποτέλεσμα που προσπαθούσε να αποτρέψει η Ρωσία. Το Κίεβο συνέχισε να πιέζει για ένταξη στο ΝΑΤΟ, και παρόλο που δεν έχει άμεση προοπτική να ενταχθεί στην συμμαχία, η αμυντική του συνεργασία με τα μέλη του ΝΑΤΟ έχει μόνο εμβαθυνθεί. Αν και ο Ζελένσκι ήταν υποψήφιος με μια πλατφόρμα διαπραγματεύσεων με την Μόσχα και επιχείρησε κάποια διπλωματική δέσμευση μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, αντέστρεψε την πορεία του το 2020, κλείνοντας φιλορωσικούς τηλεοπτικούς σταθμούς και τηρώντας σκληρή γραμμή στις ρωσικές απαιτήσεις. Η κυβέρνηση Ζελένσκι έχει βάλει την Ουκρανία σε μια πορεία προς την «ευρωατλαντική ολοκλήρωση», την φράση που χρησιμοποιούν με συνέπεια οι Αμερικανοί διπλωμάτες για να περιγράψουν τον στρατηγικό προσανατολισμό της Ουκρανίας -τον δρόμο που οδηγεί μακριά από την Ρωσία.
Αν και οι μάχες στην ανατολική Ουκρανία υποχώρησαν μετά το 2016, η σύγκρουση που σιγοβράζει έχει κρύψει την ασταθή κατάσταση των πραγμάτων στην Ευρώπη. Η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες, των οποίων η επιρροή επικαλύπτεται στην Ανατολική Ευρώπη, πρόκειται να είναι αντίπαλοι σε αυτό που η Ουάσιγκτον αποκαλεί τώρα «στρατηγικό ανταγωνισμό». Αλλά από το 2014, το χάσμα μεταξύ της ρητορικής και της δράσης των ΗΠΑ στην Ουκρανία και αλλού παραμένει ανοιχτό για εκμετάλλευση.
Η συριακή σύγκρουση αποκάλυψε την έλλειψη αποφασιστικότητας των Αμερικανών όσον αφορά τον δεδηλωμένο στόχο τους, ότι «Ο Άσαντ πρέπει να φύγει». Η Ουάσιγκτον δεν απώθησε την ρωσική στρατιωτική παρουσία, επιτρέποντας στη Μόσχα να επεκτείνει την επιρροή της σε όλη τη Μέση Ανατολή. Η χαοτική απόσυρση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν και ο καυγάς για την συμφωνία AUKUS (Αυστραλία – Ηνωμένο Βασίλειο – Ηνωμένες Πολιτείες) για τα υποβρύχια με την Αυστραλία, η οποία άφησε έξω και εξόργισε την Γαλλία, αποκάλυψαν σοβαρά προβλήματα συντονισμού εντός της διατλαντικής συμμαχίας. Η Ουάσιγκτον φαίνεται κουρασμένη από τον πόλεμο και η Ρωσία πιθανότατα αμφισβητεί το εάν οι δηλώσεις της για πολιτική στήριξη στην Ουκρανία υποστηρίζονται από αξιόπιστη αποφασιστικότητα.
Αν ο Πούτιν αξιολογήσει την υποστήριξη των αξιωματούχων των ΗΠΑ για την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας ως ανειλικρινή —και δεν υπάρχουν πολλά που να υποδηλώνουν κάτι διαφορετικό— δεν θα αποθαρρυνθεί από το να αλλάξει την περιφερειακή ισορροπία δυνάμεων μέσω της βίας. Θα ήταν ανόητο να επιχειρήσει να κατακτήσει ολόκληρη την Ουκρανία, μια τεράστια χώρα με περισσότερους από 40 εκατομμύρια κατοίκους, αλλά δεν θα ήταν μη ρεαλιστικό να προσπαθήσει να χωρίσει την χώρα στα δύο ή να επιβάλει μια νέα διευθέτηση που επιδιώκει να ανατρέψει την διολίσθηση της Ουκρανίας στην «ευρωατλαντική ολοκλήρωση» και την συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η Μόσχα επιδιώκει εδώ και καιρό να αναθεωρήσει την μεταψυχροπολεμική διευθέτηση. Οι Ρώσοι ηγέτες θα μπορούσαν να φανταστούν ότι αντί να ενδώσουν σε περαιτέρω προσπάθειες για ανάσχεση, ένας πόλεμος αυτής της κλίμακας θα επέβαλε με την πάροδο του χρόνου μια συζήτηση για τον ρόλο της Ρωσίας στην ευρωπαϊκή ασφάλεια. Ο στόχος της Ρωσίας ήταν εδώ και καιρό να αποκαταστήσει μια περιφερειακή τάξη στην οποία η Ρωσία και η Δύση έχουν ίσο λόγο για τα αποτελέσματα ασφάλειας στην Ευρώπη. Είναι αμφίβολο αν ο Πούτιν πιστεύει ότι μπορεί να επιτύχει μια τέτοια διευθέτηση μέσω της πειθούς ή της συμβατικής διπλωματίας. Η ρωσική στρατιωτική δράση θα μπορούσε να τρομάξει τα κορυφαία ευρωπαϊκά κράτη -μερικά από τα οποία βλέπουν τον εαυτό τους να υποβιβάζεται σε δευτερεύουσα θέση στην στρατηγική των ΗΠΑ και επιθυμούν να τοποθετηθούν μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών— να αποδεχτούν μια νέα διευθέτηση με την Μόσχα. Αυτό δεν σημαίνει ότι ένα τέτοιο αποτέλεσμα είναι πιθανό, αλλά μπορεί να είναι η πιθανότητα στην οποία εστιάζουν οι Ρώσοι ηγέτες.
ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΣ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να βγάλουν δύο συμπεράσματα από την στρατιωτική συσσώρευση της Ρωσίας γύρω από την Ουκρανία. Το πρώτο είναι ότι αυτό δεν είναι πιθανό να πρόκειται απλώς για άλλη μια επίδειξη καταναγκασμού, παρά τα συγκεχυμένα μηνύματα από τη Μόσχα. «Οι πρόσφατες προειδοποιήσεις μας έγιναν αντιληπτές και έχουν αποτέλεσμα», δήλωσε ο Πούτιν στις 18 Νοεμβρίου. Μια ημέρα νωρίτερα, το ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών δημοσίευσε απόρρητες επιστολές από την Γαλλία και την Γερμανία αναφορικά με την διπλωματία που σχετίζεται με την Ουκρανία, μια προσβολή προς τους εταίρους της Ρωσίας στο [Πρωτόκολλο του] Μινσκ. Το κλειδί για την απάντηση της Ουάσιγκτον θα είναι να προετοιμαστεί για την πιθανότητα να ξεσπάσει πόλεμος το 2022, να διεξαγάγει προληπτικό συντονισμό με τους Ευρωπαίους συμμάχους και να καταστήσει σαφείς στην Μόσχα τις συνέπειες μιας τέτοιας ενέργειας. Ενεργώντας τώρα, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να εργασθούν με τους Ευρωπαίους εταίρους τους για να αυξήσουν το οικονομικό και πολιτικό κόστος της στρατιωτικής δράσης για την Ρωσία, πιθανώς μειώνοντας την πιθανότητα πολέμου.
Η αποτυχία να αναπτυχθεί μια συντονισμένη απάντηση στην ρωσική επιθετικότητα στοίχισε στο παρελθόν ακριβά στην Ουκρανία. Το 2014, η Ευρώπη συμμετείχε στις κυρώσεις μόνο όταν οι αυτονομιστές που υποστηρίζονται από την Ρωσία κατέρριψαν ένα πολιτικό επιβατικό αεροσκάφος τον Ιούλιο -πολύ μετά την ρωσική προσάρτηση της Κριμαίας και την εισβολή στην περιοχή της Ντονμπάς. Ετούτη την φορά οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αποφύγουν αυτό το καταστροφικό προηγούμενο της αποσπασματικής και αντιδραστικής χάραξης πολιτικής. Αν και η Ουάσιγκτον μπορεί να επιθυμεί να διαφυλάξει ορισμένες μυστικές επιλογές, θα πρέπει να περιγράψει δημοσίως το βασικό περίγραμμα της υποστήριξής της στην ουκρανική κυριαρχία, παράλληλα με τους Ευρωπαίους συμμάχους της, και πολύ πριν από το ξέσπασμα μιας μεγάλης στρατιωτικής σύγκρουσης. Αυτό θα απαιτούσε λεπτομερή άρθρωση της αποφασιστικότητας της Δύσης και των κόκκινων γραμμών της Δύσης τις επόμενες εβδομάδες. Το ανθρωπιστικό και στρατηγικό μέγεθος μιας μεγάλης ρωσικής εισβολής δεν απαιτεί τίποτα λιγότερο.
Αν και στις 18 Νοεμβρίου η υφυπουργός Εξωτερικών για Πολιτικές Υποθέσεις, Victoria Nuland, χαρακτήρισε «ακλόνητη» την δέσμευση των ΗΠΑ στην κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας, που είναι η γλώσσα των συμμάχων μιας συνθήκης, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αναλαμβάνουν επίσημες δεσμεύσεις για την ασφάλεια στην Ουκρανία. Τέτοιες δηλώσεις θυμίζουν ανατριχιαστικά την πολιτική υποστήριξη που δόθηκε στην Γεωργία ενόψει του πολέμου Ρωσίας-Γεωργίας το 2008. Η Ρωσία όχι μόνο είναι απίθανο να αποθαρρυνθεί από την διπλωματική γλώσσα που δεν έχει αξιοπιστία, αλλά θα προσπαθήσει να τραυματίσει την φήμη των Ηνωμένων Πολιτειών όταν η Ουάσιγκτον εμφανίζεται τόσο υπερφορτωμένη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να δράσουν, αλλά θα πρέπει να φροντίσουν να μην παραπλανήσουν την ουκρανική ηγεσία να περιμένει υποστήριξη που δεν θα υλοποιηθεί. Εάν ο Λευκός Οίκος δεν βλέπει στρατιωτικό ρόλο για τον εαυτό του στην Ουκρανία, όπως συνέβη το 2014, θα πρέπει να το πει κατ΄ ιδίαν και ειλικρινά στο Κίεβο, ώστε οι ηγέτες της Ουκρανίας να μπορούν να λειτουργήσουν έχοντας πλήρη επίγνωση της γεωπολιτικής πραγματικότητας.
Δεύτερον, είτε ξεσπάσει πόλεμος στην Ουκρανία τους επόμενους μήνες είτε όχι, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους πρέπει να είναι πιο ειλικρινείς σχετικά με το σημερινό διπλωματικό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκονται. Η Ρωσία δεν βρίσκεται σε γεωπολιτική υποχώρηση και η Ουκρανία είναι απίθανο να ενδώσει. Μια συνεχής διαμάχη για επιρροή στην Ουκρανία είναι αναπόφευκτη και θα επιδεινωθεί προτού βελτιωθεί. Ωστόσο, αυτό δεν αποκλείει την αναζήτηση μιας διπλωματικής λύσης που μειώνει τον κίνδυνο να βγει ο ανταγωνισμός εκτός ελέγχου.
Η Ουκρανία βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της λύσης, και τούτες οι συζητήσεις πρέπει να αντικατοπτρίζουν την ουκρανική αυτενέργεια. Αλλά παραδόξως, δεν είναι η Ουκρανία, αλλά η Ουάσιγκτον που είναι εμφανώς απούσα από την διπλωματική διαδικασία. Η συνεχιζόμενη σύγκρουση είναι η πλέον σημαντική πηγή αστάθειας μεταξύ της Ρωσίας και των Ηνωμένων Πολιτειών —η Ουάσιγκτον πρέπει να την αντιμετωπίσει κατά μέτωπο. Η αναζήτηση στρατηγικής σταθερότητας θα δυσκολευθεί να συνυπάρξει με την σύγκρουση. Αλλά καθώς ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο μεγάλων πυρηνικών δυνάμεων του κόσμου εντείνεται, δεν αποτελεί πολυτέλεια ή αντικατοπτρισμό. Είναι μια αναγκαιότητα».