Το τέλος της εποχής της Άνγκελα Μέρκελ θεωρείται ευρέως ως μια στιγμή αλλαγής. Οι υποστηρικτές της απερχόμενης Γερμανίδας καγκελαρίου φοβούνται το τέλος της σταθερότητας που πιστεύουν ότι δημιούργησε και, ίσως, τη μείωση της ισχύος της Γερμανίας -εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πέρα από αυτήν- για την οποία θεωρούν ότι απορρέει από την προσωπική της επιρροή και το ανάστημά της. Οι επικριτές της Μέρκελ, αντίθετα, ελπίζουν ότι η Γερμανία θα κάνει επιτέλους τις μεταρρυθμίσεις τις οποίες την κατηγορούν ότι παραμέλησε κατά την διάρκεια της θητείας της -για παράδειγμα, επενδύοντας για να γίνει η Γερμανία zukunftsfähig, ή «αειφόρος», και προσαρμόζοντας την γερμανική εξωτερική πολιτική σε μια εποχή οξυμένου ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων.
Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι ότι είναι πιθανό να αλλάξουν λιγότερα από όσα η κάθε πλευρά ελπίζει ή φοβάται. Οι εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου έδωσαν ένα ασαφές αποτέλεσμα: οι Σοσιαλδημοκράτες έλαβαν μόλις κάτω από το 26% των ψήφων και οι Χριστιανοδημοκράτες λίγο περισσότερο από το 24%. Ο νέος καγκελάριος θα είναι είτε ο Σοσιαλδημοκράτης Όλαφ Σολτς είτε ο Χριστιανοδημοκράτης Αρμίν Λασέτ, αμφότεροι οι οποίοι έχουν υποσχεθεί την συνέχιση του Μερκελισμού και μάλιστα προσπάθησαν να μιμηθούν το ύφος της Μέρκελ. Αμφότεροι είναι κεντρώες φιγούρες στα δικά τους κόμματα και τους διακρίνουν λίγα πράγματα.
Ανεξάρτητα από το ποιος θα γίνει καγκελάριος, η επόμενη κυβέρνηση θα είναι ένας συνασπισμός -πιθανότατα αποτελούμενος από τρία κόμματα για πρώτη φορά από το 1957- σφυρηλατημένος μέσω συμβιβασμών στις διαπραγματεύσεις που ξεκινούν μόλις τώρα. Ως αποτέλεσμα, η κυβέρνηση είναι απίθανο να αποκλίνει δραματικά από τις κεντρώες πολιτικές του μεγάλου συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών που κυβέρνησε την Γερμανία για 12 από τα 16 χρόνια της καγκελαρίου της Μέρκελ. Αν και θα υπάρξουν κάποιες αλλαγές στην εσωτερική πολιτική ανάλογα με το αν ο επόμενος συνασπισμός θα ηγηθεί από τον Scholz ή τον Laschet, η γερμανική εξωτερική πολιτική δεν θα αλλάξει πολύ. Εν ολίγοις, η συναίνεση της Μέρκελ είναι πιθανό να διατηρηθεί μετά τη Μέρκελ -απογοητεύοντας εκείνους που ήλπιζαν για μια νέα προσέγγιση στην ευρωζώνη ή στα αυταρχικά κράτη όπως η Κίνα.
ΠΕΡΙΣΤΡΟΦΕΣ ΚΑΙ ΕΙΚΑΣΙΕΣ
Κατά την διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας της το 2013, όταν ήταν ήδη στην εξουσία επί οκτώ χρόνια, η Μέρκελ κατέβηκε με το σύνθημα «Με ξέρεις». Η Μέρκελ είναι τώρα καγκελάριος για 16 χρόνια, περισσότερα από οποιονδήποτε από τους προκατόχους της, εκτός από τον Χέλμουτ Κολ. Ωστόσο, οι Γερμανοί ψηφοφόροι δεν την γνωρίζουν πραγματικά. Μια ασυνήθιστα μη επικοινωνιακή πολιτικός, της οποίας το στυλ συγκρίνεται μερικές φορές με εκείνο ενός μονάρχη, η Μέρκελ έχει κάνει λίγες προσπάθειες για να δικαιολογήσει ή έστω και να εξηγήσει τις πολιτικές της, τις οποίες είναι γνωστή για το ότι τις παρουσιάζει ως alternativlos, δηλαδή «χωρίς εναλλακτική».
Το πολιτικό στυλ της Μέρκελ φαίνεται να έχει προκύψει από τα παιδικά της χρόνια στην Ανατολική Γερμανία, όπου «έμαθε να σιωπά», όπως είπε κάποτε σε μια συνέντευξή της. Μεγαλώνοντας σε ένα θεολογικό σχολείο σε μια μικρή πόλη 50 μίλια βόρεια του Βερολίνου, όπου ο πατέρας της ήταν εφημέριος, η Μέρκελ έμαθε από νωρίς να προσέχει τι λέει έξω από τον «προστατευμένο παράδεισο» της οικογένειάς της, όπως είπε ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Stefan Kornelius σε μια εγκεκριμένη βιογραφία της. «Το μυστήριο που είναι η Μέρκελ έχει τις ρίζες του σε εκείνη την καταδικασμένη δημοκρατία», έγραψε.
Η Μέρκελ φαίνεται να έχει δημιουργήσει εκ νέου αυτόν τον «προστατευμένο παράδεισο» στην καγκελαρία στο Βερολίνο, όπου έχει έναν στενό κύκλο αξιόπιστων και πιστών συμβούλων. Όταν οι αναφορές για τη Μέρκελ ή οι αναλύσεις των θέσεών της βασίζονται σε πληροφορίες από αυτούς τους συμβούλους, τείνουν να αντικατοπτρίζουν αυτό που η Μέρκελ θέλει να πιστεύουν οι άνθρωποι ότι σκέφτεται. Όταν οι αναφορές ή οι αναλύσεις βασίζονται σε πληροφορίες από άτομα εκτός αυτού του στενού κύκλου, συχνά αντικατοπτρίζουν τις απόψεις των συγγραφέων τους, προβαλλόμενες σε εκείνην. Με άλλα λόγια, πολλά από αυτά που γράφονται για τη Μέρκελ είναι είτε περιστροφές είτε εικασίες.
Οι αναφορές για τη Μέρκελ βασίζονται επίσης συχνά σε αυτά που λέει και όχι σε αυτά που κάνει. Ένα καλό παράδειγμα αυτού, συνέβη μετά την εκλογή του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ το 2016, όταν ορισμένοι αναλυτές και μέλη των μέσων ενημέρωσης κήρυξαν τη Μέρκελ νέα «ηγέτη του ελεύθερου κόσμου» -για παράδειγμα, όχι επειδή η Γερμανία αποφάσισε ξαφνικά να παρέχει εγγυήσεις ασφάλειας σε άλλες δημοκρατίες όπως έκαναν οι Ηνωμένες Πολιτείες κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου αλλά με βάση την δήλωση της καγκελαρίου ως απάντηση στη νίκη του Τραμπ. «Η Γερμανία και η Αμερική συνδέονται με τις αξίες της δημοκρατίας, της ελευθερίας, και του σεβασμού στους νόμους και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, ανεξάρτητα από την καταγωγή, το χρώμα του δέρματος, την θρησκεία, το φύλο, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, ή τις πολιτικές απόψεις», είπε, προσθέτοντας ότι «προσφέρω στον επόμενο πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών στενή συνεργασία με βάση αυτές τις αξίες». Αυτή η σχετικά ανώδυνη δήλωση κατάφερε να επιβεβαιώσει σε πολλούς, ιδιαίτερα στους Δημοκρατικούς στις Ηνωμένες Πολιτείες, ότι η Μέρκελ ήταν το αντίθετο του Τραμπ.
Κάτι παρόμοιο συνέβη κατά την διάρκεια της προσφυγικής κρίσης το 2015, το οποίο ακόμη και πολλοί από τους επικριτές της θεωρούν ως ένα από τα υψηλότερα σημεία της θητείας της Μέρκελ. Οι σχολιαστές και οι αναλυτές παρουσίασαν τη Μέρκελ ως μια υποδειγματική ανθρωπιστική ηγέτιδα κυρίως εξαιτίας αυτού που είπε –«μπορούμε να το κάνουμε αυτό» – κι όχι αυτού που έκανε η κυβέρνησή της. Η Γερμανία δεν «άνοιξε τα σύνορά της» σε πάνω από ένα εκατομμύριο αιτούντες άσυλο το 2015, όπως λέγεται συχνά. Μάλλον, ήταν απλώς αδύνατο να τους εμποδίσει να φτάσουν εκεί. Επιπλέον, η Μέρκελ άλλαξε πορεία και έλαβε μέτρα για να αποτρέψει τους μετανάστες να φτάσουν στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της επίτευξης μιας αμφιλεγόμενης συμφωνίας με τον Τούρκο πρόεδρο, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, για την διατήρηση των μεταναστών στην Τουρκία.
Η μεγάλη πολιτική ικανότητα της Μέρκελ είναι να ενσαρκώνει την συναίνεση που υπήρχε στην γερμανική πολιτική τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Πριν εκλεγεί για πρώτη φορά ως καγκελάριος το 2005, οι Σοσιαλδημοκράτες είχαν ήδη μετακινηθεί προς τα δεξιά σχετικά με την οικονομική πολιτική υπό τον καγκελάριο Γκέρχαρντ Σρέντερ και εφάρμοσαν μια σειρά διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που συνήθως σχετίζονται με την δεξιά. Μετά την εκλογή της, η Μέρκελ σχημάτισε έναν μεγάλο συνασπισμό με τους Σοσιαλδημοκράτες -τον πρώτο από τους τρεις στις τέσσερις τελευταίες εκλογικές περιόδους- που σταθεροποίησε περαιτέρω την κεντρώα συναίνεση στην γερμανική πολιτική. Τράβηξε τους Χριστιανοδημοκράτες προς τα αριστερά για κοινωνικά και πολιτιστικά θέματα, «εκσυγχρονίζοντας» το κόμμα κατά την άποψη πολλών, αλλά προχωρώντας πολύ μακριά για πολλούς συντηρητικούς Γερμανούς.
Ως καγκελάριος, η Μέρκελ παρακολουθούσε από κοντά την γερμανική κοινή γνώμη. Οι δημοσκοπήσεις καθοδήγησαν κάθε σημαντική απόφαση που πήρε κατά την διάρκεια της θητείας της, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που οι θαυμαστές της θεώρησαν ως επίδειξη γενναίας και αποφασιστικής ηγεσίας -για παράδειγμα, καλωσορίζοντας πρόσφυγες το 2015, ή επιταχύνοντας το προγραμματισμένο κλείσιμο των πυρηνικών σταθμών της Γερμανίας μετά την καταστροφή της Φουκουσίμα το 2011 στην Ιαπωνία. Κατά την διάρκεια προεκλογικών εκστρατειών, προσπάθησε να αποφύγει την συζήτηση επίμαχων ζητημάτων και να επιλέγει [για να υιοθετεί] πολιτικές άλλων κομμάτων ώστε να αποτρέπει τους ψηφοφόρους να στραφούν σε αυτά -μια στρατηγική που ο δημοσκόπος Matthias Jung έχει ονομάσει «ασύμμετρη εξουδετέρωση».
Η ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΓΚΛΙΣΗ
Αυτή η στρατηγική επέτρεψε στη Μέρκελ να παραμείνει στην εξουσία για 16 χρόνια και θα της επέτρεπε να παραμείνει στην καγκελαρία ακόμη περισσότερο εάν δεν είχε αποφασίσει να παραιτηθεί μετά από τέσσερις θητείες. Αλλά η στρατηγική της Μέρκελ ήταν τρομερή για την γερμανική δημοκρατία. Όπως υποστηρίξαμε με την πολιτική επιστήμονα Sheri Berman, η γερμανική πολιτική χαρακτηρίστηκε τις τελευταίες δύο δεκαετίες όχι από την πόλωση αλλά από το αντίθετό της: την σύγκλιση. Αυτό έφερε ένα κόστος: καθώς οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Σοσιαλδημοκράτες ευθυγραμμίστηκαν ιδεολογικά γύρω από την συναίνεση της Μέρκελ, άνοιξε ένα «κενό αντιπροσώπευσης», αφήνοντας πολλούς Γερμανούς να πιστεύουν ότι οι απόψεις τους δεν εκπροσωπούνται.
Μια συνέπεια αυτών των εξελίξεων -και μια από τις σαφέστερες κληρονομιές της Μέρκελ- είναι η εμφάνιση του ακροδεξιού κόμματος Εναλλακτική για την Γερμανία (AfD). Όπως υποδηλώνει το όνομα του κόμματος, ήταν μια άμεση απάντηση στην χωρίς εναλλακτικές πολιτική της Μέρκελ -ιδίως, για την προσέγγισή της στην κρίση του ευρώ που ξεκίνησε το 2010 και για την προσφυγική κρίση του 2015. Στις τελευταίες εκλογές, το 2017, το AfD μπήκε στην Bundestag -η πρώτη φορά από την δημιουργία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας το 1949 για ένα ακροδεξιό κόμμα. Ήταν εν μέρει η άνοδος του AfD που ανάγκασε τη Μέρκελ να σχηματίσει έναν ακόμη μεγάλο συνασπισμό με τους Σοσιαλδημοκράτες μετά από εκείνες τις εκλογές. Και επειδή το έκανε αυτό, το AfD έγινε το κορυφαίο κόμμα της αντιπολίτευσης. (Το ποσοστό ψήφων του AfD μειώθηκε από 13% το 2017 σε περίπου 10% το 2021, και αν είτε οι Σοσιαλδημοκράτες είτε οι Χριστιανοδημοκράτες μπορέσουν να σχηματίσουν κυβέρνηση με τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες, το AfD θα χάσει τον ρόλο του ως το ηγετικό αντιπολιτευτικό κόμμα).
Παρά την άνοδο του AfD, η συναίνεση της Μέρκελ παρέμεινε άθικτη και πιθανότατα θα αντέξει μέσω της επόμενης κυβέρνησης. Ανάλογα με το αν ο νέος συνασπισμός ηγείται από τους Σοσιαλδημοκράτες ή τους Χριστιανοδημοκράτες, και ποια υπουργεία ελέγχουν αυτά και τα άλλα κόμματα του συνασπισμού, αναμφίβολα θα υπάρξουν αλλαγές σε ορισμένους τομείς της εσωτερικής πολιτικής, όπως ο τρόπος πληρωμής των δαπανών για υποδομές και πώς θα μετριαστεί καλύτερα η κλιματική αλλαγή. Εάν ο Σολτς γίνει καγκελάριος, οι Σοσιαλδημοκράτες θα τον σπρώξουν προς τα αριστερά με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η προοδευτική πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ ώθησε τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν προς τα αριστερά.
Αλλά στους περισσότερους τομείς που έχουν σημασία για την Ευρώπη, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον υπόλοιπο κόσμο, οι διαφορές των κομμάτων ουσιαστικά θα ακυρώσουν η μια την άλλη. Για παράδειγμα, οι Σοσιαλδημοκράτες είναι πιο δεκτικοί στη μεταρρύθμιση της ευρωζώνης από όσο οι Χριστιανοδημοκράτες. Αλλά οι Ελεύθεροι Δημοκράτες, που έλαβαν το 11,5 % των ψήφων, είναι πολύ λιγότερο δεκτικοί και πιθανότατα θα απαιτήσουν το Υπουργείο Οικονομικών ως προϋπόθεση ένταξης σε έναν συνασπισμό. Αυτό θα περιόριζε την δυνατότητα ουσιαστικής μεταρρύθμισης των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ σε έναν συνασπισμό Σοσιαλδημοκρατών, Ελεύθερων Δημοκρατών, και Πρασίνων, που έλαβαν το 15 % των ψήφων.
Για παρόμοιους λόγους, η πολιτική της Μέρκελ για δέσμευση έναντι της Κίνας είναι απίθανο να αλλάξει, παρόλο που έχει επικριθεί ευρέως. Οι αναλυτές της εξωτερικής πολιτικής έχουν τοποθετήσει πολλές ελπίδες στους Πράσινους. Παρόλο που είναι πιο πιθανό να θέλουν να συνεργαστούν με την Κίνα για την κλιματική αλλαγή, είναι πιο αυστηροί απέναντι στην Κίνα από όσο οι Χριστιανοδημοκράτες, τουλάχιστον ρητορικά. Αλλά οι Σοσιαλδημοκράτες δεν είναι, και η πολιτική για την Κίνα τείνει να γίνεται στην καγκελαρία, οπότε ένας συνασπισμός με επικεφαλής αυτούς είναι απίθανο να είναι πολύ πιο επιθετικός για την Κίνα, ακόμη και αν περιλαμβάνει τους Πράσινους.
Αυτή η συνέχεια στην εξωτερική πολιτική μπορεί να είναι καθησυχαστική για τους υποστηρικτές της Μέρκελ, οι οποίοι είναι συνήθως κεντρώοι. Αλλά οι επικριτές της Μέρκελ, ειδικά για την προσέγγισή της στην ευρωζώνη και στα αυταρχικά κράτη όπως η Κίνα, είναι επίσης πιθανό να απογοητευτούν από μια κυβέρνηση με επικεφαλής τον Σολτς ή τον Λασέτ. Πάνω απ’ όλα, είναι απίθανο να υπάρξει σημαντικός μετασχηματισμός της εξαρτώμενης από τις εξαγωγές γερμανικής οικονομίας, η οποία βρίσκεται πίσω από αμφότερα αυτά προβλήματα στην γερμανική εξωτερική πολιτική.
Η αδράνεια στην γερμανική πολιτική είναι εν μέρει δομική. Σε αντίθεση με το Ηνωμένο Βασίλειο ή τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Γερμανία έχει ένα συναινετικό και όχι συγκρουσιακό πολιτικό σύστημα. Επιπλέον, το ομοσπονδιακό σύστημα της Γερμανίας και τα ισχυρά ανεξάρτητα θεσμικά όργανα -συμπεριλαμβανομένου του Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο εμπόδισε τη μεταρρύθμιση της ευρωζώνης- τείνουν να αντιστέκονται σε δραματικές αλλαγές πολιτικής. Αλλά μέσω του απο-πολιτικοποιημένου στυλ της και του μετασχηματισμού της στις γερμανικές διακομματικές δυναμικές, η Μέρκελ έχει επιδεινώσει αυτές τις τάσεις του γερμανικού συστήματος. Ως αποτέλεσμα, ακόμη και αν η επόμενη κυβέρνηση της Γερμανίας δεν είναι άλλος ένας μεγάλος συνασπισμός, θα εξακολουθεί να μοιάζει πολύ με έναν τέτοιο.
Foreignaffairs.gr