Το δοκίμιο του Samuel Huntington στο Foreign Affairs το 1993 «Η σύγκρουση των πολιτισμών;» έχει μελετηθεί ατέλειωτα τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Αλλά ό, τι κι αν συνάγει κανείς από την θέση του ότι οι πολιτιστικές ταυτότητες θα καθοδηγούσαν την μεταψυχροπολεμική πολιτική, ο Χάντινγκτον είχε κάτι σωστό για την Τουρκία. Ο Χάντινγκτον προέβλεψε ότι καθώς ο ανταγωνισμός του εικοστού αιώνα τελείωνε, οι φιλοδυτικές τάσεις της κοσμικής ελίτ της Τουρκίας θα εκτοπιστούν από εθνικιστικά και ισλαμικά στοιχεία. Ήταν ακριβής.
Τα τελευταία χρόνια, οι σχέσεις της Τουρκίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη ήταν ταραγμένες, το λιγότερο. Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, και ο Τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, καθιέρωσαν ένα είδος φιλίας (bromance) , προσωποποιώντας τις διμερείς σχέσεις εις βάρος σχεδόν όλων των πολιτικών ζητημάτων. Η Τουρκία δεν εμπιστεύεται τις Ηνωμένες Πολιτείες για την στήριξη των συριακών κουρδικών δυνάμεων στην Συρία και για την φιλοξενία του κληρικού Fethullah Gulen, τον οποίο η Άγκυρα έχει αναγνωρίσει ως τον εγκέφαλο του αποτυχημένου πραξικοπήματος το 2016. Οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρώπη δεν ήταν καλύτερες. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν κουραστεί από τον αυξανόμενο αντιφιλελευθερισμό της Τουρκίας και την προθυμία της να επιδεικνύει τις στρατιωτικές της δυνάμεις στην ανατολική Μεσόγειο.
Εν τω μεταξύ, η Άγκυρα έχει στραφεί σε νέους συνεργάτες. Η κυβέρνηση αγόρασε ρωσικά οπλικά συστήματα -ενάντια στις επιθυμίες των συμμάχων της στο ΝΑΤΟ- και συνεργάστηκε με τη Μόσχα σε μεγάλα έργα υποδομής, συμπεριλαμβανομένων αγωγών φυσικού αερίου και του πρώτου πυρηνικού αντιδραστήρα της Τουρκίας. Η Τουρκία και η Ρωσία μαζί έχουν χαράξει σφαίρες επιρροής στην Λιβύη και την Συρία. Και τον τελευταίο καιρό, η Τουρκία έχει φλερτάρει την Κίνα, κυνηγώντας κινεζικές επενδύσεις, προμηθευόμενη το εμβόλιο COVID-19 που παράγεται από την κινεζική εταιρεία Sinovac, και αρνούμενη να επικρίνει τη μεταχείριση των Ουιγούρων από το Πεκίνο.
Αυτό δεν είναι μια προσωρινή στροφή, αλλά μια βαθύτερη αλλαγή στον προσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας. Στις σχεδόν δύο δεκαετίες της κυριαρχίας του Ερντογάν, η Τουρκία είχε λιγότερο ενδιαφέρον από όσο κάποτε στο να ανήκει στο διατλαντικό κλαμπ ή να επιδιώκει την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αντ’ αυτού, η κυβέρνηση έδειξε ζήλο στο να επανατοποθετήσει την χώρα ως περιφερειακό ηγεμόνα. Ενώ η Δύση εξακολουθεί να είναι αγκιστρωμένη στη νοσταλγία για τον ιστορικό ρόλο της Άγκυρας στην διατλαντική συμμαχία, οι Τούρκοι ηγέτες, βαθιά φιλύποπτοι για τους εταίρους τους στο ΝΑΤΟ, μιλούν για στρατηγική αυτονομία. Άλλοτε το πρότυπο μιας κοσμικής μουσουλμανικής δημοκρατίας, ένα λαμπρό παράδειγμα της μετασχηματιστικής δύναμης της φιλελεύθερης τάξης, η Τουρκία σήμερα αμφισβητεί την αξία του παιχνιδιού με Δυτικούς κανόνες.
Η Τουρκία λαχταρά, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, να είναι αυτόνομη δύναμη. Η νέα εξωτερική πολιτική της είναι καλύτερα κατανοητή όχι ως μετατόπιση προς την Ρωσία ή την Κίνα, αλλά ως έκφραση της επιθυμίας της να κρατήσει ένα πάτημα σε κάθε στρατόπεδο και να διαχειριστεί τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων. Το καθεστώς του Ερντογάν δημιούργησε αυτήν την αλλαγή και ένα ανεκτικό διεθνές περιβάλλον την επέτρεψε -αλλά ούτε μια νέα κυβέρνηση στην Άγκυρα ούτε μια αναζωογονημένη Δυτική συμμαχία μπορούν να την αντιστρέψουν. Ένα δίκτυο πολιτικών, γραφειοκρατών, δημοσιογράφων, και μελετητών [που είναι] ανοιχτά σκεπτικιστές σχετικά με την ευθυγράμμιση με την Δύση κυριαρχούν τώρα στην κουλτούρα ασφάλειας της χώρας. Μια ανεξάρτητη τουρκική εξωτερική πολιτική είναι εδώ για να μείνει.
ΜΙΑ ΘΕΣΗ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
Τα τελευταία χρόνια σηματοδότησαν μια ρήξη με το status quo μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όμως, αν κοιτάξουμε πίσω, η εξισορροπητική δράση της Τουρκίας έχει ιστορικό προηγούμενο. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία στα τέλη του 19ου αιώνα και η Τουρκική Δημοκρατία στις αρχικές της δεκαετίες προσπάθησαν να μονώσουν το κράτος από ρεύματα στο εξωτερικό και να βάλουν πιο ισχυρά έθνη το ένα απέναντι από το άλλο. Σε μια προσπάθεια να αποτρέψουν την παρακμή της αυτοκρατορίας τους, οι Οθωμανοί ηγέτες μπήκαν σε ένα παιχνίδι συνεχώς μεταβαλλόμενων συμμαχιών, ευθυγραμμιζόμενοι κατά περιόδους με την Αυστρο-Ουγγαρία, την Ρωσία, και το Ηνωμένο Βασίλειο προτού κάνουν το λάθος να συνεργαστούν με την Γερμανία στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην δεκαετία του 1920 και του 1930, η νέα Τουρκική Δημοκρατία έλαβε πολιτική και στρατιωτική υποστήριξη από την κυβέρνηση των Μπολσεβίκων της Μόσχας. Η Τουρκία παρέμεινε ουδέτερη στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με τους ηγέτες της να μετακινούνται μεταξύ της ναζιστικής Γερμανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου για να αποσπάσουν στρατιωτική βοήθεια, εξαγωγικές πιστώσεις, και άλλες μορφές οικονομικής στήριξης και από τους δύο. Ο Ερντογάν έχει τον ίδιο στόχο σήμερα: να κάνει συμφωνίες με τις παγκόσμιες δυνάμεις χωρίς να διαλέξει πλευρά.
Η εφαρμογή αυτής της στρατηγικής απαιτεί κάποια ιστορική αναμόρφωση. Η ιδέα ότι η Τουρκία είναι μοναδική μεταξύ των γειτόνων της και προορίζεται να ανακτήσει έναν περιφερειακό ηγετικό ρόλο -παρόμοια με την γερμανική ιδέα Sonderweg, ή αλλιώς «ξεχωριστό μονοπάτι», στα τέλη του 19ου αιώνα, όπως έχω γράψει αλλού – έχει τις ρίζες της σε μια αντίληψη της χώρας ως κληρονόμου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η κοσμική παράδοση που ο ιδρυτής της Τουρκίας, Κεμάλ Ατατούρκ, καθιέρωσε στην δεκαετία του 1920 στηρίχθηκε σε μια απεικόνιση των Οθωμανών ως οπισθοδρομικών, αναποτελεσματικών, και ανίκανων να συμβαδίσουν με τους «σύγχρονους πολιτισμούς» (muasır medeniyetler). Η Τουρκία του Ερντογάν έχει υιοθετήσει έναν πολύ διαφορετικό τόνο. Οι σημερινές πολιτικές ομιλίες και τα τηλεοπτικά δράματα δεν υποτιμούν τους Οθωμανούς ηγέτες ως μη εξελιγμένους κατακτητές, αλλά τους κολακεύουν ως πρωτοπόρους μιας νέας πολιτιστικής τάξης -δίκαιους στην διακυβέρνηση και πιο συμπονετικούς προς τους υπηκόους τους από όσο οι Δυτικοί σύγχρονοί τους. Οι εθνικιστικές εξεγέρσεις αυτών των υπηκόων τελικά βοήθησαν στην κατάρρευση της αυτοκρατορίας -αλλά η νέα ρητορική σημειώνει ελάχιστα αυτό το γεγονός. Οι ρεβιζιονιστές ιστορικοί της Τουρκίας περιγράφουν την Οθωμανική εποχή ως μια χρυσή εποχή ισορροπίας και δικαιοσύνης, που διαταράσσεται μόνο από τις παρεμβάσεις της «ιμπεριαλιστικής» Δύσης.
Το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) επικαλείται όλο και περισσότερο την οθωμανική κληρονομιά για να δικαιολογήσει την εξωτερική του πολιτική. Τα κυβερνητικά μέσα ενημέρωσης γιορτάζουν την επέκταση του στρατιωτικού αποτυπώματος της Τουρκίας σε πρώην οθωμανικά εδάφη, όπως το Ιράκ, η Λιβύη, η Συρία, και ο Καύκασος, ως την αναγέννηση ενός εν υπνώσει γίγαντα. Ο Ερντογάν, με την σειρά του, είναι ο «ηγέτης του αιώνα» -μια σύγχρονη εκδοχή του σουλτάνου των τελών του 19ου αιώνα τον οποίο σέβεται, του Abdulhamid II, ο οποίος αντιστάθηκε στις εκκλήσεις για συνταγματική μεταρρύθμιση, κράτησε την γραμμή ενάντια στην Δύση, και εμπόδισε την παρακμή της αυτοκρατορίας. Κατά την σύγκριση, τα τουρκικά μέσα μαζικής ενημέρωσης επικροτούν τον Ερντογάν για το σκληρό παιχνίδι του με τις μεγάλες δυνάμεις -ζητωκραυγάζοντας τις διαπραγματεύσεις του με τον Τραμπ, την Γερμανίδα καγκελάριο, Άνγκελα Μέρκελ, και τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν- και για την τήρηση μιας δυναμικής στάσης στη Μέση Ανατολή και την ανατολική Μεσόγειο.
Η στρατιωτική ισχύς της Άγκυρας και η αποχώρηση της Ουάσινγκτον από τη Μέση Ανατολή έχουν διευκολύνει τον δρόμο για τις εφορμήσεις της Τουρκίας σε περιφερειακές συγκρούσεις. Η αναπτυσσόμενη αμυντική βιομηχανία της χώρας προμήθευσε τα τουρκικά στρατεύματα στο Ιράκ, την Λιβύη, και την Συρία. Τουρκικής παραγωγής οπλισμένα drones βοήθησαν να διασφαλιστεί η αποφασιστική νίκη του Αζερμπαϊτζάν στο πεδίο της μάχης ενάντια στην Αρμενία στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ το περασμένο φθινόπωρο. Καθώς η αυξανόμενη αυτονομία του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος της Τουρκίας έδωσε στους ηγέτες της την εμπιστοσύνη να προβάλουν ισχύ στην περιοχή, η έλλειψη ενδιαφέροντος του Τραμπ για τη Μέση Ανατολή και η επιθυμία του για μια ομαλή προσωπική σχέση με τον Ερντογάν τους έδωσαν την ευκαιρία. Η Τουρκία επέκτεινε τις ναυτικές επιχειρήσεις της στην ανατολική Μεσόγειο και έχτισε βάσεις στο Κατάρ και την Σομαλία χωρίς να χρειάζεται να ανησυχεί πολύ για την αντίθεση των Ηνωμένων Πολιτειών. Αντ’ αυτού, η δύναμη που ο Ερντογάν έπρεπε να προσέχει ήταν η Ρωσία. Ο Τούρκος πρόεδρος καθιέρωσε στενή σχέση με τον Πούτιν και ενήργησε σε συντονισμό και με την συναίνεση της Μόσχας σε κάθε ανάπτυξη [δυνάμεων] στο εξωτερικό. Αλλά αυτή η συνεργασία προχώρησε μέχρις ενός σημείου. Η Ρωσία επέβαλε γεωγραφικά όρια στην ζώνη επιρροής της Τουρκίας στην Λιβύη, την Συρία, και τον Καύκασο -αφήνοντας την Άγκυρα απογοητευμένη όσο και ενθαρρυμένη.
Η πραγματική ικανότητα του Ερντογάν είναι να εκμεταλλεύεται τα κενά στο διεθνές σύστημα και να βρίσκει ευκαιρίες να βάζει την Ρωσία και τις Ηνωμένες Πολιτείες τη μια απέναντι στην άλλη. Στην Συρία, για παράδειγμα, η παρουσία της Τουρκίας υπήρξε απειλή για τις κουρδικές δυνάμεις που υποστηρίζονταν από τις ΗΠΑ, αλλά η Ουάσιγκτον την έχει κατανοήσει επίσης ως πηγή μόχλευσης κατά των ρωσικών καταπατήσεων. Στην Λιβύη, ο Ερντογάν εντόπισε ένα άνοιγμα και κινήθηκε γρήγορα. Το 2019, ο Λίβυος αρχηγός πολιτοφυλακής, στρατηγός Khalifa Haftar, ηγήθηκε ενός στρατού που προχώρησε εναντίον της κυβέρνησης της Λιβύης με την υποστήριξη της Ρωσίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (ΗΑΕ). Η απελπισμένη κυβέρνηση πήγε από πόρτα σε πόρτα στις Δυτικές πρωτεύουσες, ζητώντας βοήθεια. Οι περισσότερες Δυτικές δυνάμεις δεν νοιάστηκαν ούτε τόλμησαν να παρέμβουν. Αλλά η Τουρκία το έκανε: οι δυνάμεις της βοήθησαν να αντιστρέψουν την επίθεση του Χαφτάρ με ελάχιστες στρατιωτικές επενδύσεις. Μπαίνοντας σε αυτές τις συγκρούσεις, η Τουρκία δημιούργησε έναν χώρο για τον εαυτό της στην εποχή της αντιπαλότητας των μεγάλων δυνάμεων. Ο στόχος της Άγκυρας, όπως το λένε συχνά Τούρκοι σχολιαστές, είναι «να έχεις θέση στο τραπέζι».
ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΕΡΝΤΟΓΑΝ
Με το να προβάλλει ισχύ στο εξωτερικό, ο Ερντογάν έχει παίξει μέχρι τώρα καλά το χαρτί του. Αυτό που προκαλεί έκπληξη είναι ότι κατάφερε να το κάνει από μια εύθραυστη εγχώρια θέση. Η Τουρκία αντιμετωπίζει μια σοβαρή οικονομική κρίση με διψήφιο πληθωρισμό, απότομη πτώση της αξίας της λίρας, και υψηλή ανεργία, που έχουν ως αποτέλεσμα την διαφυγή κεφαλαίων και την φτώχεια για τους απλούς Τούρκους. Για πρώτη φορά σε δεκαετίες, οι οικονομολόγοι φοβούνται μια κρίση του ισοζυγίου πληρωμών. Αυτά ξεφλουδίζουν την βάση του Ερντογάν -σε δημοσκόπηση του Απριλίου [6], λιγότερο από το 30% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι θα υποστήριζαν το AKP εάν διεξάγονταν εκλογές εκείνη την εβδομάδα, πολύ κάτω από το 49% που ψήφισε το κόμμα το 2015.
Το ιστορικό της εξωτερικής πολιτικής του Ερντογάν μπορεί να μην τον αποζημιώνει, επίσης. Όπως οι πολίτες πολλών άλλων εθνών, οι Τούρκοι πιστεύουν στον εξαιρετικό χαρακτήρα της χώρας τους. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν την λαϊκή υποστήριξη για την αποκατάσταση της Τουρκίας σε ένα μεγαλείο στην παγκόσμια σκηνή, και οι περισσότεροι ψηφοφόροι συμμερίζονται τις υποψίες του Ερντογάν για την Δύση, ιδίως για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ωστόσο, για όλους εκτός από τους πιο αυστηρούς εθνικιστές, αυτό δεν αρκεί. Οι περισσότεροι ψηφοφόροι είναι ρεαλιστές: δεν θέλουν να απομακρυνθεί η Τουρκία από τους Δυτικούς συμμάχους της, εάν αυτή η απομόνωση επηρεάσει την οικονομική ευημερία και την ποιότητα ζωής τους. Η υποστήριξη για την ένταξη στην ΕΕ εξακολουθεί να είναι περίπου στο 60%, όχι επειδή οι Τούρκοι αισθάνονται Ευρωπαίοι, αλλά επειδή πολλοί κατανοούν ότι η ένταξη στην Ευρώπη σημαίνει ισχυρότερη οικονομία και καλύτερη διακυβέρνηση. Καθώς η κυβέρνηση καυχιέται για την δημιουργία στρατιωτικής βάσης στην Λιβύη και για τον βομβαρδισμό στόχων του Εργατικού Κόμματος Κουρδιστάν (PKK) στο Ιράκ, στην Τουρκία επιχειρήσεις χρεοκοπούν, κλείνουν καταστήματα, και συντάξεις συρρικνώνονται. Η χώρα απέτυχε μέχρι στιγμής να εξασφαλίσει επαρκείς δόσεις εμβολίου COVID-19 από κατασκευαστές στο εξωτερικό. Μόνο το περίπου 10% των Τούρκων έχουν εμβολιαστεί.
Εν ολίγοις, οι περισσότεροι πολίτες δεν έχουν ακόμη δει την φιλόδοξη διεθνή ατζέντα του Ερντογάν που θα κάνει την Τουρκία ξανά σπουδαία. Παρά τον αδυσώπητο εθνικισμό των φιλοκυβερνητικών μέσων μαζικής ενημέρωσης, υπάρχει μια αυξανόμενη αίσθηση μεταξύ του λαού ότι ο Ερντογάν πιέζει πολύ σκληρά στην εξωτερική πολιτική. Η Τουρκία φαίνεται να έχει χάσει την αίσθηση του σκοπού της και να έχει αποξενώσει πάρα πολλούς από τους φίλους της -κάνοντας μερικά από τα ίδια στρατηγικά λάθη που, ίσως, κόστισαν στους Οθωμανούς την αυτοκρατορία τους.
Οι περισσότεροι Δυτικοί αναλυτές υποθέτουν ότι ο Ερντογάν θα παραμείνει στην εξουσία επ’ αόριστον -ότι η δημοκρατική μετάβαση δεν είναι πλέον δυνατή στην Τουρκία. Οι περισσότεροι Τούρκοι διαφωνούν. Οι περιορισμοί στην ελευθερία του λόγου, η φυλάκιση πολλών Κούρδων πολιτικών, και άλλες μορφές κυβερνητικής καταστολής καθιστούν τους πολιτικούς διαγωνισμούς λιγότερο δίκαιους, αλλά δεν εγγυώνται στον Ερντογάν και το AKP νίκη στις επόμενες εκλογές, που έχουν προγραμματιστεί για το 2023.
Ο αντίπαλος του Ερντογάν στις εκλογές αυτές θα υποσχεθεί αναμφίβολα να ακολουθήσει μια λιγότερο μαχητική εξωτερική πολιτική και πιο σταθερές σχέσεις με τις παγκόσμιες δυνάμεις. Μια μετα-Ερντογάν κυβέρνηση μπορεί να λάβει συγκεκριμένα μέτρα για να αποστασιοποιηθεί και από τον προκάτοχό της. Θα μπορούσε να επιδιορθώσει τους δεσμούς με το ΝΑΤΟ, να ομαλοποιήσει τις σχέσεις με τους περιφερειακούς εχθρούς, συμπεριλαμβανομένης της Αιγύπτου και των ΗΑΕ, ή να αναζωογονήσει τις συνομιλίες ένταξης της Τουρκίας με την ΕΕ -ακόμη και αν η προσπάθεια είναι μάταιη. Πάντα ρεαλιστής, ο ίδιος ο Ερντογάν θα μπορούσε να προσπαθήσει να στραφεί πίσω στην Δύση αν θεωρήσει ότι το έργο του προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, για την αναβίωση της υπό την ηγεσία των ΗΠΑ τάξης είναι πολλά υποσχόμενο για να αγκιστρωθεί σε αυτό. Αλλά εάν η ισχύς των ΗΠΑ φαίνεται να μειώνεται, η Τουρκία θα το χρησιμοποιήσει ως ευκαιρία για να επεκτείνει τον ρόλο της στην παγκόσμια πολιτική. Και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι ένας κορυφαίος πολιτικός, είτε στο AKP είτε στην αντιπολίτευση, θα λειτουργήσει ενάντια στα εθνικιστικά ρεύματα της χώρας και θα υιοθετήσει ανεπιφύλακτα φιλοδυτική στάση.
Μακροπρόθεσμα, η ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική της Τουρκίας θα διατηρηθεί με ή χωρίς τον νυν πρόεδρο. Η Άγκυρα πιθανότατα θα συνεχίσει να διεκδικεί την κυριαρχία της στην ανατολική Μεσόγειο, να αφιερώνει τους πόρους της στην αμυντική ανάπτυξη, και να επεκτείνει την εμβέλειά της σε περιφερειακές υποθέσεις. Η ευθυγράμμιση ως πιστό, επιβεβαιωμένο μέλος της διατλαντικής κοινότητας, δεν έχει την ελκυστικότητα που είχε κάποτε, και σίγουρα δεν μπορεί να ταιριάξει με την γοητεία της προβολής ισχύος με τους όρους της Άγκυρας. Η Τουρκία διεκδίκησε τον ρόλο του κληρονόμου μιας αυτοκρατορίας, και θα ακολουθήσει το ξεχωριστό μονοπάτι της -το Sonderweg της.
Πηγή: Foreign Affairs