Μια συμφωνία είναι η τελευταία, καλύτερη ελπίδα για την αποτροπή της κλιματικής καταστροφής
Η 28η ετήσια διάσκεψη του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή θα ξεκινήσει στις 30 Νοεμβρίου στο Ντουμπάι, σε συνέχεια της Συνόδου Κορυφής του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ για τις κλιματικές φιλοδοξίες (Climate Ambition Summit) στα τέλη Σεπτεμβρίου. Το έργο που έχουν να αντιμετωπίσουν οι δύο οικοδεσπότες είναι δύσκολο: να ξεκινήσουν μια αξιόπιστη πολυεθνική δράση για την κλιματική αλλαγή εκεί όπου οι προηγούμενες σύνοδοι κορυφής απέτυχαν. Οι ενδείξεις πληθαίνουν ότι η κλιματική Αποκάλυψη πλησιάζει, και μάλιστα γρήγορα. Το περασμένο καλοκαίρι, μεγάλες εκτάσεις των Ηνωμένων Πολιτειών και της νότιας Ευρώπης έβρασαν σε θερμοκρασίες άνω των 110 βαθμών Φαρενάιτ [43,3 oC), ενώ εξαιρετικές πυρκαγιές και πλημμύρες έπληξαν τον Καναδά και τη Νότια Ασία.
Το 2020, οι επιστήμονες του ΟΗΕ εξακολουθούσαν να θεωρούν απίθανο ότι η μέση θερμοκρασία του πλανήτη θα αυξηθεί περισσότερο από 1,5 βαθμό Κελσίου πάνω από το μέσο όρο του τέλους του 19ου αιώνα -το όριο που, μόλις ξεπεραστεί, θα ξεκινήσει μια φάση κατά την οποία η κλίμακα και η ταχύτητα της αύξησης της θερμοκρασίας θα ξεπεράσουν την ικανότητα του κόσμου να προβλέψει ή να διαχειριστεί τις επιπτώσεις της. Τώρα, μόλις τρία χρόνια αργότερα, οι εν λόγω ερευνητές τοποθετούν την πιθανότητα αυτή στο 66% -περισσότερο πιθανό παρά όχι. Η συμφωνία που σφυρηλατήθηκε στην Σύνοδο Κορυφής του Παρισιού για το κλίμα το 2015 ζήτησε τον περιορισμό της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη στον 1,5 βαθμό Κελσίου, ωστόσο οι παγκόσμιες εκπομπές συνεχίζουν να αυξάνονται. Εκατομμύρια άνθρωποι αναμένεται να γίνουν κλιματικοί πρόσφυγες μόνο αυτήν την δεκαετία. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει προβλέψει ότι μεταξύ του 2030 και του 2050, επιπλέον 250.000 άνθρωποι θα πεθαίνουν ετησίως από υποσιτισμό, ελονοσία, διάρροια, και θερμικό στρες που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή.
Στις συνόδους κορυφής για την κλιματική αλλαγή, οι παγκόσμιοι ηγέτες τείνουν να συμφωνούν σχεδόν σε όλα, εκτός από αυτό που θα μπορούσε να βοηθήσει περισσότερο: την άμεση αντιμετώπιση της αύξησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, καθιστώντας τες ακριβές για τους εκπέμποντες. Εδώ και δεκαετίες, οι επιστήμονες και οι οικονομολόγοι έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η τιμολόγηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα είναι ζωτικής σημασίας για τη μείωση των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα αρκετά γρήγορα ώστε να καταπολεμηθεί η μη αναστρέψιμη κλιματική αλλαγή. Ωστόσο, οι περισσότεροι πολιτικοί παραβλέπουν ή ακόμη και φοβούνται την τιμολόγηση του άνθρακα. Το λόμπι των ορυκτών καυσίμων, ειδικότερα, έχει κυκλοφορήσει επικίνδυνους μύθους σχετικά με την τιμολόγηση του άνθρακα, μεταξύ των οποίων ότι [η τιμολόγηση] θέτει σε μειονεκτική θέση τις αναπτυσσόμενες χώρες.
Μέχρι τώρα, ωστόσο, υπάρχουν άφθονες αποδείξεις ότι η τιμολόγηση του άνθρακα μειώνει δραματικά τις εκπομπές και μάλιστα ωφελεί οικονομικά τις κοινωνίες που την εφαρμόζουν. Τα τεχνικά και πολιτικά εμπόδια που μέχρι σήμερα εμπόδιζαν την σύναψη συμφωνίας μπορούν να ξεπεραστούν με τον κατάλληλο θεσμικό σχεδιασμό. Η ανάγκη για μια παγκόσμια συμφωνία για την τιμολόγηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα δεν μπορεί πλέον να αναβληθεί: χωρίς μια παγκόσμια συμφωνία για την τιμολόγηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα δεν μπορεί να γίνει κανένα σοβαρό σχέδιο για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ ΑΝΘΡΑΚΑ
Η «τιμολόγηση άνθρακα» είναι ένα τέλος που συνδέεται με τις μονάδες εκπεμπόμενου άνθρακα και ενθαρρύνει τους ρυπαίνοντες να μειώσουν την ποσότητα των αερίων του θερμοκηπίου που εκπέμπουν. Για πρώτη φορά προτάθηκε από τον οικονομολόγο του Γέιλ, William Nordhaus, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, η τιμολόγηση του άνθρακα δίνει μια χρηματική αξία στην περιβαλλοντική ζημία που προκαλούν οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Θέτοντας μια τιμή στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, η τιμολόγηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα σκοπεύει να στρέψει τόσο την παραγωγή όσο και την κατανάλωση προς δραστηριότητες λιγότερης έντασης σε αέρια θερμοκηπίου και να ενθαρρύνει την τεχνολογική καινοτομία.
Σε γενικές γραμμές, υπάρχουν δύο τρόποι τιμολόγησης του άνθρακα. Ο πρώτος είναι η επιβολή φόρων άνθρακα ανάλογα με την περιεκτικότητα σε άνθρακα των ορυκτών καυσίμων που χρησιμοποιεί μια οντότητα. Για παράδειγμα, η επιβολή φόρου άνθρακα ύψους 10 δολαρίων ανά τόνο σημαίνει ότι μια εταιρεία που εκπέμπει εκατό τόνους διοξειδίου του άνθρακα εντός ενός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος θα πληρώσει φόρους ύψους 1.000 δολαρίων.
Οι σκανδιναβικές χώρες υιοθέτησαν νωρίς αυτούς τους φόρους: το 1990, η Φινλανδία επέβαλε τον πρώτο φόρο άνθρακα. Μέχρι το 1993, η Δανία, η Ολλανδία, η Νορβηγία, και η Σουηδία είχαν ακολουθήσει το παράδειγμα της Φινλανδίας. Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, η Αργεντινή, η Χιλή, η Κολομβία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιαπωνία, το Μεξικό, η Πολωνία, η Σιγκαπούρη, η Νότια Αφρική, και η Ουρουγουάη εισήγαγαν φορολογία άνθρακα, καθώς και πολλές υποεθνικές δικαιοδοσίες, όπως οι καναδικές επαρχίες της Αλμπέρτα, της Βρετανικής Κολομβίας, και του Κεμπέκ.
Ο δεύτερος τρόπος τιμολόγησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα είναι η δημιουργία ενός συστήματος εμπορίας εκπομπών -ενός μηχανισμού βασισμένου στην αγορά, στον οποίο μια κυβέρνηση θέτει ένα όριο στην συνολική ποσότητα εκπομπών που μπορούν να απελευθερώσουν οι οντότητες που υπάγονται στην δικαιοδοσία της. Οι εταιρείες που επιθυμούν να εκπέμπουν περισσότερο από την ποσότητα που τους έχει κατανεμηθεί μπορούν να αγοράζουν δικαιώματα εκπομπών από εταιρείες που εκπέμπουν λιγότερο. Το 2005, η Ευρωπαϊκή Ένωση δημιούργησε το πρώτο σύστημα εμπορίας εκπομπών˙ το ανώτατο όριο εκπομπών αυξάνεται κάθε χρόνο και η προσφορά και η ζήτηση καθορίζουν την τιμή στην οποία διαπραγματεύονται τα δικαιώματα. Παρόμοια μέσα εμπορίας εκπομπών υπάρχουν σήμερα στον Καναδά, την Κίνα, τη Νότια Κορέα, το Ηνωμένο Βασίλειο, και σε μερικές πολιτείες των ΗΠΑ.
Η ΤΙΜΗ ΕΙΝΑΙ ΣΩΣΤΗ
Από τον Απρίλιο του 2022, μέσα τιμολόγησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα υπήρχαν σε 46 χώρες. Μέχρι τώρα, σχεδόν όλες οι ανεπτυγμένες χώρες έχουν υιοθετήσει κάποια μορφή τιμολόγησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, και οι εθελοντικές αγορές άνθρακα -στις οποίες οι ιδιωτικοί φορείς αγοράζουν και πωλούν πιστοποιημένες αφαιρέσεις ή μειώσεις των ατμοσφαιρικών αερίων του θερμοκηπίου- έχουν αυξηθεί από μια βιομηχανία ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων σε μια βιομηχανία δύο δισεκατομμυρίων δολαρίων μόνο μεταξύ 2021 και 2023. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η τιμολόγηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα λειτουργεί.
Το 2018, ο Nordhaus έλαβε το βραβείο Νόμπελ, το οποίο αναγνώρισε, μεταξύ άλλων επιτευγμάτων, την ισχύ της ανάλυσής του ότι η παγκόσμια εξάπλωση των φόρων άνθρακα θα ήταν η πιο αποτελεσματική λύση για τα προβλήματα που προκαλούν οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Βραχυπρόθεσμα, η τιμολόγηση του άνθρακα οδηγεί όντως σε αύξηση των τιμών ενέργειας μιας χώρας και σε προσωρινή μείωση της οικονομικής της δραστηριότητας. Όμως τα δεδομένα δείχνουν ότι τα μακροπρόθεσμα οφέλη της αντισταθμίζουν κατά πολύ αυτές τις αρχικές απώλειες.
Δείτε την Σουηδία. Αφού η χώρα εισήγαγε τον φόρο άνθρακα το 1991, οι τιμές της ενέργειας αυξήθηκαν και οι επιχειρήσεις που εξαρτώντο ιδιαίτερα από τα ορυκτά καύσιμα αναγκάστηκαν να κλείσουν ή να απολύσουν εργαζομένους. Από τότε, όμως, η σουηδική οικονομία έχει αναπτυχθεί κατά 50% και οι θάνατοι από ατμοσφαιρική ρύπανση έχουν μειωθεί κατά 50%.
Το 2018, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου της Σουηδίας ήταν κατά 27% χαμηλότερες από όσο ήταν το 1990 και η χώρα έχει αποσυνδέσει την οικονομική της ανάπτυξη από την εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα ταχύτερα από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Μέχρι σήμερα, ο φόρος άνθρακα έχει αποφέρει έσοδα ύψους 5,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων, επιτρέποντας φορολογικές περικοπές σε νοικοκυριά με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα.
Η Σουηδία κατάφερε επίσης να διπλασιάσει τις επενδύσεις της σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, καθιστώντας την παγκόσμιο ηγέτη τόσο στην παραγωγή όσο και στην κατανάλωση προϊόντων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Τα έσοδα που προκύπτουν από την εμπορία εκπομπών και τους φόρους άνθρακα έχουν ήδη αρχίσει να διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στις οικονομίες πολλών άλλων χωρών. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, τα έσοδα αυτά συχνά επανεπενδύονται σε έργα βιωσιμότητας, δημιουργώντας έναν ενάρετο κύκλο: σχεδόν το 40 % των εσόδων από την τιμολόγηση του διοξειδίου του άνθρακα προορίζεται επί του παρόντος για πράσινες δαπάνες.
Οι στοχευμένες δημοσιονομικές πολιτικές που αντλούν από τα έσοδα που προκύπτουν από την τιμολόγηση του άνθρακα μπορούν να μειώσουν το αρχικό οικονομικό κόστος της υιοθέτησης συστημάτων τιμολόγησης του άνθρακα. Πράγματι, η τιμολόγηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα είναι πιο αποτελεσματική όταν χρησιμοποιείται στο πλαίσιο αυτού που η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή, μια ομάδα επιστημόνων που συνδέεται με τον ΟΗΕ και συμβουλεύει τις κυβερνήσεις για την έρευνα σχετικά με την κλιματική αλλαγή, αποκαλεί «πορεία καθοδηγούμενη από τις πολιτικές» για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής. Η πορεία αυτή περιλαμβάνει την επιτάχυνση της αλλαγής από την εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, την ανάπτυξη νέων πηγών ενέργειας με χαμηλές εκπομπές άνθρακα, την βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης, και την ενθάρρυνση πιο βιώσιμων καταναλωτικών συνηθειών.
ΜΠΛΟΚ ΕΚΚΙΝΗΣΗΣ
Παρά την αποσπασματική ανάπτυξη των συστημάτων τιμολόγησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα παγκοσμίως, υπάρχει ευρεία συναίνεση ότι η τιμολόγηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα έχει ήδη οδηγήσει σε σημαντική μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση ανά χώρα δεν έχει αποδώσει ούτε κατά διάνοια τον συνολικό αντίκτυπο στις εκπομπές που απαιτείται για την σταθεροποίηση του κλίματος. Το 2017, η Υψηλού Επιπέδου Επιτροπή για τις Τιμές του Άνθρακα, που συγκλήθηκε υπό την αιγίδα της Παγκόσμιας Τράπεζας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι για να περιοριστεί επαρκώς η αύξηση της θερμοκρασίας, οι χώρες θα πρέπει να τιμολογήσουν τον άνθρακα σε 50 έως 100 δολάρια ανά τόνο έως το 2030.
Ωστόσο, τα μέσα τιμολόγησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα του δημόσιου τομέα καλύπτουν σήμερα μόνο το 23% των παγκόσμιων εκπομπών. Και ο μέσος διεθνής φόρος άνθρακα είναι 26 δολάρια ανά τόνο˙ η μέση τιμή των δικαιωμάτων στα συστήματα εμπορίας δικαιωμάτων άνθρακα είναι 20 δολάρια ανά τόνο. Αυτή η διάμεση τιμή από την φορολογία και την εμπορία ποικίλλει σημαντικά ανάλογα με το επίπεδο ανάπτυξης μιας χώρας. Στον ιδιωτικό τομέα, η διάμεση τιμή που οι οργανισμοί παγκοσμίως καθορίζουν πλέον για τις δικές τους εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου είναι 25 δολάρια ανά τόνο˙ όπως και οι τιμές άνθρακα στον δημόσιο τομέα, έτσι και οι τιμές άνθρακα στον ιδιωτικό τομέα ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό, από 8 έως 918 δολάρια ανά τόνο.
Αυτή η διαφοροποίηση έχει υπονομεύσει την αποτελεσματικότητα της τιμολόγησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, ενθαρρύνοντας την «διαρροή άνθρακα», ένα φαινόμενο κατά το οποίο ένας στοχευμένος τομέας ή οντότητα απλώς μεταφέρει τις δραστηριότητές του σε μια τοποθεσία με χαμηλότερες τιμές άνθρακα ή χαλαρότερους κανονισμούς. Ένα παγκόσμιο πλαίσιο τιμών άνθρακα είναι απαραίτητο για να ξεπεραστεί το πρόβλημα της διαρροής άνθρακα και να σταλεί στις επιχειρήσεις ένα ισχυρό μήνυμα ότι πρέπει να επενδύσουν σε καθαρότερες τεχνολογίες και να μειώσουν τις εκπομπές τους οπουδήποτε και αν δραστηριοποιούνται.
Ο Nordhaus έχει υποστηρίξει εδώ και καιρό ότι, για να λειτουργήσει, η τιμολόγηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα πρέπει να προσεγγιστεί σε παγκόσμιο επίπεδο, και η ευρύτερη επιστημονική κοινότητα υποστηρίζει τους οικονομολόγους που διατυπώνουν την ανάγκη για έναν ενιαίο παγκόσμιο μηχανισμό τιμολόγησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Πριν από δύο χρόνια, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο πρότεινε την θέσπιση ενός παγκόσμιου κατώτατου ορίου τιμών διοξειδίου του άνθρακα με ένα προοδευτικό πρόγραμμα ελάχιστων τιμών διοξειδίου του άνθρακα, ξεκινώντας από 25 δολάρια ανά τόνο για τις χώρες χαμηλού εισοδήματος, 50 δολάρια ανά τόνο για τις χώρες μεσαίου εισοδήματος, και 75 δολάρια ανά τόνο για τις χώρες υψηλού εισοδήματος.
Αν η πρόταση αυτή είχε εγκριθεί, ίσως να είχε μειώσει επαρκώς τις εκπομπές. Αλλά από πολιτική άποψη, ήταν απαγορευτική. Η επικέντρωσή της στους μεγάλους ρυπαντές ως σημείο εκκίνησης υποδήλωνε ότι η τιμολόγηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα θα μπορούσε να γίνει ένα αποκλειστικό κλαμπ στο οποίο λίγες χώρες θα καθόριζαν τους κανόνες του παιχνιδιού. Επιπλέον, η υψηλή αρχική τιμή άνθρακα που συνιστάτο για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες ήταν πιθανό να τις επιβαρύνει βραχυπρόθεσμα με ένα μη διαχειρίσιμο βάρος.
ΚΑΠΝΟΣ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ
Κατά ειρωνικό τρόπο, πολλές χώρες που αντιτίθενται σε μια παγκόσμια συμφωνία για την τιμολόγηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα είναι εκείνες που επωμίζονται δυσανάλογα το κόστος της κλιματικής αλλαγής: οι αναπτυσσόμενες χώρες. Λίγες χώρες έχουν θεσπίσει μέσα τιμολόγησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Η Ινδονησία θα εγκαινιάσει ένα τέτοιο μέσο αργότερα φέτος και η Ινδία εξετάζει αυτό το ενδεχόμενο. Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, οι αναπτυσσόμενες χώρες έχουν καταλήξει να θεωρούν ότι η επιβολή τιμής στον άνθρακα είναι ένα έργο που πρέπει να αναλάβουν πρώτα οι πλούσιες χώρες. Εξάλλου, οι πλούσιες χώρες έχουν υψηλότερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, ιστορική ευθύνη για την εκβιομηχάνιση, και μεγαλύτερη ικανότητα να αντέξουν τις οικονομικές διαταραχές που ίσως προκύψουν από την αύξηση των τιμών της ενέργειας.
Για την συντριπτική πλειονότητα του αναπτυσσόμενου κόσμου, η τιμολόγηση του άνθρακα στο επίπεδο που θεωρητικά απαιτείται για να μειωθούν οι εκπομπές αρκετά γρήγορα -πάνω από 100 δολάρια ανά τόνο- είναι, πράγματι, πολιτικά και οικονομικά αδύνατη. Αυτή η αρχική τιμή θα καθιστούσε πολύ δύσκολο για τις αναπτυσσόμενες χώρες να καλύψουν τις ενεργειακές τους ανάγκες, να ανταγωνιστούν στο εμπόριο, και να αναπτυχθούν οικονομικά.
Ωστόσο, πάνω από μισός αιώνας οικονομικής ανάλυσης και τρεις δεκαετίες εμπειρικών στοιχείων δείχνουν ότι, μακροπρόθεσμα, η τιμολόγηση του άνθρακα θα ήταν πολιτικά, οικονομικά, και κοινωνικά επωφελής ακόμη και για τις φτωχότερες χώρες. Προωθεί την καινοτομία στην τεχνολογία καθαρής ενέργειας και δημιουργεί έσοδα που μπορούν να ανακουφίσουν την φτώχεια. Προωθεί επίσης την διμερή, περιφερειακή, και παγκόσμια συνεργασία.
Οι ηγέτες και οι πολίτες στις αναπτυσσόμενες χώρες συχνά πιστεύουν ότι τα ορυκτά καύσιμα είναι η φθηνότερη και ταχύτερη οδός για την ανακούφιση της φτώχειας και την ανάπτυξη των οικονομιών τους. Επί πολλές δεκαετίες, το λόμπι των ορυκτών καυσίμων έχει εμπεδώσει αποτελεσματικά αυτήν την ιδέα. Αλλά η αντίθεση των αναπτυσσόμενων χωρών στην τιμολόγηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα τις πλήττει. Η έλλειψη ενός παγκόσμιου προτύπου επιτρέπει στις πλούσιες χώρες, ακόμη και σε εκείνες που διαθέτουν συστήματα τιμολόγησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, να συνεχίσουν να εκπέμπουν αέρια του θερμοκηπίου σε δραματικά υψηλότερα επίπεδα από όσο οι φτωχότερες χώρες. Το 2021, ο μέσος Βορειοαμερικανός εκπέμπει 11 φορές περισσότερο άνθρακα που σχετίζεται με την ενέργεια από τον μέσο Αφρικανό. Ένα παγκόσμιο πλαίσιο τιμολόγησης θα μείωνε δραματικά αυτές τις διαφορές.
Επιπλέον, ένα παγκόσμιο πλαίσιο τιμολόγησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα θα μπορούσε να δημιουργήσει έσοδα για τις αναπτυσσόμενες χώρες, ώστε να χρησιμοποιηθούν για να βοηθήσουν τους κατοίκους τους να προσαρμοστούν στην κλιματική αλλαγή. Στα 18 χρόνια από τότε που η ΕΕ θέσπισε το σύστημα εμπορίας άνθρακα, η τιμή του άνθρακα τριπλασιάστηκε˙ η τιμή του άνθρακα διπλασιάστηκε σε οκτώ χρόνια στη Νότια Κορέα και σε πέντε χρόνια στη Νέα Ζηλανδία. Συνολικά, τα έσοδα από τα συστήματα τιμολόγησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα έχουν πλέον φθάσει σχεδόν τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως. Τα έσοδα αυτά είναι πολύ υψηλότερα από εκείνα που παράγονται από άλλους υφιστάμενους μηχανισμούς χρηματοδότησης του κλίματος. Αν έστω και το 5% των εσόδων αυτών διοχετευόταν στις αναπτυσσόμενες χώρες, αυτό θα μπορούσε να ενισχύσει σημαντικά τις προσπάθειες μετριασμού και προσαρμογής στον αναπτυσσόμενο κόσμο.
ΕΝΑ ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ
Μια συμφωνία για την εφαρμογή της τιμολόγησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα σε παγκόσμιο επίπεδο είναι εφικτή στις φετινές συνόδους κορυφής για το κλίμα, αν οι ηγέτες το θέσουν ως ύψιστη προτεραιότητα. Οι προηγούμενες προσπάθειες για την σύναψη παγκόσμιας συμφωνίας για την τιμολόγηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα έθεσαν πολύ υψηλές τιμές-στόχους, με αποτέλεσμα τα πλαίσια να φαίνονται τρομακτικά και πολιτικά δυσάρεστα. Ωστόσο, υπάρχει ένα ρεαλιστικό σημείο εκκίνησης μεταξύ της ιδανικής τιμής άνθρακα (100 δολάρια ανά τόνο) και των πραγματικών μέσων τιμών στις ανεπτυγμένες χώρες (40 δολάρια ανά τόνο) και στις αναπτυσσόμενες χώρες (περίπου 10 δολάρια ανά τόνο). Οι παγκόσμιοι ηγέτες πρέπει να ξεκινήσουν από αυτό το ρεαλιστικό σημείο: είναι ζωτικής σημασίας να δείξουν ότι μπορεί να οριστεί ένας παγκόσμιος μηχανισμός τιμολόγησης οποιουδήποτε είδους.
Κατά την σύσταση μιας διεθνούς επιτροπής για το σχεδιασμό ενός παγκόσμιου κατώτατου ορίου τιμολόγησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα υπό την αιγίδα του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ, και με την συμμετοχή πολυεθνικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει πρώτα να κάνουν διάκριση μεταξύ ανεπτυγμένων και αναδυόμενων αγορών. Θα πρέπει να καθορίζουν τις τιμές σε συγχρονισμό με τις τρέχουσες τάσεις στις εν λόγω αγορές αντί να εστιάζουν στην διάκριση μεταξύ των φορέων υψηλών και χαμηλών εκπομπών. Με βάση τα υφιστάμενα ενδιάμεσα επίπεδα τιμών άνθρακα στις ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες, η ελάχιστη τιμή θα μπορούσε να οριστεί το 2024 στα 10 δολάρια για τις αναπτυσσόμενες χώρες και στα 40 δολάρια για τις ανεπτυγμένες χώρες.
Αν και δεν είναι ιδανικό, αυτό το σύστημα τιμολόγησης θα μπορούσε να στοχεύσει στην επίτευξη μιας ελάχιστης μείωσης των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα κατά 10 γιγατόνους έως το 2030. Αυτός ο στόχος θα καθιέρωνε το πρώτο βήμα μιας ορατής, οικονομικά βιώσιμης, και πολιτικά αποδεκτής πορείας προς την τιμολόγηση του διοξειδίου του άνθρακα. Το πλαίσιο τιμολόγησης θα πρέπει να συνοδεύεται από μια συμφωνία για την αύξηση της ελάχιστης τιμής κάθε δύο χρόνια ώστε να φθάσει τα 50 δολάρια ανά τόνο στις αναπτυσσόμενες χώρες και τα 100 δολάρια ανά τόνο στις αναπτυγμένες χώρες έως το 2030.
Το προτεινόμενο κατώτατο όριο θα πρέπει αρχικά να στοχεύει στους τρεις τομείς με τις υψηλότερες εκπομπές: ενέργεια, μεταφορές, και άλλες βιομηχανικές διεργασίες. Οι στόχοι μείωσης των εκπομπών σε αυτούς τους τομείς θα μπορούσαν να προταθούν από ομάδες εργασίας της βιομηχανίας και να καθοριστούν στο πλαίσιο της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή ή από μεμονωμένες χώρες. Οι παγκόσμιοι ηγέτες πρέπει επίσης να σηματοδοτήσουν ότι η τιμολόγηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου δικτύου λύσεων, όπως η εφαρμογή των υφιστάμενων δεσμεύσεων μετριασμού και των νέων κανονισμών, και η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης. Και οι σχεδιαστές της συμφωνίας θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι το σχέδιό τους ταιριάζει καλά με άλλα εργαλεία, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που εξετάζουν η ΕΕ, οι Ηνωμένες Πολιτείες, και άλλες οντότητες για την καταπολέμηση της «διαρροής άνθρακα».
Οι αναπτυσσόμενες χώρες χρειάζονται κίνητρα για να συμφωνήσουν σε έναν παγκόσμιο μηχανισμό χρηματοδότησης. Ένα από αυτά θα μπορούσε να είναι ένα νέο ταμείο άνθρακα που θα επενδύει στην κλιμάκωση των υποδομών από την τιμολόγηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Αυτό το ταμείο θα μπορούσε να έχει στην διάθεσή του έως και 10 δισεκατομμύρια δολάρια, αν οι ανεπτυγμένες χώρες συνεισέφεραν έστω και ένα κλάσμα των ετήσιων εσόδων τους από τους εθνικούς τους μηχανισμούς, με εθελοντική συμμετοχή από χώρες με υψηλές εκπομπές, όπως η Κίνα, η Ινδία, και η Νότια Αφρική.
Πολλές χώρες ανησυχούν έντονα για την αποφυγή της μείωσης του πληθυσμού˙ οι κυβερνήσεις από την Άγκυρα έως τη Σεούλ και την Σιγκαπούρη δαπανούν πολλά χρήματα για να ενθαρρύνουν τους πολίτες τους να κάνουν περισσότερα παιδιά. Τίποτα όμως δεν είναι πιο ζωτικής σημασίας για την διάσωση των μελλοντικών γενεών από την διατήρηση της αύξησης της παγκόσμιας θερμοκρασίας κάτω από 1,5 βαθμό Κελσίου. Έχουμε τα εργαλεία και τους οικονομικούς πόρους για να επιτύχουμε αυτόν τον στόχο. Η επιβολή μιας παγκόσμιας τιμολόγησης στον άνθρακα θα μπορούσε να αποτελέσει την αρχή ενός ταξιδιού που θα ενθαρρύνει τις ανεπτυγμένες και τις αναπτυσσόμενες χώρες να συνεργαστούν για την διαφύλαξη του κλίματος της Γης.