Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, η διοίκηση του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, έχει επιφυλάξει τιμωρίες στο Ιράν αντί να ακολουθήσει μια εξωτερική πολιτική. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αποχώρησαν από την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν το 2015 και επέβαλαν μονομερώς πολλαπλούς γύρους κυρώσεων. Μια νέα κυβέρνηση υπό τον εκλεγμένο πρόεδρο, Joe Biden, μπορεί να ελπίζει να αντιστρέψει την ζημιά και να ανανεώσει την εποικοδομητική δέσμευση, αλλά θα βρει το Ιράν πολύ αλλαγμένο.
Το Ιράν δεν καθόταν ακίνητο τα τελευταία τέσσερα χρόνια, περιμένοντας παθητικά την επανάληψη της πυρηνικής συμφωνίας. Αντίθετα, η Ισλαμική Δημοκρατία έχει ενώσει τις δυνάμεις της με την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και την Ρωσική Ομοσπονδία για να βελτιώσει την στρατιωτική θέση της και να ενισχύσει την οικονομία της.
Η Κίνα και η Ρωσία συμμετέχουν πλέον ολοκληρωτικά στις υποθέσεις του Ιράν, από τις πετρελαϊκές και λιμενικές υποδομές έως τις αμυντικές δυνατότητές του. Το αποτέλεσμα αυτής της εμβάθυνσης της συνεργασίας ήταν να κάνει το Ιράν πολύ λιγότερο ευάλωτο από όσο κάποτε, είτε στην εκστρατεία «μέγιστης πίεσης» του Τραμπ είτε στην κατ’ ελπίδα δέσμευση του Μπάιντεν.
Η Κίνα μπήκε στον Περσικό Κόλπο
Το 2016, η Τεχεράνη και το Πεκίνο έθεσαν τις βάσεις για αυτό που θα γινόταν η 25ετής Ολοκληρωμένη Εταιρική Σχέση (25-Year Comprehensive Partnership), μέρος της κινεζικής Πρωτοβουλίας Belt and Road. Όμως η σχέση μεταξύ των δύο χωρών πηγαίνει πιο πίσω στο παρελθόν, την εποχή που το Ιράν βρισκόταν στη μέση του δρόμου του μεταξιού. Σήμερα, οι ηγέτες του Ιράν βλέπουν στην Κίνα όχι μόνο ένα μέσο χαλάρωσης των κυρώσεων της Ουάσιγκτον, αλλά και μια πηγή οικονομικής, τεχνολογικής και στρατιωτικής αρωγής που θα μπορούσε να βοηθήσει ως αντιστάθμισμα έναντι της αμερικανικής πίεσης.
Η Κίνα έχει αναγορεύσει τον εαυτό της ως υπερασπιστή της εθνικής κυριαρχίας, έναν σκοπό που έχει προωθήσει με το να επικρίνει την πολιτική κυρώσεων των ΗΠΑ έναντι του Ιράν. Ο Zhang Jun, μόνιμος εκπρόσωπος της Κίνας στον ΟΗΕ, έγραψε ότι οι κυρώσεις των ΗΠΑ κατά του Ιράν «στερούνται νομικών, πολιτικών ή πρακτικών αποτελεσμάτων».
Το κινεζικό Υπουργείο Εξωτερικών κατηγόρησε τις Ηνωμένες Πολιτείες ότι «παραβίασαν επανειλημμένα το διεθνές δίκαιο» και προέτρεψε την Ουάσιγκτον «να σταματήσει να επιμένει σε λάθος δρόμο» σχετικά με το Ιράν. Τον Οκτώβριο, το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ πρόσθεσε κυρώσεις σε ακόμη περισσότερες ιρανικές τράπεζες. Η Κίνα αντέδρασε φιλοξενώντας τον Ιρανό υπουργό Εξωτερικών, Μοχάμεντ Χαβάτ Ζαρίφ, για συνομιλίες ακριβώς την επόμενη μέρα.
Η Κίνα έχει διαθέσει περίπου 400 δισεκατομμύρια δολάρια σε επενδύσεις για την αναβάθμιση των βιομηχανιών πετρελαίου, φυσικού αερίου και πετροχημικών του Ιράν και για την βελτίωση των χερσαίων μεταφορών της χώρας. Η Κίνα χρηματοδοτεί και εξοπλίζει περαιτέρω τα λιμάνια του Ιράν στην Chabahar και την Jask, αμφότερα κρίσιμα για ένα σχέδιο αγωγού που θα επιτρέψει στην Τεχεράνη να παρακάμψει το στενό του Hormuz κατά την εξαγωγή του πετρελαίου. Η επέκταση αυτών των δύο λιμένων θα περιπλέξει τις προσπάθειες των ΗΠΑ για απαγόρευση των ιρανικών εξαγωγών.
Το έργο μπορεί επίσης να κάνει τις Ηνωμένες Πολιτείες να σκεφτούν δύο φορές το να επιτεθούν στο Ιράν, επειδή η συμφωνία μεταξύ Πεκίνου και Τεχεράνης σύμφωνα με πληροφορίες ενσωματώνει ένα στρατιωτικό στοιχείο. Η Jask είναι προς το παρόν κάτι λίγο περισσότερο από ένα λιμάνι ψαράδων, αλλά βρίσκεται ακριβώς έξω από το Στενό του Ορμούζ και μόλις επεκταθεί θα μπορούσε να δώσει στα κινεζικά πολεμικά πλοία τον έλεγχο της εισόδου και της εξόδου.
Η Κίνα αναλαμβάνει περαιτέρω την επέκταση του αεροδρομίου της Chabahar, το οποίο θα προσθέσει αεροπορική ικανότητα στην κοντινή ναυτική. Επίσης, στην Chabahar, η Κίνα ξεκίνησε έργα για έναν περιφερειακό σταθμό υποκλοπής που θα επέτρεπε στην Κίνα να παρακολουθεί σήματα σε απόσταση περίπου 3.000 μιλίων.
Τα προκεχωρημένα γραφεία της Κεντρικής Διοίκησης των ΗΠΑ (CENTCOM) στο Κατάρ εμπίπτουν σε αυτήν την περίμετρο. Το Ιράν έχει λόγους να ελπίζει ότι η πρόσβαση στην κινεζική νοημοσύνη, στον ηλεκτρονικό πόλεμο, και στα συστήματα αεροπορικής άμυνας θα αποτρέψουν αεροπορικές επιθέσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους.
Το φλερτ προς το Πεκίνο θα μπορούσε να συμβάλει στην ασφάλεια των ηγετών του Ιράν από τις λαϊκές αναταραχές και τα αυτονομιστικά κινήματα που έχουν επανειλημμένα ταράξει την χώρα τους. Οι ιρανικές υπηρεσίες ασφαλείας προσπάθησαν να κυριαρχήσουν σε εξεγέρσεις κατασκευάζοντας ένα εθνικό intranet και δίκτυα από χιλιάδες κάμερες CCTV σε μεγάλες πόλεις και ανυπάκουες επαρχίες.
Η Κίνα, ωστόσο, είναι αρκετά βήματα μπροστά από την Ισλαμική Δημοκρατία, έχοντας δημιουργήσει ένα πολύπλευρο, πολύ εξελιγμένο, εξαγόμενο σύστημα παρακολουθήσεων για την επιτήρηση των πολιτών της. Η ιρανική κυβέρνηση ελπίζει να συνεργαστεί με Κινέζους παρόχους για να εκμεταλλευτεί αυτήν την τεχνολογία παρακολουθήσεων και επιδιώκει να μοντελοποιήσει το εθνικό της δίκτυο παρόμοια με το Μεγάλο Τείχος Προστασίας (Great Firewall) της Κίνας.
Σταθερή η Ρωσία
Η Ρωσία έχει από καιρό ηγηθεί στην πορεία της ανοιχτής αμφισβήτησης της στάσης της Ουάσιγκτον απέναντι στην Τεχεράνη. Απαντώντας στις νέες αμερικανικές κυρώσεις τον Σεπτέμβριο, ο Ρώσος υφυπουργός Εξωτερικών, Sergei Ryabkov, δήλωσε στους δημοσιογράφους: «Δεν φοβόμαστε τις κυρώσεις των ΗΠΑ, τις έχουμε συνηθίσει. Δεν θα επηρεάσει με κανέναν τρόπο την πολιτική μας.
Η συνεργασία μας με το Ιράν είναι πολύπλευρη … άλλη μια εκτελεστική εντολή [από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ] δεν θα αλλάξει την προσέγγισή μας». Όταν η Ουάσινγκτον επέβαλε ακόμη περισσότερες κυρώσεις τον Οκτώβριο, ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, και ο Ιρανός πρόεδρος, Χασάν Ρουχανί, συσκέφθηκαν για την ενίσχυση της περιφερειακής ασφάλειας, του διμερούς εμπορίου, και της οικονομικής συνεργασίας.
Η Ρωσία είναι χαρούμενη να πουλά όπλα στο Ιράν και το Ιράν είναι ευτυχές να τα αγοράζει. Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, έχει καυχηθεί ότι «δεν υπάρχει εμπάργκο όπλων εναντίον του Ιράν … [και] δεν θα υπάρξουν καθόλου περιορισμοί». Ο Ρουχανί κόμπασε όταν ο ΟΗΕ ήρε ένα δεκαετές εμπάργκο όπλων στις 18 Οκτωβρίου 2020: «Μπορούμε … να αγοράσουμε όπλα από όποιον επιθυμούμε».
Τα ρωσικά μαχητικά Su-30, τα εκπαιδευτικά Yak-130, τα τανκς T-90, τα συστήματα αεροπορικής άμυνας S-400, και τα παράκτια αμυντικά συστήματα Bastian θα μπορούσαν να συγκαταλέγονται μεταξύ αυτών των εξαγορών, σύμφωνα με μια έκθεση του Οργανισμού Πληροφοριών Άμυνας των ΗΠΑ (U.S. Defense Intelligence Agency) το 2019 . Τα μόνα όρια στις αγορές θα είναι ο αμυντικός προϋπολογισμός της Τεχεράνης και η προθυμία της Μόσχας να οπλίσει τον νότιο γείτονά της.
Τον Ιούλιο, ο Ζαρίφ συναντήθηκε με τον Λαβρόφ για να συζητήσουν την επέκταση της συμμαχίας των δύο χωρών. Η Τεχεράνη επιδιώκει να αναβαθμίσει την Συνθήκη για την Βάση των Αμοιβαίων Σχέσεων και τις Αρχές της Συνεργασίας μεταξύ της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν και της Ρωσικής Ομοσπονδίας (Treaty on the Basis of Mutual Relations and the Principles of Cooperation Between the Islamic Republic of Iran and the Russian Federation) του Δεκεμβρίου 2001. Σε αντάλλαγμα, η Ρωσία θέλει πρόσβαση σε βάσεις εντός του Ιράν για τις αεροπορικές και ναυτικές δυνάμεις της. Το Ισλαμικό Σώμα των Φρουρών της Επανάστασης έχει ήδη συνεργαστεί με Ρώσους στρατιώτες και βοηθητικό προσωπικό στην Συρία.
Η Τεχεράνη έχει αρχίσει να βλέπει τα οφέλη από τις ενισχυμένες σχέσεις της με την Κίνα και την Ρωσία. Στα τέλη Δεκεμβρίου 2019, η Ρωσία συμπεριέλαβε την Κίνα και το Ιράν σε μια τετραήμερη ναυτική άσκηση Ναυτικής Ασφάλειας σε ολόκληρο τον Περσικό Κόλπο, τον Κόλπο του Ομάν και τον Ινδικό Ωκεανό -ύδατα που μέχρι σήμερα ελέγχονταν από τον Πέμπτο Στόλο του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ.
Οι ναυτικοί ελιγμοί εξέτασαν την ικανότητα [του λιμένα] της Chabahar να χρησιμεύσει ως αντίβαρο στις βάσεις της Κεντρικής Διοίκησης των Ναυτικών Δυνάμεων των ΗΠΑ στο Μπαχρέιν. Τον Σεπτέμβριο του 2020, εξάλλου, οι ιρανικές δυνάμεις έλαβαν μέρος με κινέζικα, ρωσικά και άλλα φίλια στρατεύματα σε κοινές ασκήσεις στον Καύκασο.
Η Κίνα και η Ρωσία έχουν κοινό συμφέρον να αντισταθούν στις αμερικανικές κυρώσεις στο Ιράν, συμπεριλαμβανομένων των δευτερογενών κυρώσεων, οι οποίες επιβαρύνουν τις χώρες που δεν έχουν υιοθετήσει περιορισμούς. Η Κίνα και η Ρωσία συνεργάστηκαν τον Αύγουστο για να πείσουν τα άλλα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, συμπεριλαμβανομένων παραδοσιακών συμμάχων των ΗΠΑ όπως η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, να μεταθέσουν την προσπάθεια της κυβέρνησης Τραμπ να επιβάλλει πάλι κυρώσεις στην Τεχεράνη.
Όταν ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο, ανακοίνωσε αργότερα κυρώσεις εναντίον οντοτήτων στην Κίνα και το Χονγκ Κονγκ για την παροχή βοήθειας στην ιρανική ναυτιλία, ο Dmitry Polyanskiy, αναπληρωτής εκπρόσωπος της Ρωσίας στα Ηνωμένα Έθνη, έγραψε στο Twitter προκλητικά: «Δεν εναπόκειται στις ΗΠΑ να πει σε εμάς ή σε άλλους τι μπορούμε ή δεν μπορούμε να κάνουμε».
Κινέζοι και Ρώσοι αξιωματούχοι κατέστησαν σαφές σε ένα συνέδριο μελετών της περιοχής το 2019 στο Πεκίνο, στο οποίο παρευρέθηκε ένας από εμάς, ότι τα έθνη τους μοιράζονται τον στόχο της εκθρόνισης των Ηνωμένων Πολιτειών ως παγκόσμιου ηγέτη. Επιδιώκουν να δημιουργήσουν ένα πολυπολικό σύστημα για να αντικαταστήσουν εκείνο στο οποίο κυριάρχησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Ζαρίφ έχει υιοθετήσει συμπληρωματική ρητορική, γράφοντας σε tweet ότι και η χώρα του έχει «απορρίψει την αμερικανική μονομέρεια και τις προσπάθειες των ΗΠΑ να δημιουργήσουν έναν μονοπολικό κόσμο» [24].
Οι πράξεις μετράνε
Ο Μπάιντεν γνωρίζει ότι θα χρειαστεί να ξαναρχίσει διαπραγματεύσεις με το Ιράν. Ως υποψήφιος, ο Μπάιντεν έγραψε ότι εάν η Τεχεράνη επιστρέψει στην αυστηρή συμμόρφωση με την πυρηνική συμφωνία, «θα επανέλθω στην συμφωνία και θα χρησιμοποιήσω την ανανεωμένη δέσμευσή μας στην διπλωματία για να συνεργαστούμε με τους συμμάχους μας ώστε να την ενισχύσουμε και να την επεκτείνουμε, ενώ πιο αποτελεσματικά θα αντιστεκόμαστε ενάντια στις άλλες αποσταθεροποιητικές δραστηριότητες του Ιράν». Η εισερχόμενη διοίκηση αναγνωρίζει ότι δεν μπορεί να αποφύγει την σημασία του Ιράν στην περιοχή του Περσικού Κόλπου.
Όμως, η νέα αμερικανική κυβέρνηση θα δυσκολευτεί να πείσει την ηγεσία της Τεχεράνης, για την οποία «οι πράξεις έχουν μεγαλύτερη σημασία», ότι μια επαναφορά ή μια νέα συμφωνία δεν θα ανατραπεί όπως έγινε με την αρχική. Επιπλέον, παρά τις σφοδρές επιθέσεις με κυρώσεις, οι ηγέτες του Ιράν έχουν αποδειχθεί ακλόνητοι στην επιδίωξη της περιφερειακής ηγεμονίας και της επιβίωσης του καθεστώτος.
Το ότι θα επέλεγαν τώρα να περιορίσουν τις δυνατότητες εξοπλισμού της χώρας τους, ακόμη και όταν οι αντίπαλοί τους αλλού στον Κόλπο επεκτείνουν τις δυνάμεις τους, δεν μπορεί να γίνει πιστευτό. Ο Μπάιντεν μπορεί να εύχεται να δελεάσει την Τεχεράνη να απομακρυνθεί από το Πεκίνο και τη Μόσχα, αλλά θα έχει λίγα να προσφέρει σε μια χώρα που ούτε επιδιώκει ούτε επιθυμεί συμμαχία με τις Ηνωμένες Πολιτείες
Η Κίνα και η Ρωσία είναι οι ομοϊδεάτες συνεργάτες που χρειάζεται το Ιράν, καθώς φιλοδοξεί να γίνει ισχυρός παίκτης σε μια νέα παγκόσμια τάξη. Με αυτά τα ισχυρά καθεστώτα στο πλευρό του, ο Ανώτατος Ηγέτης, Αλί Χαμενεΐ, μπορεί να στοιχηματίσει ότι η παγκόσμια κυριαρχία των ΗΠΑ «δεν θα διαρκέσει πολύ», όπως έχει πει, και ο Ζαρίφ μπορεί να μετακινείται μεταξύ Τεχεράνης, Πεκίνου και Μόσχας για να ενισχύσει τον νέο τριπλό άξονα και να διασφαλίσει ότι το Ιράν θα παραμείνει άνετα στη μέση του.
Foreign Affairs: China and Russia have Iran’s back
Απόδοση: Γιάννης Κουτρουμπής