Αντικαθιστώντας την απληστία, τον μιλιταρισμό και την υποκρισία με την αλληλεγγύη, τη διπλωματία και τα ανθρώπινα δικαιώματα
Του Μπέρνι Σάντερς
Ένα θλιβερό γεγονός για την πολιτική της Ουάσιγκτον είναι ότι μερικά από τα πιο σημαντικά ζητήματα που αντιμετωπίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και ο κόσμος σπάνια συζητούνται με σοβαρό τρόπο. Αυτό δεν ισχύει πουθενά περισσότερο από ό,τι στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Για πολλές δεκαετίες, υπήρχε μια “διακομματική συναίνεση” στις εξωτερικές υποθέσεις. Κατά τραγικό τρόπο, αυτή η συναίνεση ήταν σχεδόν πάντα λανθασμένη. Είτε επρόκειτο για τους πολέμους στο Βιετνάμ, το Αφγανιστάν και το Ιράκ, είτε για την ανατροπή δημοκρατικών κυβερνήσεων σε όλο τον κόσμο, είτε για καταστροφικές κινήσεις στο εμπόριο, όπως η σύναψη της Βορειοαμερικανικής Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου και η εγκαθίδρυση μόνιμων κανονικών εμπορικών σχέσεων με την Κίνα, τα αποτελέσματα συχνά ζημίωναν τη θέση των Ηνωμένων Πολιτειών στον κόσμο, υπονόμευαν τις αξίες που διακήρυττε η χώρα και ήταν καταστροφικά για την αμερικανική εργατική τάξη.
Αυτό το μοτίβο συνεχίζεται και σήμερα. Αφού ξόδεψαν δισεκατομμύρια δολάρια για να στηρίξουν τον ισραηλινό στρατό, οι Ηνωμένες Πολιτείες, σχεδόν μόνες τους στον κόσμο, υπερασπίζονται τη δεξιά εξτρεμιστική κυβέρνηση του πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου, η οποία διεξάγει εκστρατεία ολοκληρωτικού πολέμου και καταστροφής εναντίον του Παλαιστινιακού λαού, με αποτέλεσμα το θάνατο δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων -συμπεριλαμβανομένων χιλιάδων παιδιών- και την πείνα εκατοντάδων χιλιάδων άλλων στη Λωρίδα της Γάζας.
Εν τω μεταξύ, στην κινδυνολογία γύρω από την απειλή που συνιστά η Κίνα και στη συνεχή ανάπτυξη του στρατιωτικού βιομηχανικού συμπλέγματος, είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς ότι η ρητορική και οι αποφάσεις των ηγετών και των δύο μεγάλων κομμάτων συχνά δεν καθοδηγούνται από το σεβασμό της Δημοκρατίας ή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά από το μιλιταρισμό, την ομαδική σκέψη καθώς και από την απληστία και τη δύναμη των εταιρικών συμφερόντων. Ως αποτέλεσμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες απομονώνονται όλο και περισσότερο όχι μόνο από τις φτωχότερες χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου, αλλά και από πολλούς από τους μακροχρόνιους συμμάχους τους στο βιομηχανικό κόσμο.
Δεδομένων αυτών των αποτυχιών, έχει περάσει προ πολλού η ώρα για ένα ριζικό αναπροσανατολισμό της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Αυτό ξεκινά με την αναγνώριση των αποτυχιών της διακομματικής συναίνεσης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη χάραξη ενός νέου οράματος που θα επικεντρώνει τα ανθρώπινα δικαιώματα, την πολυμέρεια και την παγκόσμια αλληλεγγύη.
Ένα επαίσχυντο ιστορικό
Από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, οι πολιτικοί και των δύο μεγάλων κομμάτων χρησιμοποίησαν το φόβο και τα ξεκάθαρα ψέματα για να μπλέξουν τις Ηνωμένες Πολιτείες σε καταστροφικές και μη κερδοφόρες ξένες στρατιωτικές συγκρούσεις. Οι πρόεδροι Τζόνσον και Νίξον έστειλαν σχεδόν τρία εκατομμύρια Αμερικανούς στο Βιετνάμ για να στηρίξουν έναν αντικομμουνιστή δικτάτορα σ’ έναν βιετναμέζικο εμφύλιο πόλεμο με βάση τη λεγόμενη θεωρία του ντόμινο – την ιδέα ότι αν μια χώρα περιέλθει στον κομμουνισμό θα περιέλθουν και οι γύρω χώρες. Η θεωρία ήταν λανθασμένη και ο πόλεμος απέτυχε παταγωδώς. Έως και τρία εκατομμύρια Βιετναμέζοι σκοτώθηκαν, όπως και 58.000 Αμερικανοί στρατιώτες.
Η καταστροφή του Βιετνάμ δεν ήταν αρκετή για τον Νίξον και τον υπουργό Εξωτερικών του, Χένρι Κίσινγκερ. Επέκτειναν τον πόλεμο στην Καμπότζη με μια τεράστια εκστρατεία βομβαρδισμών που σκότωσε εκατοντάδες χιλιάδες περισσότερους ανθρώπους και τροφοδότησε την άνοδο του δικτάτορα Πολ Ποτ, του οποίου η επακόλουθη γενοκτονία σκότωσε έως και δύο εκατομμύρια κατοίκους της Καμπότζης. Στο τέλος, παρά τις τεράστιες απώλειες και τις τεράστιες δαπάνες, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχασαν έναν πόλεμο που δεν έπρεπε ποτέ να διεξαχθεί. Στην πορεία, η χώρα έβλαψε σοβαρά την αξιοπιστία της στο εξωτερικό και το εσωτερικό.
Το έργο της Ουάσινγκτον στον υπόλοιπο κόσμο δεν ήταν πολύ καλύτερο κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Στο όνομα της καταπολέμησης του κομμουνισμού και της Σοβιετικής Ένωσης, η αμερικανική κυβέρνηση υποστήριξε στρατιωτικά πραξικοπήματα στο Ιράν, τη Γουατεμάλα, τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, τη Δομινικανή Δημοκρατία, τη Βραζιλία, τη Χιλή και άλλες χώρες. Αυτές οι επεμβάσεις συχνά ήταν προς υποστήριξη αυταρχικών καθεστώτων που καταπίεζαν βάναυσα τον ίδιο τους το λαό και επιδείνωναν τη διαφθορά, τη βία και τη φτώχεια. Η Ουάσινγκτον εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σήμερα τις επιπτώσεις αυτών των παρεμβάσεων, αντιμετωπίζοντας βαθιά καχυποψία και εχθρότητα σε πολλές από αυτές τις χώρες, γεγονός που περιπλέκει την αμερικανική εξωτερική πολιτική και υπονομεύει τα αμερικανικά συμφέροντα.
Μια γενιά αργότερα, μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, η Ουάσινγκτον επανέλαβε πολλά από τα ίδια λάθη. Ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους δέσμευσε σχεδόν δύο εκατομμύρια Αμερικανούς στρατιώτες και πάνω από 8 τρισεκατομμύρια δολάρια σ’ έναν “παγκόσμιο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας” και σε καταστροφικούς πολέμους στο Αφγανιστάν και το Ιράκ. Ο πόλεμος του Ιράκ, όπως και ο πόλεμος του Βιετνάμ, βασίστηκε σ’ ένα ξεκάθαρο ψέμα. “Δεν μπορούμε να περιμένουμε την τελική απόδειξη – τα αδιάσειστα στοιχεία που θα μπορούσαν να έρθουν με τη μορφή μανιταριού”, προειδοποίησε περιβόητα ο Μπους. Αλλά δεν υπήρξε κανένα μανιτάρι και δεν υπήρξαν τα αδιάσειστα στοιχεία, επειδή ο Ιρακινός δικτάτορας Σαντάμ Χουσεΐν δεν διέθετε όπλα μαζικής καταστροφής. Πολλοί σύμμαχοι των Ηνωμένων Πολιτειών αντιτάχθηκαν στον πόλεμο, και η μονόπλευρη, αυτόνομη προσέγγιση της κυβέρνησης Μπους κατά την προετοιμασία του πολέμου υπονόμευσε σοβαρά την αμερικανική αξιοπιστία και διέβρωσε την εμπιστοσύνη προς την Ουάσιγκτον σε όλο τον κόσμο. Παρά ταύτα, οι υπερ-πλειοψηφίες και στα δύο σώματα του Κογκρέσου ψήφισαν υπέρ της έγκρισης της εισβολής του 2003.
Ο πόλεμος στο Ιράκ δεν ήταν μια παρέκκλιση. Στο όνομα του παγκόσμιου πολέμου κατά της τρομοκρατίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες προέβησαν σε βασανιστήρια, παράνομες κρατήσεις και “έκτακτες παραδόσεις”, συλλαμβάνοντας υπόπτους σε όλο τον κόσμο και κρατώντας τους για μεγάλα χρονικά διαστήματα στις φυλακές του Γκουαντάναμο στην Κούβα και σε “μαύρες τοποθεσίες” της CIA σ’ όλο τον κόσμο. Η αμερικανική κυβέρνηση εφάρμοσε τον νόμο Patriot Act, ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα τη μαζική παρακολούθηση στο εσωτερικό και διεθνώς. Οι δύο δεκαετίες μαχών στο Αφγανιστάν άφησαν χιλιάδες Αμερικανούς στρατιώτες νεκρούς ή τραυματίες και προκάλεσαν πολλές εκατοντάδες χιλιάδες απώλειες Αφγανών πολιτών. Σήμερα, παρ’ όλα αυτά τα δεινά και τις δαπάνες, οι Ταλιμπάν επέστρεψαν στην εξουσία.
Το τίμημα της υποκρισίας
Μακάρι να μπορούσα να πω ότι το κατεστημένο της εξωτερικής πολιτικής στην Ουάσιγκτον πήρε το μάθημά του μετά τις αποτυχίες του Ψυχρού Πολέμου και του παγκόσμιου πολέμου κατά της τρομοκρατίας. Αλλά, με λίγες αξιοσημείωτες εξαιρέσεις, δεν το έχει κάνει. Παρά την υπόσχεσή του για μια εξωτερική πολιτική “πρώτα η Αμερική”, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ αύξησε τον ανεξέλεγκτο πόλεμο με μη επανδρωμένα αεροσκάφη σ’ όλο τον κόσμο, δέσμευσε περισσότερα στρατεύματα στη Μέση Ανατολή και το Αφγανιστάν, αύξησε τις εντάσεις με την Κίνα και τη Βόρεια Κορέα και παραλίγο να εμπλακεί σ’ έναν καταστροφικό πόλεμο με το Ιράν. Πλούτισε με όπλα μερικούς από τους πιο επικίνδυνους τυράννους στον κόσμο -από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έως τη Σαουδική Αραβία. Παρόλο που το στίγμα της αυτοδιαπλοκής και της διαφθοράς του Τραμπ ήταν καινούργιο, είχε τις ρίζες του σε δεκαετίες πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών που έδιναν προτεραιότητα στα βραχυπρόθεσμα, μονομερή συμφέροντα έναντι των μακροπρόθεσμων προσπαθειών για την οικοδόμηση μιας παγκόσμιας τάξης βασισμένης στο Διεθνές Δίκαιο.
Και ο μιλιταρισμός του Τραμπ δεν ήταν καθόλου καινούργιος. Μόνο την τελευταία δεκαετία, οι Ηνωμένες Πολιτείες συμμετείχαν σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Αφγανιστάν, το Καμερούν, την Αίγυπτο, το Ιράκ, την Κένυα, τον Λίβανο, τη Λιβύη, το Μάλι, τη Μαυριτανία, τη Μοζαμβίκη, τον Νίγηρα, τη Νιγηρία, το Πακιστάν, τη Σομαλία, τη Συρία, την Τυνησία και την Υεμένη. Ο αμερικανικός στρατός διατηρεί περίπου 750 στρατιωτικές βάσεις σε 80 χώρες και αυξάνει την παρουσία του στο εξωτερικό καθώς η Ουάσινγκτον αυξάνει τις εντάσεις με το Πεκίνο. Εν τω μεταξύ, οι Ηνωμένες Πολιτείες προμηθεύουν το Ισραήλ του Νετανιάχου με δισεκατομμύρια δολάρια σε στρατιωτική χρηματοδότηση, ενώ εκείνος εξοντώνει τη Γάζα.
Η αμερικανική πολιτική για την Κίνα είναι άλλη μια απεικόνιση της αποτυχημένης ομαδικής σκέψης της εξωτερικής πολιτικής, η οποία πλαισιώνει τη σχέση ΗΠΑ-Κίνας ως έναν αγώνα μηδενικού αθροίσματος. Για πολλούς στην Ουάσιγκτον, η Κίνα είναι ο νέος μπαμπούλας της εξωτερικής πολιτικής -μια υπαρξιακή απειλή που δικαιολογεί όλο και υψηλότερους προϋπολογισμούς του Πενταγώνου. Υπάρχουν πολλά να επικρίνουμε στο ιστορικό της Κίνας: την κλοπή τεχνολογίας, την καταστολή των δικαιωμάτων των εργαζομένων και του Τύπου, την τεράστια επέκταση της ενέργειας από άνθρακα, την καταπίεση του Θιβέτ και του Χονγκ Κονγκ, την απειλητική συμπεριφορά της προς την Ταϊβάν και τις φρικτές πολιτικές της προς τον λαό των Ουιγούρων.
Αλλά δεν θα υπάρξει λύση στην υπαρξιακή απειλή της κλιματικής αλλαγής χωρίς συνεργασία μεταξύ της Κίνας και των Ηνωμένων Πολιτειών, των δύο μεγαλύτερων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στον κόσμο. Δεν θα υπάρχει επίσης καμία ελπίδα για σοβαρή αντιμετώπιση της επόμενης πανδημίας χωρίς αμερικανοκινεζική συνεργασία. Και αντί να ξεκινήσει έναν εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, η Ουάσινγκτον θα μπορούσε να δημιουργήσει αμοιβαία επωφελείς εμπορικές συμφωνίες που θα ωφελούσαν τους εργαζόμενους και στις δύο χώρες -όχι μόνο τις πολυεθνικές εταιρείες.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν και πρέπει να θέσουν την Κίνα προ των ευθυνών της για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αλλά οι ανησυχίες της Ουάσινγκτον για τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι μάλλον επιλεκτικές. Η Σαουδική Αραβία είναι μια απόλυτη μοναρχία που ελέγχεται από μια οικογένεια που έχει περιουσία πάνω από ένα τρισεκατομμύριο δολάρια. Εκεί δεν υπάρχει ούτε καν η επίφαση της δημοκρατίας- οι πολίτες δεν έχουν το δικαίωμα να διαφωνούν ή να εκλέγουν τους ηγέτες τους. Οι γυναίκες αντιμετωπίζονται ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων είναι ουσιαστικά ανύπαρκτα.
Ο μεταναστευτικός πληθυσμός στη Σαουδική Αραβία συχνά εξαναγκάζεται σε σύγχρονη δουλεία, ενώ πρόσφατα υπήρξαν αναφορές για μαζικές δολοφονίες εκατοντάδων Αιθιόπων μεταναστών από τις σαουδαραβικές δυνάμεις. Ένας από τους λίγους εξέχοντες αντιφρονούντες της χώρας, ο Τζαμάλ Κασόγκι, έφυγε από μια σαουδαραβική πρεσβεία κομμάτια μέσα σε μια βαλίτσα, αφού δολοφονήθηκε από Σαουδάραβες πράκτορες σε μια επίθεση που οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι διατάχθηκε από τον πρίγκιπα διάδοχο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, τον de facto κυβερνήτη της Σαουδικής Αραβίας. Ωστόσο, παρ’ όλα αυτά, η Ουάσινγκτον συνεχίζει να παρέχει στη Σαουδική Αραβία όπλα και υποστήριξη, όπως κάνει με την Αίγυπτο, την Ινδία, το Ισραήλ, το Πακιστάν και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα – όλες χώρες που συνήθως καταπατούν τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Δεν είναι μόνο ο στρατιωτικός τυχοδιωκτισμός των Ηνωμένων Πολιτειών και η υποκριτική υποστήριξη τυράννων που έχουν αποδειχθεί αντιπαραγωγικές. Το ίδιο και οι διεθνείς εμπορικές συμφωνίες που έχει συνάψει η Ουάσινγκτον τις τελευταίες δεκαετίες. Αφού οι απλοί Αμερικανοί έμαθαν, χρόνο με το χρόνο, πόσο επικίνδυνοι και τρομεροί ήταν οι κομμουνιστές της Κίνας και του Βιετνάμ και πώς οι Ηνωμένες Πολιτείες έπρεπε να τους νικήσουν με οποιοδήποτε κόστος, αποδεικνύεται ότι η επιχειρηματική Αμερική είχε διαφορετική οπτική. Οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες με έδρα τις Ηνωμένες Πολιτείες λάτρεψαν την ιδέα του “ελεύθερου εμπορίου” μ’ αυτές τις αυταρχικές χώρες και αγκάλιασαν την ευκαιρία να προσλαμβάνουν εξαθλιωμένους εργάτες στο εξωτερικό με ένα κλάσμα των μισθών που πλήρωναν στους Αμερικανούς. Ως εκ τούτου, με διακομματική υποστήριξη και επευφημίες από τον επιχειρηματικό κόσμο και τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, η Ουάσινγκτον σφυρηλάτησε συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου με την Κίνα και το Βιετνάμ.
Τα αποτελέσματα ήταν καταστροφικά. Στις δύο περίπου δεκαετίες που ακολούθησαν αυτές τις συμφωνίες, περισσότερα από 40.000 εργοστάσια στις Ηνωμένες Πολιτείες έκλεισαν, περίπου δύο εκατομμύρια εργαζόμενοι έχασαν τις δουλειές τους και οι Αμερικανοί της εργατικής τάξης βίωσαν τη στασιμότητα των μισθών τους -ακόμη και όταν οι εταιρείες έβγαλαν δισεκατομμύρια και οι επενδυτές ανταμείφθηκαν πλουσιοπάροχα. Πέρα από τη ζημία που προκλήθηκε στο εσωτερικό, οι συμφωνίες αυτές περιείχαν επίσης ελάχιστα πρότυπα για την προστασία των εργαζομένων ή του περιβάλλοντος, οδηγώντας σε καταστροφικές επιπτώσεις στο εξωτερικό. Η δυσαρέσκεια των Αμερικανών της εργατικής τάξης για αυτές τις εμπορικές πολιτικές βοήθησε στην αρχική άνοδο του Τραμπ και συνεχίζει να τον ωφελεί σήμερα.
Ο άνθρωποι πάνω από τα κέρδη
Η σύγχρονη αμερικανική εξωτερική πολιτική δεν ήταν πάντα κοντόφθαλμη και καταστροφική. Στον απόηχο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, παρά τον πιο αιματηρό πόλεμο στην ιστορία, η Ουάσινγκτον επέλεξε να πάρει τα διδάγματα από τις τιμωρητικές συμφωνίες μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αντί να ταπεινώνουν τους ηττημένους εχθρούς του πολέμου, τη Γερμανία και την Ιαπωνία, οι χώρες των οποίων βρίσκονταν σε κατάσταση ερείπωσης, οι Ηνωμένες Πολιτείες ηγήθηκαν ενός μαζικού προγράμματος οικονομικής ανάκαμψης πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων και βοήθησαν στη μετατροπή ολοκληρωτικών κοινωνιών σε ευημερούσες δημοκρατίες.
Η Ουάσινγκτον πρωτοστάτησε στην ίδρυση των Ηνωμένων Εθνών και στην εφαρμογή των Συμβάσεων της Γενεύης για να αποτραπεί η φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου από το να επαναληφθεί ποτέ και να διασφαλιστεί ότι όλες οι χώρες θα τηρούν τα ίδια πρότυπα όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τη δεκαετία του 1960, ο Πρόεδρος John F. Kennedy εγκαινίασε το Σώμα Ειρήνης για να υποστηρίξει την εκπαίδευση, τη δημόσια υγεία και την επιχειρηματικότητα σ’ όλο τον κόσμο, δημιουργώντας ανθρώπινες σχέσεις και προωθώντας τοπικά αναπτυξιακά έργα. Αυτόν τον αιώνα, ο Μπους εγκαινίασε το Προεδρικό Σχέδιο Έκτακτης Ανάγκης για την Ανακούφιση από το AIDS, γνωστό ως PEPFAR, το οποίο έχει σώσει πάνω από 25 εκατομμύρια ζωές, κυρίως στην υποσαχάρια Αφρική, και την Προεδρική Πρωτοβουλία για την Ελονοσία, η οποία έχει αποτρέψει περισσότερα από 1,5 δισεκατομμύρια κρούσματα ελονοσίας.
Εάν ο στόχος της εξωτερικής πολιτικής είναι να συμβάλλει στη δημιουργία ενός ειρηνικού και ευημερούντος κόσμου, το κατεστημένο της εξωτερικής πολιτικής πρέπει να επανεξετάσει εκ βάθρων τις παραδοχές του. Η δαπάνη τρισεκατομμυρίων δολαρίων σε ατελείωτους πολέμους και αμυντικά συμβόλαια δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει την υπαρξιακή απειλή της κλιματικής αλλαγής ή την πιθανότητα μελλοντικών πανδημιών. Δεν πρόκειται να ταΐσει πεινασμένα παιδιά, να μειώσει το μίσος, να εκπαιδεύσει τους αναλφάβητους ή να θεραπεύσει ασθένειες. Δεν πρόκειται να βοηθήσει στη δημιουργία μιας ενιαίας παγκόσμιας κοινότητας και να μειώσει την πιθανότητα πολέμου. Σ’ αυτή την κρίσιμη στιγμή της ανθρώπινης ιστορίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να ηγηθούν ενός νέου παγκόσμιου κινήματος που θα βασίζεται στην ανθρώπινη αλληλεγγύη και στις ανάγκες των ανθρώπων που αγωνίζονται. Αυτό το κίνημα πρέπει να έχει το θάρρος να τα βάλει με την απληστία της διεθνούς ολιγαρχίας, στην οποία μερικές χιλιάδες δισεκατομμυριούχοι ασκούν τεράστια οικονομική και πολιτική εξουσία.
Η οικονομική πολιτική είναι εξωτερική πολιτική. Όσο οι πλούσιες εταιρείες και οι δισεκατομμυριούχοι έχουν ασφυκτικό έλεγχο στα οικονομικά και πολιτικά μας συστήματα, οι αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής θα καθοδηγούνται από τα υλικά τους συμφέροντα και όχι από εκείνα της μεγάλης πλειοψηφίας του παγκόσμιου πληθυσμού. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αντιμετωπίσουν την ηθική και οικονομική αγανάκτηση της πρωτοφανούς ανισότητας εισοδήματος και πλούτου, κατά την οποία το πλουσιότερο 1% του πλανήτη κατέχει περισσότερο πλούτο από το κατώτερο 99% – μια ανισότητα που επιτρέπει σε ορισμένους ανθρώπους να κατέχουν δεκάδες σπίτια, ιδιωτικά αεροπλάνα, ακόμη και ολόκληρα νησιά, ενώ εκατομμύρια παιδιά πεινούν ή πεθαίνουν από ασθένειες που μπορούν εύκολα να προληφθούν.
Οι Αμερικανοί πρέπει να ηγηθούν της διεθνούς κοινότητας στην εξάλειψη των φορολογικών παραδείσων που επιτρέπουν στους δισεκατομμυριούχους και τις μεγάλες εταιρείες να κρύβουν πλούτο τρισεκατομμυρίων και να αποφεύγουν να πληρώνουν το δίκαιο μερίδιο των φόρων που τους αναλογεί. Αυτό περιλαμβάνει την επιβολή κυρώσεων σε χώρες που χρησιμεύουν ως φορολογικά καταφύγια και τη χρήση της σημαντικής οικονομικής επιρροής των Ηνωμένων Πολιτειών για την αποκοπή της πρόσβασης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ. Σύμφωνα με το Tax Justice Network, εκτιμάται ότι 21 έως 32 τρισεκατομμύρια δολάρια σε χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία βρίσκονται σήμερα σε υπεράκτιους φορολογικούς παραδείσους. Αυτός ο πλούτος δεν ωφελεί σε τίποτα τις κοινωνίες. Δεν φορολογείται και δεν δαπανάται καν – απλώς εξασφαλίζει ότι οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι.
Η Ουάσινγκτον θα πρέπει να αναπτύξει δίκαιες εμπορικές συμφωνίες προς όφελος των εργαζομένων και των φτωχών όλων των χωρών, όχι μόνο των επενδυτών της Wall Street. Αυτό περιλαμβάνει τη δημιουργία ισχυρών, δεσμευτικών εργασιακών και περιβαλλοντικών διατάξεων με σαφείς μηχανισμούς επιβολής, καθώς και την εξάλειψη της προστασίας των επενδυτών που διευκολύνει την εξωτερική ανάθεση θέσεων εργασίας. Αυτές οι συμφωνίες πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τη συμβολή των εργαζομένων, του αμερικανικού λαού και του αμερικανικού Κογκρέσου – και όχι μόνο των λόμπι των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών, που σήμερα κυριαρχούν στη διαδικασία εμπορικών διαπραγματεύσεων.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει επίσης να μειώσουν τις υπερβολικές στρατιωτικές δαπάνες και να απαιτήσουν από τις άλλες χώρες να κάνουν το ίδιο. Εν μέσω τεράστιων περιβαλλοντικών, οικονομικών και υγειονομικών προκλήσεων, οι μεγάλες χώρες αυτού του κόσμου δεν μπορούν να επιτρέψουν σε τεράστιες αμυντικές εταιρείες να πραγματοποιούν κέρδη ρεκόρ, καθώς προμηθεύουν τον κόσμο με όπλα που χρησιμοποιούνται για να καταστρέφουν η μία την άλλη. Ακόμη και χωρίς συμπληρωματικές δαπάνες, οι Ηνωμένες Πολιτείες σχεδιάζουν να αφιερώσουν περίπου 900 δισεκατομμύρια δολάρια για το στρατό φέτος, από τα οποία σχεδόν τα μισά θα πάνε σε έναν μικρό αριθμό αμυντικών εργολάβων που είναι ήδη εξαιρετικά κερδοφόροι.
Όπως και η πλειοψηφία των Αμερικανών, πιστεύω ότι είναι προς το ζωτικό συμφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών και της διεθνούς κοινότητας να αποκρούσουν την παράνομη εισβολή του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ουκρανία. Όμως πολλοί ανάδοχοι αμυντικών προγραμμάτων βλέπουν τον πόλεμο πρωτίστως ως έναν τρόπο να γεμίσουν τις τσέπες τους. Η RTX Corporation, πρώην Raytheon, έχει επταπλασιάσει τις τιμές για τους πυραύλους Stinger από το 1991. Σήμερα, κοστίζει στις Ηνωμένες Πολιτείες 400.000 δολάρια η αντικατάσταση κάθε Stinger που αποστέλλεται στην Ουκρανία – μια εξωφρενική αύξηση των τιμών που δεν μπορεί ούτε κατά διάνοια να εξηγηθεί από τον πληθωρισμό, το αυξημένο κόστος ή την πρόοδο της ποιότητας. Μια τέτοια απληστία δεν κοστίζει μόνο στους Αμερικανούς φορολογούμενους- κοστίζει και ζωές Ουκρανών. Όταν οι ανάδοχοι παραγεμίζουν με κέρδη, λιγότερα όπλα φτάνουν στους Ουκρανούς στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Το Κογκρέσο πρέπει να περιορίσει αυτού του είδους την πολεμική κερδοσκοπία εξετάζοντας πιο προσεκτικά τις συμβάσεις, παίρνοντας πίσω τις πληρωμές που αποδεικνύονται υπερβολικές και δημιουργώντας φόρο στα απρόσμενα κέρδη.
Εν τω μεταξύ, η Ουάσινγκτον θα πρέπει να σταματήσει να υπονομεύει τους διεθνείς θεσμούς όταν οι ενέργειές τους δεν ευθυγραμμίζονται με τα βραχυπρόθεσμα πολιτικά της συμφέροντα. Είναι πολύ καλύτερο για τις χώρες του κόσμου να συζητούν και να συζητούν τις διαφορές τους από το να ρίχνουν βόμβες ή να εμπλέκονται σε ένοπλες συγκρούσεις. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να στηρίξουν τον ΟΗΕ πληρώνοντας τις συνδρομές τους, συμμετέχοντας άμεσα στη μεταρρύθμιση του ΟΗΕ και υποστηρίζοντας όργανα του ΟΗΕ, όπως το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει επίσης να ενταχθούν επιτέλους στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο αντί να του επιτίθενται όταν εκδίδει ετυμηγορίες που η Ουάσινγκτον θεωρεί ενοχλητικές.
Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν έκανε τη σωστή επιλογή με την επανένταξή του στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Τώρα οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να επενδύσουν στον ΠΟΥ, να ενισχύσουν την ικανότητά του να ανταποκρίνεται γρήγορα στις πανδημίες και να συνεργαστούν μαζί του για τη διαπραγμάτευση μιας διεθνούς συνθήκης για την πανδημία που θα δίνει προτεραιότητα στις ζωές των φτωχών και των εργαζομένων σε όλο τον κόσμο – και όχι στα κέρδη της Μεγάλης Φαρμακοβιομηχανίας.
Αλληλεγγύη τώρα
Τα οφέλη από αυτή τη στροφή στην εξωτερική πολιτική θα υπερέβαιναν κατά πολύ το κόστος. Η πιο συνεπής υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών για τα ανθρώπινα δικαιώματα, θα καθιστούσε πιθανότερο να αντιμετωπίσουν οι κακόβουλοι παράγοντες τη δικαιοσύνη από το να διαπράξουν καταρχήν παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι αυξημένες επενδύσεις στην οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνία των πολιτών θα έβγαζαν εκατομμύρια ανθρώπους από τη φτώχεια και θα ενίσχυαν τους δημοκρατικούς θεσμούς.
Η υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών για δίκαια διεθνή εργασιακά πρότυπα θα αύξανε τους μισθούς για εκατομμύρια Αμερικανούς εργαζόμενους και δισεκατομμύρια ανθρώπους σ’ όλο τον κόσμο. Η επιβολή φόρων στους πλούσιους και η αντιμετώπιση των offshore κεφαλαίων θα ξεκλείδωνε σημαντικούς οικονομικούς πόρους που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για την αντιμετώπιση παγκόσμιων αναγκών και να βοηθήσουν στην αποκατάσταση της πίστης των ανθρώπων ότι οι δημοκρατίες μπορούν να αποδώσουν.
Πάνω απ’ όλα, ως η παλαιότερη και ισχυρότερη δημοκρατία του κόσμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αναγνωρίσουν ότι η μεγαλύτερη δύναμή μας ως έθνος δεν προέρχεται από τον πλούτο ή τη στρατιωτική μας ισχύ, αλλά από τις αξίες της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Οι μεγαλύτερες προκλήσεις της εποχής μας, από την κλιματική αλλαγή έως τις παγκόσμιες πανδημίες, θα απαιτήσουν συνεργασία, αλληλεγγύη και συλλογική δράση, όχι μιλιταρισμό.
Πηγή : Foreign Affairs
https://www.foreignaffairs.com/united-states/revolution-american-foreign-policy-bernie-sanders