Η διπλωματία και η εκτελεστική δράση θα επιτρέψουν στον Μπάιντεν να αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή
Ο πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, θα παραδώσει στην επερχόμενη διοίκηση του εκλεγμένου προέδρου, Τζο Μπάιντεν, ένα τρομακτικό σύνολο προκλήσεων εξωτερικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου της μαζικής πανδημίας COVID-19, της σταθεροποίησης της παγκόσμιας οικονομίας και της διαχείρισης οξυμένων εντάσεων με την Κίνα. Κάθε πρόβλημα θα μπορούσε να είναι το καθοριστικό ζήτημα μιας λιγότερο ταραχώδους και υψηλών στοιχημάτων θητείας. Αλλά από όλες τις παγκόσμιες απειλές που ο Τραμπ έχει παραμελήσει, κακοδιαχειριστεί, ή ενεργά αναφλέξει, η κλιματική κρίση είναι η πιο επικίνδυνη και εκτεταμένη. Αν δεν ελεγχθεί, η κλιματική αλλαγή θα προκαλέσει ανείπωτες βλάβες και δυσκολίες σε ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο, θα καταστρέψει οικονομίες και θα απειλήσει την βιωσιμότητα χωρών. Οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής θα πέσουν καταρρακτωδώς με βαθείς και απρόβλεπτους τρόπους, επιβαρύνοντας τις ικανότητες των κυβερνήσεων -ακόμη και εκείνων των πλουσιότερων χωρών.
Η κυβέρνηση Τραμπ υιοθέτησε μια υπερβολικά εχθρική προσέγγιση ως προς την διεθνή συνεργασία για την αλλαγή του κλίματος, αναστρέφοντας την προστασία του κλίματος εγχωρίως και αποσυρόμενη από την Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, του 2015, η οποία απέσπασε δεσμεύσεις από όλες τις χώρες ότι θα μειώσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Αλλά ο υπόλοιπος κόσμος δεν ακολούθησε. Η συμφωνία του Παρισιού διατηρεί ευρεία διεθνή υποστήριξη και πολλές από τις χώρες που είναι πιο υπεύθυνες για την πρόκληση της αλλαγής του κλίματος αρχίζουν να λαμβάνουν πιο συντονισμένα μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης. Το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ευρωπαϊκή Ένωση και πολλοί άλλοι έχουν δεσμευτεί να επιτύχουν καθαρές μηδενικές εκπομπές αερίων θερμοκηπίου έως το 2050 και η Κίνα -η μεγαλύτερη πομπός διοξειδίου του άνθρακα στον κόσμο- δεσμεύτηκε πρόσφατα να φτάσει στην «ουδετερότητα άνθρακα» (να απορροφά τουλάχιστον τόσο άνθρακα όσο εκπέμπει η χώρα) πριν από το 2060.
Οι χώρες αρχίζουν επίσης να εφαρμόζουν τα βραχυπρόθεσμα μέτρα που απαιτούνται για την επίτευξη αυτών των μακροπρόθεσμων στόχων. Η ΕΕ αναλαμβάνει δράση για την κλιματική αλλαγή στο επίκεντρο της οικονομικής ανάκαμψης από την [ασθένεια] COVID-19, καθώς και της συνολικής της στρατηγικής οικονομικής ανάπτυξης. Το Ηνωμένο Βασίλειο θα απαγορεύσει νέα αυτοκίνητα βενζίνης και ντίζελ από το 2030. Και η Κίνα κατασκευάζει εγχώριες υποδομές ανανεώσιμων πηγών ενέργειας με πρωτοποριακό ρυθμό. Ωστόσο, ο κόσμος παραμένει μακριά από το να διατηρήσει την κλιματική αλλαγή εντός διαχειρίσιμων ορίων. Όλες οι χώρες πρέπει να κάνουν σημαντικά περισσότερα για να κάμψουν τις αυξανόμενες παγκόσμιες θερμοκρασίες.
Ο Μπάιντεν κατανοεί την σοβαρότητα της κρίσης και δεσμεύθηκε να καθοδηγήσει την πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών για το κλίμα πίσω στην τροχιά της. Στα τελευταία επιχειρήματα της προεδρικής του εκστρατείας, προειδοποίησε ότι η κλιματική αλλαγή είναι «υπαρξιακή απειλή» και «το νούμερο ένα ζήτημα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα». Ο Μπάιντεν συζήτησε την συνεργασία για την κλιματική αλλαγή με σχεδόν όλους τους ηγέτες του κόσμου που του τηλεφώνησαν για να τον συγχαρούν για τη νίκη του. Και διορίζοντας τον πρώην υπουργό Εξωτερικών, Τζον Κέρι, ως απεσταλμένο σε επίπεδο Υπουργού για το κλίμα, ο Μπάιντεν δήλωσε ότι η αλλαγή του κλίματος θα είναι μια προτεραιότητα της εξωτερικής πολιτικής. Αλλά για να μπορέσει ο Μπάιντεν να αντιμετωπίσει ευθέως την κλιματική κρίση ως «το νούμερο ένα ζήτημα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα», η κυβέρνησή του θα πρέπει να επαναπροσδιορίσει ουσιαστικά την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Ο Μπάιντεν πρέπει να αναβιβάσει την κλιματική αλλαγή στην πρώτη σειρά των διεθνών προτεραιοτήτων και να την αντιμετωπίσει με τον ίδιο επείγοντα χαρακτήρα με άλλες απειλές για τα βασικά εθνικά συμφέροντα των ΗΠΑ, όπως η τρομοκρατία και η διάδοση των πυρηνικών.
Όχι μόνο πρέπει οι Ηνωμένες Πολιτείες να ηγηθούν δια του παραδείγματος και να μειώσουν τις δικές τους εκπομπές, αλλά πρέπει να επαναδιαμορφώσουν εκ νέου την δέσμευσή τους με άλλες μεγάλες οικονομίες σχετικά με τα κλιματικά ζητήματα, να δώσουν προτεραιότητα στην ατζέντα του κλίματος στα υψηλότερα διπλωματικά επίπεδα, και να χρησιμοποιήσουν την διπλωματική τους ισχύ για να ενθαρρύνουν μια πιο συντονισμένη δράση για το κλίμα σε όλο τον κόσμο. Πρέπει να συνεργαστούν με συμμάχους και αντιπάλους, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, για την αντιμετώπιση της κρίσης. Και πρέπει να βοηθήσουν τις φτωχές και ευάλωτες χώρες να αντιμετωπίσουν καλύτερα τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Αυτοί οι στόχοι είναι όλοι εφικτοί, αλλά θα απαιτήσουν μια κατακλυσμική αλλαγή στην προσέγγιση της εξωτερικής πολιτικής από οποιασδήποτε προηγούμενης διοίκησης.
ΜΙΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΥΓΚΡΑΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΛΙΜΑΤΟΣ
Ακόμα και πριν ο Τραμπ γίνει πρόεδρος, οι Ηνωμένες Πολιτείες κέρδισαν φήμη ως αναξιόπιστος εταίρος στον παγκόσμιο αγώνα κατά της κλιματικής αλλαγής. Οι πρόεδροι των Δημοκρατικών βοήθησαν στον σχεδιασμό δύο μεγάλων παγκόσμιων συμφώνων για το κλίμα -του Πρωτοκόλλου του Κιότο το 1997 και της συμφωνίας του Παρισιού το 2015- που εγκαταλείφθηκαν αμέσως από τις επόμενες ρεπουμπλικανικές διοικήσεις. Ταυτόχρονα, οι ομοσπονδιακές πολιτικές των ΗΠΑ για το κλίμα έχουν κυμανθεί μεταξύ ανεπαρκούς σταδιακής μεταβολής και απόλυτης άρνησης.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να επανέλθουν γρήγορα στην συμφωνία του Παρισιού ως το πρώτο βήμα για την αποκατάσταση της αξιοπιστίας τους στην διεθνή σκηνή. Όμως, η επανένταξη στην συμφωνία δεν είναι αρκετή, όπως σημείωσε ο Κέρι στις πρώτες παρατηρήσεις του ως το κλιματικός τσάρος του Μπάιντεν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να επιδιώξουν περαιτέρω μειώσεις των εγχώριων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου. Η εφαρμογή μιας φιλόδοξης εσωτερικής ατζέντας θα αντιμετωπίσει πολιτικά και νομικά εμπόδια, καθώς η Γερουσία φαίνεται ότι θα παραμείνει στα χέρια των Ρεπουμπλικανών. Αλλά ακόμη και χωρίς να έχει τον έλεγχο του Κογκρέσου, ο Μπάιντεν μπορεί να χρησιμοποιήσει την σημαντική εκτελεστική και ρυθμιστική του δύναμη για να ενισχύσει τα όρια των εκπομπών και τα πρότυπα ενεργειακής απόδοσης, να ανακατευθύνει τις δημόσιες επενδύσεις και τα κυβερνητικά προγράμματα αγορών προς τις κλιματικές λύσεις, να μειώσει τους κλιματικούς κινδύνους για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, και να υποστηρίξει πολιτείες, πόλεις, και επιχειρήσεις στις προσπάθειές τους να μειώσουν τις εκπομπές. Αυτές και άλλες δράσεις θα επιτρέψουν στις Ηνωμένες Πολιτείες να ορίσουν έναν τολμηρό νέο στόχο μείωσης των εκπομπών ως το 2030, πολύ πέρα από τον στόχο του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα για μειώσεις 26% έως 28% έως το 2025. Οι ηγέτες ανά τον κόσμο δεν θα περιμένουν από τον Μπάιντεν να επιτελέσει πολιτική αλχημεία, αλλά χρειάζεται, όπως συνήθιζε να λέει ο Ομπάμα, να τον πιάσουν να προσπαθεί.
Το εύρος, η πολυπλοκότητα και η διάρκεια του αγώνα για την συγκράτηση της κλιματικής αλλαγής ανταγωνίζεται οποιοδήποτε προηγούμενο σχέδιο εξωτερικής πολιτικής. Όσον αφορά τόσο την κλίμακα της απαραίτητης προσπάθειας όσο και τις συνέπειες της αποτυχίας, το πιο κοντινό ιστορικό ανάλογό της μπορεί να είναι ο Ψυχρός Πόλεμος. Ακριβώς όπως η ανάσχεση της Σοβιετικής Ένωσης παρείχε το στρατηγικό πρίσμα μέσω του οποίου οι πρόεδροι και από τα δυο κόμματα διεξήγαγαν εξωτερική πολιτική για μεγάλο μέρος του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα, η ανάσχεση της κλιματικής κρίσης πρέπει να είναι το πρωταρχικό πρίσμα μέσω του οποίου οι πρόεδροι θα βλέπουν τον ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών στο κόσμο τις επόμενες δεκαετίες.
Αξιωματούχοι των ΗΠΑ θα πρέπει να τοποθετήσουν την αλλαγή του κλίματος στην κορυφή της ατζέντας στις συζητήσεις με κάθε χώρα και σε κάθε φόρουμ, από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών έως την Οικονομική Συνεργασία Ασίας-Ειρηνικού. Η Κίνα θα είναι ζωτικής σημασίας για αυτές τις προσπάθειες, καθώς πρέπει να κάνει επιθετικές περικοπές στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου για να θέσει τον κόσμο σε μια πορεία προς την σταθερότητα του κλίματος. Το τεράστιο μέγεθος του ενεργειακού τομέα της Κίνας και η συνεχιζόμενη εξάρτησή του από την παραγωγή άνθρακα θέτει σε κίνδυνο τους παγκόσμιους κλιματικούς στόχους, εκτός κι αν [η Κίνα] πραγματοποιήσει σημαντικές βραχυπρόθεσμες μεταρρυθμίσεις. Ακόμη και όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν μακροχρόνιες διμερείς εντάσεις γύρω από το εμπόριο, την περιφερειακή ασφάλεια και την πνευματική ιδιοκτησία, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στο Πεκίνο και την Ουάσιγκτον πρέπει να διατηρήσουν την κλιματική αλλαγή στην κορυφή της ατζέντας.
Η κυβέρνηση Ομπάμα πέτυχε σημαντικές επιτυχίες στην συνεργασία της με την Κίνα σχετικά με την κλιματική αλλαγή. Μια συμφωνία του 2014 μεταξύ του Ομπάμα και του Κινέζου προέδρου, Xi Jinping, έθεσε το έδαφος για την κλιματική συμφωνία του Παρισιού το επόμενο έτος. Ωστόσο, ο Μπάιντεν θα πρέπει να αναλάβει πιο δύσκολα και δυνητικά αμφιλεγόμενα ζητήματα, συμπεριλαμβανομένης της πειστικότητας της Κίνας να επιταχύνει τη μετάβαση από τον άνθρακα -καθώς η Κίνα είναι επί του παρόντος υπεύθυνη για το ήμισυ της παγκόσμιας κατανάλωσης άνθρακα- και να σταματήσει να επενδύει σε έργα υποδομής στο εξωτερικό που παράγουν υψηλές εκπομπές άνθρακα.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει να βρει τρόπους να ενθαρρύνει την Κίνα και άλλες χώρες να αναλάβουν πιο τολμηρές ενέργειες για την κλιματική αλλαγή. Αλλά όταν είναι απαραίτητο, θα πρέπει επίσης να επιβάλει συνέπειες σε χώρες που αρνούνται να αναλάβουν τον ρόλο τους. Οι ηγέτες σε πιο απείθαρχες χώρες πρέπει να καταλάβουν ότι η αδράνειά τους θα επηρεάσει αρνητικά την σχέση τους με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι χώρες σπάνια λογοδοτούν για αδράνεια στην κλιματική αλλαγή. Αλλά εν τη απουσία ηγεσίας των ΗΠΑ κατά την προεδρία του Trump, η ΕΕ έχει αρχίσει να αξιοποιεί την πρόσβαση στην αγορά της -τη μεγαλύτερη στον κόσμο- προκειμένου να υποχρεώσει άλλες χώρες να βελτιώσουν τις κλιματικές πολιτικές τους. Για παράδειγμα, το 2018, η ΕΕ προειδοποίησε τις νέες κυβερνήσεις στην Αυστραλία και την Βραζιλία ότι θα τερματίσει τις διαπραγματεύσεις για νέα εμπορικά σύμφωνα εάν αυτές οι κυβερνήσεις τηρήσουν τις απειλές να εγκαταλείψουν την συμφωνία του Παρισιού. Και οι δύο χώρες γρήγορα αντέστρεψαν πορεία.
Το 2019, ο πρόεδρος της Βραζιλίας Jair Bolsonaro, ο οποίος υποστήριξε τις προσπάθειες των αγροτών και άλλων να καθαρίσουν δασική γη, προήδρευσε σε καταστροφικές καύσεις και αποψίλωση στο τροπικό δάσος του Αμαζονίου. Ως αποτέλεσμα, η Γαλλία, η Ιρλανδία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες απείλησαν να εμποδίσουν την έγκριση μιας εμπορικής συμφωνίας μεταξύ της ΕΕ και αρκετών χωρών της Νότιας Αμερικής. Η Φινλανδία, ως πρόεδρος του Συμβουλίου της ΕΕ, προχώρησε ακόμη περισσότερο, προτείνοντας την απαγόρευση της εισαγωγής βραζιλιάνικου βοείου κρέατος. Ο Μπολσονάρο ισχυρίστηκε ότι τέτοιες απειλές αποτελούσαν παραβίαση της κυριαρχίας της Βραζιλίας, αλλά τελικά έλαβε ήπια μέτρα για τον έλεγχο των πυρκαγιών και τον περιορισμό της αποψίλωσης των δασών. Η πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά είναι τόσο σημαντική που η προοπτική της ΕΕ να υιοθετήσει έναν «συνοριακό μηχανισμό προσαρμογής άνθρακα», ο οποίος θα φορολογούσε τις εισαγωγές από χώρες με λιγότερο αυστηρά πρότυπα εκπομπών, πιθανότατα συνέβαλε στην πρόσφατη δέσμευση της Κίνας να επιτύχει καθαρές μηδενικές εκπομπές άνθρακα πριν από το 2060.
Ο Μπάιντεν έχει δηλώσει ότι θα ακολουθήσει το παράδειγμα της Ευρώπης στην χρήση σημείων μόχλευσης για την βελτίωση της συμπεριφοράς άλλων χωρών. Στο κλιματικό σχέδιο της προεδρικής [προεκλογικής] εκστρατείας του, υποσχέθηκε «ισχυρά νέα μέτρα για να εμποδιστούν άλλες χώρες να εξαπατήσουν σχετικά με τις δεσμεύσεις τους για το κλίμα» και δεσμεύτηκε να χρησιμοποιήσει «κάθε εργαλείο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής για να ωθήσει τον υπόλοιπο κόσμο να αυξήσει τις φιλοδοξίες του». Η εμπορική πολιτική και τα προσαρμοσμένα στον άνθρακα σύνορα μπορούν να αποτελέσουν μέρος αυτής της διευρυμένης εργαλειοθήκης.
Ο Μπάιντεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει μια παρόμοια προσέγγιση για να πιέσει την Κίνα να εξαλείψει την υποστήριξή της για εργοστάσια άνθρακα στο εξωτερικό. Η Κίνα διαθέτει περίπου 50 μεγάλα εργοστάσια άνθρακα υπό κατασκευή στο εξωτερικό, τα οποία θα πρέπει να αποσυρθούν πολύ πριν από το τέλος της ωφέλιμης ζωής τους για να επιτευχθούν οι κλιματικοί στόχοι του Παρισιού. Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα μπορούσε να βασιστεί στις προηγούμενες ενέργειες των Ηνωμένων Πολιτειών για να σταματήσουν να χρηματοδοτούν εργοστάσια άνθρακα στο εξωτερικό και να συγκροτήσει έναν συνασπισμό χωρών με ευθυγραμμισμένες δεσμεύσεις, συμπεριλαμβανομένων των ευρωπαϊκών χωρών, ώστε να πιέσει την Κίνα να εφαρμόσει υψηλότερα πρότυπα, ακόμη και αν συνεπάγεται κάποιο διπλωματικό κόστος. Ταυτόχρονα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να συνεργαστούν με άλλες πλούσιες χώρες και πολυμερείς χρηματοδότες, συμπεριλαμβανομένης της Παγκόσμιας Τράπεζας και των τραπεζών περιφερειακής ανάπτυξης, για να προσφέρουν ελκυστικά πακέτα χρηματοδότησης σε φτωχές χώρες ώστε να επιδιώξουν εναλλακτικές ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έναντι του άνθρακα και άλλων μορφών οικονομικής ανάπτυξης υψηλής έντασης άνθρακα.
ΚΛΙΜΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΤΑΡΑΧΕΣ
Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αναλάβουν πιο συντονισμένο ρόλο όχι μόνο για την αποτροπή των μεγάλων πομπών ρύπων, όπως η Κίνα, αλλά και για την παροχή βοήθειας σε ευάλωτες χώρες που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της κλιματικής κρίσης. Ως μια πλούσια χώρα που ιστορικά έχει εκπέμψει περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα στην ατμόσφαιρα από οποιαδήποτε άλλη, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να βοηθήσουν τον αναπτυσσόμενο κόσμο να αντιμετωπίσει ένα μεταβαλλόμενο κλίμα. Ο Μπάιντεν θα πρέπει να παρέχει ουσιαστικά περισσότερη στήριξη σε χώρες που κινδυνεύουν για να τις βοηθήσει να προετοιμάσουν και να αποτρέψουν τις κοινωνικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, όπως η άνοδος της στάθμης της θάλασσας που απειλεί τις μεγάλες πόλεις και η αλλαγή των βροχοπτώσεων που μειώνει τις γεωργικές αποδόσεις.
Οποιαδήποτε αμερικανική στρατηγική περιορισμού του κλίματος πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη της την απειλή της κλιματικής αλλαγής σε περιοχές που δεν διαθέτουν πόρους και ισχυρές δυνατότητες διακυβέρνησης. Η βοήθεια στις χώρες για να γίνουν πιο ανθεκτικές θα ενίσχυε την ηθική θέση και επιρροή των Ηνωμένων Πολιτειών στον κόσμο. Θα προστατεύονταν επίσης από τις πολιτικές αναταραχές, καθώς τα εθνικά σύνορα προσφέρουν μικρή προστασία από τις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες ενός μεταβαλλόμενου κλίματος. Οι κλιματικοί μετανάστες δεν ανήκουν στο δυστοπικό μέλλον˙ υπάρχουν ήδη. Και η κλίμακα των επερχόμενων εκτοπίσεων πιθανότατα θα είναι τεράστια. Τα Ηνωμένα Έθνη προβλέπουν ότι μέχρι τα μέσα του αιώνα, οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής μπορεί να κάνουν εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους να απομακρυνθούν από τα σπίτια τους. Ο εκτοπισμός σε τέτοια κλίμακα μπορεί να είναι μη διαχειρίσιμος -και μπορεί να κατακλύσει την ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να παρέχουν ανθρωπιστική βοήθεια και να υποστηρίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής μπορούν να προκύψουν σαν καταρράκτης με πολύπλοκους και απροσδόκητους τρόπους. Για παράδειγμα, ακροδεξιοί εθνικιστές στην Ευρώπη και αλλού έχουν εκμεταλλευτεί τα δεινά των προσφύγων για πολιτικό κέρδος, προκαλώντας διχασμούς εντός και εκτός των χωρών τους. Μια ατζέντα που περιορίζει τους πιθανούς εκτοπισμούς λόγω της κλιματικής αλλαγής θα βοηθούσε στην διαφύλαξη της πολιτικής σταθερότητας των Ηνωμένων Πολιτειών και των ομοϊδεατών δημοκρατιών.
Μέχρι σήμερα, η υποστήριξη των ΗΠΑ προς ευάλωτες χώρες περιορίστηκε σε σχετικά μικρά ποσά χρηματοδότησης. Αυτό πρέπει να αλλάξει. Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, κάθε δολάριο που επενδύεται σε έργα για να κάνει τις κοινότητες πιο ανθεκτικές στην αλλαγή του κλίματος εξοικονομεί τουλάχιστον 6 δολάρια στην πορεία. Αμερικανοί αξιωματούχοι θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι όλη η αναπτυξιακή βοήθεια των ΗΠΑ είναι «κλιματικά ασφαλής» για να εξηγήσει τους κινδύνους για την κλιματική αλλαγή.
Μαζί, αυτές οι στρατηγικές αρχίζουν να διαμορφώνουν μια φιλόδοξη ατζέντα εξωτερικής πολιτικής για τον περιορισμό της απειλής της κλιματικής αλλαγής. Καμία μεγάλη δύναμη δεν έχει ακολουθήσει μια τόσο ολοκληρωμένη στρατηγική για το κλίμα, αλλά αυτό συμβαίνει μόνο επειδή οι περισσότερες χώρες δεν έχουν ακόμη αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή ως άμεση απειλή για τα βασικά εθνικά τους συμφέροντα. Η αυξανόμενη επιστημονική κατανόηση του επείγοντος της κλιματικής κρίσης καθιστά κάθε άλλη προσέγγιση απαράδεκτη. Η ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής πρέπει να είναι η κεντρική οργανωτική αρχή της επόμενης γενιάς της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, και η διοίκηση του Μπάιντεν πρέπει να δείξει τον δρόμο.