Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα έχουν φτάσει σε ιδεολογικό αδιέξοδο
Οι ηγέτες τόσο της Κίνας όσο και των Ηνωμένων Πολιτειών φαίνεται ότι ενδιαφέρονται πραγματικά να προσπαθήσουν να σταθεροποιήσουν την σχέση τους, η οποία βρίσκεται στο πιο δύσκολο σημείο της εδώ και 50 χρόνια. Και οι δύο χώρες αναγνωρίζουν ότι η ένταση μεταξύ τους έχει γίνει τόσο μεγάλη που αντιμετωπίζουν πραγματικό και αυξανόμενο κίνδυνο πολέμου. Τους τελευταίους μήνες, το Πεκίνο και η Ουάσινγκτον έχουν εργαστεί για την ανανέωση του διαλόγου με την επανάληψη των τακτικών διπλωματικών επισκέψεων και την δημιουργία νέων διαύλων επικοινωνίας υψηλού επιπέδου˙ τον Ιούλιο, ο απεσταλμένος των ΗΠΑ για το κλίμα, Τζον Κέρι, πρότεινε ότι η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες ενδέχεται να οργανώσουν μια συνάντηση μεταξύ του Κινέζου προέδρου, Σι Τζινπίνγκ, και του Αμερικανού προέδρου, Τζο Μπάιντεν, που θα συμπέσει με την συνάντηση των ηγετών της Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού στο Σαν Φρανσίσκο τον Νοέμβριο. Μια τέτοια συνάντηση θα μπορούσε να προσφέρει στον Μπάιντεν τη μοναδική σημαντική ευκαιρία του να θέσει τις αμερικανοκινεζικές σχέσεις σε πιο στέρεες βάσεις πριν αρχίσουν οι περισπασμοί της προεκλογικής εκστρατείας για τις προεδρικές εκλογές του 2024.
Όμως, ένα θεμελιώδες ζήτημα στέκεται εμπόδιο στην πραγματική εδραίωση αυτής της προόδου: οι δύο χώρες δεν διαθέτουν ένα αμοιβαία αποδεκτό αφήγημα για να καθορίσουν την σχέση τους. Οι Αμερικανοί ηγέτες, στις διπλωματικές τους δεσμεύσεις και στις δημόσιες δηλώσεις τους, υποστηρίζουν συστηματικά ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα εμπλέκονται σε έναν «ανταγωνισμό» μεγάλων δυνάμεων. Θεμελιωδώς, η προσέγγιση της κυβέρνησης Μπάιντεν απέναντι στην Κίνα βασίζεται στην ιδέα του «ελεγχόμενου στρατηγικού ανταγωνισμού», μια θεωρία που απαιτεί και από τις δύο πλευρές να αποδεχθούν την προοπτική εμπλοκής σε έναν διαρκή και σταθερό στρατηγικό ανταγωνισμό για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η στρατηγική αυτή απαιτεί από κάθε μέρος να είναι διαφανές σχετικά με τις κόκκινες γραμμές του, προκειμένου να μην εξελιχθεί ο ανταγωνισμός σε σύγκρουση και να δημιουργηθεί χώρος για την αναγκαία συνεργασία. Δεν μπορεί να λειτουργήσει αν η μια πλευρά αρνείται ακόμη και να αποδεχθεί ότι ο μακροπρόθεσμος ανταγωνισμός είναι μια αναπόφευκτη και νομιμοποιημένη κατάσταση πραγμάτων.
Αλλά οι ηγέτες της Κίνας δεν θα αφήσουν τον «ανταγωνισμό» να καθορίσει τις αμερικανοκινεζικές σχέσεις. Όπως το έθεσε ο Κινέζος υπουργός Εξωτερικών, Wang Yi, σε μια ομιλία του στην Asia Society πέρυσι, το Πεκίνο βλέπει τον «λεγόμενο στρατηγικό ανταγωνισμό» ως μια δυναμική «win-lose» που φέρνει «τεράστια αβεβαιότητα» στην σχέση τους και ωθεί τις δύο δυνάμεις περισσότερο προς την «αντιπαράθεση και την σύγκρουση». Αντ’ αυτού, η Κίνα απαιτεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες να δεσμευτούν να περιγράφουν την σχέση με όρους «αμοιβαίου σεβασμού», «ειρηνικής συνύπαρξης», και συνεργασίας «win-win». Όταν ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν, συναντήθηκε με τον Σι στο Πεκίνο τον Ιούνιο, ο Σι απαίτησε ότι καμία χώρα να μην «προσπαθήσει να διαμορφώσει την άλλη πλευρά» και δήλωσε ότι η «ειρηνική συνύπαρξη και η συνεργασία με αμοιβαίο όφελος» είναι ο μόνος «σωστός δρόμος» προς τα εμπρός.
Αυτό δεν είναι μια απλή σημασιολογική διαμάχη. Η Κίνα απαιτεί την έννοια της «συνύπαρξης» από μια βαθιά ανησυχία σχετικά με το τι θα μπορούσε να σημαίνει ο «ανταγωνισμός» για το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΚ) -μια άποψη που η αμερικανική πλευρά δεν κατανοεί πλήρως. Πρακτικά, η αποσύνδεση έχει ματαιώσει ακόμη και τέτοια απλά βήματα όπως η καθιέρωση αποτελεσματικών επικοινωνιών στρατού με στρατό σε [ενδεχόμενες] κρίσεις και ο διάλογος για τον έλεγχο των πυρηνικών όπλων.
Η αλήθεια είναι ότι οι τρέχουσες αμερικανοκινεζικές εντάσεις και η δυσπιστία δεν μπορούν να περιοριστούν σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο ανάφλεξης, όπως η Ταϊβάν ή η τεχνολογία. Ούτε αυτές οι εντάσεις είναι το αναγκαίο αποτέλεσμα κάποιας αναπόφευκτης αντιπαλότητας μεταξύ δύο μεγάλων δυνάμεων. Προκύπτουν από βαθιές διαφορές μεταξύ της Κίνας και των Ηνωμένων Πολιτειών στα ζητήματα της κοσμοθεωρίας, της ιδεολογίας, και της νομιμοποίησης του καθεστώτος. Αυτή η ιδέα μπορεί να αποτελέσει έκπληξη για πολλούς στην Δύση, οι οποίοι προτιμούν να σκέφτονται την Κίνα με οικονομικούς και στρατιωτικούς όρους και οι οποίοι συχνά βλέπουν το Πεκίνο ως εστιασμένο στα εθνικά του συμφέροντα και όχι ως περισπασμένο λόγω ιδεολογικών σκέψεων. Ο ρόλος των υποσυνείδητων ιδεολογικών παραδοχών στην αμερικανική προσέγγιση της Κίνας έχει επίσης υποτιμηθεί σοβαρά. Αλλά αυτές οι διαφορές αποκαλύπτονται στην διαμάχη για το πώς θα περιγραφεί η σχέση -και πρέπει να εξεταστούν προσεκτικά, ώστε οι παρεξηγήσεις να μην εκφυλιστούν σε ανοιχτή σύγκρουση.
ΚΕΡΔΙΖΕΙΣ Ή ΠΕΘΑΙΝΕΙΣ
Όταν οι Αμερικανοί ηγέτες πιέζουν τους Κινέζους ηγέτες να επιτρέψουν στον «ανταγωνισμό» να αποτελέσει την εννοιολογική βάση για την σχέση των χωρών τους, βασίζονται σε μια συγκεκριμένη αντίληψη για το τι συνεπάγεται ο ανταγωνισμός, η οποία βασίζεται στα ιδανικά που οραματίζεται ο κλασικός δημοκρατικός φιλελευθερισμός. Σε αυτή την αντίληψη -πυρήνα της φιλελεύθερης παράδοσης της πολιτικής φιλοσοφίας- ο πολιτικός ανταγωνισμός είναι ανταγωνιστικός με την έννοια ενός αθλητικού αγώνα: ένας διαγωνισμός ιδεών που μπορεί να διεξάγεται με μεγάλο πάθος αλλά που, στο τέλος της ημέρας, μπορεί να επιλυθεί ειρηνικά, ακόμη και φιλικά. Και οι δύο ανταγωνιστές γνωρίζουν ότι το αποτέλεσμα δεν είναι οριστικό και ότι ο ηττημένος έχει το δικαίωμα να επιστρέψει και να αγωνιστεί ξανά. Ο πολιτικός ανταγωνισμός είναι, αν όχι παιχνίδι, τουλάχιστον δεν είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου.
Αυτή η αντίληψη του ανταγωνισμού δεν θα μπορούσε να διαφέρει περισσότερο από το όραμα της πολιτικής που έχει ο Σι και η ηγεσία του ΚΚΚ. Ενώ το σύγχρονο ΚΚΚ έχει προσπαθήσει να αφήσει πίσω του πτυχές της κληρονομιάς του Μάο Τσετούνγκ -μεταρρυθμίζοντας και ανοίγοντας την οικονομία μετά το 1979 και χαλαρώνοντας τις κολεκτιβιστικές φιλοδοξίες του- η μαρξιστική-λενινιστική άποψη του Μάο για τον πολιτικό «ανταγωνισμό» παραμένει κεντρική στην σκέψη του. Αυτό το όραμα παρουσίασε την πολιτική ακριβώς ως τον αγώνα ζωής ή θανάτου που το δημοκρατικό φιλελεύθερο ιδεώδες ισχυρίζεται ότι δεν είναι. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, ο πολιτικός ανταγωνισμός είναι ένας ωμός αγώνας για την εξουσία μεταξύ ομάδων ή φατριών που δεν μπορεί παρά να είναι το προοίμιο για την εξόντωση του ανταγωνιστή˙ πράγματι, η ιστορία της λενινιστικής πολιτικής στην Κίνα είναι γεμάτη από εκκαθαρίσεις, στρατόπεδα συγκέντρωσης, και πολιτικές δολοφονίες. Όπως το διατύπωσε ο Μάο, ο πολιτικός ανταγωνισμός καταλήγει στο Ni si, wo huo (εσύ πεθαίνεις, εγώ ζω).
Ο Σι μεγάλωσε κατά την διάρκεια της βίαιης κομματικής βίας της Πολιτιστικής Επανάστασης˙ ο πατέρας του εκδιώχθηκε από την ηγεσία του ΚΚΚ και φυλακίστηκε όταν ο Σι ήταν εννέα ετών, και γι’ αυτόν η άποψη του μηδενικού αθροίσματος είναι η μόνη αντίληψη του πολιτικού ανταγωνισμού που δεν είναι θανάσιμα αφελής. Το 2000, ο Σι αναλογιζόταν σε συνέντευξή του στους Chinese Times ότι «οι άνθρωποι που έχουν μικρή εμπειρία με την εξουσία, εκείνοι που έχουν μείνει μακριά από αυτήν, τείνουν να την θεωρούν [την εξουσία] μυστηριώδη και καινοφανή» και ασόβαρη. «Αλλά εγώ κοιτάζω πέρα από τα επιφανειακά πράγματα … τα λουλούδια και την δόξα και το χειροκρότημα», συνέχισε. «Βλέπω τα κρατητήρια [και] την αστάθεια των ανθρώπινων σχέσεων. Καταλαβαίνω την πολιτική σε ένα βαθύτερο επίπεδο».
Ο πρωθυπουργός, Li Qiang, ο δεύτερος σε ιεραρχία ηγέτης της χώρας, υποστήριξε ότι η ρητορική της Δύσης έχει «υποδαυλίσει την ιδεολογική προκατάληψη και το μίσος», με αποτέλεσμα η Κίνα να βλέπει πλέον «πράξεις περικύκλωσης και καταπίεσης». Στην Δύση, αυτού του είδους οι αναφορές στην ιδεολογία συχνά περνούν απαρατήρητες ή απορρίπτονται ως απλή προπαγάνδα. Αυτό είναι λάθος. Στην πραγματικότητα, από την οπτική γωνία της ανώτατης ηγεσίας του ΚΚΚ, η ιδεολογία είναι το κεντρικό πεδίο σύγκρουσης και οι Ηνωμένες Πολιτείες καθοδηγούνται κυρίως από την επιθυμία να χρησιμοποιήσουν την δική τους Δυτική, φιλελεύθερη ιδεολογία για να υπονομεύσουν και να ανατρέψουν το καθεστώς τους.
Η κατανόηση της άποψης του ΚΚΚ φωτίζει το πρόβλημα του Πεκίνου με το πλαίσιο του «ανταγωνισμού». Ενώ το φιλελεύθερο όραμα της κυβέρνησης Μπάιντεν για την πολιτική τής επιτρέπει να δει τον «ελεγχόμενο ανταγωνισμό» ως έναν τρόπο ώστε οι δύο πλευρές να επιβιώσουν, ακόμη και να ευδοκιμήσουν, αποφεύγοντας την σύγκρουση, η ηγεσία του ΚΚΚ διαβάζει την έννοια ως ένα ξεπέρασμα του πραγματικού, υπαρξιακού αγώνα -και ως έναν τρόπο να ξεγελάσει την Κίνα για να δεσμευτεί. Επομένως, η κινεζική ηγεσία είναι θεμελιωδώς επιφυλακτική απέναντι σε οποιεσδήποτε διαβεβαιώσεις των ΗΠΑ ότι ο ανταγωνισμός των δύο χωρών θα παραμείνει πράγματι περιορισμένος.
ΚΟΜΜΑΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ
Κανείς δεν έχει εκφράσει αυτές τις απόψεις με μεγαλύτερη συνέπεια και ευθύτητα από τον ίδιο τον Σι. Σε μια ομιλία που εκφωνήθηκε σε κορυφαίους ηγέτες του κόμματος μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του το 2013, ο Xi δήλωσε ότι στην Κίνα, οι Δυτικές «εχθρικές δυνάμεις» «κάνουν τα πάντα για να προπαγανδίσουν τις λεγόμενες οικουμενικές αξίες». Στόχος τους ήταν «να συναγωνιστούν μαζί μας [στα] πεδία μάχης των καρδιών των ανθρώπων … για να ανατρέψουν το σοσιαλιστικό σύστημα [της Κίνας]». Αν και «αόρατος», ο «εξαιρετικά σκληρός» συνεχιζόμενος αγώνας στην ιδεολογική σφαίρα ήταν, προειδοποίησε, «ζήτημα ζωής και θανάτου». Δεν έχει μετακινηθεί από αυτή την πεποίθηση: το 2016 δήλωσε ότι οι Δυτικοί θεωρούν «την ανάπτυξη της Κίνας ως απειλή για τις Δυτικές αξίες» και ως εκ τούτου «δεν έχουν σταματήσει ούτε στιγμή την ιδεολογική διείσδυσή τους στην Κίνα». Το 2017, επιβεβαίωσε ότι «η ιδεολογία αφορά την καρδιά και την ψυχή ενός έθνους» και φέτος τον Ιούλιο προειδοποίησε τους συγκεντρωμένους ηγέτες του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης ότι όλοι πρέπει να είναι έτοιμοι να αντισταθούν στις «έγχρωμες επαναστάσεις» που υποκινεί η Δύση.
Δυτικοί αναλυτές και υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αποδίδουν συχνά αυτή την αυξανόμενη έμφαση στην ιδεολογία, στην προσωπική αντίληψη του Σι για την εξουσία. Αλλά ορισμένοι από τους πιο ενημερωμένους πολιτικούς παρατηρητές στο εσωτερικό της Κίνας υποστηρίζουν ότι ο προκάτοχος του Σι, ο Χου Τζιντάο, ξεκίνησε την εντονότερη εστίαση της χώρας στους ιδεολογικούς και γεωπολιτικούς αγώνες. Μετά τον θάνατο του Μάο, το ΚΚΚ πειραματίστηκε με την χαλάρωση της ιδεολογικής ρητορικής για να διευκολύνει την οικονομική ανάπτυξη και να οικοδομήσει επικερδείς δεσμούς με την Δύση. Όμως οι βαθιά ριζωμένες ιδεολογικές πεποιθήσεις του παρέμειναν αδρανείς, έτοιμες να επιβεβαιωθούν εκ νέου, ιδίως σε περιόδους αναταραχής ή αντιληπτού κινδύνου.
Έτσι, όταν, τον Δεκέμβριο του 2008, πάνω από 300 διακεκριμένοι Κινέζοι δικηγόροι, διανοούμενοι, και ακτιβιστές παρουσίασαν το μανιφέστο της «Χάρτας 08» -το οποίο υποστήριζε την συνολική φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος- η ηγεσία του ΚΚΚ είδε σε αυτό την επιβεβαίωση ότι η Δυτική επιρροή αποτελούσε άμεση πρόκληση για τη νομιμοποίησή της. Η Χάρτα 08 έγινε ένας αποφασιστικός παράγοντας που έπεισε την ηγεσία του κόμματος ότι έπρεπε να αλλάξει γρήγορα πορεία. Μια εσωτερική κομματική ανακοίνωση του 2013 που διέρρευσε και ονομάστηκε «Έγγραφο 9» αντανακλούσε την ανανεωμένη πεποίθηση του ΚΚΚ ότι οι «Δυτικές αντι-κινεζικές δυνάμεις», καθοδηγούμενες από την φιλελεύθερη ιδεολογία, ήταν αποφασισμένες να επιβάλουν «Δυτικοποίηση, διάσπαση, και έγχρωμες επαναστάσεις» στην Κίνα προκειμένου να ανατρέψουν το ΚΚΚ και να μετατρέψουν την χώρα σε δημοκρατία.
Αυτή η αυξανόμενη πίστη σε έναν σκληρό συνεχιζόμενο ιδεολογικό αγώνα έχει ενισχύσει την δυσπιστία του ΚΚΚ για τις προθέσεις της Ουάσιγκτον. Η ιδεολογία συμβάλλει στη νομιμοποίηση των καθεστώτων και η νομιμοποίηση ενός καθεστώτος είναι πιθανό να καθορίσει την επιβίωσή του. Σε συνδυασμό με την άποψη του ΚΚΚ για την πολιτική, αυτή η πεποίθηση καθιστά τον ιδεολογικό ανταγωνισμό μεταξύ των καθεστώτων στην πραγματικότητα το απόλυτο «ζήτημα ζωής και θανάτου» που έχει περιγράψει ο Σι. Πράγματι, ο Σι και άλλοι κορυφαίοι ηγέτες του ΚΚΚ κατανοούν ότι η πολιτική ήττα, συμπεριλαμβανομένης της αλλαγής καθεστώτος, θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την δική τους ζωή.
[ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ] ΔΥΟ ΓΙΑ ΤΟ ΤΑΝΓΚΟ
Σε πολλούς Αμερικανούς, απορροφημένους από τις αδυναμίες της δικής τους δημοκρατίας, η ιδέα ότι οι «Δυτικές αντι-κινεζικές δυνάμεις» βρίσκονται σε σταυροφορία για την ανατροπή του ΚΚΚ μπορεί να ακούγεται παράλογη, ακόμη και παρανοϊκή. Αλλά είναι κρίσιμο επίσης να εξετάσουμε την πληρέστερη φύση και ιστορία του Δυτικού φιλελευθερισμού ως ιδεολογία. Πολλοί Δυτικοί είναι, πλέον, τόσο συνηθισμένοι στον φιλελευθερισμό που δεν τον αντιλαμβάνονται καθόλου ως ιδεολογία. Κολυμπούν μέσα σε αυτόν όπως τα ψάρια μέσα στο νερό. Αλλά το Έγγραφο 9 προσδιορίζει επίσης τον φιλελευθερισμό ως μια ιεραποστολική πίστη που ισχυρίζεται ότι οι αξίες του «είναι ο κυρίαρχος κανόνας για όλο τον ανθρώπινο πολιτισμό» και πρέπει να ισχύουν καθολικά «για όλη την ανθρωπότητα». Και όπως ασκείται στο εξωτερικό από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτό είναι, στην πραγματικότητα, αλήθεια -όχι μόνο στην θεωρία αλλά και στην πράξη.
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν να ασπάζονται ένα μαξιμαλιστικό στέλεχος του φιλελευθερισμού που θεωρούσε την ύπαρξη αντιφιλελεύθερων κοινωνιών οπουδήποτε ως απειλή για την ελευθερία παντού. Αυτή η αντίληψη, που έχει τις ρίζες της στον εγελιανό καθολικισμό, υιοθετεί μια άποψη της ιστορικής προόδου που θεωρεί τον φιλελευθερισμό ως το φυσικό καταληκτικό σημείο της ιστορίας και το πεπρωμένο της ανθρώπινης διακυβέρνησης. Δεν μπορεί να ανεχθεί μόνιμα οποιεσδήποτε ανελεύθερες κοινωνίες, καθώς η ύπαρξή τους υπονομεύει την αξίωσή της για καθολικότητα. Επιταχύνοντας μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, αυτή η πεποίθηση βοήθησε να στηριχθούν φιλόδοξες προσπάθειες των ΗΠΑ να αναδιατάξουν άλλες κοινωνίες κατά τις φιλελεύθερες γραμμές, όπως στο Ιράκ και την Λιβύη -επεμβάσεις που, κυρίως, άφησαν τα καθεστώτα αυτών των χωρών κατεστραμμένα και τους ηγέτες νεκρούς. Κατά την άποψη του ΚΚΚ, αυτή ακριβώς είναι η ώθηση που οδηγεί τώρα την εχθρότητα των ΗΠΑ προς την Κίνα.
Οι Αμερικανοί πολιτικοί, τις τελευταίες δεκαετίες, έχουν δώσει άφθονη ρητορική τροφή για να ενισχύσουν αυτή την αντίληψη. Υπό τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, ο υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο δήλωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να «εμπλακούν και να ενδυναμώσουν τον κινεζικό λαό» για να πραγματοποιήσουν αλλαγή καθεστώτος, υποστηρίζοντας ότι «αν ο ελεύθερος κόσμος δεν αλλάξει την κομμουνιστική Κίνα, η κομμουνιστική Κίνα θα αλλάξει εμάς». Ο Μπάιντεν έχει αποφύγει δημοσίως τέτοιου είδους αιχμηρές εκκλήσεις για αλλαγή του καθεστώτος στην Κίνα, αλλά έχει καταστήσει την προώθηση των φιλελεύθερων αξιών βασική προτεραιότητα της εξωτερικής πολιτικής σε όλο τον κόσμο και μιλά συχνά για μια συνεχιζόμενη παγκόσμια «μάχη μεταξύ δημοκρατίας και απολυταρχίας». Αυτή η αντιληπτή ιμπεριαλιστική πίεση λαμβάνει χώρα ακριβώς όταν οι Κινέζοι ηγέτες αισθάνονται όλο και πιο ανασφαλείς στο εσωτερικό τους.
Το ΚΚΚ ανησυχεί πραγματικά για τη νομιμοποίησή του. Αντιμετωπίζει μια επιβραδυνόμενη οικονομία με ανησυχητικά υψηλή ανεργία των νέων, καθώς και μια αποδυνάμωση της σιωπηρής συμφωνίας μεταξύ της κυβέρνησης και του λαού: ότι η έλλειψη πολιτικής φιλελευθεροποίησης θα αντισταθμιζόταν από την σταθερά αυξανόμενη οικονομική ευημερία. Ακριβώς λόγω της ιδεολογικής τους κοσμοθεωρίας, ο Σι και άλλοι κορυφαίοι ηγέτες του ΚΚΚ κατανοούν ότι οποιαδήποτε σοβαρή οικονομική οπισθοδρόμηση θα μπορούσε να ανοίξει περαιτέρω την πόρτα στις φιλελεύθερες ιδέες και να αποτελέσει υπαρξιακή απειλή για την εξουσία τους.
Ο Σι ελπίζει να επιλύσει αυτό το πρόβλημα νομιμοποίησης επιδιώκοντας την αναζωογόνηση της κινεζικής οικονομίας και την προώθηση της «κοινής ευημερίας» για την αντιμετώπιση της ανισότητας. Προσπαθεί επίσης να ενσταλάξει την κινεζική «πολιτιστική αυτοπεποίθηση», όπως λέει, προωθώντας τον κινεζικό εθνικισμό και εστιάζοντας σε θέματα εθνικής ασφάλειας. Το πιο σημαντικό, προσπαθεί να σφυρηλατήσει ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, δίνοντας έμφαση στην συνέχεια μεταξύ του θριαμβευτικού, προ-μαρξιστικού παρελθόντος της Κίνας και της σημερινής εποχής υπό την ηγεσία του.
Όταν ο Σι μιλά για την δημιουργία ενός «πολυπολικού κόσμου», δεν εννοεί μόνο να καταστήσει την Κίνα μια στρατιωτική και οικονομική δύναμη ίση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Επιδιώκει να επιβεβαιώσει ότι η Κίνα είναι και θα συνεχίσει να είναι ένας μεγάλος πολιτισμός που έχει δικαίωμα να υπάρχει με τους δικούς του όρους, χωρίς να συμμορφώνεται με τον Δυτικό φιλελευθερισμό. Ελπίζει να ενισχύσει την αντιληπτή νομιμοποίηση του ΚΚΚ στο εσωτερικό αλλά και στο εξωτερικό, ακριβώς με την θέση ότι ο κινεζικός πολιτισμός χρησιμεύει ως αντιπαράδειγμα στον φιλελευθερισμό. Αυτό είναι το μήνυμα που μετέφερε, για παράδειγμα, σε μια πρόσφατη ομιλία στην οποία μίλησε σχετικά με το να καταστήσει τον κόσμο ασφαλή για μια «ποικιλία πολιτισμών».
Ως εκ τούτου, από την σκοπιά του Πεκίνου, είναι ζωτικής σημασίας, όχι ασήμαντο, να απαιτηθεί από την Ουάσιγκτον να αποδεχθεί την «συνύπαρξη» με την Κίνα. Για το ΚΚΚ, ο «ανταγωνισμός» συνεπάγεται ότι η μια ή η άλλη πλευρά θα καταστραφεί. Στην πραγματικότητα, το κόμμα δεν έχει μεγάλη αυτοπεποίθηση για το ποια πλευρά θα είναι αυτή.
ΛΑΒΕΤΕ ΤΟΝ ΛΟΓΟ
Ούτε η Κίνα ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν εύκολα να αποδεχθούν την πρόταση της άλλης πλευράς για το πώς να κατανοήσουν και να προσεγγίσουν την σχέση τους. Αυτό δημιουργεί ένα σκληρό ανώτατο όριο στο τι μπορούν να επιτύχουν οι διπλωματικοί διάλογοι και οι προσπάθειες σταθεροποίησης. Σε πρακτικό επίπεδο, η ιδεολογική αποσύνδεση κάνει το Πεκίνο διστακτικό να υιοθετήσει οποιαδήποτε αμοιβαία «προστατευτικά όρια» που αποσκοπούν στην αποτροπή της κλιμάκωσης σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον. Πρόσφατα, για παράδειγμα, το Πεκίνο αρνήθηκε να ικανοποιήσει το αίτημα της Ουάσινγκτον για διαλόγους σχετικά με την πυρηνική στρατηγική σταθερότητα και τον έλεγχο των εξοπλισμών. Λόγω των ιδεολογικών του παραδοχών, το Πεκίνο θεωρεί ότι πρόκειται για παγίδες που στήνονται για την καταστροφή του και όχι για γνήσιες προσπάθειες διατήρησης της σταθερότητας. Ακόμα και η πιθανή συνεργασία σε τομείς κοινού ενδιαφέροντος, όπως η κλιματική αλλαγή, η παγκόσμια επισιτιστική ασφάλεια, και η διεθνής μακροοικονομική σταθερότητα, θεωρείται πλέον τυπικά από την Κίνα ως μέσο για να επιβάλει το ένα μέρος την θέλησή του στο άλλο.
Τελικά, αυτό που θέλει η Κίνα είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες να συμφωνήσουν ρητά σε έναν τελικό στόχο για την σχέση: ειρηνική συνύπαρξη ή κάτι παρόμοιο, όπου το δικαίωμα του ΚΚΚ να κυβερνά παραμένει μόνιμα εκτός συζήτησης. Αυτό ακούγεται αρκετά εύκολο: η Ουάσινγκτον ισχυρίζεται ήδη ότι αποδέχεται τη νομιμότητα του ΚΚΚ και δεν θα προσπαθήσει να ανατρέψει το κινεζικό καθεστώς. Αλλά το Πεκίνο δεν εμπιστεύεται τις διαμαρτυρίες της Ουάσινγκτον, καθώς δεν πιστεύει ότι η αμερικανική φιλελεύθερη ιδεολογία μπορεί ποτέ να αποδεχθεί πραγματικά αυτό το σενάριο.
Το να μεταβληθεί αυτή η πεποίθηση θα απαιτούσε πιθανότατα από τις Ηνωμένες Πολιτείες να αλλάξουν ουσιαστικά πορεία στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουν τον κόσμο, εγκαταλείποντας κάθε ισχυρισμό περί φιλελεύθερου οικουμενισμού και πολιτισμικής ανωτερότητας και υιοθετώντας ρητά μια κοσμοθεωρία και μια εξωτερική πολιτική που θα επικεντρώνονται αυστηρότερα στην εθνική κυριαρχία -με άλλα λόγια, μια κοσμοθεωρία που θα μοιάζει περισσότερο με εκείνη της Κίνας. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, η «συνύπαρξη» συνεπάγεται επίσης την παύση κάθε ανταγωνιστικής πίεσης σε θέματα όπως η τεχνολογία, το εμπόριο, και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτό δεν είναι κάτι που οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι πιθανό να είναι πρόθυμες να κάνουν. Η αμερικανική ιδεολογική τάση προς έναν σταυροφορικό διεθνή φιλελευθερισμό είναι πολύ βαθιά και στις δύο πλευρές του εγχώριου πολιτικού διαχωρισμού -όπως ακριβώς και το μαρξιστικό-λενινιστικό ένστικτο του ΚΚΚ στην Κίνα.
Έτσι, οι δύο χώρες βρίσκονται σε ένα σοβαρό αδιέξοδο: ένα ιδεολογικό δίλημμα ασφάλειας. Η Ουάσινγκτον δεν φαίνεται να έχει ακόμη αναγνωρίσει πλήρως αυτό το αδιέξοδο. Το πιθανότερο είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα θα παραμείνουν παγιδευμένες σε μια τεταμένη και δυσάρεστη αντιπαλότητα για το προβλέψιμο μέλλον, με την αμοιβαία επιθυμία να αποφευχθεί ο απόλυτος πόλεμος να αποτελεί το τελευταίο εναπομείναν πεδίο για την σχέση. Το γεγονός ότι η ιδεολογική διαμάχη είναι απίθανο να επιλυθεί καθιστά την υποστήριξη αυτού του ολοένα και πιο εύθραυστου εδάφους ιδιαίτερα κρίσιμη. Η ενίσχυσή του απαιτεί επίμονες, συντονισμένες, και εκτεταμένες προσπάθειες και από τις δύο πλευρές. Απλώς δεν έχουν απομείνει άλλες επιλογές, τουλάχιστον μέχρι την στιγμή που οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Κίνα, ή και οι δύο θα είναι πρόθυμες να προσαρμόσουν τις κοσμοθεωρίες τους και να βρουν έναν τρόπο να μοιραστούν τον ίδιο κόσμο.