Η τρέχουσα στρατηγική του Μπάιντεν ρισκάρει κλιμάκωση και αέναο πόλεμο
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, δήλωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι αφοσιωμένες στο να τερματίσουν τον πόλεμο στην Ουκρανία μέσω διαπραγματεύσεων. Όμως η κυβέρνησή του έχει κάνει ελάχιστα, έως καθόλου, βήματα για να δημιουργήσει μια διπλωματική διαδικασία που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Ενθαρρυμένες από τις επιτυχίες στο πεδίο της μάχης της Ουκρανίας και φρικιώντας από τις ρωσικές θηριωδίες, οι Ηνωμένες Πολιτείες δείχνουν δεσμευμένες να συνεχίσουν την τρέχουσα προσέγγισή τους να βοηθήσουν την Ουκρανία να ανακαταλάβει όσο το δυνατόν περισσότερα εδάφη χωρίς να προκληθεί ευρύτερος πόλεμος. Το σύνθημα στην Ουάσιγκτον είναι να υποστηρίξει το Κίεβο «όσο χρειαστεί» και να αποκλείσει, τουλάχιστον προς το παρόν, πρακτικά βήματα προς την διπλωματία. Αυτό το μήνυμα ενισχύθηκε την περασμένη εβδομάδα όταν 30 Δημοκρατικοί στην Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ δημοσίευσαν μια επιστολή καλώντας την κυβέρνηση Μπάιντεν να συνεχίσει τις άμεσες διαπραγματεύσεις με τη Μόσχα, μόνο για να το αποσύρουν μια μέρα αργότερα, εν μέσω της προβλέψιμης κατακραυγής.
Στην πραγματικότητα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι εταίροι τους στο G-7 έχουν ήδη προτείνει μια ειρηνευτική συμφωνία. Αλλά οι όροι μοιάζουν με προϋποθέσεις για την παράδοση της Ρωσίας: το Κίεβο ανακτά όλη του την επικράτεια, λαμβάνει αποζημιώσεις από τη Μόσχα, και υπογράφει συμφωνίες ασφαλείας με Δυτικές χώρες. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα ήταν πράγματι ιδανικό, αποκαθιστώντας τον έλεγχο της Ουκρανίας στα διεθνώς αναγνωρισμένα σύνορά της, ενισχύοντας την διεθνή τάξη, και τιμωρώντας την Ρωσία —αλλά είναι επίσης απίθανο. Το να επικοινωνήσουν ότι μια ολοκληρωτική νίκη της Ουκρανίας είναι το επιθυμητό τελικό αποτέλεσμα για τις ΗΠΑ χωρίς να καταβάλουν μια συντονισμένη προσπάθεια προετοιμασίας για μελλοντικές διπλωματικές διαπραγματεύσεις, θα μπορούσε να οδηγήσει είτε σε επικίνδυνη κλιμάκωση είτε σε επ’ αόριστον παράταση της σύγκρουσης. Θα ήταν πρόωρο να υπάρξει πίεση για οποιαδήποτε συγκεκριμένη συμφωνία ή ακόμα και για άμεσες διαπραγματεύσεις σήμερα. Αλλά θέτοντας τις βάσεις για αυτές τις διαπραγματεύσεις τώρα, οι Ηνωμένες Πολιτείες, μαζί με τους Ουκρανούς εταίρους και τους συμμάχους τους, θα μπορούσαν να ελαχιστοποιήσουν τον κίνδυνο αυτών των επικίνδυνων αποτελεσμάτων και να βοηθήσουν στην χάραξη μιας πορείας προς τον τερματισμό του πολέμου.
ΜΑΞΙΜΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΣΤΟΧΟΙ, ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΕΣ
Στις 11 Οκτωβρίου, αφότου η Ρωσία πραγματοποίησε επιθέσεις σε μη στρατιωτικές υποδομές σε ολόκληρη την Ουκρανία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους στο G-7 εξέδωσαν μια δήλωση αναφέροντας το πώς πιστεύουν ότι θα προχωρήσει ο πόλεμος. «Θα συνεχίσουμε να παρέχουμε οικονομική, ανθρωπιστική, στρατιωτική, διπλωματική, και νομική υποστήριξη και θα σταθούμε σταθερά με την Ουκρανία για όσο διάστημα χρειαστεί», δήλωσαν οι ηγέτες του G-7, προσθέτοντας ότι το Κίεβο έχει το δικαίωμα «να ανακτήσει τον πλήρη έλεγχο του εδάφους εντός των διεθνώς αναγνωρισμένων συνόρων του». Το G-7 απαίτησε επίσης από την Ρωσία «να σταματήσει όλες τις εχθροπραξίες και να αποσύρει αμέσως, πλήρως, και άνευ όρων όλα τα στρατεύματα και τον στρατιωτικό εξοπλισμό της από την Ουκρανία», συμπεριλαμβανομένων, πιθανώς, όχι μόνο των περιοχών που κατακτήθηκαν φέτος αλλά και του ουκρανικού εδάφους που ελέγχει η Μόσχα από το 2014. Και το γκρουπ δεσμεύτηκε να υποστηρίξει τις προσπάθειες της Ουκρανίας για την επιδίωξη μιας «δίκαιης ειρήνης», η οποία θα πρέπει να περιλαμβάνει «σεβασμό της προστασίας της εδαφικής ακεραιότητας και κυριαρχίας κατά το Καταστατικό του ΟΗΕ˙ διασφάλιση της ικανότητας της Ουκρανίας να αμυνθεί στο μέλλον˙ διασφάλιση της ανάκαμψης και της ανοικοδόμησης της Ουκρανίας, συμπεριλαμβανομένης της διερεύνησης οδών για να γίνει αυτό με κεφάλαια από την Ρωσία˙ επιδίωξη λογοδοσίας για ρωσικά εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά την διάρκεια του πολέμου».
Όλα αυτά δικαιολογούνται ηθικά και νομικά. Μπορεί επίσης να είναι δυνατό [να συμβούν], χάρη στην εκπληκτική υποεπίδοση της Ρωσίας στον πόλεμο. Αλλά υπάρχουν καλοί λόγοι να αμφιβάλλουμε ότι η Ουκρανία και οι Δυτικοί υποστηρικτές της μπορούν να αναγκάσουν τον στρατό της Ρωσίας να παραιτηθεί από όλο το ουκρανικό έδαφος που κατέχει αυτή την στιγμή και στην συνέχεια να πείσουν τη Μόσχα να συμμορφωθεί με τους όρους ειρήνης του νικητή.
Πρώτον, η Ρωσία μπορεί να επιλέξει να κλιμακώσει αντί να συνθηκολογήσει στο πεδίο της μάχης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι εταίροι τους στο G-7 φαίνεται να πιστεύουν ότι η Μόσχα θα αποδεχθεί την πλήρη εδαφική απώλεια χωρίς να προκαλέσει ευρύτερο πόλεμο ή να χρησιμοποιήσει όπλα μαζικής καταστροφής. Είναι σίγουρα πιθανό ότι ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, μπλοφάρει όταν απειλεί να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα. Αλλά σε αντίθεση με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Νίξον, ο οποίος ασπάστηκε την «θεωρία του τρελού» του πυρηνικού εκφοβισμού στην αντιπαράθεσή του με τους Βορειοβιετναμέζους, η οποία έλαβε χώρα χιλιάδες μίλια από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Πούτιν μάχεται για αυτό που ισχυρίζεται ότι είναι το έδαφος της ίδιας της Ρωσίας. Επομένως, το διακύβευμα είναι πολύ μεγαλύτερο. Εάν οι συμβατικές του δυνάμεις κατατροπωθούν, ο Πούτιν θα μπορούσε να αξιοποιήσει το τεράστιο οπλοστάσιο μη στρατηγικών πυρηνικών όπλων του για χρήση εναντίον ουκρανικών δυνάμεων ή κυβερνητικών στόχων. Η χρήση πυρηνικών όπλων μπορεί να φαίνεται μάταιη ή ακόμα και αυτοκαταστροφική, αλλά κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου το ΝΑΤΟ οραματιζόταν να τα χρησιμοποιήσει για να αντισταθμίσει τα συμβατικά του μειονεκτήματα σε σχέση με το Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Ο Πούτιν θα μπορούσε επίσης να δοκιμάσει ή να χρησιμοποιήσει ένα πυρηνικό όπλο μακριά από το πεδίο της μάχης για να δείξει την αποφασιστικότητά του και την προθυμία του να χρησιμοποιήσει περισσότερα από αυτά στο μέλλον.
Ακόμη και εν τη απουσία πυρηνικής επίθεσης, ο κίνδυνος μιας άμεσης σύγκρουσης μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας -και ο συνακόλουθος κίνδυνος μιας ανταλλαγής στρατηγικών πυρηνικών [χτυπημάτων]- θα παραμείνει υψηλός και πιθανώς θα αυξηθεί όσο ο πόλεμος συνεχίζεται. Σε μια στιγμή απελπισίας, η Ρωσία θα μπορούσε να προσπαθήσει να ανατρέψει το ρεύμα του πολέμου προσπαθώντας να σταματήσει την ροή των Δυτικών όπλων που επιτρέπει στην Ουκρανία να συνεχίζει να πολεμά.
Δεύτερον, η Ουκρανία μπορεί να μην είναι σε θέση να διατηρήσει τον τρέχοντα ρυθμό εδαφικών της κερδών. Η δήλωση του G-7 φαίνεται να υποθέτει ότι ο χρόνος είναι με το μέρος της Ουκρανίας και ότι η Ρωσία δεν θα μπορέσει να ανακάμψει από τις στρατιωτικές της αποτυχίες. Αυτό ίσως να είναι αλήθεια. Σε τελική ανάλυση, η Ουκρανία έχει σημειώσει σημαντικά κέρδη στις αντεπιθέσεις της τους τελευταίους δύο μήνες, ο ρωσικός στρατός έχει δυσκολευτεί με όλες σχεδόν τις επιχειρήσεις του καθ’ όλη την διάρκεια του πολέμου, και οι προσπάθειες της Μόσχας για επιστράτευση μαστίζονται από προβλήματα, συμπεριλαμβανομένης της φυγής από την χώρα πολλών ανδρών σε ηλικία μάχης. Επιπλέον, η Ρωσία παραμένει υπό βαριές οικονομικές κυρώσεις που θα μπορούσαν να δυσκολέψουν την διατήρηση του πολέμου.
Ωστόσο, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η Ουκρανία θα μπορέσει να ανακαταλάβει όλο το διεθνώς αναγνωρισμένο έδαφός της. Η επιστράτευση στην Ρωσία ήταν ένα χάος, αλλά θα μπορούσε τελικά να δημιουργήσει μια πολύ μεγαλύτερη δύναμη. Ο ανεπαρκής αριθμός στρατευμάτων ήταν ίσως η μεγαλύτερη αδυναμία του ρωσικού στρατού, αφήνοντάς τον ανίκανο να υπερασπιστεί μια πρώτη γραμμή που εκτείνεται σε περισσότερα από 600 μίλια. Μια μεγαλύτερη ρωσική μαχητική δύναμη θα μπορούσε να αναγκάσει την Ουκρανία να εντείνει τις δικές της προσπάθειες επιστράτευσης, παρόλο που αντιμετώπισε προκλήσεις με την στράτευση κατά το τελευταίο της κύμα στρατολόγησης.
Τέλος, η Ρωσία μπορεί να μην υποχωρήσει ακόμα κι αν αναγκαστεί να αποσυρθεί από το ουκρανικό έδαφος. Η τρέχουσα προσέγγιση των ΗΠΑ και του G-7 προϋποθέτει ότι η εδαφική απώλεια θα αναγκάσει τον Πούτιν να συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορεί να επιτύχει τους στόχους του στρατιωτικά -ή ότι θα φθείρει τον στρατό της Ρωσίας σε σημείο που δεν θα μπορεί να συνεχίσει να πολεμά. Αλλά ακόμη και μια νίκη που θα επιστρέψει όλη την Ουκρανία σε ουκρανικά χέρια δεν θα εξαφάνιζε όλη την στρατιωτική ικανότητα της Ρωσίας. Μια τέτοια νίκη πιθανότατα θα κατέστρεφε τις χερσαίες δυνάμεις της Ρωσίας, αλλά η Μόσχα θα διατηρούσε ένα μεγάλο απόθεμα πυραύλων, άφθονο πυροβολικό, και τρομερά αεροπορικά και ναυτικά μέσα. Και επειδή η Ρωσία και η Ουκρανία μοιράζονται μακρά χερσαία σύνορα, η Μόσχα θα είναι σε θέση να αμφισβητήσει μια ουκρανική νίκη στα επόμενα χρόνια. Αν δοθεί αρκετός χρόνος για να επανεξοπλιστεί και να ανασυνταχθεί, ο ρωσικός στρατός θα μπορούσε τελικά να εισβάλει ξανά.
Για τον λόγο αυτό, η εδαφική νίκη θα έπρεπε να συνδυαστεί με μια συμφωνία για τον τερματισμό του πολέμου. Η δήλωση του G-7 οραματίζεται ότι η Ρωσία συναινεί στον πλήρη έλεγχο της Ουκρανίας στα διεθνώς αναγνωρισμένα σύνορά της και συμφωνεί επίσημα να μην αμφισβητήσει αυτό το νέο status quo. Ωστόσο, η σημερινή ηγεσία της Ρωσίας είναι εξαιρετικά απίθανο να συμφωνήσει με τέτοιους όρους, ειδικά εάν περιλαμβάνουν την εγκατάλειψη της Κριμαίας. Ως εκ τούτου, όπως υποστήριξε ο Andriy Zagorodnyuk, πρώην υπουργός Άμυνας της Ουκρανίας, στο Foreign Affairs, το Κίεβο πιθανότατα θα χρειαζόταν μια αλλαγή καθεστώτος στη Μόσχα επιπλέον μιας νίκης στο πεδίο της μάχης για να αποφύγει την διαρκή απειλή της επανεισβολής. Και παρά τις αυξανόμενες (και κατανοητές) εκκλήσεις από το Κίεβο προς την Ουάσιγκτον και τους συμμάχους της να επιδιώξουν την ανατροπή του Πούτιν, η κυβέρνηση Μπάιντεν απέφυγε επιμελώς να ενστερνιστεί αυτό ως έναν στόχο του πολέμου.
Εκτός από την αλλαγή καθεστώτος, τα πιθανά μονοπάτια προς τα εμπρός, δεδομένης της τρέχουσας πολιτικής της Ουκρανίας, των ΗΠΑ και των συμμάχων τους είναι είτε η κλιμάκωση της Ρωσίας, όπως σημειώθηκε ανωτέρω, είτε μια σύγκρουση αόριστης διάρκειας. Ένας παρατεταμένος πόλεμος θα μπορούσε να ωφελήσει την Ουάσιγκτον στον βαθμό που θα αποδυναμώσει τη Μόσχα και θα την αναγκάσει να μειώσει τις φιλοδοξίες της αλλού. Αλλά ένας πόλεμος που παρατείνεται θα είχε επίσης σημαντικά μειονεκτήματα για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Θα συνέχιζε να καταναλώνει στρατιωτικούς και οικονομικούς πόρους, καθώς και τον χρόνο και την ενέργεια των υπευθύνων χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ, μειώνοντας την ικανότητα της Ουάσιγκτον να δώσει προτεραιότητα στον μακροπρόθεσμο στρατηγικό ανταγωνισμό με την Κίνα. Μια παρατεταμένη σύγκρουση πιθανότατα θα συντηρούσε επίσης το βαθύ πάγωμα των σχέσεων ΗΠΑ-Ρωσίας, θέτοντας δυνητικά σε κίνδυνο την συνεργασία μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας σε θέματα παγκόσμιας σημασίας, όπως ο έλεγχος των όπλων.
Ένας μακροχρόνιος πόλεμος θα διαταράξει επίσης την παγκόσμια οικονομία. Οι σημαντικότεροι εμπορικοί εταίροι και σύμμαχοι των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ευρώπη θα πληγούν περισσότερο, κυρίως λόγω των υψηλότερων τιμών της ενέργειας. Και, φυσικά, η χώρα που θα υποφέρει περισσότερο —όσον αφορά τις χαμένες ζωές, την καταστροφή των υποδομών, και την οικονομική καταστροφή— είναι η Ουκρανία. Ακόμη και μια σύγκρουση που συνεχίζεται σε χαμηλότερο επίπεδο έντασης θα διαταράσσει την οικονομία και θα εκφοβίζει τις επενδύσεις, περιπλέκοντας την οικονομική ανάκαμψη της χώρας.
ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΩΝΤΑΣ
Σε ένα άρθρο στους New York Times τον Μάιο, ο Μπάιντεν έγραψε ότι η στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ προς την Ουκρανία είχε σκοπό να βάλει τους ηγέτες της χώρας «στην ισχυρότερη δυνατή θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων». Αναπαράγοντας μια φράση του Ουκρανού προέδρου, Volodymyr Zelensky, έγραψε ότι «τελικά αυτός ο πόλεμος “θα τελειώσει οριστικά μόνο μέσω της διπλωματίας”». Πέντε μήνες αργότερα, αυτή η διπλωματία δεν έχει ακόμη υλοποιηθεί -γεγονός για το οποίο η Ρωσία φέρει την κύρια ευθύνη.
Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να κάνουν περισσότερα για να ενεργοποιήσουν την διπλωματία. Καθώς η Ουκρανία έχει κερδίσει το πάνω χέρι στο πεδίο της μάχης, η Ουάσιγκτον έχει ενωθεί γύρω από την άποψη ότι πρέπει να αφήσει τον πόλεμο να διαδραματιστεί επειδή οι κίνδυνοι κλιμάκωσης μπορούν να αντιμετωπιστούν, η Ουκρανία θα συνεχίσει να κερδίζει, και η Ρωσία θα αναγκαστεί τελικά να αποδεχθεί την ήττα. Η Δυτική στρατιωτική υποστήριξη θα πρέπει να συνεχιστεί, σύμφωνα με αυτή την άποψη, ώστε η Ουκρανία να μπορέσει να πάρει πίσω το έδαφός της και να ματαιώσει τις προσπάθειες προσάρτησης της Ρωσίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα πρέπει να επιβραβεύσουν τις πυρηνικές απειλές του Πούτιν υποχωρώντας ή πιέζοντας τα μέρη να διαπραγματευτούν. Δεν είναι απαραίτητο ένα δούναι και λαβείν. Η Ρωσία μπορεί είτε να αποδεχτεί τους όρους που ορίζονται από το G-7 τώρα είτε μπορεί να τους αποδεχτεί μόλις ηττηθεί στο πεδίο της μάχης.
Είναι πιθανό αυτό το αισιόδοξο σενάριο να πραγματοποιηθεί. Αλλά οι υποθέσεις στις οποίες βασίζεται είναι αμφισβητήσιμες. Και αν αποδειχθούν λάθος, το αποτέλεσμα θα είναι στην καλύτερη περίπτωση μια παρατεταμένη σύγκρουση και στην χειρότερη μια καταστροφική κλιμάκωση. Το να τεθούν τα θεμέλια για ενδεχόμενες διαπραγματεύσεις θα μπορούσε να μειώσει τον κίνδυνο αυτών των επικίνδυνων αποτελεσμάτων.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η Ουάσιγκτον θα πρέπει να επιδιώξει να ξεκινήσει άμεσες συνομιλίες σήμερα. Τα [αντιμαχόμενα] μέρη δεν είναι ακόμη έτοιμα. Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να κάνουν περισσότερα για να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις ώστε να επιτύχουν οι ενδεχόμενες διαπραγματεύσεις. Για παράδειγμα, η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να ξεκινήσει συζητήσεις με τους συμμάχους της και την Ουκρανία σχετικά με την ανάγκη να επιδείξουν όλα τα μέρη ανοικτότητα στην προοπτική ενδεχόμενων συνομιλιών και να μετριάσουν τις προσδοκίες του κοινού για μια αποφασιστική νίκη. Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα μπορούσε να συνεργαστεί με αυτούς τους εταίρους για να αναπτύξει μια κοινή γλώσσα προς αυτόν τον σκοπό και να την παρουσιάσει πιο εμφανώς στις επίσημες δηλώσεις. Το να γίνει [η δήλωση ότι] «αυτός ο πόλεμος θα τελειώσει οριστικά μόνο μέσω της διπλωματίας» τόσο συνθηματική όσο [ότι θα υπάρξει] «υποστήριξη των Ουκρανών για όσο χρόνο χρειαστεί» -και δίνοντας έμφαση στο ότι το ένα δεν έρχεται σε αντίθεση με το άλλο- θα μπορούσε να βοηθήσει στην αλλαγή του αφηγήματος.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν επίσης να καταστήσουν σαφές ότι μια διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων δεν θα ήταν πράξη συνθηκολόγησης. Η δήλωση του G-7 προβλέπει ένα αποτέλεσμα -ουσιαστικά, πλήρη ρωσική παράδοση- που φαίνεται εξαιρετικά απίθανο. Η διπλωματία, εξ ορισμού, θα συνεπάγεται κάποιο δούναι και λαβείν, επομένως είναι σημαντικό να υπάρχει ασάφεια σχετικά με τους όρους μιας πιθανής διευθέτησης σε αυτό το στάδιο.
Τέλος, η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο να διατηρήσει ανοιχτές όλες τις γραμμές επικοινωνίας με τη Μόσχα, από τον πρόεδρο και κάτω, τόσο για να σηματοδοτήσει μια ανοικτότητα σε ένα ενδεχόμενο τέλος του πολέμου μέσω διαπραγματεύσεων όσο και για να υπάρχουν κανάλια για την διευκόλυνση των ειρηνευτικών συνομιλιών όταν θα είναι η κατάλληλη στιγμή. Δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι αυτά τα βήματα θα οδηγήσουν σε ειρήνη σύντομα. Αλλά θα μπορούσαν να μετριάσουν τους κινδύνους δραματικής κλιμάκωσης και αόριστου πολέμου. Το να αφεθεί η σύγκρουση να εξελιχθεί μπορεί να φαίνεται σοφή απόφαση. Ωστόσο, ένα αποτέλεσμα από διαπραγματεύσεις –που ακόμη ισχύει ως ο δηλωμένος στόχος της κυβέρνησης Μπάιντεν- θα παραμείνει πιθανότατα άπιαστο, εκτός εάν τεθούν οι βάσεις για κάτι τέτοιο τώρα.