Άρθρο των Joshua Shifrinson και Stephen Wertheim για το Foreign Affairs
Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν υποτίθεται πως θα οδηγούσε την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ στον δρόμο που ακολουθούσε πριν τον Τραμπ. Ένας εβδομηντάρης -με μισό αιώνα εμπειρίας σε ζητήματα εθνικής πολιτικής- ήταν ο υποψήφιος για την προεδρική θέση, ο οποίος ενσάρκωνε πιο καθαρά το αμερικανικό καθεστώς. Σίγουρα, βάση προσδοκιών, θα επανέφερε την αναζήτηση των ΗΠΑ για πολιτική και στρατιωτική υπεροχή, σχεδιασμένη να διαμορφώσει εκ νέου τον κόσμο κατ’ εικόνα της. Ο Μπάιντεν ακόμα, παρουσίασε ως χαρακτηριστικό γνώρισμα της χώρας, την αναστύλωση της ηγετικής θέσης των ΗΠΑ στις διεθνείς υποθέσεις. «Η Αμερική επέστρεψε», εξάγγειλε μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του.
Αλλά, η απόφαση του Μπάιντεν να τερματίσει τον πόλεμο των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν αποκάλυψε μια άλλη πλευρά του 46ου πρόεδρου των Ηνωμένων Πολιτειών. Με το να βάλει τέλος σε ένα πόλεμο που κράτησε δύο δεκαετίες, ο Μπάιντεν απέρριψε κάθε «φιλελεύθερη διεθνιστική» πρόταση συλλογισμού για το εγχείρημα, συμπεριλαμβανομένης της ιδέας ότι το χτίσιμο ενός δημοκρατικού Αφγανιστάν και η μεταμόρφωση της περιοχής θα εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα των ΗΠΑ ή θα προωθούσαν παγκόσμιες αξίες. Ισχυρίστηκε επανειλημμένα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν μόνο έναν βάσιμο λόγο για να κάνουν χρήση των δυνάμεών τους στην περιοχή: να «πιάσουν τους τρομοκράτες που μας επιτέθηκαν την 11η Σεπτεμβρίου» και που μπορεί να επιτεθούν ξανά. Εφόσον αυτός ο στόχος θα είχε επιτευχθεί, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα είχαν κανένα λόγο να διεξάγουν πόλεμο. Ήταν στα «χέρια των Αφγανών και μόνο, να αποφασίσουν για το μέλλον τους», είπε, συμπεριλαμβανομένης της απόφασης για το αν θα ζούσαν σε μία δημοκρατία δυτικού τύπου ή κάτω από το καθεστώς των Ταλιμπάν.
Η αστραπιαία ανακατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν, αντί να αλλάξει τη γνώμη του Μπάιντεν, φαίνεται μόνο να έχει επιβεβαιώσει τις απόψεις του για τα όρια της στρατιωτικής δύναμης των ΗΠΑ– στο Αφγανιστάν και αλλού. Ο πόλεμος τερματίστηκε με σκοπό να «τελειώσει μια εποχή μειζόνων στρατιωτικών επιχειρήσεων για την ανακατασκευή άλλων χωρών», είπε, αφότου και ο τελευταίος στρατιώτης αποχώρησε από το Αφγανιστάν.
Όλα αυτά, μπορεί να αποτελούν έκπληξη σε όσους ανιχνεύουν το «δόγμα Μπάιντεν», που σκοπεύει στο να επιβάλλει την Αμερικανική ισχύ και να υπερασπιστεί τη δημοκρατία σε όλον τον πλανήτη. Ωστόσο, ο Μπάιντεν που τερμάτισε τον πιο μακρόχρονο πόλεμο των Ηνωμένων Πολιτειών κρυβόταν σε κοινή θέα. Σε όλη τη σταδιοδρομία του, ο Μπάιντεν έβαζε τη ρεαλιστική επιδίωξη της εθνικής ασφάλειας πάνω από την καθιερωμένες αρχές στην εξωτερική πολιτική. Για πάνω από μια δεκαετία, οι υπολογισμοί αυτοί τον έκαναν επικριτικό ως προς τους πολέμους με στόχο την αλλαγή καθεστώτος και σε άλλες προσπάθειες προώθησης των αμερικανικών αξιών, μέσω στρατιωτικής ισχύος.
Παρόλο που ο προκάτοχός του, Ντόναλντ Τραμπ, εξέφραζε παρόμοιες διαθέσεις, ο Μπάιντεν είναι αυτός που παρέχει μια περισσότερο λογική και ρεαλιστική εκδοχή– έναν τρόπο σκέψης που θεωρεί πολύτιμη την χειροπιαστή εξέλιξη των συμφερόντων των ΗΠΑ, περιμένει από τα άλλα κράτη να μείνουν πιστοί στα δικά τους συμφέροντα και αλλάζει την πορεία της, ώστε οι Ηνωμένες Πολιτείες να πάρουν ότι χρειάζονται μέσα από έναν ανταγωνιστικό κόσμο. Αν ο Μπάιντεν συνεχίσει να εφαρμόζει αυτό το όραμα, θα επιφέρει μια, εδώ και δεκαετίες επιθυμητή αλλαγή στην υπερβολική τάση των ΗΠΑ να επιβάλλονται, μια πολιτική που, στο κυνήγι ανέφικτων στόχων, έχει χαραμίσει ζωές και πόρους.
Τα διδάγματα της εμπειρίας
Από το 1973, όταν ο Μπάιντεν μπήκε στη Γερουσία, ξεχώρισε με το να προσαρμόζει τις απόψεις του περί εξωτερικής πολιτικής για να αλλάξει εσωτερικές και διεθνείς περιστάσεις. Από τις πρώτες μέρες της πολιτικής του καριέρας, κράτησε μια μετριοπαθή στάση όταν τη δεκαετία του 1970 ήρθε αντιμέτωπος με την κόπωση της Αμερικής κατά τον πόλεμο του Βιετνάμ και με τις αυξανόμενες εντάσεις με την Σοβιετική Ένωση τη δεκαετία του 1980. Το 1975, αντιτάχθηκε στην αποστολή επιπλέον στρατιωτικής βοήθειας στο Νότιο Βιετνάμ, την ώρα που το Βόρειο εξαπέλυε την τελευταία του επίθεση. Και, όταν ο πρόεδρος Ντόναλντ Ρίγκαν εξαπέλυσε μια τεράστια στρατιωτική ενίσχυση για να αυξηθεί η πίεση προς τη Σοβιετική Ένωση, ο Μπάιντεν ψήφισε ενάντια στις υψηλές προτεραιότητες της κυβέρνησης.
Αξίζει να σημειωθεί, πως ψήφισε και ενάντια στον Πόλεμο του Κόλπου με το Ιράκ, το 1991. «Ποια ζωτικά συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών δικαιολογούν το να στέλνουμε Αμερικανούς για να πεθάνουν στις ερήμους της Σαουδικής Αραβίας;», ρώτησε. Ανησυχούσε επίσης για το ότι οι στρατιώτες των ΗΠΑ θα επωμίζονταν τις περισσότερες από τις απώλειες και ότι «η εχθρότητα του Αραβικού κόσμου» θα στρεφόταν προς τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Παρόλα αυτά, οι απόψεις του Μπάιντεν άλλαξαν, αφότου η Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε και οι Ηνωμένες Πολιτείες κατέκτησαν μονοπολική κυριαρχία. Ο δημοκράτης Μπάιντεν βρισκόταν στην Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας και αναδύθηκε ως υπέρμαχος της επέκτασης του NATO -μια πολιτική που δημιούργησε νέες, ανοιχτές δεσμεύσεις ασφαλείας για τις Ηνωμένες Πολιτείες, σε μια εποχή που στη συζήτηση έπαιζαν τα «ζωτικής σημασίας συμφέροντα». Υποστήριζε πως η επέκταση θα ήταν εγγύηση για «άλλα 50 έτη ειρήνης» στην Ευρώπη, αλλά και ενός είδους αποκατάστασης της «ιστορικής αδικίας» της κυριαρχίας του Στάλιν στην Ανατολική Ευρώπη. Ανακαλώντας την αντίθεσή του με τον Πόλεμο του Κόλπου, ο Μπάιντεν υπεραμύνθηκε μιας στρατιωτικής παρέμβασης -υπό την καθοδήγηση των ΗΠΑ- ενάντια στη Σερβία στον πόλεμο με τη Βοσνία και την κρίση στο Κόσοβο. Μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, ο Μπάιντεν ψήφισε θετικά για τον πόλεμο στο Αφγανιστάν και με κάποιες επιφυλάξεις για τον πόλεμο στο Ιράκ. Σχεδόν μια βδομάδα από το ξεκίνημα με το «σοκ και δέος», εξέφρασε την ελπίδα ότι η εισβολή θα έβαζε «το Ιράκ στον δρόμο μιας πλουραλιστικής και δημοκρατικής κοινωνίας».
Και ακόμα και όταν ο πόλεμος τερματίστηκε, ο Μπάιντεν προσαρμόστηκε εκ νέου. Αντιμέτωπος με τις εξεγέρσεις στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, άρχισε να έχει αμφιβολίες για τις αποστολές ανακατασκευής κρατών των Ηνωμένων Πολιτειών. Το 2006, ο Μπάιντεν έκανε την, μέχρι τότε, πιο χαρακτηριστική του πρόταση για την εξωτερική πολιτική: συνηγόρησε υπέρ της διχοτόμησης του Ιράκ σε ένα ομοσπονδιακό σύστημα με χαρακτηριστικά σέκτας, ανοίγοντας τον δρόμο για την αποχώρηση των δυνάμεων των ΗΠΑ από τη χώρα. Ο Μπάιντεν αναζητούσε μια έξοδο από το Ιράκ, χωρίς να αποκτήσει τη φήμη ότι ήταν κατά του πολέμου. Αντίστοιχα, αντιτάχθηκε απερίφραστα στο «κύμα» αμερικανικών στρατευμάτων στο Ιράκ, όταν έγινε η πρώτη απόβαση το 2006, περιγράφοντάς το ως την «απόλυτα λανθασμένη στρατηγική».
Η αντίθεση του Μπάιντεν στους μεγάλους πολέμους με παραφουσκωμένους σκοπούς έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν έγινε αντιπρόεδρος. Ήταν σχεδόν ο μόνος από τους συμβούλους του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα, που εναντιώθηκε στην απόφαση της κυβέρνησης να κατακλύσει το Αφγανιστάν με αμερικανικές δυνάμεις, από το 2009, μέχρι το 2011. Η λογική του Μπάιντεν ήταν ότι η Αφγανική κυβέρνηση, με την υποστήριξη των ΗΠΑ, περιείχε ανυπέρβλητα μειονεκτήματα, τα οποία έκαναν αδύνατη μια ολοκληρωτική νίκη ενάντια στην εξέγερση των Ταλιμπάν. Αντιθέτως, συμβούλεψε υπέρ μιας περιορισμένου εύρους αντιτρομοκρατικής αποστολής, με στόχο την Αλ Κάιντα και τις συσχετιζόμενες με αυτή ομάδες.
Είναι πιθανόν, ο Μπάιντεν να ήθελε να πάει το ζήτημα ακόμα παραπέρα. Στο ημερολόγιό του, ο απεσταλμένος των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, αφηγήθηκε λεπτομερώς το πως ο Μπάιντεν ήθελε να αποσυρθεί εξ ολοκλήρου από το Αφγανιστάν. Κατά τη διάρκεια μιας επίμαχης αντιπαράθεσης, ο Χόλμπρουκ ανέφερε πως ο Μπάιντεν φώναζε: «Δεν στέλνω το αγόρι μου πίσω, να ρισκάρει τη ζωή του για τα δικαιώματα των γυναικών!» Ενώ προωθούσε τις φιλελεύθερες αξίες υπό την απειλή όπλου, εξήγησε πως: «απλά δεν λειτουργεί, δεν είναι αυτός ο λόγος που [οι Αμερικανοί στρατιώτες] βρίσκονται εκεί».
Επιπρόσθετα, ο Μπάιντεν φαίνεται να έχει υπάρξει η φωνή της λογικής μέσα στην κυβέρνηση Ομπάμα και για άλλες διαμάχες εξωτερικής πολιτικής. Εξέφρασε την ανησυχία του για την εξαπόλυση της Navy SEAL, το 2011, που σκότωσε σχεδόν τον Μπιν Λάντεν, λέγοντας πως οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έπρεπε να συλλέξουν περισσότερες πληροφορίες πριν προχωρήσουν σε κάτι που θα μπορούσε να διακυβεύσει τις σχέσεις τους με το Πακιστάν. Ο Μπάιντεν υποστηρίζει επίσης ότι ήταν αντίθετος με τον βομβαρδισμό της Λιβύης την ίδια χρονιά. Εκείνη την εποχή, ώθησε δημοσίως τους συμμάχους των ΗΠΑ στο NATO για να αναλάβουν αυτοί την αποστολή. «Δεν μπορούμε να τα αναλάβουμε όλα», είπε ο Μπάιντεν, υπογραμμίζοντας πως η Λιβύη ήταν ένας περιφερικός στόχος μέσα στο «στρατηγικό ενδιαφέρον μας» στην περιοχή.
Για τους επικριτές του Μπάιντεν, οι εναλλαγές του στην εξωτερική πολιτική φαινόντουσαν σίγουρα οπορτουνιστικές. Ενώ, εν το μεταξύ, οι υποστηρικτές του σημείωναν την προθυμία του στο να διδάσκεται από την εμπειρία. Αλλά, η τροχιά του Μπάιντεν, από τη μετριοπάθεια στον Ψυχρό Πόλεμο, μέχρι τον ενθουσιασμό για φιλελεύθερη κυριαρχία και τον σκεπτικισμό για τις ανακατασκευές κρατών, ακολουθεί μια πορεία: πάντα αντιλαμβανόταν την ασφάλεια των ΗΠΑ ως την υπέρτατη βάση στην εξωτερική πολιτική και ήταν πρόθυμος να επανεξετάζει την προώθηση των αμερικανικών συμφερόντων, υπό το φως νέων συνθηκών και της αδιάλλακτης πραγματικότητας. Και αυτός ο ρεαλισμός ενδέχεται να προμηνύει ακόμα περισσότερες σαρωτικές αλλαγές στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, τώρα που ο ίδιος κατοικεί στον Λευκό Οίκο.