Μπάιντεν, ο ρεαλιστής: Το δόγμα για την εξωτερική πολιτική του Προέδρου ήταν κρυμμένο σε κοινή θέα [μέρος β]
Άρθρο των Joshua Shifrinson και Stephen Wertheim για το Foreign Affairs
Μετά το Αφγανιστάν
Το Αφγανιστάν αντιπροσωπεύει το πιο άχαρο παράδειγμα του ρεαλισμού που εφαρμόζει ο Μπάιντεν. Αφότου αντιλήφθηκε πως θα ήταν ωφέλιμο για τις Ηνωμένες Πολιτείες, τερμάτισε γρήγορα τον πόλεμο, έχοντας παρακολουθήσει με προσοχή τις προτιμήσεις της αμερικανικής κοινής γνώμης και έχοντας αντισταθεί στις πιέσεις από το Πεντάγωνο και πολλούς αξιωματούχους της εξωτερικής πολιτικής για να ανανεώσει το σχέδιο για την ανακατασκευή του κράτους. Για να δικαιολογήσει την απόφασή του, ο Μπάιντεν επέμενε πως οι Αμερικανοί στρατιωτικοί θα έπρεπε να στέλνονται στη μάχη μόνο για να υπερασπιστούν τις Ηνωμένες Πολιτείες. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του καμπάνιας, ο Μπάιντεν, γεμάτος ενέργεια δήλωσε πως «Η ευθύνη μου είναι να προστατευθούν τα εθνικά συμφέροντα της Αμερικής και να μην βάλω σε κίνδυνο τις γυναίκες και τους άνδρες μας για να λυθούν όλα τα προβλήματα στον κόσμο μέσω της επιβολής δυνάμεων».
Το Αφγανιστάν ενδέχεται να είναι μόνο η αρχή. Ο Μπάιντεν έχει δώσει εντολή στο Υπουργείο Άμυνας για να διεξάγει μια «παγκόσμια ανασκόπηση της θέσης» της μελλοντικής ανάπτυξης των δυνάμεων των Ηνωμένων Πολιτειών. Αν η ανασκόπηση ακολουθήσει τη γραμμή του Στρατηγού Μαρκ Μίλεϊ, ότι πολλές από τις δυνάμεις αυτές «αναπτύχθηκαν στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου», τότε ίσως η πρόταση να είναι μια σημαντική αναδόμηση της εντύπωσης που αφήνει ο αμερικανικός στρατός. Η κυβέρνηση έχει ήδη δηλώσει την πρόθεσή της του να έχει μια παρουσία στη Μέση Ανατολή, με το «σωστό μέγεθος» και έχει ήδη ξεκινήσει αυτή τη διαδικασία με το να αποσύρει αντιπυραυλικά συστήματα από το Ιράκ, την Ιορδανία, το Κουβέιτ και τη Σαουδική Αραβία. Επίσης, ο Μπάιντεν ενδέχεται να γίνει ακόμα ο πρώτος πρόεδρος εδώ και τρεις δεκαετίες που απέφυγε τη μεγέθυνση του NATO: έχει κινήσει πολύ αργά τις διαδικασίες ένταξης της Ουκρανίας στο NATO, παρόλο που συνεχίζει την αποστολή στρατιωτικής βοήθειας στη χώρα.
Για σιγουριά, ο Μπάιντεν συχνά έχει πλαισιώσει τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Κίνα και τη Ρωσία με ιδεολογικούς όρους. Έχει ορκιστεί να διαψεύσει την ιδέα ότι η «απολυταρχία είναι το μέλλον» και για αυτό καταδεικνύει τη συνεχιζόμενη ζωντάνια των αμερικανικών δημοκρατικών θεσμών. Όμως, οι πραγματικές πολιτικές του Μπάιντεν προς τις δύο δυνάμεις προδίδουν τις ρεαλιστικές τάσεις του. Αντί να εκλάβει τις δύο χώρες υπό ένα, κοινό, πρίσμα αυταρχικότητας και απειλής για τη χώρα, ο Μπάιντεν έχει θέσει ως πιο βασική προτεραιότητα τον ανταγωνισμό με την Κίνα, απ’ ότι αυτόν με μια πιο αδύναμη Ρωσία. Στόχος του έχει υπάρξει η «σταθερή και προβλέψιμη σχέση» με τους δεύτερους, μια προσέγγιση που προσπαθεί να περιορίσει διμερείς εντάσεις και δυνητικά να μπορέσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες να εστιάσουν στο να αντισταθμίσουν τις επιπτώσεις από την Κίνα.
Όπως και στον Ψυχρό Πόλεμο, ο Μπάιντεν έκανε τα βήματα για να ανοίξουν οι δίαυλοι διαπραγμάτευσης για τις διαμάχες με τους γεωπολιτικούς αντιπάλους των Ηνωμένων Πολιτειών. Επέλεξε να πραγματοποιήσει την πρώτη του σημαντική διμερή σύνοδο με τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν και επίσης έκανε γνωστό το ενδιαφέρον του για μια συνάντηση με τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ. Η διπλωματία δεν εξαρτάται από την εμπιστοσύνη στην άλλη πλευρά, δήλωσε μετά τη συνάντησή του με τον Πούτιν. Απαιτεί οι δύο πλευρές να έχουν απλώς κοινά ενδιαφέροντα και βάση αυτών να κατανοούν η μία την άλλη. «Πρόκειται για συμφέροντα και την επιβεβαίωση αυτών», τόνισε ο Μπάιντεν. «Πρόκειται απλώς για επιχειρηματικές δραστηριότητες».
Κάποιες φορές, η ίδια η ρητορική του Μπάιντεν μπορεί να είναι και αυτό που εμποδίζει τα πιο χαρακτηριστικά ένστικτά του στην εξωτερική πολιτική. Έχει εκφράσει την αποστροφή του προς τον Τραμπ και την αποδοχή που δείχνει σε «όλους τους κακοποιούς του κόσμου» και ορκίστηκε ότι «τα ανθρώπινα δικαιώματα θα είναι το κεντρικό κομμάτι της εξωτερικής πολιτικής μας»· μια αξίωση που είναι δύσκολο να ταυτίσει με την τελεσίδικη άμυνα υπέρ των εθνικών συμφερόντων ως τη μόνη αιτία πίσω από τον πόλεμο. Και, τον Δεκέμβριο, σχεδιάζει δύο «Συνόδους για τη Δημοκρατία», με σκοπό να βοηθήσει τα δημοκρατικά καθεστώτα στον κόσμο να υπερασπιστούν το πολίτευμά τους έναντι του απολυταρχισμού και να δείξουν ότι μπορούν να επιτύχουν πράγματα για τους πολίτες τους. Σε αντίθεση με τον Τραμπ και τη συμπάθειά τους προς τους δικτάτορες, ο Μπάιντεν φαίνεται να επιστρέφει στην ισχυρή αμερικανικά προώθηση του φιλελευθερισμού και της δημοκρατίας στο εξωτερικό.
Ωστόσο, οι περισσότερες δηλώσεις και πράξεις του συνάδουν με ένα αποτέλεσμα που βάζει πάνω από όλα την εθνική ασφάλεια. Παρομοίως, οι Σύνοδοι για τη Δημοκρατία, μέχρι στιγμής, δεν αντανακλούν κάποια ουσιαστική προσπάθεια είτε προς την επέκταση των δημοκρατικών συμμάχων των ΗΠΑ, είτε προς τον περιορισμό των συμμάχων σε φιλελεύθερα κράτη. Στο κάτω κάτω, η προ της δημοκρατίας ρητορική δεν εμποδίζει την κυβέρνηση Μπάιντεν από το να εμβαθύνει τους δεσμούς της με απολυταρχικά κράτη, όπως η Ταϊλάνδη και το Βιετνάμ και με όλο και περισσότερο μη φιλελεύθερες δημοκρατίες, όπως η Κίνα και οι Φιλιππίνες. Οι σύνοδοι μπορεί απλά να αντικατοπτρίζουν το γεγονός ότι ο Μπάιντεν υποστηρίζει τη δημοκρατία, τις φιλελεύθερες αξίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα· χωρίς να θεωρεί πως αυτά θα πρέπει να προάγονται υπό την απειλή όπλου ή να επιβάλλουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις στην άμυνα των ΗΠΑ.
Η αναδιαμόρφωση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής
Αν η κυβέρνηση Μπάιντεν συνεχίσει να δίνει μεγαλύτερη αξία στον ρεαλισμό από ότι στην πρωτοκαθεδρία του φιλελευθερισμού, τότε ενδέχεται να συμβούν πολύ μεγάλες αλλαγές στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Στο Αφγανιστάν, ο Μπάιντεν έδωσε βάρος στην ασφάλεια και αυτό οδήγησε σε μειώσεις στις δυνάμεις οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Το προφανές σημείο για να ξεκινήσει αυτό είναι το Ιράκ και η Συρία, όπου βρίσκονται χιλιάδες στρατιωτών για την αποτροπή μιας μελλοντικής αναζωπύρωσης του ισλαμικού κράτους (γνωστό και ως ISIS). Η ύπαρξή τους εκεί είναι μια παραβίαση του όρου που έθεσε ο Μπάιντεν για να «θέσουμε αποστολές με ξεκάθαρους και εφικτούς στόχους», αφού η επιτυχία εκεί δεν μπορεί να επιτευχθεί και να επαληθευτεί.
Για τον ίδιο λόγο, ο Μπάιντεν πρέπει να αξιολογήσει αν η αντιτρομοκρατική πολιτική των ΗΠΑ έχει ως στόχο μόνο αυτές τις ομάδες που έχουν τη δυνατότητα και σκοπεύουν να επιτεθούν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα τελευταία χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν εμπλακεί σε χτυπήματα κατά της τρομοκρατίας, ασκήσεις και εκπαιδευτικές αποστολές σε περίπου 85 χώρες στον κόσμο. Παρόλο που πολλές προσπάθειες επικεντρώθηκαν στην Αλ Κάιντα και άλλες ομάδες που απειλούν την ενδοχώρα των ΗΠΑ, κάποιες είχαν ως στόχο οργανώσεις όπως η al Shabab στη Σομαλία και ομάδες στη Σαχέλ και στη Λατινική Αμερική, οι οποίες δεν φαίνεται να μπορούν να επιτεθούν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αν η αξιολόγηση του Μπάιντεν αποφέρει έστω κι ένα ζοφερό αποτέλεσμα, τότε θα έπρεπε να μετριάσει την ένταση στον «πόλεμο στην τρομοκρατία», ώστε να μην παραδώσει μια «ανοιχτή αποστολή» -έτσι περιέγραφε στον πόλεμο στο Αφγανιστάν- στον διάδοχό του.
Ο Μπάιντεν θα χρειαστεί να πράξει με γενναιότητα, μόνο και μόνο, για να μπορέσουν οι ΗΠΑ να απεμπλακούν από την ευρύτερη περιοχή στη Μέση Ανατολή. Αλλά, τη στιγμή που η Κίνα είναι ανερχόμενη δύναμη και οι ΗΠΑ χρειάζονται σοβαρές εσωτερικές μεταρρυθμίσεις, θα πρέπει να σκεφτεί ακόμα πιο μεγαλόπνοα: η κυβέρνησή του μπορεί να εργαστεί για να καλύψει, αν όχι να διακόψει, τις δεσμεύσεις των ΗΠΑ στην Ευρώπη και να αποφύγει μια εξαιρετικά στρατιωτικοποιημένη και χωρίς αποτέλεσμα προσέγγιση στην Ασία. Αντίθετα με τους προκατόχους του, θα μπορούσε να ενστερνιστεί τον μεγάλο όγκο από εκκλήσεις για μια Ευρωπαϊκή στρατιωτική μονάδα εκτός αμερικανικού ελέγχου, ώστε να περάσει την ευθύνης για την ασφάλεια της ηπείρου στα χέρια των Ευρωπαίων. Και, στον Ινδο-Ειρηνικό, παρά το κάλεσμα του Μπάιντεν για «ακραίο ανταγωνισμό» με την Κίνα, τα πραγματικά του ένστικτα θα πρέπει να τον αποτρέψουν από το να δώσει μια ρητή εγγύηση υπερασπιστής της Ταϊβάν ή αλλιώς, να μεγεθύνει τις ήδη εκτεταμένες εδαφικές δεσμεύσεις των Ηνωμένων Πολιτειών.
Όμως, ο ρεαλισμός του Μπάιντεν δεν είναι πανάκεια. Στις κρίσιμες ερωτήσεις, τα ένστικτά του περί εξωτερικής πολιτικής οδηγούν σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Η ευαισθησία του Μπάιντεν στις πολιτικές καταστάσεις του έχει επιτρέψει να τελειώσει τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, αλλά οι εναπομείναντες πόλεμοι έχουν λιγότερες δημόσιες προεκβολές, ακόμα και αν η στρατηγική λογική τους είναι το ίδιο αβέβαιη. Πράγματι, ο Μπάιντεν ακολούθησε την επέκταση του πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία, που αποφάσισε η κυβέρνηση Ομπάμα, μέσω αεροπορικών επιθέσεων και καταδρομικών επιχειρήσεων, ακόμα και όταν ξίνιζε με τις επιχειρήσεις ανακατασκευής κρατών. Ο ρεαλισμός του ίσως τον αποτρέψει από το να πάρει πολιτικά ρίσκα, τα οποία απαιτεί μια αυστηρή ρεαλιστική οπτική.
Ακόμα, ο ρεαλισμός ενδέχεται να κάνει τον Μπάιντεν να κινηθεί πολύ αργά προς το να μικρύνει ξεπερασμένες δεσμεύσεις που, πλέον, δεν προάγουν την αμερικανική ασφάλεια. Αν οι Ευρωπαίοι δύνανται να αμυνθούν, το απλώς να διατηρεί την τωρινή ισχύ του NATO δεν θα είναι αρκετό, θα πρέπει να μειώσει ενεργά τον ρόλο των ΗΠΑ στη συμμαχία. Πιο σημαντικό, η συνολική προσέγγισή του προς την Κίνα· που κάνει πιο έντονη τη γεωπολιτική αντιπαλότητα, φέρνει τη συνεργασία έναντι κοινών προκλήσεων και διατηρεί χώρο για διπλωματικές ενέργειες, ίσως βραχυπρόθεσμα φαίνεται ρεαλιστική· αλλά ίσως αποδειχτεί ανέφικτη και δύσκολο να ελεγχθεί τα επόμενα χρόνια. Ο Μπάιντεν θα έπρεπε να εκμεταλλευτεί τη διαχειρίσιμη στρατιωτική απειλή της Κίνας, για να θέσει τις διπλωματικές εμπλοκές ως προτεραιότητα σε θέματα όπως η κλιματική αλλαγή και το εμπόριο και να μειώσει τη δαιμονοποίησης της Κίνας στο εσωτερικό, ώστε να μην συμβεί ένας νέος Ψυχρός Πόλεμος.
Οι αρχικοί μήνες της προεδρίας του Μπάιντεν έδειξαν ότι ακόμα και οι ψημένοι πολιτικοί είναι ικανοί να κάνουν εκπλήξεις, ειδικά αν το χαρακτηριστικό τους γνώρισμα είναι να αλλάζουν ανάλογα με την εποχή. Ο Μπάιντεν σίγουρα δεν είναι ριζοσπαστικός. Αλλά, μετά από δεκαετίες ριζοσπαστικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία δημιούργησε μια σειρά από καταστροφές, η προσέγγισή του πιθανώς να αρχίζει να δίνει νέα πνοή στον ρόλο που έχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στον κόσμο.