Η αντιπαλότητα με την Κίνα και την Ρωσία ενισχύει τις πραγματικές αιτίες της αμερικανικής παρακμής
Οι Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικάνοι εξίσου έχουν χαιρετίσει την προοπτική μιας μακροπρόθεσμης αντιπαλότητας με την Κίνα ως μια πρόκληση που θα βγάλει τον καλύτερο εαυτό των Ηνωμένων Πολιτειών. Επί χρόνια, η Ουάσιγκτον έχει πλασάρει την Κίνα ως τον μόνο άξιο αντίπαλο του στρατού των ΗΠΑ και ως το είδος της απειλής που θα μπορούσε να κινητοποιήσει την εθνική βούληση και να θεραπεύσει ό,τι ταλαιπωρεί την αμερικανική δημοκρατία.
Η καταστροφική εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει μόνο ενισχύσει αυτή την επικρατούσα άποψη. Παρόλο που η προέλευσή του δεν έχει καμία σχέση με την Κίνα, ο πόλεμος έχει ενθαρρύνει την Ουάσιγκτον να θεωρήσει ότι αυτές οι δύο μεγάλες δυνάμεις είναι παρόμοιες. Ακριβώς όπως ο ανταγωνισμός με την Κίνα υποτίθεται ότι είναι η οδός προς την αμερικανική ανανέωση, έτσι, επίσης, ο συνεχιζόμενος αγώνας κατά της Ρωσίας θεωρείται ένας «καλός πόλεμος» που μπορεί να περισώσει την πίστη της εποχής του Ψυχρού Πολέμου στην διεξαγωγή νικηφόρων μαχών εναντίον των αυταρχικών. Η Ουκρανία υπενθυμίζει στον κόσμο τις εγγενείς αρετές της δημοκρατίας και το ενδεχόμενο του διακομματισμού που υποτίθεται ότι διείπε τις παγκόσμιες υποθέσεις μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Όπως έγραψε ο μελετητής Φράνσις Φουκουγιάμα τον Μάρτιο, «το πνεύμα του 1989 έπεσε για ύπνο και τώρα ξαναξυπνάει».
Αλλά η αναδιαμόρφωση της Δυτικής εξωτερικής πολιτικής για την σύγκρουση των μεγάλων δυνάμεων δεν θα συμβάλει στην αποκατάσταση της δημοκρατίας στις Ηνωμένες Πολιτείες ή οπουδήποτε αλλού. Υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία ότι ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων ενδυναμώνει τους κοινωνικούς δεσμούς, τα ίσα δικαιώματα, ή την οικονομική ασφάλεια και πολλά [στοιχεία] που υποδηλώνουν ότι θα μπορούσε να στρέψει την δημοκρατία περισσότερο εναντίον του εαυτού της. Στην πραγματικότητα, εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν ένα πολίτευμα που λειτουργεί σωστά, με μια κοινωνία των πολιτών εν ειρήνη, το τελευταίο πράγμα που πρέπει να επιδιώξουν είναι η αντιπαλότητα των μεγάλων δυνάμεων. Πολλές από τις πιο πιεστικές απειλές για την δημοκρατία δεν μπορούν να επιλυθούν μέσω ενός ανταγωνιστικού πλαισίου: η κλιματική αλλαγή, ο λευκός εθνικισμός και η ξενοφοβία, οι πανδημίες, και η οικονομική ανισότητα. Αντί να στοιχηματίζουν ότι η σύγκρουση με την Κίνα και την Ρωσία θα τονώσει την Δύση, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι εταίροι τους θα πρέπει να προωθήσουν θεσμούς περιφερειακής και παγκόσμιας διακυβέρνησης για να μετριάσουν την ζημιά στην δημοκρατία που θα επιφέρει απαρέγκλιτα ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων.
ΕΞΙΔΑΝΙΚΕΥΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΨΥΧΡΟ ΠΟΛΕΜΟ
Η εμμονή με τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων είναι προβληματική όχι μόνο διότι δεν είναι μια στρατηγική αλλά και διότι υποκαθιστά ένα σλόγκαν —ή πιο συγκεκριμένα μια παρόρμηση για ανταγωνισμό μηδενικού αθροίσματος— για έναν στρατηγικό σκοπό. Παραλείπει ακόμη και την δυνατότητα για μια πιο δημοκρατική υψηλή στρατηγική, μια [στρατηγική] που μπορεί να ισχυροποιήσει όλους τους πολίτες, να αντικατοπτρίσει την πλειοψηφική συναίνεση, και να προβάλλει τις δημοκρατικές φιλοδοξίες στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται μια εξωτερική πολιτική που να λειτουργεί για όλους τους Αμερικανούς, όχι απλώς μια [εξωτερική πολιτική] για τις εταιρείες ή ακόμα και για τη μεσαία τάξη.
Η άποψη του κατεστημένου της Ουάσιγκτον ότι η σύγκρουση των μεγάλων δυνάμεων είναι καθαρά θετική για τις Ηνωμένες Πολιτείες προέρχεται από μια διαστρεβλωμένη ανάγνωση της ιστορίας του Ψυχρού Πολέμου. Σύμφωνα με εκείνη την άποψη, η σοβιετική αντιπαλότητα προκάλεσε την ψήφιση της νομοθεσίας για τα ατομικά δικαιώματα, η κούρσα του διαστήματος οδήγησε σε καινοτομίες στην τεχνολογία και στην ψηφιοποίηση, και η οικονομία του Ψυχρού Πολέμου δημιούργησε ευμάρεια και έδωσε την δυνατότητα σε πολλούς Αμερικανούς για την απόκτηση ιδιόκτητης κατοικίας. Αυτή η ιστορική ερμηνεία του Ψυχρού Πολέμου βρίσκεται πίσω από την πρόσφατη νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένων του Νόμου περί Στρατηγικού Ανταγωνισμού (Strategic Competition Act) του 2021 και του Νόμου «Η Αμερική Ανταγωνίζεται» (America COMPETES Act) του 2022, αμφότεροι εκ των οποίων επιδιώκουν να επιστρατεύσουν ομοσπονδιακούς πόρους για να τονώσουν την οικονομική ανάπτυξη και την δημιουργία θέσεων εργασίας, όλα σε μια προσπάθεια ανταγωνισμού με την Κίνα.
Αλλά η επιρροή του Ψυχρού Πολέμου είναι πολύ πιο περίπλοκη -και πιο ζοφερή- από τα συνηθισμένα λεγόμενα των υπεύθυνων χάραξης πολιτικής. Είναι αλήθεια ότι ο Ψυχρός Πόλεμος δημιούργησε τεράστια οικονομική ανάπτυξη και ευημερία, αλλά το έκανε με βλαβερές επιπτώσεις στον ελεύθερο λόγο, στην φυλετική και οικονομική ισότητα, και στον δημοκρατικό πλουραλισμό. Η αντιπαλότητα με την Σοβιετική Ένωση πυροδότησε τον Κόκκινο Τρόμο (Red Scare) την δεκαετία του 1950, κατά την διάρκεια του οποίου άνθρωποι που κατηγορούνταν απλώς για ανεπαρκή αφοσίωση στην κυβέρνηση των ΗΠΑ έχασαν τις δουλειές τους και μπήκαν στη μαύρη λίστα της Ουάσιγκτον και του Χόλιγουντ. Ανέστειλε τα πιο φιλόδοξα τμήματα της ατζέντας για τα ατομικά δικαιώματα, θυσιάζοντας την δημιουργία θέσεων εργασίας και τις επενδύσεις σε υποδομές για τις κοινότητες των μαύρων Αμερικανών, προκειμένου να πληρωθεί ον πόλεμος του Βιετνάμ. Καθυστέρησε τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις για το φύλο, πιέζοντας τις γυναίκες σε οικιακούς, οικογενειακούς βοηθητικούς ρόλους και καταστέλλοντας το φεμινιστικό κίνημα, έως ότου αυτό βρήκε φωνή δίπλα σε άλλους αγώνες για την δικαιοσύνη κατά την διάρκεια της εποχής του πολέμου του Βιετνάμ. Και με το να επιτίθεται στα προγράμματα πλήρους απασχόλησης, εθνικής υγειονομικής περίθαλψης, και εργατικού συνδικαλισμού ως «σοσιαλιστικά» ή «κομμουνιστικά», θρυμμάτισε την οικονομική τάξη του New Deal που είχε εγκαθιδρυθεί υπό τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Φράνκλιν Ρούσβελτ.
Ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων με τους Σοβιετικούς επιδείνωσε τις ταξικές ανισότητες που άνοιξαν τον δρόμο για την άνοδο των πολιτικών λιτότητας την δεκαετία του 1980. Στην συνέχεια, οι νεοφιλελεύθερες συνταγές για την διαχείριση της οικονομίας περιελάμβαναν ένα αδύναμο κράτος πρόνοιας, την απορρύθμιση των επιχειρήσεων, και την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων αγαθών και των υπηρεσιών -εκ των οποίων όλα επέφεραν όλο και μεγαλύτερες ανισότητες στους μισθούς, στα εισοδήματα, και στις προοπτικές εργασίας μεταξύ της εργατικής τάξης και των εύπορων Αμερικανών. Μια πολιτική οικονομία που ήταν εξαρτημένη από τις στρατιωτικές δαπάνες δημιούργησε θέσεις εργασίας στους τομείς της μηχανικής και της τεχνολογίας, αλλά αυτό ωφέλησε πρωτίστως όσους είχαν υψηλό επίπεδο μόρφωσης και την ανώτερη μεσαία τάξη. Η άνοδος της μεταβιομηχανικής οικονομίας τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 σήμαινε ότι οι Αμερικανοί [που βρίσκονταν] εκτός των τομέων της τεχνολογίας, της ακαδημαϊκής κοινότητας, και της μηχανικής (πεδία που επιδοτούνταν από τις αμυντικές δαπάνες του Ψυχρού Πολέμου), και χωρίς ανώτερα πτυχία, έπρεπε να αναζητήσουν θέσεις εργασίας στην βιομηχανία των υπηρεσιών, η οποία παρέχει μόνιμα ανασφαλή, χαμηλόμισθη εργασία, χωρίς πολλές ευκαιρίες για κοινωνική κινητικότητα. Ο Ψυχρός Πόλεμος δεν ήταν ένας αγώνας που ωφέλησε την εργατική τάξη.
Ο Ψυχρός Πόλεμος έθεσε επίσης ένα προηγούμενο όσον αφορά τις ομοσπονδιακές δαπάνες κατά το οποίο οι εξοπλισμοί απέβαιναν απαραιτήτως εις βάρος των κοινωνικών αγαθών. Ενώ οι δαπάνες του Πενταγώνου ήταν κατά μέσο όρο 7,6% του ΑΕΠ, οι δαπάνες για την εκπαίδευση χρησιμοποιούσαν μόνο το 3% μεταξύ του 1946 και του 1960. Στην κορύφωσή τους, το 1982, τα επιδόματα κοινωνικής ασφάλισης αποτελούσαν σχεδόν το 5% του ΑΕΠ. Τα προηγούμενα σαράντα χρόνια, τα επιδόματα ήταν κατά μέσο όρο λιγότερο από το 3% του ΑΕΠ. (Μόνο οι δαπάνες για την υγεία συναγωνίζονταν την εθνική άμυνα ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου). Η ισορροπία μεταξύ της άμυνας και των κοινωνικών προτεραιοτήτων των ΗΠΑ δεν ήταν στο ίδιο επίπεδο από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά.
Κάνοντας τα πράγματα χειρότερα, οι φιλελεύθεροι του Ψυχρού Πολέμου εξαρτούσαν τις εγχώριες επενδύσεις από τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων. Αυτό σήμαινε την αποσύνδεση του σκεπτικού για τα δημόσια αγαθά από το θετικό όραμα για την κοινωνία με τους δικούς του όρους και, αντ’ αυτού, την σύνδεσή του με ό,τι θα έβλαπτε περισσότερο τους Σοβιετικούς. Αυτό κατέστησε δυνατό το να βρεθούν οι εσωτερικές δαπάνες απέναντι με την διαστρεβλωμένη λογική ότι ήταν επιβλαβείς για τον ανταγωνισμό με τους Σοβιετικούς. Ακόμη και οι Δημοκρατικοί άρχισαν να υιοθετούν αυτήν την άποψη για το κράτος πρόνοιας από την δεκαετία του 1970, εγκαταλείποντας ουσιαστικά την εργατική βάση του Δημοκρατικού Κόμματος υπέρ μιας στελεχιακής (white-collar), τεχνολογικά μορφωμένης εκλογικής βάσης την οποία θεωρούσαν πιο ικανή να ξεπεράσει σε επιδόσεις τον γεωπολιτικό εχθρό των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτή η ανταλλαγή, η οποία άφησε το Δημοκρατικό Κόμμα της δεκαετίας του 2020 να αναζητά την πολιτική ψυχή του, λειτούργησε πολύ καλύτερα για τους δεξιούς, εθνικιστές πολιτικούς που υποστήριζαν σταθερά ότι τα χρήματα που δαπανώνται για τη μείωση της φτώχειας -στο εσωτερικό και στο εξωτερικό- θα δαπανώντο καλύτερα σε διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους που θα μπορούσαν να φέρουν πυρηνικές κεφαλές, σε προγράμματα αντιπυραυλικής άμυνας, και συνολικά σε μια πιο μυώδη εξωτερική πολιτική. Αυτή η τάση συνέβαλε στην εκλογίκευση της σκιάς του πυρηνικού τρόμου υπό την οποία ο κόσμος υποχρεούται ακόμη να ζει σήμερα, αλλά έκανε ελάχιστα, ας πούμε, για να υποστηρίξει την αμερικανική δημοκρατία ή να προετοιμάσει τις Ηνωμένες Πολιτείες για μια παγκόσμια πανδημία –για να μην αναφερθούμε στην ανύψωση των φτωχών της Αμερικής.
Η καταπολέμηση του μονολιθικού κομμουνιστικού εχθρού στο εξωτερικό γύρισε επίσης ως μπούμερανγκ με τη μορφή του ρατσισμού και της ξενοφοβίας εναντίον των μεταναστών στο εσωτερικό. Ο Νόμος περί Εσωτερικής Ασφάλειας (Internal Security Act) του 1950, ο οποίος απαιτούσε από τα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος να καταγράφονται από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, επέτρεψε στις αρχές των ΗΠΑ να απελαύνουν πολιτογραφημένους μετανάστες που ήταν ύποπτοι για «απιστία». Μετά την κατάργηση του Νόμου περί Κινεζικού Αποκλεισμού (Chinese Exclusion Act) το 1943, οι Κινέζοι μετανάστες κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου αναγκάστηκαν να «ομολογήσουν» το καθεστώς της παράνομης μετανάστευσής τους -ακόμη και αν δεν είχαν παραβιάσει κανέναν νόμο όταν ήρθαν στις Ηνωμένες Πολιτείες- για να κερδίσουν τα δικαιώματα της ιθαγένειάς τους. Τέτοιες πολιτικές αντανακλούσαν την αντικομμουνιστική υστερία του Μακαρθισμού που διήρκεσε έως και την δεκαετία του 1960. Ακόμη και όταν οι Δημοκρατικοί στήριξαν τελικά τα ατομικά δικαιώματα, όπως έχει εξηγήσει η ιστορικός Mary Dudziak, ήταν με έναν καχεκτικό και περιορισμένο τρόπο, επί δεκαετίες ετεροχρονισμένο από την προγενέστερη καταστροφή ενός άλλοτε ενωμένου προοδευτικού κινήματος, το οποίο ήταν ο πρώτος οργανωμένος υποστηρικτής της πολιτικής και οικονομικής ισότητας στην Αμερική. Εκείνος ο συνασπισμός διαλύθηκε από αντικομμουνιστές φιλελεύθερους -συμπεριλαμβανομένων Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων- των οποίων τα οράματα για αλλαγή περικόπηκαν με το να ορίσουν την πολιτική τους εναντίον ενός εχθρού και όχι με την δική τους θεωρία για την δημοκρατία.
Η αποτυχία να δουν τον Ψυχρό Πόλεμο όπως ήταν, έχει αφήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες απροετοίμαστες να διαχειριστούν τους κινδύνους που δημιουργεί σήμερα ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων για την δημοκρατική κοινωνία. Η κυβέρνηση Μπάιντεν πιστεύει ότι αυτή η αντιπαλότητα θα ωφελήσει την αμερικανική μεσαία τάξη και τον κόσμο, ωστόσο [η αντιπαλότητα] ήδη δηλητηριάζει την πολιτική των ΗΠΑ, βοηθά τον Κινέζο πρόεδρο, Σι Τζινπίνγκ, και συσσωρεύει αποτρέψιμους στρατηγικούς κινδύνους στην πορεία.
ΑΝΤΙΠΑΛΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ
Όπως ο ρατσισμός και η βία με εθνοτικά κίνητρα αποτέλεσε μέρος της εμπειρίας του Ψυχρού Πολέμου, έτσι έχει γίνει και το πιο ορατό και άμεσο τίμημα της σημερινής αναμέτρησης με την Κίνα και την Ρωσία. Μόνο τους τελευταίους μήνες, οι ξενοφοβικές επιθέσεις εναντίον Ρώσων και Κινέζων μεταναστών έχουν κλιμακωθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα περιστατικά εγκλημάτων μίσους εναντίον Αμερικανοασιατών έχουν αυξηθεί κατά 339% από το 2021 και μετά, συμπεριλαμβανομένης της ένοπλης επίθεσης στην Ατλάντα τον Μάρτιο του 2021 που σκότωσε έξι Αμερικανοασιάτισσες. Μετά την εισβολή στην Ουκρανία, οι ρωσικές επιχειρήσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες μποϊκοτάρονται και η Disney διέκοψε τις νέες κυκλοφορίες των ταινιών της στην Ρωσία. Ο Δημοκρατικός βουλευτής, Eric Swalwell, έφτασε στο σημείο να συστήσει «να διώξουμε με τις κλωτσιές κάθε Ρώσο μαθητή από τις Ηνωμένες Πολιτείες». Αυτή είναι μια ανησυχητική επανάληψη του ψυχροπολεμικού αποκλεισμού.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, έχει δικαίως αποκηρύξει τις πράξεις απροκάλυπτου ρατσισμού και ξενοφοβίας εναντίον των Ρώσων και των Κινέζων μεταναστών. Αλλά μια αντιρατσιστική, αντιξενοφοβική πολιτική δεν είναι μια πολιτική που απλώς αποκηρύσσει τους φυλετικούς χαρακτηρισμούς ή τις μισαλλόδοξες πολιτιστικές συλλογιστικές˙ πρέπει επίσης να καθιστά δυσκολότερη, και όχι ευκολότερη, την διακίνηση φυλετικών απόψεων. Και σε αυτή την υπόθεση, η κυβέρνηση Μπάιντεν αποτυγχάνει. Κάθε χειρονομία προς «την υπερίσχυση στον ανταγωνισμό με την Κίνα» στηρίζει ακούσια τον εθνοτικό εθνικισμό στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ πρέπει να καταλάβουν ότι ο Σι αντλεί δύναμη από την αντιπαλότητα, όπως κάνουν και οι Αμερικανοί ακροδεξιοί εξτρεμιστές, όσοι πιστεύουν σε θεωρίες συνωμοσίας, και οι δημαγωγοί πολιτικοί της Ουάσιγκτον που τους εκμαυλίζουν.
Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές όπως ο Tom Cotton, ο Ted Cruz, και ο Josh Hawley διαπερνούν τα συμφέροντα της ευγενικής κοινωνίας της Ουάσινγκτον και της άκρας δεξιάς. Πως; Με την επίκληση της ρητορικής μίσους και την προώθηση πολιτικών φυλετικού αποκλεισμού που είναι ελκυστικές στους υποστηρικτές της λευκής ανωτερότητας και σε όσους πιστεύουν στις θεωρίες συνομωσίας, ενόσω διατηρούν μια επίφαση νομιμότητας, ισχυριζόμενοι ότι στοχεύουν το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ) ή την «Κίνα» ευρύτερα —έναν ασαφή απειλητικό «άλλο» που παγιδεύει την ευρύτερη κοινότητα των Αμερικανοασιατών. Μήνες μετά την έναρξη της πανδημίας του 2020, ο Cruz υπερασπίστηκε την χρήση φυλετικά κωδικοποιημένων χαρακτηρισμών που στόχευαν την Κίνα, συμπεριλαμβανομένων του «kung flu» και του «κινεζικού ιού» (Chinese virus). Ο Cotton διακίνησε προσωπικά αυτή την πολιτική διγλωσσία του κίτρινου κινδύνου και εκείνο το έτος συν-υποστήριξε νομοθεσία για την απαγόρευση στους Κινέζους φοιτητές να εξασφαλίζουν βίζα για σπουδές φυσικής και χημείας, τεχνολογίας, μηχανικής, ή μαθηματικών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Και ο Hawley κέρδισε έναν τίτλο στο [περιοδικό] Vanity Fair που έγραφε «Ο Josh Hawley δηλώνει υπερήφανα ότι είναι υπέρ των εγκλημάτων μίσους» αφότου έριξε τη μοναδική ψήφο κατά του μη αμφιλεγόμενου Νόμου περί Εγκλημάτων Μίσους για την COVID-19 (COVID-19 Hate Crimes Act). Ο Hawley έκανε επίσης εκστρατεία για την επανεκλογή του με διαφημίσεις που περιελάμβαναν απεικονίσεις Κινέζων επιχειρηματιών που εξαγόραζαν αμερικανικές φάρμες, δημιουργώντας ένα φυλετικό στίγμα γύρω από το σε ποιον θα πρέπει να επιτρέπεται να κατέχει το πιο σημαντικό απτό περιουσιακό στοιχείο της οικονομίας των ΗΠΑ.
Η υποκίνηση αυτής της αντιπαλότητας έχει επιτρέψει επίσης στους συντηρητικούς να αποφύγουν την πολιτική λογοδοσία, πολιτικοποιώντας την κινεζική φαυλότητα, αντί να λογοδοτούν στις κάλπες για την διαγωγή τους ενόσω βρίσκονταν στην εξουσία. Λίγο μετά την επίθεση της 6ης Ιανουαρίου 2021 στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ, για παράδειγμα, το BBC ρώτησε τον απερχόμενο υπουργό Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο, πώς το γεγονός επηρέασε την παγκόσμια εικόνα της Αμερικής, στο οποίο απάντησε ότι «στην πραγματικότητα πιστεύω ότι αυτή η ερώτηση είναι βασικά κινεζική προπαγάνδα». Ομοίως, η Εθνική Ρεπουμπλικανική Επιτροπή της Γερουσίας (National Republican Senatorial Committee) έδωσε εντολή στους συντηρητικούς που ήταν υποψήφιοι το 2020 να πουν στους ψηφοφόρους ότι «ο κορωνοϊός ήταν ένα κινεζικό χτύπημα που ακολουθήθηκε από μια συγκάλυψη που κόστισε χιλιάδες ζωές» και ότι οι Δημοκρατικοί είναι «μαλακοί απέναντι στην Κίνα» και να «πιέσουν για κυρώσεις στην Κίνα για τον ρόλο της στην διάδοση της πανδημίας». Ο ρητός στόχος τους ήταν να αποφύγουν ένα δημοψήφισμα για τις συντηρητικές πολιτικές της εποχής Τραμπ και τον λανθασμένο χειρισμό του στην απάντηση των ΗΠΑ στην πανδημία.
Η αποτελεσματική διάδοση της ρητορικής μίσους δεν περιορίζεται στην πολιτική δεξιά. Αντί να καταδικάσουν το φυλετικό δέλεαρ και την πολιτική περισπασμού των Ρεπουμπλικάνων, πολλοί Δημοκρατικοί φλερτάρουν με την ίδια λογική. Ο Tim Ryan, ένας Δημοκρατικός υποψήφιος για την Γερουσία στο Οχάιο, ήταν αμετανόητος στην προθυμία του να αποδώσει τα οικονομικά δεινά των εργατών (blue collar workers) στον Κινέζο μπαμπούλα –«η Κίνα κερδίζει και οι εργάτες χάνουν» και «είμαστε εμείς εναντίον της Κίνας», είπε σε μια διαφήμιση. Οι Δημοκρατικοί ήταν συνένοχοι στην δημιουργία της οικονομίας που έχει φέρει εκατομμύρια Αμερικανούς σε επισφαλή οικονομική θέση, οπότε δεν αποτελεί έκπληξη το ότι και αυτοί θα προτιμούσαν επίσης να κατηγορήσουν την Κίνα για την κατάσταση των πραγμάτων παρά να αναλογιστούν την υπαιτιότητά τους.
Οι Δημοκρατικοί έχουν επίσης στοιχηματίσει ότι μπορούν να κερδίσουν υποστήριξη για τις επενδύσεις στις υποδομές, διαμορφώνοντάς τις με τους όρους της ενδυνάμωσης των Ηνωμένων Πολιτειών για τον μακροπρόθεσμο ανταγωνισμό με την Κίνα. Όμως, παραδόξως, οι Ρεπουμπλικάνοι και οι συντηρητικοί Δημοκρατικοί έχουν αντιτάξει ότι ο ανταγωνισμός με την Κίνα ίσως σημάνει ότι δεν θα γίνουν επενδύσεις στο μακροπρόθεσμο μέλλον των Ηνωμένων Πολιτειών. Για παράδειγμα, ο γερουσιαστής Joe Manchin, Δημοκρατικός από την Δυτική Βιρτζίνια, δικαιολόγησε την ψήφο του κατά της νομοθεσίας Build Back Better πέρυσι με το σκεπτικό ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονταν τα χρήματα για στρατιωτικές έκτακτες ανάγκες κατά της Κίνας και της Ρωσίας. Νωρίτερα φέτος, ο Manchin συνέπραξε με τον Cotton στην εκτροπή 4 δισεκατομμυρίων δολαρίων από ένα ταμείο για το κλίμα προς την έρευνα και ανάπτυξη του Πενταγώνου, επικαλούμενος ανησυχίες σχετικά με την Κίνα.
Όποια και αν είναι η αξία των στρατιωτικών δαπανών, έρχονται κυριολεκτικά εις βάρος της χρηματοδότησης έργων που θα ωφελούσαν άμεσα τον αμερικανικό λαό –ακριβώς όπως συνέβη κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Και τούτο σημαίνει ότι οι Δημοκρατικοί που χρησιμοποιούν τον ξένο ανταγωνισμό ως κλειδί για την εσωτερική αναζωογόνηση βάζουν ένα κακό στοίχημα που παρανοεί τις πραγματικότητες της αμερικανικής πολιτικής.
ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΑΥΤΑΡΧΙΚΟΥΣ ΑΥΤΑΡΧΙΚΟΤΕΡΟΥΣ
Στην Κίνα, η γεωπολιτική της αντιπαλότητας έχει παρόμοιες συνέπειες. Η πολιτική οικονομία της Κίνας, και κατ’ επέκταση η εξουσία του Σι , εξαρτάται από ολιγάρχες, που εκμεταλλεύονται ένα καθεστώς αδύναμων εργασιακών δικαιωμάτων και την ακραία ανασφάλεια των εργαζομένων, και στην συνέχεια μεταφέρουν τα κέρδη τους στο εξωτερικό, σε συχνά επικίνδυνες, κρατικά κατευθυνόμενες επενδύσεις. Αυτή η διαδικασία είναι ο τρόπος με τον οποίο η Κίνα χρηματοδοτεί την Πρωτοβουλία Ζώνη και Οδός (Belt and Road Initiative), την οποία η Ουάσιγκτον θεωρεί ως ένδειξη των ηγεμονικών φιλοδοξιών του Πεκίνου. Με άλλα λόγια, η οικονομική επιρροή της Κίνας στο εξωτερικό είναι οικοδομημένη στην ανισότητα και στην καταστολή στο εσωτερικό.
Η αντιπαλότητα διαιωνίζει αυτή την δυναμική. Η οικονομική ανάπτυξη, ο μεγάλος νομιμοποιητής των αυταρχικών πολιτικών, δεν μπορεί να προχωρά για πάντα σε ευθεία ανοδική γραμμή. Όταν οι ρυθμοί ανάπτυξης πέφτουν, που σε σχετικούς όρους πέφτουν τώρα, το κυβερνών καθεστώς χρειάζεται μια εναλλακτική πηγή νομιμοποίησης. Για τον Σι, ετούτη η εναλλακτική είναι ο εθνοτικός εθνικισμός -η κόλλα που συγκρατεί την πολιτική τάξη πραγμάτων σε ένα βαθιά εκμεταλλευτικό οικονομικό σύστημα.
Όπως και ο Αμερικανός ξάδελφός του, ο κινεζικός εθνοτικός εθνικισμός αποτελεί πρόβλημα διότι προκαλεί επιθετικότητα. Η διπλωματία τύπου «Wolf Warrior» του ΚΚΚ -το επιθετικό στυλ διπλωματίας που υιοθετήθηκε υπό την κυβέρνηση του Σι (στμ: πήρε το όνομα της από την ομώνυμη κινεζική πολεμική ταινία του 2015)- αποτελεί λιγότερο μια ένδειξη ανασφάλειας παρά ένα σύμπτωμα του εθνικισμού που υποκινείται για σκόπιμα πολιτικούς σκοπούς. Και ο εθνοτικός εθνικισμός εκλογικεύει τα ευρέα σχέδια εκσυγχρονισμού του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (People’s Liberation Army), όπως ακριβώς τα ίδια υπερεθνικιστικά, με φυλετικές αποχρώσεις αισθήματα στις Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποιούνται για να αιτιολογήσουν τους τεράστιους προϋπολογισμούς του Πενταγώνου. Οι αντιδραστικοί της Ουάσιγκτον και του Πεκίνου αλληλοαντανακλούν και επωφελούνται πολιτικά από την αρνητική συνέργεια της αντιπαλότητας.
Η πρόσφατη ιστορία έχει επίσης κάνει φανερό ότι η αντιπαλότητα των μεγάλων δυνάμεων δεν βοηθά τις προσπάθειες αποδυνάμωσης των αυταρχικών και μπορεί να καταλήξει να κάνει το αντίθετο. Ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων δεν παρήγαγε ηγέτες όπως ο Βλαντιμίρ Πούτιν της Ρωσίας, ο Ροντρίγκο Ντουτέρτε των Φιλιππίνων, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν από την Τουρκία ή ο Βίκτορ Όρμπαν της Ουγγαρίας, αλλά ούτε μπορεί να διαχειριστεί τις δυνάμεις που τους ώθησαν στην εξουσία: τον εθνοτικό εθνικισμό, την οικονομική ανισότητα, και την δημοκρατική διολίσθηση. Η αντιπαλότητα μεταξύ των χωρών δεν είναι βιώσιμο πλαίσιο για την δημοκρατική βελτίωση στο εσωτερικό τους. Αντίθετα, ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός επιβάλλει στις Ηνωμένες Πολιτείες να κάνουν αντιδημοκρατικούς ηθικούς συμβιβασμούς στο όνομα της δημοκρατίας. Στην βιασύνη της να πείσει τους πάντες ότι «η Αμερική επέστρεψε» ως ηγέτιδα του «ελεύθερου κόσμου», η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει κάνει έμπλεες υποκρισίας διακρίσεις μεταξύ της δικτατορίας και της δημοκρατίας, ως ιδεολογική βάση για τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων. Αλλά είναι αυτοκαταστροφικό -και λογικά αντιφατικό- να στρατολογούνται ξένες κυβερνήσεις σε μια αντι-κινεζική και αντι-ρωσική ατζέντα εξωτερικής πολιτικής, όταν η ίδια νοοτροπία δικαιολογεί την υποστήριξη των ΗΠΑ σε δεσποτικούς, δημαγωγούς ηγέτες από την Τουρκία και την Σαουδική Αραβία έως τις Φιλιππίνες και πέρα από αυτές. Η περιορισμένη πολιτική επιρροή των Ηνωμένων Πολιτειών θα μπορούσε να ξοδευτεί πολύ καλύτερα.
Εάν αφεθεί ως η μόνη βάση για την αμερικανική υψηλή στρατηγική, ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων θα γίνει κυκλικός, δικαιώνοντας τις μιλιταριστικές οδούς της Ρωσίας και της Κίνας και δικαιολογώντας μια υπερενισχυμένη γραφειοκρατία εθνικής ασφαλείας των ΗΠΑ που θα είναι έτοιμη για αέναη σύγκρουση. Θα αποτύχει να διορθώσει τις πηγές της δημοκρατικής αδυναμίας, οι οποίες έχουν τις ρίζες τους στην οικονομική ανασφάλεια, στην πολιτική διαφθορά, και στον ρατσισμό. Θα οδηγήσει στην εκλογή αυταρχικών ηγετών, οι οποίοι στηλιτεύουν τις εσωτερικές αποτυχίες των Ηνωμένων Πολιτειών και τις συνδέουν με μια υποτιθέμενη αδύναμη εξωτερική πολιτική.
Δεδομένης της διαρκούς επιθυμίας του κοινού να δει τις Ηνωμένες Πολιτείες να επενδύουν περισσότερο στο εσωτερικό, είναι η κατάλληλη στιγμή για αλλαγή πορείας. Οι Αμερικανοί αναζητούν από την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ να ευθυγραμμιστεί με τις δημοκρατικές προσδοκίες και την κοινή γνώμη. Μια πραγματικά μεγάλη δύναμη θα έκανε το μέγιστο που μπορούσε για να αντιμετωπίσει τα άλυτα ζητήματα που οξύνθηκαν από την πανδημία: την φυλετική και οικονομική ανισότητα, την κρίση της δημόσιας υγείας, και την εκτροχιασμένη υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Η γεωπολιτική αντιπαλότητα δεν θα κάνει τίποτα από αυτά.