Στα τέλη Φεβρουαρίου, μετά από έναν τεράστιο σεισμό που κατέστρεψε μεγάλο τμήμα της χώρας του, ο Τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, αντιμετώπισε μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της πολιτικής του καριέρας. Με τις προεδρικές εκλογές να απέχουν τρεις μήνες, η αντίδραση της κυβέρνησης στην ανθρωπιστική καταστροφή ήταν επιπόλαιη και χαοτική. Συν τοις άλλοις, η οικονομική πολιτική του Ερντογάν είχε προκαλέσει ανεξέλεγκτο πληθωρισμό και πολλοί πολίτες της Τουρκίας είχαν βαρεθεί την αυστηρή του διακυβέρνηση. Και καθώς η δημοτικότητα του Ερντογάν κατέρρεε, μια νεοσύστατη συμμαχία έξι κομμάτων της αντιπολίτευσης, με επικεφαλής τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, τον πρόεδρο του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (Republican People’s Party-CHP), φαινόταν εκπληκτικά πειθαρχημένη και οργανωμένη. Μετά από 20 χρόνια στην εξουσία, ο Ερντογάν ήταν έτοιμος να χάσει τον έλεγχο της Τουρκίας.
Τα πράγματα φαίνονται διαφορετικά τώρα. Χρησιμοποιώντας την ευρεία επιρροή του στα τουρκικά μέσα ενημέρωσης, ο Ερντογάν περιόρισε αποτελεσματικά την δημόσια συζήτηση για τον σεισμό, μετατοπίζοντας την εσωτερική συζήτηση στα βιομηχανικά και στρατιωτικά επιτεύγματα της Τουρκίας υπό τον ίδιο. Εν τω μεταξύ, ένας τρίτος υποψήφιος έχει εισέλθει στην κούρσα, παρέχοντας στον Ερντογάν πρόσθετα μέσα για να διασπάσει την αντιπολίτευση. Και μια κυβερνητική μεταρρύθμιση στον τρόπο με τον οποίο το Κοινοβούλιο κατανέμει τις έδρες θα μπορούσε να δώσει στο Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) του προέδρου ένα σημαντικό πλεονέκτημα στην επερχόμενη ψηφοφορία. Καθώς πλησιάζουν οι εκλογές της 14ης Μαΐου, φαίνεται τώρα πιθανό ότι ο Ερντογάν μπορεί τουλάχιστον να είναι σε θέση να εξαναγκάσει σε δεύτερο γύρο [εκλογών] και ότι το ΑΚΡ και οι εταίροι του στον συνασπισμό θα μπορούσε ακόμη και να έχουν την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο.
Όσο απροσδόκητη κι αν φαίνεται, η επιστροφή του Ερντογάν είναι χαρακτηριστική ενός πολιτικού που έχει επανειλημμένα αποδείξει την ικανότητά του να χρησιμοποιεί τους κρατικούς πόρους προς όφελός του και να διχάζει ή να εξουδετερώνει τους αντιπάλους του. Οι πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις στην Τουρκία έχουν ευνοήσει άδικα τον Ερντογάν από τότε που πέρασε με το ζόρι τη μετάβαση σε ένα προεδρικό σύστημα εκτελεστικού τύπου το 2018: βασικοί γραφειοκράτες υποστηρίζουν ανοιχτά το κυβερνών ΑΚΡ και θέτουν κρατικούς πόρους στην διάθεσή του, ενώ υποτίθεται ότι ανεξάρτητοι φορείς όπως η τουρκική εκλογική επιτροπή και πολλά τουρκικά δικαστήρια λαμβάνουν υποδείξεις από τον πρόεδρο. Έχει επίσης χρησιμοποιήσει την επιρροή του στον επιχειρηματικό τομέα για να αυξήσει την εξουσία του, με τις φιλοερντογανικές επιχειρήσεις να ελέγχουν πλέον σχεδόν το 90% των τουρκικών μέσων ενημέρωσης. Εν τω μεταξύ, έχει πάρει μέτρα για την ανελέητη καταστολή βασικών ακτιβιστών της κοινωνίας των πολιτών και πολιτικών της αντιπολίτευσης, από τον φιλάνθρωπο και οργανωτή της κοινωνίας των πολιτών, Οσμάν Καβάλα, έως τον Σελαχατίν Ντεμιρτάς, πρώην πρόεδρο του φιλοκουρδικού-φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών (Peoples’ Democratic Party-HDP), πολλοί από τους οποίους μαραζώνουν στην φυλακή.
Χρησιμοποιώντας το κράτος προς όφελός του, ο Ερντογάν ανέπτυξε στρατηγικές που χρησιμοποιούν άλλοι αυταρχικοί ηγέτες, όπως ο Ούγγρος πρωθυπουργός, Βίκτορ Όρμπαν, για να δημιουργήσει αθέμιτους όρους ανταγωνισμού κατά την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Αποκτώντας ευρεία επιρροή στο δικαστικό σώμα, την κυβερνητική γραφειοκρατία, και τα εθνικά μέσα ενημέρωσης, αυτοί οι ηγέτες ήταν συχνά σε θέση να διαμορφώσουν ευνοϊκά εκλογικά αποτελέσματα, ανεξάρτητα από την σχετική δύναμη της αντιπολίτευσης. Η ανθεκτικότητα του Ερντογάν δείχνει πόσο δύσκολο μπορεί να είναι να ανατραπεί ένας αντιφιλελεύθερος ηγέτης σε μια εκλογική αναμέτρηση, ακόμη και κάποιος που απολαμβάνει μικρή υποστήριξη.
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΟΥ ΣΟΥΛΤΑΝΟΥ
Στα χαρτιά, οι φετινές εκλογές παρουσιάζουν τρομερές νέες προκλήσεις για τον Ερντογάν. Πρώτον, η τουρκική οικονομία βρίσκεται σε παρατεταμένη κρίση. Το τουρκικό νόμισμα έχει χάσει πάνω από το 450% της αξίας του τα τελευταία πέντε χρόνια και ο πληθωρισμός έχει ανέβει σταθερά, πλησιάζοντας το 100%. Στο παρελθόν, η σταθερή οικονομική ανάπτυξη ήταν καθοριστική για την επιτυχία του Ερντογάν. Κέρδισε σχεδόν δώδεκα εθνικές εκλογές, κυρίως λόγω του ιστορικού του για την άρση των ψηφοφόρων από την φτώχεια, την βελτίωση της πρόσβασης σε υπηρεσίες όπως η υγειονομική περίθαλψη, και την παροχή οικονομικής ευημερίας και σταθερότητας. Πράγματι, κατά την πρώτη δεκαετία στην εξουσία του Ερντογάν, μεταξύ 2003 και 2013, η Τουρκία προσέλκυσε ποσά ρεκόρ ξένων άμεσων επενδύσεων, οι οποίες βοήθησαν στην χρηματοδότηση του οικονομικού του θαύματος και στην ενίσχυση της βάσης του AKP. Ακόμη και όταν οι εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων στέρεψαν τα χρόνια μετά την κυβερνητική καταστολή των διαδηλώσεων στο πάρκο Gezi το 2013, ο Ερντογάν κατάφερε να διατηρήσει την οικονομία σε λειτουργία χάρη στις μεγάλες εισροές από παγκόσμιους επενδυτές.
Από το 2018, ωστόσο, το περιβόητο οικονομικό ιστορικό του Ερντογάν έχει διαβρωθεί. Αλλάζοντας το σύνταγμα σε μια εκτελεστικού τύπου προεδρία, ουσιαστικά αυτοχαρακτηρίστηκε ως ο νέος σουλτάνος της Τουρκίας, και έγινε αρχηγός του κράτους, αρχηγός της κυβέρνησης, αρχηγός του κυβερνώντος κόμματος, αρχηγός της εθνικής αστυνομίας, και αρχηγός του στρατού. Κατά αυτήν την διαδικασία, ανέλαβε επίσης πιο άμεσο έλεγχο της οικονομίας, και η κεντρική τράπεζα έχασε την ανεξαρτησία της, κάνοντας τους ξένους επενδυτές επιφυλακτικούς. Επιπλέον, από τότε που ξεκίνησε η πανδημία της COVID-19, οι ολοένα και πιο ανορθόδοξες οικονομικές πολιτικές του έφεραν την οικονομία σε αναταραχή. Πεπεισμένος ότι τα επιτόκια οδηγούν τον πληθωρισμό, διατήρησε τα τουρκικά επιτόκια σε χαμηλά επίπεδα, αυξάνοντας τον πληθωρισμό ακόμη πιο γρήγορα, προκαλώντας ανεξέλεγκτες τιμές των τροφίμων και διάχυτη οικονομική ανασφάλεια. Με άλλα λόγια, η αρπαγή της εξουσίας από τον Ερντογάν έχει τραβήξει το χαλί της οικονομικής ανάπτυξης και της σταθερότητας κάτω από τα πόδια του -και μαζί με αυτό, την μεγάλη βάση που κάποτε τον υποστήριζε.
Ταυτόχρονα, η αντιπολίτευση είναι πολύ πιο ενωμένη από όσο πριν. Στις προηγούμενες εκλογές, ο Ερντογάν μπορούσε να προσελκύσει την εθνοτική του βάση δαιμονοποιώντας τις διαφορετικές πολιτικές ομάδες της Τουρκίας, όπως οι αριστεροί, οι φιλελεύθεροι, οι Κούρδοι, και οι Αλεβίτες, μεταξύ άλλων. Και δεδομένου ότι αυτές οι ομάδες ήταν και οι ίδιες διασπασμένες σε διάφορα μικρότερα και ανταγωνιστικά κόμματα, δεν ήταν αρκετά ισχυρές για να αντιμετωπίσουν αυτήν την πίεση. Αλλά το 2018, ως απάντηση στην εκτελεστική προεδρία, τέσσερα κόμματα της αντιπολίτευσης αποφάσισαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους, με ηγέτη τον Κιλιτσντάρογλου. Αρχικά, αυτός ο συνασπισμός, η Συμμαχία του Έθνους (Nation Alliance), δεν είχε τεράστιο αντίκτυπο, αλλά στην πορεία προς την τρέχουσα προεκλογική εκστρατεία, δύο ακόμη κόμματα προσχώρησαν σε αυτόν, δημιουργώντας ένα ισχυρό μέτωπο αλλαγής που καλύπτει σχεδόν όλο το φάσμα της τουρκικής πολιτικής. Στην προεκλογική της πλατφόρμα, η Συμμαχία του Έθνους υποσχέθηκε να τερματίσει τη μονοκρατορία, να επαναφέρει και να ενισχύσει τους δημοκρατικούς κανόνες και τις ελευθερίες, και να αποκαταστήσει το κράτος δικαίου. Υπόσχεται επίσης να απομακρυνθεί από την ψυχρά συναλλακτική εξωτερική πολιτική του Ερντογάν. Αν ο Κιλιτσντάρογλου κερδίσει την προεδρία, η Άγκυρα θα ευθυγραμμιστεί στενότερα με την διατλαντική κοινότητα, ιδίως με την Ευρώπη. Ο Κιλιτσντάρογλου έχει επίσης υποσχεθεί να υιοθετήσει εκ νέου την οικονομική ορθοδοξία και την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας. Όλες αυτές οι εξελίξεις θα προκαλέσουν πιθανότατα μια νέα εισροή ξένων κεφαλαίων, βοηθώντας στην επανεκκίνηση της οικονομικής ανάπτυξης.
Μαζί με την υπόσχεση μιας νέας Τουρκίας υπό τον Κιλιτσντάρογλου, η παραπαίουσα οικονομία και η ενωμένη αντιπολίτευση έδωσαν στον Ερντογάν την πιο δύσκολη εκλογική δοκιμασία της καριέρας του. Ωστόσο, έχει αναπτύξει στρατηγικές για την αντιμετώπιση αυτών των απειλών. Προς το παρόν, ο Κιλιτσντάρογλου προηγείται του Ερντογάν με μια λεπτή διαφορά μιας ή δύο μονάδων. Ομοίως, ο συνασπισμός της αντιπολίτευσης προηγείται του φιλο-Ερντογανικού μπλοκ, γνωστού ως Λαϊκή Συμμαχία, στην κούρσα για τον έλεγχο του Κοινοβουλίου. Ωστόσο, ο Ερντογάν και οι υποστηρικτές του πιστεύουν τώρα ότι μπορούν να στερήσουν από την αντιπολίτευση την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και να εμποδίσουν τον Κιλιτσντάρογλου να εξασφαλίσει την απόλυτη νίκη στην ψηφοφορία της 14ης Μαΐου. Και ο Ερντογάν είναι βέβαιος ότι αν μπορέσει να εξαναγκάσει σε επαναληπτικές προεδρικές εκλογές, οι οποίες θα διεξαχθούν στις 28 Μαΐου, μπορεί να τις κερδίσει.
ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ ΣΠΟΥΔΑΙΑ ΚΑΙ ΠΑΛΙ
Η μεγαλύτερη δύναμη του Ερντογάν είναι ο έλεγχος της πληροφόρησης. Δεδομένης της συντριπτικής επιρροής του στα τουρκικά μέσα ενημέρωσης και του γεγονότος ότι περίπου το 80% του πληθυσμού δεν μπορεί να διαβάσει άλλες γλώσσες εκτός από την τουρκική, η διαμόρφωση του μηνύματος έχει γίνει ένα από τα πιο ισχυρά εργαλεία του για να κερδίσει ψήφους. Πολλοί άνθρωποι έχουν μεταβεί στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης σε αναζήτηση ελεύθερων ειδήσεων, και ο Ερντογάν έχει λάβει μέτρα για να περιορίσει και αυτές. Το 2020, το κοινοβούλιο, υπό τον έλεγχο του ΑΚΡ και του συμμάχου του, του υπερ-τουρκο-εθνικιστικού Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (Nationalist Action Party-MHP), ψήφισε έναν νόμο για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που αναγκάζει τις παγκόσμιες πλατφόρμες που θέλουν να δραστηριοποιηθούν στην Τουρκία να ανοίξουν γραφεία στην χώρα, καθιστώντας τις υποκείμενες σε κυρώσεις και πρόστιμα αν δεν ανταποκρίνονται στις κυβερνητικές οδηγίες για την απαγόρευση ή τον περιορισμό του περιεχομένου. Εν τω μεταξύ, τα ελάχιστα ανεξάρτητα τουρκικά τηλεοπτικά δίκτυα που δεν ελέγχονται από φιλο-ερντογανικές επιχειρήσεις έχουν τιμωρηθεί με υπέρογκα πρόστιμα και βγαίνουν εκτός αέρα για μέρες αν προβάλλουν περιεχόμενο που δεν εμπίπτει στο εγκεκριμένο κυβερνητικό αφήγημα.
Κατά συνέπεια, η ειδησεογραφική κάλυψη ήταν ιδιαίτερα επιλεκτική. Ο πληθωρισμός, ο οποίος έφτασε στο 85,5% το 2022, δεν αναφέρθηκε σχεδόν καθόλου. Ούτε και η καταστροφική αντίδραση της κυβέρνησης στον σεισμό: περισσότεροι από 50.000 άνθρωποι έχασαν την ζωή τους, ορισμένοι από αυτούς θαμμένοι κάτω από τα ερείπια περιμένοντας βοήθεια που δεν έφτασε ποτέ. Απουσιάζουν επίσης οι ιστορίες για τη μαζική και αυξανόμενη διαφθορά της άρχουσας ελίτ, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου και της οικογένειάς του˙ η επιδημία γυναικοκτονιών (συμπεριλαμβανομένου του θανάτου μιας νεαρής γυναίκας που, ενώ εργαζόταν ως νταντά, πέθανε ύποπτα στο σπίτι ενός βουλευτή του ΑΚΡ)˙ οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την κυβέρνηση˙ οι φυλακίσεις δημοσιογράφων και πολιτικών˙ και άλλες δυνητικά επιζήμιες αποκαλύψεις για το ΑΚΡ και τον Ερντογάν. Αντ’ αυτού, οι πολίτες τροφοδοτούνται με μια συνεχή ροή ειδήσεων σχετικά με την βελτιούμενη θέση της Τουρκίας ως μεγάλης διεθνούς δύναμης, συμπεριλαμβανομένων ιστοριών για το πρώτο αυτοκίνητο εγχώριας παραγωγής της χώρας, την πρόσφατη ανακάλυψη κοιτασμάτων φυσικού αερίου στη Μαύρη Θάλασσα, και το πρώτο τουρκικό ελικοπτεροφόρο του [πολεμικού] ναυτικού. Πόσω μάλλον τα κύρια ζητήματα όπως οι θέσεις εργασίας και οι τιμές των τροφίμων ή οι ελευθερίες και τα δικαιώματα: στους πολίτες λένε να αγκαλιάσουν τον Ερντογάν επειδή είναι ένας εκπληκτικός ηγέτης που κάνει την Τουρκία και πάλι σπουδαία.
Υπάρχει μια ακόμη πιο σκοτεινή πλευρά στον πόλεμο πληροφοριών του Ερντογάν. Η εκστρατεία του στοχοποιεί ύπουλα την αντιπολίτευση με ψευδείς ισχυρισμούς —ειδικά το φιλοκουρδικό κόμμα HDP, το οποίο υποστηρίζει την Συμμαχία Έθνους και τον προεδρικό υποψήφιό της, Κιλιτσντάρογλου. Αν και το HDP είναι ένα ειρηνικό πολιτικό κίνημα, τα μέσα ενημέρωσης που υποστηρίζουν τον Ερντογάν ισχυρίζονται ότι το HDP είναι το ίδιο με το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK), μια οντότητα που χαρακτηρίζεται από τρομοκρατία που πολεμά την Τουρκία εδώ και δεκαετίες, και ότι ο Kilicdaroglu είναι, οπότε, «υποστηριζόμενος από τρομοκράτες».
Όσον αφορά την οικονομία, ο Ερντογάν έχει επίσης βοηθηθεί από τους αυξανόμενους δεσμούς με άλλους αυταρχικούς, όπως ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, και ο Σαουδάραβας πρίγκιπας-διάδοχος, Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν. Κατά την διάρκεια της περσινής κρίσης πληθωρισμού, ο πρίγκιπας Μοχάμεντ μετέφερε 5 δισεκατομμύρια δολάρια στην κεντρική τράπεζα της Τουρκίας για να βοηθήσει στην διατήρηση της οικονομίας. Η ρωσική κρατική εταιρεία Rosatom παρείχε παρόμοιο ποσό τον Ιούλιο του 2022 για να χρηματοδοτήσει έναν νέο πυρηνικό σταθμό στη νότια Τουρκία, τον πυρηνικό σταθμό Akkuyu˙ αυτή η μεταφορά διοχετεύθηκε σε όλη την οικονομία, βοηθώντας στην σταθεροποίηση του νομίσματος. Στις 27 Απριλίου, ο Πούτιν και ο Ερντογάν μίλησαν μέσω βιντεοδιάσκεψης για να σηματοδοτήσουν τα αποκαλυπτήρια του εργοστασίου που κατασκευάστηκε από την Ρωσία, το οποίο έχει γίνει σύμβολο της ανάδειξης της Τουρκίας ως «πυρηνικού έθνους» —με άλλα λόγια, μια μεγάλη δύναμη εφάμιλλη με τους πυρηνικούς γίγαντες του κόσμου. Παρά τις οικονομικές δυσκολίες της ίδιας της Ρωσίας, ο Πούτιν μπορεί επίσης να βοηθήσει τον Τούρκο ομόλογό του με μεταφορές μετρητών. Τόσο για την Ρωσία όσο και για την Σαουδική Αραβία, ο Ερντογάν είναι ελκυστικός λόγω της αυταρχικής του τάσης και της κλίσης του μακριά από την Δύση. Ο Πούτιν θεωρεί τον Τούρκο ηγέτη σύμμαχο που μπορεί να τον βοηθήσει να υπονομεύσει την υπό την ηγεσία των ΗΠΑ φιλελεύθερη διεθνή τάξη. Ο Σαουδάραβας διάδοχος, επίσης, έχει καταστήσει σαφές ότι προτιμά να έχει να κάνει με έναν συντηρητικό αυταρχικό παρά με έναν Κιλιτσντάρογλου που αγκαλιάζει την δημοκρατία και την Ευρώπη.
ΕΓΩ Ή ΧΑΟΣ
Όπως έχει κάνει στο παρελθόν, ο Ερντογάν χρησιμοποιεί επίσης το εκλογικό σύστημα της Τουρκίας προς όφελός του. Το κρίσιμο είναι ότι το 2022, προώθησε έναν νόμο που θα αυξήσει τις πιθανότητες του AKP και της Λαϊκής Συμμαχίας να διατηρήσουν τον έλεγχο του Κοινοβουλίου. Στο τουρκικό εκλογικό σύστημα, η διαδικασία της προεδρικής ψηφοφορίας είναι απλή: ο νικητής μπορεί να επιλεγεί κερδίζοντας περισσότερο από το 50% των ψήφων ή, εάν κανένας υποψήφιος δεν το πετύχει, κερδίζοντας έναν δεύτερο γύρο μεταξύ των δύο κορυφαίων ψηφοφόρων του πρώτου γύρου. Αλλά η διαδρομή προς τον έλεγχο του Κοινοβουλίου είναι πολύ πιο περίπλοκη, λόγω της πρόσφατης παράδοσης εκλογικών συμμαχιών της Τουρκίας. Στο παρελθόν, οι έδρες κατανεμήθηκαν κυρίως με βάση το σύνολο των ψήφων, ένα σύστημα που ευνοούσε την ισχυρότερη συμμαχία. Προβλέποντας ωστόσο ότι η συμμαχία της αντιπολίτευσης θα ήταν ισχυρότερη από την δική του στις εκλογές του 2023, ο Ερντογάν κατάφερε να αλλάξει τον κοινοβουλευτικό εκλογικό νόμο. Τώρα, αντί για τη μεγαλύτερη συμμαχία, ο νέος νόμος ευνοεί το μεγαλύτερο κόμμα, το οποίο στο πολυκομματικό σύστημα της Τουρκίας εξακολουθεί να είναι το AKP. Δεδομένου του πόσο στήθος-με-στήθος είναι η κούρσα, αυτή η αλλαγή θα μπορούσε να είναι αρκετή για να δώσει στην Λαϊκή Συμμαχία του Ερντογάν επιπλέον 10-20 έδρες —αρκετές για να κερδίσει μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία στις 14 Μαΐου, ακόμη κι αν ο ίδιος ο Ερντογάν δεν βγει μπροστά.
Και ο Ερντογάν έχει άλλο ένα χαρτί να παίξει στην ίδια την προεδρική κούρσα. Λίγο μετά τον σεισμό, ο Muharrem Ince, αποστάτης από το κόμμα του Κιλιτσντάρογλου, μπήκε στην προεδρική κούρσα, θέτοντας μια νέα πρόκληση για την αντιπολίτευση. Ένας κεντροαριστερός λαϊκιστής, ο Ιντζέ έχει δημοσκοπήσεις κάτω του 10% και δεν έχει καμία πιθανότητα να κερδίσει, αλλά η υποστήριξή του προέρχεται κυρίως από ψηφοφόρους που διαφορετικά θα ψήφιζαν τον Κιλιτσντάρογλου. Για τον Ερντογάν, ο Ιντζέ είναι ένα κρίσιμο πλεονέκτημα και η κυβέρνηση έχει κάνει ό,τι μπορεί για να αυξήσει την προβολή της εκστρατείας του. Ενώ ο Κιλιτσντάρογλου, ο πρωτοπόρος της κούρσας, παίρνει χρόνο στα μέσα ενημέρωσης μόνο όταν πλαισιώνεται αρνητικά ως ανεπαρκώς θρησκευόμενος —σε μια τέτοια περίπτωση, τα υπέρ του Ερντογάν μέσα ενημέρωσης τον στρίμωξαν επειδή πόζαρε για φωτογραφία ενώ στεκόταν σε ένα ισλαμικό χαλί προσευχής με τα παπούτσια του, υποδηλώνοντας ότι δεν γνωρίζει ή δεν σέβεται το Ισλάμ— ο Ιντζέ έχει λάβει εκτενή και κυρίως θετική κάλυψη από μέσα ενημέρωσης που ελέγχονται από τον Ερντογάν.
Αυτή η προσοχή έχει κρατήσει τον Ince στο προσκήνιο, βοηθώντας στην αιμορραγία της αντιπολίτευσης. Αν και η σύνδεση είναι δύσκολο να επαληθευτεί, τα συμφέροντα των υπέρ του Ερντογάν μέσων ενημέρωσης μπορεί επίσης να τροφοδοτούν την υπερμεγέθη παρουσία του Ince στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, προσπαθώντας να ενισχύσουν το προφίλ του σε βάρος της συμμαχίας της αντιπολίτευσης. Για παράδειγμα, η κάλυψη της καμπάνιας του Ince έχει προωθηθεί από μυστηριώδεις λογαριασμούς ειδήσεων στο Twitter χωρίς πραγματική παρουσία στο διαδίκτυο εκτός αυτής της πλατφόρμας. Και ο «χορός του Ince» —μια χορευτική κίνηση που έκανε ο υποψήφιος σε μια πολιτική συγκέντρωση— έχει γίνει viral φαινόμενο σε πλατφόρμες όπως το TikTok, όπου οι Τούρκοι νέοι, οι περισσότεροι από τους οποίους ψηφίζουν για πρώτη φορά, τον μιμούνται. Ένας Τούρκος δημοσκόπος παρατήρησε ότι τα περιορισμένα οικονομικά της εκστρατείας του Ιντζέ δεν αντιπροσωπεύουν επαρκώς την απήχησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Με τον Ιντζέ στην κούρσα, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα ο Κιλιτσντάρογλου να μην καταφέρει να επιτύχει την πλειοψηφία στις 14 Μαΐου και οι προεδρικές εκλογές να περάσουν σε δεύτερο γύρο στις 28 Μαΐου μεταξύ αυτού και του Ερντογάν.
Πράγματι, ο Ερντογάν πιθανότατα στοχεύει σε ένα τέτοιο αποτέλεσμα στις 14 Μαΐου: μια απόλυτη νίκη στο κοινοβούλιο και μια δεύτερη εκλογή για την προεδρία. Σε αυτό το σενάριο, ενώ προετοιμάζεται για τον δεύτερο γύρο, ο Ερντογάν θα πει στο εκλογικό σώμα ότι μια διχασμένη κυβέρνηση θα ήταν καταστροφή για την Τουρκία και ότι πρέπει να τον επιστρέψει στην προεδρία για να διατηρήσει την σταθερότητα. Η στρατηγική του Ερντογάν «εγώ ή χάος» λειτούργησε στο παρελθόν: το 2015, όταν το AKP του έχασε για λίγο τον έλεγχο του κοινοβουλίου τον Ιούνιο, οι δυνάμεις ασφαλείας της χώρας έπεσαν σε αδυναμία κατά την διάρκεια του λεγόμενου καλοκαιριού της κόλασης, που χαρακτηρίστηκε από την τρομοκρατικές επιθέσεις του PKK και του Ισλαμικού Κράτους, και το εκλογικό σώμα ευθυγραμμίστηκε γρήγορα πίσω από τον Ερντογάν, δίνοντας στο κόμμα του μια νέα νομοθετική πλειοψηφία στις εκλογές του Νοεμβρίου.
Αν και τέτοιες επιθέσεις είναι απίθανες κατά την διάρκεια αυτού του εκλογικού κύκλου, η πιθανότητα νέας βίας είναι πραγματική. Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί η πρόσφατη ευθυγράμμιση του Κόμματος Ελεύθερης Αιτίας, ή HUDA-PAR, ενός σκληροπυρηνικού κουρδικού ισλαμικού κόμματος, με την Λαϊκή Συμμαχία του Ερντογάν. Το HUDA-PAR έχει δεσμούς με την τουρκική Χεζμπολάχ, μια βίαιη πολιτική ισλαμιστική ομάδα που την δεκαετία του 1990 στρατολογούσε στην κουρδική κοινότητα της Τουρκίας και πολέμησε το PKK, ενώ εκτελούσε επίσης συντηρητικούς αντιφρονούντες που αρνήθηκαν να ευθυγραμμιστούν με την αυστηρή ιδεολογία της. Το HUDA-PAR, το οποίο ποτέ δεν απαρνήθηκε πλήρως το βίαιο παρελθόν του και το οποίο προωθεί αρχαϊκές κοινωνικές απόψεις, έχει μόνο ασήμαντη απήχηση στο εκλογικό σώμα. Η παράταξη κέρδισε μόλις 0,3% υποστήριξη στις πιο πρόσφατες βουλευτικές εκλογές του 2018 και προσθέτει ελάχιστα στην προεκλογική εκστρατεία του προέδρου, εκτός από την ευκαιρία να δημιουργήσει χάος εάν η προεδρική ψηφοφορία πάει σε δεύτερο γύρο.
Πράγματι, η πιθανότητα νέας εξτρεμιστικής βίας θα μπορούσε να αποτελέσει άμεση απειλή για την συνοχή της συμμαχίας της αντιπολίτευσης. Επί του παρόντος, ο Κιλιτσντάρογλου υποστηρίζεται τόσο από το φιλοκουρδικό HDP όσο και από το τουρκικό εθνικιστικό Καλό Κόμμα (IYI), το οποίο είναι πολύ επιφυλακτικό για την κουρδική μαχητικότητα. Η ανανέωση της ένοπλης σύγκρουσης με την εμπλοκή του PKK και του HUDA-PAR σίγουρα θα πυροδοτήσει βαθύτερη πόλωση μεταξύ του IYI και του HDP, πιθανώς να διχάσει το υπέρ του Κιλιτσντάρογλου μπλοκ και να κοστίσει στην αντιπολίτευση την προεδρία.
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Η τουρκική προεδρική αναμέτρηση ίσως να αποτελεί τις πιο σημαντικές εκλογές φέτος. Είτε ο Ερντογάν θα χάσει, δίνοντας στην Τουρκία την ευκαιρία να αποκαταστήσει την πλήρη δημοκρατία, είτε θα κερδίσει και πιθανότατα θα παραμείνει στην εξουσία για το υπόλοιπο της ζωής του. Εάν το κάνει, τυχόν εναπομείναντες ανεξάρτητοι θεσμοί, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων που δεν έχουν ακόμη πέσει στην λαβή του, οι δεξαμενές σκέψης, τα πανεπιστήμια, τα ειδησεογραφικά πρακτορεία, και το Υπουργείο Εξωτερικών, είναι πιθανό να χάσουν εντελώς την αυτονομία τους, με σημαντικές συνέπειες όχι μόνο για το πολιτικό σύστημα της Τουρκίας αλλά και για την εξωτερική της πολιτική. Προς μεγάλη χαρά του Πούτιν, αν και η Τουρκία πιθανότατα θα παραμείνει στο ΝΑΤΟ, ένας επανεκλεγμένος Ερντογάν θα μπορούσε να λειτουργήσει πιο δυναμικά ως καταστροφέας, υπονομεύοντας την ενότητα της συμμαχίας μαζί με τον Όρμπαν στην Ουγγαρία.
Είναι ακόμα πιθανό ότι ο Κιλιτσντάρογλου θα μπορούσε να αρνηθεί στον Ερντογάν τον έλεγχο του αφηγήματος του χάους και να πείσει τους ψηφοφόρους να εγκαταλείψουν τον σουλτάνο. Ο αρχηγός της αντιπολίτευσης έχει ήδη δείξει ότι δεν θα ακολουθήσει την πορεία του προέδρου προς την δαιμονοποίηση και την πόλωση. Και φαίνεται πιθανό ότι θα μπορούσε να βγει μπροστά στις 14 Μαΐου. Όμως ο Ερντογάν έχει πολυετή εμπειρία χειραγώγησης του πολιτικού συστήματος προς όφελός του και έχει θέσει σε εφαρμογή μια ισχυρή στρατηγική για να παραμείνει στην εξουσία. Μαζί με τον Όρμπαν, ο Ερντογάν επινόησε τον λαϊκιστικό αυταρχισμό στις αρχές του 21ου αιώνα, και παρότι αυτό το μοντέλο αντιγράφηκε έκτοτε από ηγέτες αλλού —συμπεριλαμβανομένου του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, του Ισραηλινού πρωθυπουργού Βενιαμίν Νετανιάχου, και του πρώην προέδρου της Βραζιλίας Ζαΐρ Μπολσονάρου— ο Ερντογάν παραμένει ο καλύτερος διαχειριστής του. Και σε αντίθεση με τους περισσότερους ομολόγους του, μέχρι στιγμής έχει αποδειχθεί αδύνατο να ψηφιστεί [για να βγει] εκτός εξουσίας.
Προς το παρόν, οι ελεύθερες εκλογές στην Τουρκία εξακολουθούν να έχουν σημασία, και οι εκλογές αυτού του μήνα πιθανότατα θα είναι ελεύθερες και ειρηνικές. Εάν ηττηθεί ο Ερντογάν, θα σηματοδοτήσουν μια σημαντική αλλαγή στο καθεστώς του εθνικιστικού λαϊκισμού παγκοσμίως. Λιγότερο σίγουρο είναι το πώς θα μοιάζουν οι μελλοντικές εκλογές στην Τουρκία εάν κερδίσει ο Ερντογάν.