Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν ακόμα να προσπαθήσουν να τον καταστήσουν υπόλογο
Μετά από μια δεκαετία εχθροπραξιών, η σύγκρουση στην Συρία έχει παγιωθεί σε ένα βίαιο, παρατεταμένο αδιέξοδο. Τώρα, όπως και πριν, ο Σύρος δικτάτορας Μπασάρ αλ-Άσαντ συνεχίζει να ενεργεί ατιμώρητος. Έχει εξαφανίσει με την βία δεκάδες χιλιάδες Σύρους και έχει υποβάλει χιλιάδες άλλους σε βασανιστήρια, σεξουαλική βία, ή θάνατο κατά την κράτηση. Η χώρα βρίσκεται σε πλήρη ανθρωπιστική κρίση: ένα εκτιμώμενο 90% των Σύρων ζει κάτω από το όριο της φτώχειας και 60% βρίσκεται σε επισιτιστική ανασφάλεια -το υψηλότερο ποσοστό από την έναρξη της σύγκρουσης, σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη.
Ταυτόχρονα, η παραδοχή ότι ο Άσαντ είναι εδώ για να μείνει –και η αντίληψη ότι η παρουσία των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή δεν είναι– έχει παροτρύνει τους συμμάχους των ΗΠΑ προς την εξομάλυνση των δεσμών με τον κάποτε παρία. Το Μπαχρέιν, η Αίγυπτος, το Ιράκ, η Ιορδανία, ο Λίβανος, η Σαουδική Αραβία, και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έχουν κάνει όλοι βήματα προς την αποκατάσταση των δεσμών με τον Άσαντ.
Η τάση προς την περιφερειακή ομαλοποίηση είναι πιθανώς μη αναστρέψιμη, καθώς τα κράτη της Μέσης Ανατολής δεν έχουν επιλογή παρά να ζήσουν με τον Σύρο δικτάτορα. Αλλά οι Δυτικές χώρες πρέπει να κάνουν ό,τι μπορούν για να καταστήσουν υπόλογους τα πρωτοπαλίκαρά του, να προστατεύσουν τους Σύρους πρόσφυγες από εξαναγκαστικούς επαναπατρισμούς, και να ανακουφίσουν τα ανθρωπιστικά βάσανα των Σύρων. Για τον σκοπό αυτό, η κυβέρνηση Μπάιντεν πρέπει να εστιάσει στο να βοηθήσει τους Σύρους αμάχους που ζουν τόσο εντός της χώρας όσο και ως πρόσφυγες, διερευνώντας παράλληλα νέες προσεγγίσεις για να διασφαλίσει ότι το καθεστώς Άσαντ θα δώσει εξηγήσεις για τα εγκλήματά του.
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑ
Στις πρώτες μέρες της συριακής σύγκρουσης, πολλές χώρες της Μέσης Ανατολής διέκοψαν τους δεσμούς τους με το καθεστώς του Άσαντ. Ο Αραβικός Σύνδεσμος (Arab League) απέβαλε την Συρία και επέβαλε κυρώσεις τον Νοέμβριο του 2011, επικαλούμενος την βάναυση καταστολή των διαδηλώσεων από τον Άσαντ και τη μη εφαρμογή μιας ειρηνευτικής συμφωνίας [που υπεγράφη] με την διαμεσολάβηση του ΟΗΕ. Το 2012, αρκετές χώρες του Κόλπου -συμπεριλαμβανομένης της Σαουδικής Αραβίας, του Κατάρ, και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων- άρχισαν να εξοπλίζουν αντάρτες, σε μια προσπάθεια να ανατρέψουν τον Άσαντ, πιστεύοντας ότι ήταν θέμα χρόνου η πτώση του δικτάτορα.
Περισσότερο από μια δεκαετία αργότερα, ο Άσαντ είναι σταθερά εδραιωμένος στην εξουσία, χάρη σε μεγάλο βαθμό στις ρωσικές και ιρανικές στρατιωτικές επεμβάσεις για λογαριασμό του, και οι πάλαι ποτέ εχθροί του σύρονται προς την εξομάλυνση. Τα κράτη του Κόλπου επιχειρούν να αποκαταστήσουν τις σχέσεις με την Συρία σε μια προσπάθεια να αμβλύνουν την ιρανική επιρροή στην χώρα. Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έχουν προηγηθεί, ανοίγοντας ξανά την πρεσβεία τους στην Δαμασκό το 2018, κάτι που ακολουθήθηκε από μια [τηλεφωνική] κλήση μεταξύ του Άσαντ και του de facto ηγέτη των ΗΑΕ, πρίγκιπα-διαδόχου Mohammed bin Zayed, το 2020. Το επόμενο έτος, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΑΕ, Abdullah bin Zayed al-Nahyan, επισκέφθηκε την συριακή πρωτεύουσα, και έγινε ο ανώτερος αξιωματούχος των Εμιράτων που το έκανε εδώ και δέκα χρόνια. Άλλες χώρες του Κόλπου έχουν ακολουθήσει το παράδειγμα [των ΗΑΕ]: το 2020, το Ομάν ήταν το πρώτο κράτος του Κόλπου που επανέφερε τον πρέσβη του στην Συρία, και το Μπαχρέιν έκανε το ίδιο τον Δεκέμβριο του 2021. Ακόμη και η Σαουδική Αραβία, ένας μακροχρόνιος εχθρός της Συρίας, έχει προχωρήσει σιγά-σιγά προς τον Άσαντ. Πέρυσι, ο αρχηγός των υπηρεσιών πληροφοριών της Σαουδικής Αραβίας συναντήθηκε δύο φορές με τον Σύρο ομόλογό του, τη μια φορά μάλιστα ταξίδεψε στην Δαμασκό για να τον συναντήσει.
Τα εκτός του Κόλπου αραβικά κράτη κινούνται επίσης προς την εξομάλυνση. Τον Σεπτέμβριο του 2021, ο Sameh Shoukry, υπουργός Εξωτερικών της Αιγύπτου, συνάντησε τον Σύρο ομόλογό του στην Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, ανακοινώνοντας ότι η συνάντηση επιδίωκε να προωθήσει την «επιστροφή της Συρίας στο αραβικό θύλακα». Πολλές αραβικές χώρες ζήτησαν ιδιωτικά την επανεισδοχή της Συρίας στον Αραβικό Σύνδεσμο πριν από την σύνοδο κορυφής του Μαρτίου 2022 στο Αλγέρι. Και το 2024, η Δαμασκός έχει επιλεγεί να φιλοξενήσει την διάσκεψη του Οργανισμού Αραβικών Πετρελαιοπαραγωγών Εξαγωγικών Χωρών (Organization of Arab Petroleum Exporting Countries).
Μια εντεινόμενη κοινωνικοοικονομική κρίση σε όλο το Λεβάντε [στμ: περιοχή που περιλαμβάνει εδάφη τα οποία βρίσκονται στις ανατολικές ακτές της Μεσογείου και μέχρι τη Μεσοποταμία] δίνει επίσης ώθηση στην ομαλοποίηση, ιδιαίτερα στους γείτονες της Συρίας. Το 2019, το Ιράκ άνοιξε ξανά το πέρασμα al-Qaim στα σύνορα με την Συρία, μια στρατηγική και εμπορική δίοδο που συνδέει τις πρωτεύουσες των δύο χωρών, το οποίο είχε κλείσει όταν η περιοχή βρισκόταν υπό τον έλεγχο του Ισλαμικού Κράτους (γνωστού και ως ISIS). Αυτό αύξησε τις ελπίδες του Ιράκ για την αναζωογόνηση των οικονομικών δεσμών. Ομοίως, τον Οκτώβριο του 2020, ο βασιλιάς Αμπντάλα της Ιορδανίας μίλησε τηλεφωνικά με τον Άσαντ και αποκατέστησε το εμπόριο (το οποίο είχε παύσει νωρίτερα μέσα στο έτος, λόγω της COVID-19) με την ελπίδα ότι το μεγαλύτερο διασυνοριακό εμπόριο θα τονώσει την φθίνουσα ιορδανική οικονομία.
Εν τω μεταξύ, ο ανατολικός γείτονας της Συρίας, ο Λίβανος, αντιμετωπίζει κοινωνικοοικονομική κατάρρευση. Από το 2019, η αξία του λιβανικού νομίσματος έχει κατρακυλήσει κατά 90%. Η φτώχεια έχει αυξηθεί δραματικά, με ένα εκτιμώμενο 80% των Λιβανέζων να ζουν τώρα κάτω από το όριο της φτώχειας. Η προοπτική μιας ολοκληρωτικής κρατικής αποτυχίας δεν είναι αδιανόητη. Καθώς ο Λίβανος αντιμετωπίζει την οικονομική του κρίση, την επισιτιστική ανασφάλεια, και τις παραλυτικές ελλείψεις καυσίμων, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν κινητοποιήσει περιφερειακούς και διεθνείς παίκτες πίσω από μια συμφωνία που θα έφερνε το αιγυπτιακό αέριο και το πλεόνασμα ηλεκτρισμού της Ιορδανίας στον Λίβανο μέσω της Συρίας. Η ενεργειακή συμφωνία θα αναζωογονούσε έναν αγωγό φυσικού αερίου από την Αίγυπτο, μέσω της Ιορδανίας και της Συρίας, έως τον Λίβανο και θα παρείχε πλεονάζουσα ιορδανική ηλεκτρική ενέργεια στον Λίβανο, με την λειτουργία δικτύων από την Ιορδανία μέσω της Συρίας. Η Παγκόσμια Τράπεζα θα βοηθούσε στην χρηματοδότηση της συμφωνίας.
Αυτή η διευθέτηση είναι ίσως το καλύτερο παράδειγμα του πώς η οικονομική κατάρρευση της περιοχής δίνει ώθηση στην εξομάλυνση με την Συρία, επανασυνδέοντας κυριολεκτικά την Συρία με τους γείτονές της. Ωστόσο, υπάρχουν και αντισταθμιστικές δυνάμεις. Το 2019, το Κογκρέσο των ΗΠΑ ψήφισε τον Νόμο για την Πολιτική Προστασία στην Συρία (Caesar Syria Civilian Protection Act), ο οποίος επιβάλει κυρώσεις σε κυβερνήσεις ή ιδιωτικές οντότητες που βοηθούν τον στρατό της Συρίας ή συνεισφέρουν στην ανοικοδόμηση της χώρας. Ωστόσο, με το να υποστηρίξει την ενεργειακή συμφωνία, η κυβέρνηση Μπάιντεν έδειξε ότι θα προτεραιοποιήσει την αποτροπή της κατάρρευσης του κράτους στον Λίβανο αντί την αυστηρή επιβολή του νόμου. Η οικονομική κακουχία στο Λεβάντε περιορίζει την μόχλευση της κυβέρνησης στο να απομονώσει τον Άσαντ.
Για αυτόν τον λόγο, οι προσπάθειες των ΗΠΑ να καταστήσουν τον Άσαντ υπόλογο πρέπει να εστιάσουν στην διαχείριση της ζημιάς: στην αποτροπή της αναγκαστικής επιστροφής Σύρων προσφύγων στην Συρία, στην παροχή βοήθειας στα εκατομμύρια Σύρων που εξακολουθούν να υποφέρουν από τις καταστροφές της σύγκρουσης, και στην ένταση [των προσπαθειών] τεκμηρίωσης των καταχρήσεων του Άσαντ, ενώ θα βοηθούν τις ευρωπαϊκές προσπάθειες για την δίωξη των συνεργών του όπου είναι δυνατόν.
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΛΟΓΟΔΟΣΙΑ
Το να καταστεί το καθεστώς Άσαντ υπόλογο για την βαναυσότητά του είναι μια ενοχλητική πρόκληση. Η Συρία δεν είναι μέλος του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (International Criminal Court) και επομένως δεν υπόκειται στην δικαιοδοσία του, στερώντας από την διεθνή κοινότητα έναν βασικό δικαστικό χώρο για να καταστούν ο Άσαντ και άλλα μέλη του καθεστώτος του υπόλογοι για τα εγκλήματά τους. Η Συρία επίσης δεν θα μπορούσε να καταλήξει στο δικαστήριο με τον άλλο τρόπο -μέσω παραπομπής από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ- επειδή η Ρωσία και η Κίνα θα ασκούσαν βέτο σε μια τέτοια προσπάθεια.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ θα μπορούσαν, ωστόσο, να διερευνήσουν τρόπους για να υποστηρίξουν τις ευρωπαϊκές διώξεις των Σύρων εγκληματιών πολέμου, σύμφωνα με την αρχή της καθολικής δικαιοδοσίας. Αυτή η αρχή υποστηρίζει ότι οι εγκληματίες πολέμου μπορούν να διωχθούν σε χώρες όπου έχουν αναζητήσει καταφύγιο, ακόμα κι αν τα εγκλήματά τους διαπράχθηκαν αλλού. Για παράδειγμα, νωρίτερα αυτόν τον μήνα, ένα γερμανικό δικαστήριο καταδίκασε τον Anwar Raslan, έναν πρώην αξιωματικό ασφαλείας, σε ισόβια κάθειρξη για επίβλεψη βασανιστηρίων σε συριακό κέντρο κράτησης. Αυτή [η απόφαση] ακολούθησε μια καταδίκη στην Γερμανία, το 2021, ενός άλλοτε μέλους της μυστικής αστυνομίας του Άσαντ, σηματοδοτώντας την πρώτη φορά που ένας πρώην Σύρος αξιωματούχος κρίθηκε ένοχος για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Σε ευρωπαϊκές χώρες όπου οι υποθέσεις καθολικής δικαιοδοσίας φαίνεται να κερδίζουν δυναμική, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να βοηθήσουν στον συντονισμό των προσπαθειών για την δίωξη και την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τα φερόμενα εγκλήματα. Η κυβέρνηση πρέπει επίσης να αυξήσει την υποστήριξη για την συλλογή αποδεικτικών στοιχείων και την τεκμηρίωση των εγκλημάτων πολέμου του καθεστώτος Άσαντ, ένα κρίσιμης σημασίας θεμέλιο για κάθε προσπάθεια δικαιοσύνης και λογοδοσίας. Ιδανικά, με το να καταστήσουν ξεκάθαρη την χυδαιότητα του καθεστώτος Άσαντ, αυτές οι υποθέσεις θα αποτρέψουν τους Ευρωπαίους ηγέτες που θα μπορούσαν να εξετάσουν την εξομάλυνση των δεσμών με την Συρία.
Εκτός από την άσκηση πίεσης στο καθεστώς Άσαντ, η κυβέρνηση Μπάιντεν πρέπει να εμβαθύνει τις προσπάθειες για τον μετριασμό της ανθρωπιστικής κρίσης στο εσωτερικό της Συρίας και να ρίξει φως στα δεινά των Σύρων προσφύγων. Η κυβέρνηση πρέπει επίσης να εργαστεί για να διασφαλίσει ότι το ψήφισμα 2585 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ θα ανανεωθεί όταν εκπνεύσει η εξουσιοδότηση τον Ιούλιο του 2022. Το ψήφισμα διατηρεί το μοναδικό εναπομείναν ψήφισμα του ΟΗΕ —από τα αρχικά τέσσερα που δημιουργήθηκαν το 2014— και επιτρέπει στις υπηρεσίες του ΟΗΕ να παρέχουν βοήθεια από την Τουρκία στην, κατεχόμενη από την αντιπολίτευση, βορειοδυτική Συρία χωρίς την συγκατάθεση της συριακής κυβέρνησης.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει επίσης να δώσουν περισσότερη ανθρωπιστική βοήθεια στους Σύρους πρόσφυγες. Αυτό είναι ιδιαιτέρως σημαντικό, δεδομένων των οικονομικών δυσκολιών στις χώρες υποδοχής τους. Η Τουρκία φιλοξενεί τον μεγαλύτερο αριθμό Σύρων προσφύγων και ο Λίβανος έχει τους περισσότερους [πρόσφυγες] κατά κεφαλήν. Με τις οικονομίες αμφότερων των χωρών να βυθίζονται, οι πρόσφυγες γίνονται αδίκως αποδιοπομπαίοι τράγοι και ζουν κάτω από ολοένα και πιο δεινές συνθήκες. Καθώς οι Σύροι πρόσφυγες αντιμετωπίζουν αυξανόμενη εχθρότητα και δυσαρέσκεια, η απειλή των εξαναγκαστικών επιστροφών γίνεται πιο πραγματική.
Ο ανταγωνισμός προς τους Σύρους πρόσφυγες δεν περιορίζεται στα κράτη της Μέσης Ανατολής. Η Δανία είναι η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που έχει απειλήσει να ανακαλέσει το καθεστώς διαμονής αυτού του πληθυσμού, ισχυριζόμενη ότι η Δαμασκός είναι πλέον ασφαλής για επιστροφή. Μολονότι δεν έχουν απελαθεί ακόμη, πολλοί από τους Σύρους πρόσφυγες της Δανίας υποφέρουν τώρα σε κέντρα κράτησης. Η κυβέρνηση Μπάιντεν πρέπει να καταγγείλει κατηγορηματικά οποιεσδήποτε προσπάθειες εξαναγκαστικής επιστροφής. Με την Δανία συγκεκριμένα, η διοίκηση θα πρέπει να πιέσει την κυβέρνηση να αλλάξει την πολιτική της.
Ο Άσαντ φαίνεται να παραμένει στην εξουσία, και ορισμένα κράτη της Μέσης Ανατολής αρχίζουν να εξομαλύνουν τους δεσμούς μαζί του. Ακόμα κι έτσι, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να επιδιώξουν ενέργειες που επιβάλλουν κάποιο μέτρο λογοδοσίας και μετριάζουν την ανθρωπιστική κρίση της Συρίας, αντιμετωπίζοντας παράλληλα την κοινωνικοοικονομική κατάρρευση της περιοχής. Είναι μια ένα τεντωμένο σκοινί για να βαδίσει κάποιος, αλλά μια τέτοια απόκριση προσφέρει την καλύτερη ελπίδα για τoν μετριασμό των σημαντικών βασάνων των Σύρων.