Περνάμε αυτό που από κάθε άποψη είναι μια μεγάλη κρίση, οπότε είναι φυσικό να υποθέτουμε ότι θα αποδειχθεί ένα σημείο καμπής στην σύγχρονη ιστορία. Κατά τους μήνες από την εμφάνιση της COVID-19, της ασθένειας που προκάλεσε ο νέος κορωνοϊός, οι αναλυτές εμφανίζουν διαφορές σε σχέση με τον τύπο του κόσμου που θα αφήσει στο πέρασμά της η πανδημία. Αλλά οι περισσότεροι ισχυρίζονται ότι ο κόσμος στον οποίο εισερχόμαστε θα είναι ουσιαστικά διαφορετικός από αυτόν που υπήρχε πριν.
Μερικοί προβλέπουν ότι η πανδημία θα επιφέρει μια νέα παγκόσμια τάξη της οποίας θα ηγείται η Κίνα˙ άλλοι πιστεύουν ότι θα προκαλέσει την κατάρρευση της ηγεσίας της Κίνας. Κάποιοι λένε ότι θα τερματίσει την παγκοσμιοποίηση˙ άλλοι ελπίζουν ότι θα ξεκινήσει μια νέα εποχή παγκόσμιας συνεργασίας. Και άλλοι εκτιμούν ότι θα υπερενισχύσει τον εθνικισμό, θα υπονομεύσει το ελεύθερο εμπόριο, και θα οδηγήσει σε αλλαγή καθεστώτος σε διάφορες χώρες -ή όλα τα παραπάνω.
Αλλά ο κόσμος που θα έρθει μετά την πανδημία είναι απίθανο να είναι ριζικά διαφορετικός από αυτόν που προηγήθηκε. Η COVID-19 δεν θα αλλάξει τόσο πολύ την βασική κατεύθυνση της παγκόσμιας ιστορίας, όσο θα την επιταχύνει. Η πανδημία και η αντίδραση σε αυτήν, αποκάλυψαν και ενίσχυσαν τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της γεωπολιτικής σήμερα. Ως εκ τούτου, αυτή η κρίση υπόσχεται να είναι λιγότερο μια καμπή από όσο ένας ενδιάμεσος σταθμός κατά μήκος του δρόμου που ο κόσμος ταξιδεύει τις τελευταίες δεκαετίες.
Είναι πολύ νωρίς για να προβλέψουμε πότε θα τελειώσει η ίδια η κρίση. Είτε σε έξι, σε 12 είτε σε 18 μήνες, ο χρόνος θα εξαρτηθεί από τον βαθμό στον οποίο οι άνθρωποι ακολουθούν τις κατευθυντήριες γραμμές για κοινωνική αποστασιοποίηση (social distancing) και την συνιστώμενη υγιεινή˙ την διαθεσιμότητα γρήγορων, ακριβείας, και οικονομικά προσιτών τεστ, αντιικών φαρμάκων, και ενός εμβολίου˙ και την έκταση της οικονομικής βοήθειας που παρέχεται σε ιδιώτες και επιχειρήσεις.
Ωστόσο, ο κόσμος που θα προκύψει από την κρίση θα είναι αναγνωρίσιμος. Η μειούμενη αμερικανική ηγεσία, η παραπαίουσα παγκόσμια συνεργασία, η διχόνοια των μεγάλων δυνάμεων: Όλα αυτά χαρακτήριζαν το διεθνές περιβάλλον πριν από την εμφάνιση της COVID-19, και η πανδημία τα έφερε σε μια ένταση οξύτερη από ποτέ. Είναι πιθανό να είναι ακόμα πιο εξέχοντα χαρακτηριστικά του κόσμου που ακολουθεί.
Η έλλειψη αμερικανικής ηγεσίας
Ένα χαρακτηριστικό της τρέχουσας κρίσης είναι η έντονη έλλειψη αμερικανικής ηγεσίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν κινητοποίησαν τον κόσμο σε μια συλλογική προσπάθεια αντιμετώπισης είτε του ιού είτε των οικονομικών του επιπτώσεων. Ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες κινητοποίησαν τον κόσμο να ακολουθήσει το προβάδισμά τους στην αντιμετώπιση του προβλήματος εγχωρίως. Οι άλλες χώρες φροντίζουν τους εαυτούς τους όσο καλύτερα μπορούν ή απευθύνονται για βοήθεια σε όσους έχουν περάσει από την αιχμή της λοίμωξης, όπως η Κίνα.
Αλλά αν ο κόσμος που θα ακολουθήσει μετά από αυτή την κρίση θα είναι ένας κόσμος στον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες θα δεσπόζουν όλο και λιγότερο -είναι σχεδόν αδύνατο να φανταστούμε οποιονδήποτε σήμερα να γράφει για μια «μονοπολική στιγμή»- αυτή η τάση δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί καινούργια. Είναι εμφανής επί τουλάχιστον μια δεκαετία.
Σε κάποιον βαθμό, τούτο οφείλεται στο γεγονός αυτού που ο Fareed Zakaria χαρακτήρισε ως η «άνοδος των υπολοίπων» (και συγκεκριμένα της Κίνας), η οποία μείωσε το σχετικό πλεονέκτημα των Ηνωμένων Πολιτειών, παρόλο που η απόλυτη οικονομική και στρατιωτική τους δύναμη συνέχισε να αυξάνεται. Αλλά ακόμα περισσότερο από αυτό, είναι αποτέλεσμα της παραπαίουσας αμερικανικής θέλησης, παρά της μειούμενης αμερικανικής ικανότητας. Ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα επέβλεψε μια αποχώρηση από το Αφγανιστάν και τη Μέση Ανατολή. Ο πρόεδρος Donald Trump έχει χρησιμοποιήσει κυρίως οικονομική ισχύ για να αντιμετωπίσει εχθρούς. Ωστόσο, έχει ουσιαστικά τερματίσει την παρουσία των Ηνωμένων Πολιτειών στην Συρία και επιδιώκει να κάνει το ίδιο και στο Αφγανιστάν και, ίσως πιο σημαντικό, έχει ελάχιστο ενδιαφέρον είτε για συμμαχίες είτε για να διατηρήσει τον παραδοσιακό ηγετικό ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών στην αντιμετώπιση μεγάλων διεθνικών ζητημάτων.
Η προοπτική αυτής της αλλαγής ήταν ένα μεγάλο μέρος της ελκυστικότητας του μηνύματος «Πρώτα η Αμερική» (“America first”) του Trump, το οποίο υποσχόταν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα είναι ισχυρότερες και πιο ευημερούσες εάν κάνουν λιγότερα στο εξωτερικό και εστιάσουν την ενεργητικότητά τους σε εγχώρια ζητήματα. Υπονοούμενη στην άποψη αυτή ήταν η υπόθεση ότι πολλά από αυτά που έκανε η Αμερική στον κόσμο ήταν σπάταλα, περιττά και άσχετα με την εσωτερική ευημερία. Για πολλούς Αμερικανούς, η πανδημία πιθανότατα θα ενισχύσει αυτή την άποψη, παρά το γεγονός ότι θα έπρεπε να αναδείξει το πώς επηρεάζεται η εγχώρια ευημερία από τον υπόλοιπο κόσμο˙ οι Ηνωμένες Πολιτείες, θα πουν, θα πρέπει να επικεντρωθούν στην αναστήλωσή τους και να αφιερώσουν πόρους στις ανάγκες εγχωρίως παρά στο εξωτερικό, στο βούτυρο παρά στα κανόνια. Αυτή είναι μια λάθος επιλογή, καθώς η χώρα χρειάζεται και μπορεί να αντέξει οικονομικά αμφότερα, αλλά είναι πιθανό να υποστηριχτεί παρά ταύτα.
Ακριβώς όσο επακόλουθες είναι οι πολιτικές επιλογές των ΗΠΑ, είναι και η δύναμη του παραδείγματος της Αμερικής. Πολύ πριν η COVID-19 πλήξει την γη, υπήρχε ήδη μια απότομη πτώση στην ελκυστικότητα του αμερικανικού μοντέλου. Χάρη στις επίμονες πολιτικές εμπλοκές, στην ένοπλη βία, στην κακοδιαχείριση που οδήγησε στην παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, στην επιδημία των οπιοειδών, και σε πολλά άλλα, αυτό που αντιπροσώπευε η Αμερική γινόταν όλο και λιγότερο ελκυστικό σε πολλούς. Η αργή, ασυνάρτητη και πολύ συχνά αναποτελεσματική αντίδραση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης στην πανδημία θα ενισχύσει την ήδη διαδεδομένη άποψη ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν χάσει το δρόμο της.
Άναρχη κοινωνία
Μια πανδημία που αρχίζει σε μια χώρα και εξαπλώνεται με μεγάλη ταχύτητα σε όλο τον κόσμο είναι ο ορισμός μιας παγκόσμιας πρόκλησης. Είναι επίσης μια περαιτέρω απόδειξη ότι η παγκοσμιοποίηση είναι μια πραγματικότητα, όχι μια επιλογή. Η πανδημία έχει πλήξει ανοικτές και κλειστές χώρες, πλούσιες και φτωχές, την Ανατολή και την Δύση. Αυτό που λείπει είναι κάποιο σημάδι μιας σημαντικής παγκόσμιας αντίδρασης. (Ο νόμος του Νεύτωνα -ότι για κάθε ενέργεια υπάρχει μια αντίθετη και ίση αντίδραση- προφανώς έχει ανασταλεί). Η σχεδόν ασχετοσύνη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, ο οποίος θα έπρεπε να είναι κεντρικός για την αντιμετώπιση της απειλής, λέει πάρα πολλά για την κακή κατάσταση της παγκόσμιας διακυβέρνησης.
Όμως, ενώ η πανδημία έχει καταστήσει αυτή την πραγματικότητα ιδιαίτερα προφανή, οι υποκείμενες τάσεις της προηγήθηκαν: Η εμφάνιση παγκόσμιων προκλήσεων που καμία χώρα, ανεξάρτητα από το πόσο ισχυρή είναι, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει με επιτυχία από μόνη της -και η αποτυχία των παγκόσμιων οργανισμών να συμβαδίσουν με αυτές τις προκλήσεις. Πράγματι, το χάσμα μεταξύ των παγκόσμιων προβλημάτων και της ικανότητας αντιμετώπισής τους βοηθά σε μεγάλο βαθμό στην εξήγηση της κλίμακας της πανδημίας. Η θλιβερή αλλά αναπόφευκτη αλήθεια είναι ότι, παρόλο που η φράση «διεθνής κοινότητα» χρησιμοποιείται σαν να υπήρχε ήδη, είναι ως επί το πλείστον φιλοδοξία, που εφαρμόζεται σε λίγες πτυχές της γεωπολιτικής σήμερα. Αυτό δεν θα αλλάξει οποτεδήποτε σύντομα.
Οι κύριες απαντήσεις στην πανδημία είναι εθνικές ή ακόμη και υποεθνικές, και όχι διεθνείς. Και μόλις περάσει η κρίση, η έμφαση θα μεταφερθεί στην εθνική ανάκαμψη. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι δύσκολο να δούμε πολύ ενθουσιασμό, ας πούμε, για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, ιδιαίτερα αν παραμένει θεωρούμενη -εσφαλμένα- ως ένα μακρινό πρόβλημα που μπορεί να μείνει στην άκρη υπέρ της αντιμετώπισης πιο άμεσων.
Ένας λόγος για αυτήν την απαισιοδοξία είναι ότι η συνεργασία μεταξύ των δύο ισχυρότερων χωρών του κόσμου είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση των περισσότερων παγκόσμιων προκλήσεων, ωστόσο οι σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας έχουν χειροτερέψει εδώ και χρόνια. Η πανδημία επιδεινώνει την τριβή μεταξύ των δύο χωρών. Στην Ουάσινγκτον, πολλοί θεωρούν ως υπεύθυνη την κινεζική κυβέρνηση, χάρη στις εβδομάδες συγκάλυψης και αδράνειας, συμπεριλαμβανομένης της αποτυχίας του έγκαιρου κλεισίματος της Wuhan, της πόλης όπου ξεκίνησε η εκδήλωση της επιδημίας, και του ότι επετράπη σε χιλιάδες μολυσμένα άτομα να φύγουν και να διαδώσουν τον ιό μακρύτερα. Η προσπάθεια της Κίνας να εμφανιστεί τώρα ως ότι προσφέρει ένα επιτυχημένο μοντέλο αντιμετώπισης της πανδημίας και να χρησιμοποιήσει αυτή την συγκυρία ως ευκαιρία επέκτασης της επιρροής της σε όλο τον κόσμο μόνο θα προσθέσει στην αμερικανική εχθρότητα. Εν τω μεταξύ, τίποτα σχετικά με την τρέχουσα κρίση δεν θα αλλάξει την άποψη της Κίνας ότι η παρουσία των ΗΠΑ στην Ασία είναι μια ιστορική ανωμαλία ούτε θα μειώσει την δυσαρέσκειά της για την πολιτική των ΗΠΑ σε μια σειρά θεμάτων, όπως το εμπόριο, τα ανθρώπινα δικαιώματα, και η Ταϊβάν.
Η ιδέα της «αποσύνδεσης» των δύο οικονομιών είχε κερδίσει σημαντική ελκυστικότητα πριν από την πανδημία, λόγω των φόβων στις Ηνωμένες Πολιτείες ότι έγιναν υπερβολικά εξαρτημένες για πολλά βασικά αγαθά από έναν δυνητικό αντίπαλο, και υπερβολικά επιρρεπείς στην κινεζική κατασκοπεία και την κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας. Η ορμή προς την αποσύνδεση θα αυξηθεί ως αποτέλεσμα της πανδημίας, και μόνο εν μέρει λόγω των ανησυχιών για την Κίνα. Θα υπάρξει ανανεωμένη εστίαση στην πιθανότητα διακοπής των αλυσίδων εφοδιασμού, μαζί με μια επιθυμία για τόνωση της εγχώριας παραγωγής. Το παγκόσμιο εμπόριο θα ανακάμψει εν μέρει, αλλά το περισσότερο από αυτό θα το διαχειρίζονται οι κυβερνήσεις και όχι οι αγορές.
Η αντίσταση σε μεγάλο μέρος του ανεπτυγμένου κόσμου για την αποδοχή μεγάλου αριθμού μεταναστών και προσφύγων, μια τάση που ήταν ορατή τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία, θα ενταθεί επίσης από την πανδημία. Αυτό θα γίνεται εν μέρει λόγω της ανησυχίας για τον κίνδυνο εισαγωγής μολυσματικών ασθενειών, κι εν μέρει επειδή η υψηλή ανεργία θα καταστήσει τις κοινωνίες επιφυλακτικές στο να αποδεχθούν τους ξένους. Η αντίθεση αυτή θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο καθώς ο αριθμός των εκτοπισμένων και των προσφύγων –που βρίσκεται ήδη σε ιστορικά επίπεδα- θα συνεχίσει να αυξάνεται σημαντικά καθώς οι οικονομίες δεν μπορούν πλέον να στηρίξουν τους πληθυσμούς τους.
Το αποτέλεσμα θα είναι τόσο η διάδοση στα ανθρώπινα βάσανα όσο και μεγαλύτερα βάρη στα κράτη που δεν μπορούν να τα αντέξουν οικονομικά. Η αδυναμία του κράτους αποτελούσε σημαντικό παγκόσμιο πρόβλημα εδώ και δεκαετίες, αλλά το οικονομικό κόστος της πανδημίας θα δημιουργήσει ακόμη πιο αδύναμα ή αποτυχημένα κράτη. Αυτό είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα επιδεινωθεί από ένα αυξανόμενο πρόβλημα χρέους: Το δημόσιο και το ιδιωτικό χρέος σε μεγάλο μέρος του κόσμου ήταν ήδη σε πρωτοφανή επίπεδα και η ανάγκη για κυβερνητικές δαπάνες ώστε να καλυφθεί το κόστος της υγειονομικής περίθαλψης και να στηριχθούν οι άνεργοι θα προκαλέσουν απογείωση του χρέους. Ειδικά ο αναπτυσσόμενος κόσμος θα αντιμετωπίσει τεράστιες απαιτήσεις που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει, και μένει να δούμε αν οι ανεπτυγμένες χώρες θα είναι πρόθυμες να παράσχουν βοήθεια με δεδομένες τις απαιτήσεις εγχωρίως. Υπάρχει πραγματική πιθανότητα για μετασεισμούς -στην Ινδία, στην Βραζιλία και στο Μεξικό και σε ολόκληρη την Αφρική- που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την παγκόσμια ανάκαμψη.
Η εξάπλωση της ασθένειας COVID-19 προς και από την Ευρώπη σηματοδότησε επίσης την απώλεια της δυναμικής του ευρωπαϊκού σχεδίου. Οι χώρες ανταποκρίθηκαν ως επί το πλείστον μεμονωμένα στην πανδημία και στις οικονομικές επιπτώσεις της. Αλλά η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είχε εξαντληθεί πολύ πριν από αυτή την κρίση -όπως έδειξε ιδιαίτερα το Brexit. Το κύριο ερώτημα στον μετα-πανδημικό κόσμο είναι το πόσο το εκκρεμές θα συνεχίσει να κινείται από τις Βρυξέλλες προς τις εθνικές πρωτεύουσες, καθώς οι χώρες αναρωτιούνται αν ο έλεγχος επί των δικών τους συνόρων θα μπορούσε να επιβραδύνει την εξάπλωση του ιού.
Η πανδημία είναι πιθανό να ενισχύσει την ύφεση της δημοκρατίας που ήταν εμφανής τα τελευταία 15 χρόνια. Θα υπάρξουν εκκλήσεις για μεγαλύτερο κυβερνητικό ρόλο στην κοινωνία, είτε πρόκειται για τον περιορισμό της μετακίνησης πληθυσμών είτε για την παροχή οικονομικής βοήθειας. Οι πολιτικές ελευθερίες θα αντιμετωπίζονται από πολλούς ως μια απώλεια λόγω πολέμου, μια πολυτέλεια που δεν μπορεί να παρέχεται σε μια κρίση. Εν τω μεταξύ, οι απειλές που τίθενται από αντιφιλελεύθερες χώρες όπως η Ρωσία, η Βόρεια Κορέα, και το Ιράν, θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν μόλις η πανδημία πάψει˙ όντως, μπορεί να έχουν αυξηθεί ενώ η προσοχή στρεφόταν αλλού.
Ένας κόσμος χωρίς τάξη
Πριν από περισσότερα από τρία χρόνια, δημοσίευσα ένα βιβλίο με τίτλο Ένας Κόσμος σε Αταξία (A World in Disarray). Περιέγραφε ένα παγκόσμιο τοπίο αυξανόμενης αντιπαλότητας μεγάλων δυνάμεων, διάδοσης των πυρηνικών, αδύναμων κρατών, αυξανόμενων ροών προσφύγων και αυξανόμενου εθνικισμού, καθώς και μειωμένου ρόλου των ΗΠΑ στον κόσμο. Αυτό που θα αλλάξει ως αποτέλεσμα της πανδημίας δεν είναι το γεγονός της αταξίας, αλλά η έκτασή της.
Ιδανικά, η κρίση θα φέρει ανανεωμένη δέσμευση για την οικοδόμηση μιας πιο ισχυρής διεθνούς τάξης, περίπου όπως ο κατακλυσμός του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οδήγησε σε ρυθμίσεις που προάγουν την ειρήνη, την ευημερία και την δημοκρατία επί σχεδόν τρία τέταρτα του αιώνα. Μια τέτοια τάξη θα περιλάμβανε μεγαλύτερη συνεργασία για την παρακολούθηση επιδημιών μολυσματικών ασθενειών και την αντιμετώπιση των συνεπειών τους, καθώς και μεγαλύτερη προθυμία αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, θέσπισης κανόνων για τον κυβερνοχώρο, παροχής συνδρομής σε εξαναγκασμένους μετανάστες, και αντιμετώπισης της διάδοσης και της τρομοκρατίας.
Αλλά δεν υπάρχει λόγος να πιστέψουμε ότι το παρελθόν θα επαναληφθεί μετά από αυτή την τελευταία παγκόσμια καταστροφή. Ο κόσμος σήμερα απλά δεν είναι δεκτικός στο να διαμορφωθεί. Η ισχύς κατανέμεται σε περισσότερα χέρια, τόσο κρατικά όσο και μη κρατικά, από όσο ποτέ άλλοτε. Η συναίνεση είναι ως επί το πλείστον απούσα. Νέες τεχνολογίες και προκλήσεις έχουν ξεπεράσει την συλλογική ικανότητα να τις αντιμετωπίζει. Καμία χώρα δεν απολαμβάνει την θέση που είχαν οι Ηνωμένες Πολιτείες το 1945.
Επιπλέον, αυτές οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι επί του παρόντος διατεθειμένες να αναλάβουν έναν ηγετικό διεθνή ρόλο, [και αυτό είναι] το αποτέλεσμα της κόπωσης που προκλήθηκε από δύο μακρούς πολέμους στο Αφγανιστάν και το Ιράκ και από τις αυξανόμενες ανάγκες εγχωρίως. Ακόμη και αν ένας «παραδοσιακός» της εξωτερικής πολιτικής όπως ο πρώην αντιπρόεδρος, Τζόζεφ Μπάιντεν, κερδίσει τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου, η αντίσταση από το Κογκρέσο και το κοινό θα αποτρέψει την πλήρη επιστροφή ενός διασταλτικού ρόλου των ΗΠΑ στον κόσμο. Και καμία άλλη χώρα, ούτε η Κίνα ούτε οποιαδήποτε άλλη, έχει τόσο την επιθυμία όσο και την ικανότητα να γεμίσει το κενό που δημιούργησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η ανάγκη αντιμετώπισης της επικείμενης κομμουνιστικής απειλής χαλύβδωσε το αμερικανικό κοινό στο να στηρίξει την χώρα του για να αναλάβει ηγετικό ρόλο σε όλο τον κόσμο. Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών, Dean Acheson, δήλωσε περίφημα ότι η κυβέρνηση έπρεπε να χτίσει επιχειρήματα «σαφέστερα από την αλήθεια» για να κάνει τον αμερικανικό λαό και το Κογκρέσο να προσχωρήσουν στην προσπάθεια να συγκρατηθεί η Σοβιετική Ένωση. Ορισμένοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι η επίκληση της απειλής της Κίνας θα μπορούσε παρομοίως να χαλυβδώσει την δημόσια στήριξη σήμερα, αλλά μια εξωτερική πολιτική που βασίζεται στην αντίθεση ως προς την Κίνα δύσκολα είναι κατάλληλη για την αντιμετώπιση των παγκόσμιων προκλήσεων που διαμορφώνουν τον σημερινό κόσμο. Εν τω μεταξύ, το να προσελκυστεί ο αμερικανικός λαός για να βάλει την αντιμετώπιση αυτών των παγκόσμιων προβλημάτων στην καρδιά της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ θα συνεχίσει να είναι κάτι δύσκολο να πουληθεί [στο κοινό]. Αναλόγως, το πιο σχετικό προηγούμενο που μπορεί να εξεταστεί δεν μπορεί να είναι η περίοδος μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά η περίοδος που ακολούθησε τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο -μια εποχή μείωσης της αμερικανικής εμπλοκής και αύξησης της διεθνούς αναταραχής. Τα υπόλοιπα, όπως λένε, είναι ιστορία.
Foreign Affairs: Pandemic will accelerate history rather than reshape it
Απόδοση: Γιάννης Κουτρουμπής