Οι μεγαλύτερες απειλές για την ενότητα της συμμαχίας θα έλθουν μετά την σύνοδο κορυφής της Μαδρίτης
Χάρη στον Ρώσο Πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη πραγματοποιείται αυτή την εβδομάδα με φόντο μια αναγεννημένη Δυτική συμμαχία. Η εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία αναγκάζει το ΝΑΤΟ να επιστρέψει στην ιδρυτική του αποστολή, της παροχής συλλογικής άμυνας εναντίον της Ρωσίας. Τα μέλη της συμμαχίας επιδεικνύουν αξιοσημείωτη ενότητα και αποφασιστικότητα, καθώς διοχετεύουν όπλα στην Ουκρανία, αυξάνουν τις αμυντικές δαπάνες, ενισχύουν την ανατολική πτέρυγα της συμμαχίας και επιβάλλουν αυστηρές οικονομικές κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας.
Η εισβολή στην Ουκρανία έχει δείξει ότι το ΝΑΤΟ επέστρεψε, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι δεν έφυγε ποτέ. Στην πραγματικότητα, η συμμαχία βρισκόταν σε καλή κατάσταση ακόμη και προτού ο Πούτιν εξαπολύσει τον σφαλερό πόλεμο του, κάτι που ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους κατάφερε να ανταποκριθεί στις εξελίξεις στην Ουκρανία με τόση οξυδέρκεια και αλληλεγγύη. Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και μετά, το ΝΑΤΟ έχει επιδείξει μια αξιοσημείωτη ικανότητα προσαρμογής στις εποχές, αναλαμβάνοντας επιχειρήσεις πολύ μακριά, συμπεριλαμβανομένου του Αφγανιστάν και των Βαλκανίων, και ανοίγοντας τις πόρτες του στις νέες δημοκρατίες της Ευρώπης. Ως συνέπεια του πολέμου στην Ουκρανία, ένα ήδη ισχυρό ΝΑΤΟ μόλις έγινε ισχυρότερο.
Όμως, παρά την καλή υγεία του και την αποδεδειγμένη ενότητά του, το ΝΑΤΟ αντιμετωπίζει μια συστάδα ακανθωδών ζητημάτων και οι συζητήσεις στη Μαδρίτη μόλις που θα αρχίσουν να τα αντιμετωπίζουν. Φυσικά, ο πόλεμος στην Ουκρανία θα κυριαρχήσει στην σύνοδο κορυφής. Η συζήτηση ετοιμάζεται να εστιάσει στο εύκολο μέρος: στο να φτάσουν περισσότερα όπλα στην πρώτη γραμμή. Αλλά το ΝΑΤΟ πρέπει επίσης να αναλάβει το δύσκολο μέρος: το πότε και πώς να παντρέψει την ροή των όπλων με μια διπλωματική στρατηγική που θα στοχεύει στην παραγωγή μιας κατάπαυσης του πυρός και τις επακόλουθες διαπραγματεύσεις για τα εδάφη. Το επείγον αυτής της στροφής πηγάζει από την ανάγκη όχι απλώς να τερματιστεί ο θάνατος και η καταστροφή, αλλά να περιοριστούν οι παράπλευρες απώλειες του πολέμου, που θα μπορούσαν να απειλήσουν την ατλαντική συμμαχία εκ των έσω, διαβρώνοντας την αλληλεγγύη και αποδυναμώνοντας τα δημοκρατικά θεμέλια της Δύσης. Η σύγκρουση στην Ουκρανία τοποθετεί επίσης στην ατζέντα του ΝΑΤΟ μια σειρά από πρόσθετες προκλήσεις: την διαχείριση του μέλλοντος της διεύρυνσης, την διοχέτευση των ολοένα και μεγαλύτερων γεωπολιτικών φιλοδοξιών της Ευρώπης, και την οικοδόμηση μιας διατλαντικής αρχιτεκτονικής που θα μπορέσει να προσαρμοστεί στα όλο και πιο περίπλοκα και ποικιλόμορφα ζητήματα που αντιμετωπίζει η Δύση.
ENA ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΟ ΦΙΝΑΛΕ
Η διατλαντική προσπάθεια υποστήριξης της Ουκρανίας έχει εστιάσει στην παροχή στην χώρα των όπλων που χρειάζεται για να αμυνθεί. Έτσι θα έπρεπε να είναι. Το Κίεβο χρειάζεται περισσότερη δύναμη πυρός για να αντισταθεί, ακόμη και να ανατρέψει, τις ρωσικές προελάσεις στα ανατολικά και στα νότια της Ουκρανίας. Ο στόχος, σύμφωνα με τον Ουκρανό πρόεδρο, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, είναι «να υπερασπιστούμε κάθε μέτρο της γης μας». Μέχρι στιγμής, η Ουάσιγκτον ήταν απρόθυμη να προειδοποιήσει το Κίεβο να μην επιδιώξει την πλήρη εκδίωξη των ρωσικών στρατευμάτων από την γη του. «Δεν πρόκειται να πούμε στους Ουκρανούς πώς να διαπραγματευτούν, τι να διαπραγματευτούν και πότε να διαπραγματευτούν», έχει δηλώσει ο Colin Kahl, υφυπουργός Άμυνας [αρμόδιος για ζητήματα] πολιτικής. «Θα θέσουν αυτούς τους όρους από μόνοι τους».
Αλλά είναι καιρός για το ΝΑΤΟ να εστιάσει σε ένα διπλωματικό φινάλε και να αξιοποιήσει την επιτυχημένη προσπάθειά του να ενδυναμώσει την θέση της Ουκρανίας, διευκολύνοντας μια κατάπαυση του πυρός και τις επακόλουθες διαπραγματεύσεις. Από τις αρχικές στρατιωτικές επιτυχίες της Ουκρανίας και μετά, η δυναμική στο πεδίο της μάχης έχει μετατοπιστεί προς όφελος της Ρωσίας, ο οποίος είναι ένας από τους λόγους που η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία και άλλοι σύμμαχοι των ΗΠΑ πιέζουν για στροφή προς την διπλωματία. Μέχρι στιγμής, η Ουάσιγκτον έχει αντισταθεί. Όπως το έθεσε ο πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, στις αρχές Ιουνίου, «δεν θα πιέσω την ουκρανική κυβέρνηση — κατ΄ ιδίαν ή δημοσίως— να κάνει οποιεσδήποτε εδαφικές παραχωρήσεις».
Αλλά η Ουάσιγκτον δεν θα περιμένει για πάντα. Υπό συζήτηση δεν είναι απλώς η διατήρηση της διατλαντικής αλληλεγγύης, με την ανταπόκριση στην ευρωπαϊκή έκκληση για μια στρατηγική που περιλαμβάνει μια οδό προς την διπλωματική διευθέτηση. Ακόμη και με επιπλέον όπλα, από την Ουκρανία πιθανώς λείπει η μαχητική ισχύ για να απωθήσει τις ρωσικές δυνάμεις από όλη την επικράτειά της ή ακόμα και να αποκαταστήσει το εδαφικό status quo του Φεβρουαρίου. Η συνέχιση του πολέμου μπορεί κάλλιστα να σημαίνει περισσότερες απώλειες ζωών και εδαφών, όχι κέρδη στο πεδίο της μάχης για το Κίεβο. Και όσο περισσότερο συνεχίζεται ο πόλεμος, τόσο μεγαλύτερος γίνεται ο κίνδυνος κλιμάκωσης, είτε από πρόθεση είτε από ένα τυχαίο γεγονός, και τόσο πιο παρατεταμένες και σοβαρές [γίνονται] οι διαταραχές του στην παγκόσμια οικονομία και στον εφοδιασμό τροφίμων.
Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλούν οι οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου στα ίδια τα μέλη του ΝΑΤΟ, συμπεριλαμβανομένου του δυνητικού αντίκτυπου του ανεξέλεγκτου πληθωρισμού στην αμερικανική πολιτική. Τα εσωτερικά θεμέλια της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ είναι πολύ πιο εύθραυστα από όσο ήταν κάποτε. Το διακομματικό κέντρο που επικράτησε κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου έχει φύγει προ πολλού, δίνοντας τη θέση του όχι μόνο στην πόλωση, αλλά σε ένα ισχυρό είδος νεο-απομονωτιστικoύ αισθήματος. Η «πρώτα η Αμερική» εξωτερική πολιτική του πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ ήταν σύμπτωμα περισσότερο από αιτία αυτής της στροφής προς τα μέσα. Η «εξωτερική πολιτική για τη μεσαία τάξη» του Μπάιντεν σηματοδοτεί ότι και οι Δημοκρατικοί είναι δεκτικοί στην επιθυμία του εκλογικού σώματος να δαπανήσει η Ουάσιγκτον περισσότερο χρόνο και πόρους για την επίλυση προβλημάτων στο εσωτερικό αντί για το εξωτερικό. Η απόσυρση του Μπάιντεν από το Αφγανιστάν πέτυχε σε αυτό το μέτωπο. Η φιλόδοξη ατζέντα του για τις εγχώριες επενδύσεις και την ανανέωση στόχευε επίσης στην βελτίωση της ζωής των Αμερικανών, στο να σηκωθεί ξανά η μεσαία τάξη στα πόδια της, και στην ανοικοδόμηση του πολιτικού κέντρου του έθνους.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία, μαζί με το αέναο αδιέξοδο στο Κογκρέσο, έχουν παραμερίσει αυτή την κρίσιμη ατζέντα της διόρθωσης στο εσωτερικό. Βεβαίως, η παροχή στρατιωτικής και οικονομικής αρωγής στην Ουκρανία απολαμβάνει ένα ασυνήθιστο επίπεδο διακομματικής υποστήριξης. Εντούτοις, ο χρόνος δεν είναι με το μέρος του διακομματισμού, ο οποίος είναι έτοιμος να εξανεμιστεί καθώς πλησιάζουν οι ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου. Ο πόλεμος, προστιθέμενος στις διαταραχές του εφοδιασμού που προκλήθηκαν από την πανδημία, συμβάλλει στις οικονομικές συνθήκες που παίζουν το παιχνίδι των Ρεπουμπλικάνων του τύπου «πρώτα η Αμερική». Ο πληθωρισμός βρίσκεται σε υψηλά 40 ετών· η τιμή του φυσικού αερίου, των τροφίμων και άλλων βασικών ειδών συνεχίζει να σκαρφαλώνει. Το χρηματιστήριο καταρρέει εν μέσω των συζητήσεων για επικείμενη ύφεση. Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν είναι σε καμία περίπτωση η μοναδική αιτία αυτών των οικονομικών δοκιμασιών, αλλά σίγουρα παίζει σημαντικό ρόλο. Απορροφά επίσης τον πολύτιμο χρόνο και το πολιτικό κεφάλαιο της κυβέρνησης Μπάιντεν.
Με αυτές τις οικονομικές συνθήκες ως φόντο, οι ενδιάμεσες εκλογές είναι έτοιμες να βάλουν την Βουλή των Αντιπροσώπων και, πιθανότατα, την Γερουσία σε ρεπουμπλικανικά χέρια. Είναι αδύνατο να προβλεφθεί η στάση της ομάδας των Ρεπουμπλικάνων που θα λάμβανε τις αποφάσεις στο Κογκρέσο, αλλά το κόμμα είναι πιθανό να κλίνει περαιτέρω προς την κατεύθυνση του «πρώτα η Αμερική». Ο J. D. Vance, ενθαρρυμένος από την στήριξη του Τραμπ, κέρδισε πρόσφατα μια εξαιρετικά αμφίρροπη προκριματική εκλογή στο Οχάιο για την Γερουσία. Οι απόψεις του για τον πόλεμο στην Ουκρανία ίσως είναι παραστατικές για το τι πρόκειται να ακολουθήσει: «Νομίζω ότι είναι γελοίο που εστιάζουμε σε αυτά τα σύνορα της Ουκρανίας. Πρέπει να είμαι ειλικρινής μαζί σας, δεν με νοιάζει στ’ αλήθεια τι θα συμβεί στην Ουκρανία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο».
Αξίζει να έχουμε κατά νου ότι ο Τραμπ παρακράτησε στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία για να αποσπάσει πολιτική «βρωμιά» για τον Μπάιντεν, προσέβαλε τακτικά τους συμμάχους στο ΝΑΤΟ και εξέφρασε το ενδιαφέρον του να αποσύρει τις Ηνωμένες Πολιτείες από το ΝΑΤΟ. Αυτός, ή κάποιος άλλος Ρεπουμπλικάνος του τύπου «πρώτα η Αμερική», θα μπορούσε κάλλιστα να επιστρέψει σε τέτοιες αλλοπρόσαλλές πολιτικές εάν εκλεγεί. Μια πολιτική ή συνταγματική κρίση κάποιου είδους είναι επίσης μια πιθανότητα. Λίγο πριν ο Πούτιν εισβάλει στην Ουκρανία, μια δημοσκόπηση αποκάλυψε ότι το 64% των Αμερικανών φοβούνται ότι η δημοκρατία των ΗΠΑ βρίσκεται «σε κρίση και κινδυνεύει να αποτύχει». Αυτό σημαίνει ότι τα εκλογικά αποτελέσματα στο Οχάιο ίσως έχουν τουλάχιστον τον ίδιο αντίκτυπο στην ευρωπαϊκή ασφάλεια και στο μέλλον της φιλελεύθερης δημοκρατίας όσο τα στρατιωτικά αποτελέσματα στην [περιοχή] Ντονμπάς.
Και η Ευρώπη πρέπει να παρακολουθεί με άγρυπνο βλέμμα το εσωτερικό μέτωπο. Οι Ευρωπαίοι έχουν επιδείξει αξιοσημείωτη γενναιοδωρία με την φιλοξενία εκατομμυρίων Ουκρανών προσφύγων, αλλά η θερμή υποδοχή μπορεί να κουράσει και θα μπορούσε κάλλιστα να παραγάγει πολιτική αντίδραση· τα προηγούμενα κύματα μετανάστευσης ενίσχυσαν τους ανελεύθερους λαϊκιστές. Στο μεταξύ, οι ελλείψεις τροφίμων στην Αφρική, που επιδεινώθηκαν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν μια ανθρωπιστική κρίση και να φέρουν αντιμέτωπους τους Ευρωπαίους με ακόμη μια εισροή απεγνωσμένων μεταναστών. Ο επίμονος πληθωρισμός και η προοπτική ελλείψεων ενέργειας τον επόμενο χειμώνα θα μπορούσαν επίσης να αποδυναμώσουν την εντυπωσιακή αποφασιστικότητα της Ευρώπης να ορθώσει το ανάστημα της στην Ρωσία. Όπως προειδοποίησε νωρίτερα αυτόν τον μήνα ο υπουργός Οικονομίας της Γερμανίας, Robert Habeck, «βρισκόμαστε σε κρίση φυσικού αερίου. Το φυσικό αέριο είναι ένα σπάνιο εμπόρευμα από εδώ και στο εξής. . . . Αυτό θα επηρεάσει την βιομηχανική παραγωγή και θα γίνει μεγάλο βάρος για πολλούς καταναλωτές».
Η κυβέρνηση της Ιταλίας παραπαίει ήδη λόγω των εσωτερικών διαφωνιών σχετικά με την παροχή όπλων στην Ουκρανία, και οι Γερμανοί ηγέτες συνεχίζουν να καβγαδίζουν για την παράδοση βαρέων όπλων. Ο Εμανουέλ Μακρόν μπορεί να επανεξελέγη στην Γαλλία τον Απρίλιο, αλλά περίπου το 40% του εκλογικού σώματος ψήφισε τη Μαρίν Λεπέν, την ακροδεξιά υποψήφια που είναι οπαδός του Πούτιν και υποσχέθηκε να αποσύρει την χώρα της από την στρατιωτική διοίκηση του ΝΑΤΟ. Το ότι ο Μακρόν έχασε την απόλυτη πλειοψηφία στην κάτω βουλή του κοινοβουλίου είναι ακόμη ένα σημάδι της λαϊκής δυσαρέσκειας. Το κόμμα της Λεπέν, η Εθνική Συσπείρωση (National Rally), εκτοξεύθηκε από τις οκτώ στις 89 έδρες.
Οι κυρώσεις της Δύσης εναντίον της Μόσχας, ακόμη κι αν έχουν επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία, δεν έχουν καταφέρει μέχρι στιγμής να έχουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα στην Ρωσία. Λόγω της εκτοξευόμενης τιμής του αργού [πετρελαίου], η Ρωσία συνεχίζει να απολαμβάνει άφθονα έσοδα από το πετρέλαιο. Και παρόλο που η αξία του ρουβλίου κατρακύλησε όταν η Ρωσία εξαπέλυσε την εισβολή της, τον Φεβρουάριο, έχει ανακάμψει και πρόσφατα έφτασε σε υψηλό επταετίας έναντι του δολαρίου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι εταίροι τους στο G-7 συμφώνησαν νωρίτερα αυτή την εβδομάδα να επιδιώξουν περαιτέρω μέτρα για τον περιορισμό του εμπορίου με την Ρωσία, και συζήτησαν επίσης την εισαγωγή ανώτατου ορίου τιμής στις αγορές ρωσικού πετρελαίου για να μετριαστούν οι πληθωριστικές πιέσεις και να μειωθούν τα έσοδα της Ρωσίας. Ο δυνητικός αντίκτυπος αυτών των επόμενων βημάτων παραμένει αβέβαιος.
Ναι, η Δύση πρέπει να σταθεί στο πλευρό της Ουκρανίας, να τιμωρήσει τον ρωσικό επεκτατισμό και να αμυνθεί έναντι περαιτέρω επιθετικών ενεργειών. Αλλά πρέπει επίσης να σταθμίσει αυτές τις προτεραιότητες έναντι της επιτακτικής ανάγκης να εμποδιστούν οι ανελεύθεροι λαϊκιστές από το να πάρουν την εξουσία σε αμφότερες τις πλευρές του Ατλαντικού. Η τιμή του φυσικού αερίου στο Οχάιο ή στην Βαυαρία φαίνεται να έχει επουσιώδη σημασία στο πλαίσιο του γενναίου αγώνα της Ουκρανίας για την ελευθερία της. Αλλά η διαχείριση του πολέμου στην Ουκρανία σημαίνει επίσης και πλοήγηση στα επικίνδυνα αβαθή της αμερικανικής και της ευρωπαϊκής πολιτικής. Η Ουκρανία δεν θα ήταν σίγουρα η ωφελούμενη εάν οι Ρεπουμπλικάνοι του τύπου «πρώτα η Αμερική» έρθουν στην εξουσία στις Ηνωμένες Πολιτείες ή εάν οι φιλο-μοσχοβίτες λαϊκιστές κερδίσουν έδαφος στην Ευρώπη.
Θα ήταν όντως σκληρή ειρωνεία εάν το ΝΑΤΟ επιτύχει να βοηθήσει το Κίεβο να αποτρέψει την αρπακτική φιλοδοξία του Πούτιν, μόνο για να δει τις Ατλαντικές δημοκρατίες να γίνονται λεία των απειλών από μέσα. Ενόσω στέλνουν οβιδοβόλα και drones στην Ουκρανία, οι ηγέτες του ΝΑΤΟ πρέπει να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή στην οικονομική και πολιτική ανάκρουση από τον πόλεμο στις δικές τους κοινωνίες. Όταν το κάνουν, θα εκτιμήσουν καλύτερα την ανάγκη να διευκολυνθεί η κατάπαυση του πυρός και να υποστηριχθεί η υπόθεση της Ουκρανίας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Η μετακίνηση από τον πόλεμο στις διαπραγματεύσεις, φυσικά, δεν προσφέρει μια προσωρινή λύση στις οικονομικές διαταραχές που προκλήθηκαν από την σύγκρουση. Οι κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας θα μπορούσαν κάλλιστα να παραμείνουν σε ισχύ για αρκετό καιρό. Αλλά η διπλωματία προσφέρει τελικά τη μόνη οδό για τη μείωση των γεωπολιτικών εντάσεων που συνεχίζουν να διαταράσσουν τον εφοδιασμό της ενέργειας και των τροφίμων και συμβάλλουν στις πληθωριστικές πιέσεις.
Η ΓΚΡΙΖΑ ΖΩΝΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Τα μέλη του ΝΑΤΟ θα είναι πολύ απασχολημένα με την αντιμετώπιση του πολέμου, την διαχείριση των τεταμένων σχέσεων με την Ρωσία, την ενίσχυση της ανατολικής πτέρυγας της συμμαχίας και, μετά τον τερματισμό των μαχών, την συμμετοχή στην μεταπολεμική ανασυγκρότηση. Αλλά πρέπει επίσης να αρχίσουν να κοιτούν πέρα από τον πόλεμο και τις άμεσες συνέπειές του για να αντλήσουν ευρύτερα διδάγματα.
Η σύγκρουση στην Ουκρανία έχει καταστήσει σαφή την ανάγκη για φρέσκες απόψεις σχετικά με την προώθηση της ασφάλειας στην «γκρίζα ζώνη» της Ευρώπης, τα εδάφη μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας. Ενόσω ο πόλεμος συνεχίζεται, μια εποικοδομητική συζήτηση αναδύεται για το δυνητικό γεωπολιτικό καθεστώς της Ουκρανίας στο μέλλον. Το πώς θα εξελιχθεί αυτό το ζήτημα ίσως παράσχει ένα μοντέλο για την Γεωργία, τη Μολδαβία και άλλες χώρες που κοιτάζουν προς την Δύση, αλλά ίσως να μην προορίζονται για ένταξη στο ΝΑΤΟ τώρα που η Ρωσία έχει πετάξει το γάντι στην Ουκρανία.
Τρεις αλληλένδετες προσεγγίσεις διαμορφώνονται για την προώθηση των αναγκών ασφαλείας των χωρών της γκρίζας ζώνης της Ευρώπης. Πρώτον, η μόνιμη ουδετερότητα προσφέρει σε αυτά τα κράτη ένα μέσο ενδυνάμωσης της κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας τους, ενώ λαμβάνει υπόψη τις ενστάσεις της Ρωσίας για την περαιτέρω διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς. Η Ουκρανία ενστερνίστηκε την ουδετερότητα αφότου χώρισε από την Σοβιετική Ένωση το 1991. Μόλις το 2019, ως απάντηση στην αρπαγή γης στην Κριμαία και στη Ντονμπάς, από την Ρωσία το 2014, η Ουκρανία κατοχύρωσε στο σύνταγμά της την πρόθεσή της να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Σύμφωνα με τον Πούτιν, η προοπτική της ένταξης της Ουκρανίας στην συμμαχία έπαιξε ρόλο στην απόφασή του να εισβάλει ξανά. Στο διάγγελμα του προς το έθνος, στις 24 Φεβρουαρίου, αιτιολογώντας την «ειδική στρατιωτική επιχείρηση», ο Πούτιν επισήμανε «τις θεμελιώδεις απειλές που δημιούργησαν για την Ρωσία ανεύθυνοι Δυτικοί πολιτικοί. . . . Αναφέρομαι στην επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς, η οποία μετακινεί την στρατιωτική του υποδομή όλο και πιο κοντά στα ρωσικά σύνορα». Κατά την διάρκεια των πρώτων εβδομάδων του πολέμου, το Κίεβο φαινόταν έτοιμο να ενστερνιστεί την επιστροφή στην ουδετερότητα. Εάν αυτό το αποτέλεσμα προκύψει ως μέρος μιας διευθέτησης για τον πόλεμο κατόπιν διαπραγματεύσεων, η ουδετερότητα της Ουκρανίας ίσως χρησιμεύσει ως μοντέλο για την περιοχή.
Δεύτερον, η ουδετερότητα θα συνοδευόταν από διαβεβαιώσεις ασφαλείας από έναν συνασπισμό πρόθυμων χωρών. Τέτοιες διαβεβαιώσεις θα υπολείπονταν των επίσημων αμυντικών εγγυήσεων που θα συνόδευαν την ένταξη στο ΝΑΤΟ, αλλά θα δέσμευαν τους υπογράφοντες να συμβάλλουν στην διατήρηση της ασφάλειας και του ανεξάρτητου καθεστώτος των χωρών της γκρίζας ζώνης της Ευρώπης. Αυτές οι ρυθμίσεις θα υπερέβαιναν τα προηγούμενα επίπεδα Δυτικής υποστήριξης, συνεπαγόμενες πιθανώς πρόσθετη στρατιωτική εκπαίδευση και μεταφορές όπλων σε καιρό ειρήνης και στιβαρή στρατιωτική υποστήριξη στην περίπτωση που τα κράτη τα οποία απολαμβάνουν τέτοιες διαβεβαιώσεις αντιμετωπίσουν επίθεση. Η Ουκρανία χρησιμεύει και πάλι ως καλό μοντέλο. Τα μέλη του ΝΑΤΟ δεν στέλνουν στρατεύματα στην Ουκρανία για να συμμετάσχουν στη μάχη, αλλά παρέχουν στην Ουκρανία τα μέσα για να αμυνθεί. Όταν τελειώσει ο πόλεμος, η Ουκρανία θα μπορούσε κάλλιστα να βρεθεί σε κατάσταση ένοπλης ουδετερότητας, με την συνεχή οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη από τα μέλη του ΝΑΤΟ να την ενισχύει στις διαπραγματεύσεις για τα εδάφη που μπορεί κάλλιστα να ακολουθήσουν μια κατάπαυση του πυρός.
Η τρίτη σανίδα ασφάλειας στην γκρίζα ζώνη θα ήταν η ένταξη στην ΕΕ. Οι Βρυξέλλες έχουν ήδη χορηγήσει στην Ουκρανία και στη Μολδαβία το καθεστώς υποψήφιας προς ένταξη χώρας, ενώ η Γεωργία βρίσκεται στην αίθουσα αναμονής. Μολονότι οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις μπορεί να διαρκέσουν μια δεκαετία ή ίσως και περισσότερο, το καθεστώς της υποψήφιας προς ένταξη χώρας παρέχει στα επίδοξα [μέλη] μια πολιτική τονωτική ένεση και δίνει στις κυβερνήσεις τους τη μόχλευση που χρειάζονται για να αντιμετωπίσουν την διαφθορά και να εφαρμόσουν επίπονες οικονομικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις —βασικά βήματα που πρέπει να κάνει η Ουκρανία για να αποσπαστεί από την ολιγαρχική κληρονομιά του παρελθόντος της. Η ένταξη στην ΕΕ θα σηματοδοτούσε τελικά την επίσημη θεσμική συμπερίληψη στην κοινότητα των Ατλαντικών δημοκρατιών, αποφεύγοντας παράλληλα την πρόκληση της Ρωσίας που θα ερχόταν με την ένταξη στο ΝΑΤΟ. Όπως το έθεσε πρόσφατα ο Πούτιν όταν ήρθε αντιμέτωπος με την προοπτική της εισόδου της Ουκρανίας στην ΕΕ, «δεν έχουμε τίποτα εναντίον της. Είναι κυρίαρχη απόφασή τους να ενταχθούν σε οικονομικές ενώσεις ή όχι. . . . Είναι δική τους δουλειά, δουλειά του ουκρανικού λαού».
Σε αυτό το σενάριο, το ΝΑΤΟ θα έπαιρνε την Φινλανδία και την Σουηδία και η συμμαχία θα ενσωμάτωνε τελικά υποψήφιες χώρες στα Βαλκάνια. Αλλά δεν θα πήγαινε πιο μακριά. Η θέσπιση ενός διαυγούς ορίου στην διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς και, αντίθετα, η καταφυγή στην ΕΕ για να επεκτείνει την εμβέλειά της στην γκρίζα ζώνη της Ευρώπης ίσως τελικά επιτρέψει στην Δύση και στην Ρωσία να παραμερίσουν ένα ζήτημα που έχει ταλαιπωρήσει την σχέση τους από τότε που ξεκίνησε η διεύρυνση του ΝΑΤΟ, αμέσως μετά το τέλος του Ψυχρού Πόλεμος. Ακόμα κι αν ο Πούτιν έχει χρησιμοποιήσει την διεύρυνση του ΝΑΤΟ ως πρόσχημα για να αρπάξει εδάφη, η μεγαλύτερη σαφήνεια για το μέλλον του ΝΑΤΟ θα μπορούσε να συμβάλλει στη μείωση του ανταγωνισμού μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης.
Ο ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΥΛΩΝΑΣ
Ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτέλεσε μια γεωπολιτική αφύπνιση για την Ευρώπη – και το ΝΑΤΟ θα πρέπει να αξιοποιήσει αυτή την στιγμή. Η Ευρώπη έχει κάνει πολυάριθμες λανθασμένες εκκινήσεις όλα αυτά τα χρόνια στο να αποκτήσει περισσότερη γεωπολιτική δύναμη και ευθύνη, αλλά αυτή την φορά, χάρη στην Ρωσία, η προσπάθεια μπορεί κάλλιστα να αποφέρει πιο εντυπωσιακά αποτελέσματα. Η ρωσική επιθετικότητα έχει ήδη ωθήσει τους Ευρωπαίους να κάνουν νέες και ουσιαστικές επενδύσεις στην στρατιωτική ικανότητα τους. Η Γερμανία έχει διαθέσει 100 δισεκατομμύρια ευρώ για την αναβάθμιση του ρημαγμένου στρατού της και έχει συμφωνήσει να ανταποκριθεί στο σημείο αναφοράς του ΝΑΤΟ για δαπάνη του 2% του ΑΕΠ για την άμυνα. Άλλα ευρωπαϊκά έθνη έχουν ανακοινώσει σημαντικές αυξήσεις των αμυντικών προϋπολογισμών τους. Η μετατροπή αυτών των επενδύσεων σε πολεμική ικανότητα θα πάρει χρόνο και θα απαιτήσει συντονισμό πέρα από τα εθνικά σύνορα, και μεταξύ του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Αλλά αυτές οι επενδύσεις, και η μεταστροφή της Γερμανίας ειδικότερα, έχουν την δυναμική να αλλάξουν τα πάντα, προικίζοντας τελικά την Ευρώπη με το μεγαλύτερο γεωπολιτικό βάρος που χρειάζεται, σε έναν κόσμο στον οποίο ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων έχει επιστρέψει. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να διατηρήσουν την πίεση στους συμμάχους τους και να συνεργαστούν μαζί τους για να εκμεταλλευτούν πλήρως τη νέα τους ετοιμότητα να επωμιστούν μεγαλύτερα αμυντικά βάρη.
Μια πιο ικανή Ευρώπη θα δημιουργήσει μια ισχυρότερη Ατλαντική συνεργασία. Οι Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικάνοι παραπονιούνται εδώ και καιρό ότι το ΝΑΤΟ χρειάζεται έναν πιο ανθεκτικό ευρωπαϊκό πυλώνα. Όποιο κόμμα κι αν βρίσκεται στην εξουσία στην Ουάσιγκτον, ο Ατλαντικός σύνδεσμος θα είναι σε καλύτερη κατάσταση εάν η Ευρώπη συμβάλλει με μεγαλύτερο γεωπολιτικό βάρος. Με την Ρωσία να απειλεί πλέον την ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ και τις εντάσεις στον δυτικό Ειρηνικό να θέτουν επίσης νέες απαιτήσεις στους πόρους των ΗΠΑ, η Ουάσιγκτον θα εκτιμήσει να έχει μεγαλύτερη ευρωπαϊκή ικανότητα. Και παρόλο που μια ανανεωμένη ρωσική απειλή θα κρατήσει τις δυνάμεις των ΗΠΑ στην Ευρώπη για το άμεσο μέλλον, η Ευρώπη πρέπει να είναι σε θέση να ενεργεί μόνη της όταν είναι απαραίτητο.
ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΙ ΘΕΣΜΟΙ
Μολονότι η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία συνιστά μια παραδοσιακή πράξη εδαφικής επιθετικότητας, αποκαλύπτει επίσης πόσο περίπλοκη έχει γίνει η ατζέντα ασφαλείας. Οι συνέπειες της σύγκρουσης διαπερνούν μια μεγάλη ποικιλία ζητημάτων. Οι στρατιωτικές υποθέσεις και οι πληροφορίες είναι πανταχού παρούσες, αλλά το ίδιο είναι και η ενεργειακή ασφάλεια. Η απομάκρυνση από την εξάρτηση από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα ίσως αποτελεί στρατηγική αναγκαιότητα, αλλά έχει επίσης αρνητικές επιπτώσεις στην κλιματική αλλαγή, καθώς η Ευρώπη ανοίγει εκ νέου κλειστές μονάδες ηλεκτρικής ενέργειας με καύση άνθρακα και καθώς οι παραγωγοί ενέργειας αντλούν περισσότερο πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Η κυβερνοασφάλεια, η επισιτιστική ασφάλεια, οι εφοδιαστικές αλυσίδες, η μετανάστευση, οι σχέσεις με την Κίνα, το διεθνές σύστημα πληρωμών — ο πόλεμος έχει αφήσει ελάχιστα ζητήματα ανέγγιχτα.
Οι διατλαντικοί θεσμοί πρέπει να προσαρμοστούν ανάλογα. Το ΝΑΤΟ μπορεί να χειριστεί κάποια, αλλά σίγουρα όχι όλα, από αυτά τα οριζόντια ζητήματα. Υπήρξε αρκετά επιδέξιο στην ενσωμάτωση της κυβερνοασφάλειας στην ατζέντα του και η συμμαχία έχει ξεκινήσει μια εποικοδομητική συζήτηση σχετικά με τις γεωπολιτικές συνέπειες της ανόδου της Κίνας. Είναι αξιοσημείωτο ότι η Αυστραλία, η Ιαπωνία, η Νέα Ζηλανδία και η Νότιος Κορέα συμμετέχουν στην Σύνοδο Κορυφής της Μαδρίτης ως παρατηρητές. Αλλά στην ενεργειακή ασφάλεια, στις οικονομικές κυρώσεις, στην ψηφιακή διακυβέρνηση, στις τεχνολογικές γραμμές εφοδιασμού, στο κλίμα και σε μια σειρά από άλλα ζητήματα, η ΕΕ είναι ο καταλληλότερος συνομιλητής. Το Ηνωμένο Βασίλειο, ωστόσο, δεν έχει πλέον θέση στο τραπέζι της ΕΕ στις Βρυξέλλες, περιπλέκοντας περαιτέρω το έργο της δημιουργίας διατλαντικών θεσμών που θα είναι προσαρμοσμένοι στην παγκόσμια αλληλεξάρτηση.
Οι βαθύτεροι δεσμοί μεταξύ του ΝΑΤΟ και της ΕΕ προσφέρουν μια οδό για την καλύτερη ενσωμάτωση του γεωπολιτικού και του γεωοικονομικού. Μια άλλη επιλογή θα ήταν η ίδρυση ενός νέου διατλαντικού συμβουλίου, επιφορτισμένου με την αντιμετώπιση ζητημάτων πολιτικής, με τρόπο που να υπερβαίνει και να καταρρίπτει τους θεσμικούς και τους γραφειοκρατικούς φραγμούς. Αυτό το όργανο θα μπορούσε να περιλαμβάνει αντιπροσώπους από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, καθώς και επιλεγμένα κράτη – μέλη, παρέχοντας την επίβλεψη μιας δυναμικής και ποικιλόμορφης διατλαντικής ατζέντας. Το προσφάτως συσταθέν Συμβούλιο Εμπορίου και Τεχνολογίας ΗΠΑ-ΕΕ (US – EU Trade and Technology Council) παρέχει ένα καλό παράδειγμα θεσμικής καινοτομίας που στοχεύει στο να δώσει την δυνατότητα στην πολιτική να συμβαδίσει με τις τεχνολογικές αλλαγές. Οι επιπτώσεις του πολέμου καθιστούν επαρκώς σαφές πόσο βαθιά η παγκοσμιοποίηση και η αλληλεξάρτηση δημιουργούν την ανάγκη για νέες μορφές διατλαντικής διακυβέρνησης και συνεργασίας. Εξίσου σημαντικό είναι το ότι, οποιοδήποτε νέο εποπτικό όργανο πρέπει να παρακολουθεί στενά τις ολοένα και πιο στενές σχέσεις μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πολιτικής. Εάν οι ηγέτες κάθε πλευράς του Ατλαντικού παραβλέψουν τέτοιες συνδέσεις, θα το κάνουν με δικό τους κίνδυνο και με κίνδυνο για την διατλαντική αλληλεγγύη.
Το ΝΑΤΟ παραμένει βασικός πυλώνας μιας διαρκούς διατλαντικής κοινότητας κοινών συμφερόντων και αξιών. Έχει αποδείξει επαρκώς την συνάφεια, την αποτελεσματικότητα και την ενότητά του στην επιστράτευση μιας αποφασιστικής απάντησης στην επιθετικότητα της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας. Είναι πλέον καιρός για το ΝΑΤΟ να αρχίσει να κινείται προς μια κατάπαυση του πυρός και ένα διπλωματικό φινάλε στην Ουκρανία, σε μεγάλο βαθμό για να διατηρήσει την διατλαντική αλληλεγγύη και να προφυλαχθεί από τις ντόπιες απειλές για την φιλελεύθερη δημοκρατία που ίσως αποτελέσουν ακόμη μεγαλύτερη απειλή για την Ατλαντική κοινότητα από τον Πούτιν. Αυτή η στροφή πρέπει να αποτελέσει μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας για την οικοδόμηση μιας κατάλληλης διατλαντικής αρχιτεκτονικής εν μέσω της αλληλεξάρτησης του εικοστού πρώτου αιώνα.