Η λογική της κλιμάκωσης σε έναν πόλεμο που καταρρέει
Την άνοιξη του 2018, τέσσερα χρόνια πριν από τη δεύτερη εισβολή του στην Ουκρανία, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν εκφώνησε μια ασυνήθιστη ομιλία σχετικά με την όλο και μεγαλύτερη δύναμη του ρωσικού στρατού. «Σε εκείνους που τα τελευταία 15 χρόνια έχουν προσπαθήσει να επιταχύνουν μια κούρσα εξοπλισμών και να επιδιώξουν το μονομερές πλεονέκτημα έναντι της Ρωσίας…», είπε, «θα πω το εξής: όλα όσα έχετε προσπαθήσει να αποτρέψετε μέσω μιας τέτοιας πολιτικής έχουν ήδη συμβεί. Κανένας δεν έχει καταφέρει να περιορίσει την Ρωσία».
Εκείνη την εποχή, η ομιλία τράβηξε την διεθνή προσοχή πρωτίστως για τους κομπασμούς του Πούτιν για τα νέα υπερηχητικά όπλα που σχεδιάστηκαν για να παρακάμψουν τα συστήματα αντιπυραυλικής άμυνας των ΗΠΑ. Αλλά μετέφερε επίσης ένα πιο διακριτικό μήνυμα. Ο Πούτιν σημείωσε την επιτυχημένη επέμβαση της Ρωσίας στον συριακό εμφύλιο πόλεμο, δήλωσε ότι το μέγεθος του συμβατικού και του πυρηνικού οπλοστασίου της Ρωσίας είχε σχεδόν τετραπλασιαστεί και υποστήριξε ότι οι ένοπλες δυνάμεις της ήταν «σημαντικά ισχυρότερες». Ο Πούτιν επανέλαβε επίσης ότι «η Ρωσία διατηρεί το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα αποκλειστικά ως απάντηση σε μια πυρηνική επίθεση ή σε μια επίθεση με άλλα όπλα μαζικής καταστροφής εναντίον της χώρας ή των συμμάχων της ή σε μια πράξη επιθετικότητας εναντίον μας με την χρήση συμβατικών όπλων που απειλούν την ίδια την ύπαρξη του κράτους». Συνολικά, αυτά τα σχόλια απέπνεαν μια ισχυρή αίσθηση εμπιστοσύνης στην ικανότητα της Ρωσίας να αντιμετωπίσει επιτυχώς οποιονδήποτε αντίπαλο – και ίσως μια πιο μυώδη επιδίωξη εθνικών και προσωπικών στόχων. «Κανείς δεν ήθελε να μας ακούσει», προειδοποίησε. «Ακούστε λοιπόν τώρα».
Σήμερα, με τον πόλεμο στην Ουκρανία να κινείται σε μια ολοένα πιο επικίνδυνη και απρόβλεπτη κατεύθυνση, το ζήτημα του υπολογισμού του κινδύνου από τον Πούτιν έχει έρθει έντονα στο προσκήνιο. Από τις αρχές Σεπτεμβρίου, η Μόσχα έχει αντιμετωπίσει μια σειρά ατυχιών, συμπεριλαμβανομένων όχι μόνο των δραματικών εδαφικών κερδών της Ουκρανίας στην περιοχή του Χάρκοβο, αλλά και της τολμηρής επίθεσης της 8ης Οκτωβρίου στην Γέφυρα του Στενού του Κερτς (Kerch Strait Bridge) που συνδέει την Κριμαία με την Ρωσία, θέτοντας σε κίνδυνο μια βασική ρωσική οδό εφοδιασμού. Ως απάντηση, ο Πούτιν επιστράτευσε εκατοντάδες χιλιάδες επιπλέον στρατιώτες, έσπευσε να προσαρτήσει παρανόμως εδάφη που η Ρωσία δεν ελέγχει πλήρως και ξεκίνησε ένα νέο κύμα πυραυλικών χτυπημάτων κυρίως σε πολιτικούς στόχους, συμπεριλαμβανομένου του Κιέβου και άλλων μεγάλων πόλεων. Έχει επίσης απειλήσει επανειλημμένα ότι θα χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα, σημειώνοντας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν δημιουργήσει ένα τέτοιο προηγούμενο στην Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι.
Οι απειλές του Πούτιν για κλιμάκωση έχουν τρομάξει τους Ευρωπαίους γείτονες της Ρωσίας καθώς και την κυβέρνηση Μπάιντεν. Ωστόσο, η προθυμία του να στοιχηματίσει στην στρατιωτική ισχύ της Ρωσίας δεν ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο, ή ακόμη και όταν εισέβαλε στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022. Όπως δείχνει η ομιλία του 2018, η διάθεση του για ρίσκο είχε αυξηθεί πολύ πριν από τον σημερινό πόλεμο. Και μολονότι παραμένουν πολλά ερωτήματα σχετικά με το πόσο μακριά είναι πλέον προετοιμασμένος να φτάσει, μια εξέταση του πώς έχει εξελιχθεί ο τρόπος σκέψης του βοηθά να εξηγηθεί το γιατί έχει ακολουθήσει αυτή την πορεία και ποιες θα μπορούσε να αποφασίσει ότι είναι οι πιο εύλογες επιλογές του τις επόμενες εβδομάδες και μήνες. Για την Δύση, η κατανόηση του υπολογισμού του κινδύνου από τον Πούτιν μπορεί να είναι εξίσου σημαντική με τον υπολογισμό της πραγματικής στρατιωτικής δύναμης της Ρωσίας για την παροχή ενδείξεων σχετικά με το τι θα κάνει η Ρωσία στην συνέχεια.
ΧΡΥΣΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ
Πριν από την εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία το 2022, [ο ίδιος] είχε οικοδομήσει την φήμη ενός πραγματιστή που αναλάμβανε ρίσκα. Στις επεμβάσεις της Ρωσίας στην Γεωργία το 2008 και στην Κριμαία το 2014, οι ρωσικές δυνάμεις απλώς υπερίσχυσαν ενός υπολειπόμενου και έκπληκτου αντιπάλου. Στην Συρία, αρχής γενομένης από το 2015, το Ιράν και η Χεζμπολάχ σήκωσαν το μεγαλύτερο βάρος επί του πεδίου, ενώ η Ρωσία πρόσφερε υλικό και αεροπορική και ναυτική δύναμη. Εν ολίγοις, και οι τρεις περιπτώσεις ήταν καταστάσεις σχετικά χαμηλού ρίσκου και υψηλού κέρδους με περιορισμένες απώλειες. Πώς, λοιπόν, μπορεί να εξηγηθεί η υψηλού ρίσκου απόφαση του Πούτιν να εισβάλει στην Ουκρανία, τοποθετώντας περίπου 180.000 στρατιώτες στην πρώτη γραμμή, από τους οποίους μέχρι σήμερα εκτιμάται ότι έχουν σκοτωθεί περίπου 15.000 ή περισσότεροι;
Στους υπολογισμούς του Πούτιν πιθανώς συνυπολογίστηκε ένας αριθμός παραγόντων: τα συμφέροντα της Ρωσίας για την ασφάλεια, το αντιληπτό παράθυρο για την προώθηση ευρύτερων γεωστρατηγικών στόχων και η επιθυμία να εξασφαλίσει την θέση του στην ρωσική ιστορία. Όπως είναι γνωστό, η Μόσχα ανέφερε τις ανησυχίες για την ασφάλεια ως τον κύριο οδηγό πίσω από την απόφαση να εξαπολύσει την «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» στις 24 Φεβρουαρίου, δηλαδή ότι η Ουκρανία φαινόταν να διολισθαίνει προς το ΝΑΤΟ, όπως αποδεικνυόταν από την Δυτική στρατιωτική αρωγή και εκπαίδευση και από τις ανοιχτές εκκλήσεις του Ουκρανού προέδρου, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, για ένταξη στο ΝΑΤΟ. Υπήρχε όμως και άλλη μια ώθηση: ο Πούτιν ενδεχομένως έχει εκτιμήσει ότι οι γεωπολιτικές συνθήκες πρόσφεραν μια μικρή ευκαιρία για να σπάσει αποφασιστικά το επταετές αδιέξοδο στην ανατολική Ουκρανία. Όπως θεώρησε η Μόσχα, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν πολιτικά πολωμένες˙ το αμερικανικό κοινό ήταν σε μεγάλο βαθμό αδιάφορο για την Ουκρανία και επιφυλακτικό για νέους πολέμους στο εξωτερικό, ειδικά μετά την δύσκολη αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν˙ η επί μακρόν καγκελάριος της Γερμανίας, Άνγκελα Μέρκελ, αποχωρούσε από τα καθήκοντά της˙ ο κόσμος ήταν ακόμα απασχολημένος με την πανδημία της COVID-19˙ και η Ευρώπη είχε μεγάλη εξάρτηση από το ρωσικό πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Τέλος, ο Πούτιν είχε μια όλο και μεγαλύτερη εμμονή με την ρωσική ιστορία και ήταν αποφασισμένος να διασφαλίσει την κληρονομιά του ως ο μεγάλος ηγέτης που επανέφερε τα βασικά σλαβικά εδάφη στην Ρωσία μαζί με την δικαιωματική θέση της ως παγκόσμια δύναμη.
Οι διαφορές μεταξύ της σχετικά χαμηλού ρίσκου εισβολής του Πούτιν στην Ουκρανία το 2014 και της πλήρους κλίμακας εισβολής του 2022 παρέχουν σημαντικές ενδείξεις για το πώς εξελίχθηκε αυτός ο τρόπος σκέψης. Η πρώτη εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία χρησιμοποίησε κυρίως στρατιώτες χωρίς διακριτικά – τους άγνωστης ταυτότητας Ρώσους πράκτορες που είναι γνωστοί ως «πράσινοι άνδρες» και το τοπικά βασισμένο πεζικό του ναυτικού το οποίο προετοίμασε το έδαφος για την κατάληψη της Κριμαίας. Το σκεπτικό που παρείχε ο Πούτιν ήταν ξεκάθαρο: να εγγυηθεί την «ασφάλεια» του μεγάλου ρωσικού πληθυσμού της Κριμαίας από μια εκκολαπτόμενη αντιρωσική «φασιστική» ουκρανική κυβέρνηση και να διασφαλίσει τον μόνιμο έλεγχο της Ρωσίας στην Σεβαστούπολη, την έδρα του στόλου της στην Μαύρη Θάλασσα, ανεξάρτητα από το ποιος βρισκόταν στην εξουσία στο Κίεβο. Η δημιουργία αυτονομιστών φιλορωσικών προγεφυρωμάτων στις περιοχές της Ντονέτσκ και της Λουχάνσκ, εν τω μεταξύ, έδωσε στην Ρωσία ένα μέσο για να προσπαθήσει να επηρεάσει τον μελλοντικό πολιτικό προσανατολισμό του Κιέβου – και να αποτρέψει το ΝΑΤΟ από το να λάβει υπόψη την Ουκρανία για ένταξη.
Είναι πιθανό ότι οι κινήσεις του Πούτιν το 2014 ήταν επίσης μέρος ενός μεγαλύτερου σχεδίου, το πρώτο βήμα προς την ενσωμάτωση μεγάλου μέρους της Ουκρανίας πίσω στην «Μητέρα Ρωσία». Παραδόξως, λίγους μήνες μετά την προσάρτηση της Κριμαίας, ο Πούτιν έκανε δημόσιες αναφορές στη «Novorossiya» —την περιοχή βόρεια της Μαύρης Θάλασσας που προσαρτήθηκε από την Μεγάλη Αικατερίνη τον 18ο αιώνα— η οποία, σημείωσε, περιελάμβανε το Χάρκοβο, την Χερσώνα, την Λουχάνσκ, την Ντονέτσκ, το Μικολάγιεβ και την Οδησσό, περιοχές που ο ίδιος περιέγραψε ως «όχι τμήμα της Ουκρανίας». Εκείνη την εποχή, ωστόσο, μια μεγάλης κλίμακας εισβολή στην Ουκρανία αποκλειόταν˙ σύμφωνα με τον λογισμό του ίδιου του Πούτιν, η Μόσχα υποχρεώθηκε να ενεργήσει γρήγορα μετά την πτώση, τον Φεβρουάριο του 2014, του Βίκτορ Γιανουκόβιτς, του φιλορώσου Ουκρανού προέδρου, μόνο και μόνο για να εξασφαλίσει την Κριμαία.
Επιπλέον, γεγονότα αλλού πιθανώς ανακατεύθυναν την εστίαση του Πούτιν μακριά από την Ουκρανία. Το αίτημα του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ-Άσαντ να διασώσει το παραπαίον καθεστώς του το καλοκαίρι του 2015 απαιτούσε μια μεγάλη απόφαση -αλλά μια απόφαση περιορισμένου ρίσκου- να βοηθήσει στην διατήρηση του μοναδικού καθεστώτος –πελάτη της Μόσχας στην Μέση Ανατολή. (Οι διαφορές μεταξύ της Τουρκίας, των Ηνωμένων Πολιτειών και άλλων μελών του ΝΑΤΟ σχετικά με το ποια ομάδα της συριακής αντιπολίτευσης θα υποστηρίξουν πιθανώς έκαναν την απόφαση του Πούτιν ευκολότερη, καθώς ο ορισμός του Άσαντ για τους εχθρικούς μαχητές ήταν απλός: όλοι οι αντίπαλοι του καθεστώτος ήταν «τρομοκράτες».)
Μεγαλύτερης σημασίας για τον Πούτιν ήταν το απροσδόκητο αποτέλεσμα των εκλογών στις ΗΠΑ το 2016, αφότου η Μόσχα είχε προσπαθήσει να παρέμβει για λογαριασμό του Ντόναλντ Τραμπ. Με τον Τραμπ στην εξουσία, ο Πούτιν πρέπει να είχε συμπεράνει ότι υπήρχαν υπερβολικά πολλά πιθανά γεωστρατηγικά οφέλη για να αποκτηθούν ώστε να τα διακινδυνεύσει με επιθετικές κινήσεις στην Ουκρανία. Μαζί με την εκμετάλλευση της όλο και μεγαλύτερης πολιτικής πόλωσης στις Ηνωμένες Πολιτείες, θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί τον σκεπτικισμό του Τραμπ για το ΝΑΤΟ και την δυσπιστία του προς την κοινότητα των υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ και πιθανώς να καταλήξει σε μια συμφωνία για την Ουκρανία που θα ήταν ευνοϊκή για την Ρωσία. Στην πραγματικότητα, οι παρασκηνιακές επαφές μεταξύ ενός πρώην ανώτερου στελέχους της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ και ενός αξιωματούχου των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών σχετικά με μια πιθανή συμφωνία για την Ουκρανία συνεχίστηκαν μέχρι τις αρχές του 2018.
Στην Ευρώπη, ο Πούτιν θεώρησε επίσης [ότι υπήρχε] όλο και μεγαλύτερη μόχλευση. Κατά την διάρκεια των ετών του Τραμπ, το θεσμικό θεμέλιο της Ευρώπης πιέστηκε σοβαρά σε πολλά μέτωπα. Το επικείμενο οικονομικό διαζύγιο της Βρετανίας από την ήπειρο υποδήλωνε ότι η ένωση εξασθενούσε˙ το όλο και μεγαλύτερο αντιμεταναστευτικό αίσθημα είχε ενδυναμώσει τα λαϊκιστικά κόμματα (και έναν ομοϊδεάτη ηγέτη στην Ουγγαρία), των οποίων οι απόψεις για τις κοινωνικές αξίες και την εθνική ταυτότητα ευθυγραμμίζονταν καλά με τις απόψεις της Ρωσίας˙ και το ΝΑΤΟ φαινόταν να χωρίζεται από υπαρξιακές αμφιβολίες. Ήταν εν μέσω αυτών των εξελίξεων που ο Πούτιν έδωσε την ομιλία του, του Μαρτίου του 2018, δίνοντας έμφαση στην ενισχυμένη στρατιωτική ικανότητα της Ρωσίας και υπονοώντας μια νέα προθυμία να την χρησιμοποιήσει.
Το πότε ακριβώς ο Πούτιν αποφάσισε να εισβάλει στην Ουκρανία παραμένει μυστήριο, αλλά μέχρι το 2021, η Ρωσία έθετε τις στρατιωτικές και πολιτικές βάσεις για να καταστήσει βιώσιμη επιλογή μια εισβολή. Καθ’ όλη την διάρκεια του έτους, η Μόσχα χρησιμοποίησε προγραμματισμένες στρατιωτικές ασκήσεις για να παράσχει κάλυψη για την σημαντική συσσώρευση ρωσικών δυνάμεων κατά μήκος των ουκρανικών συνόρων, από περίπου 87.000 τον Φεβρουάριο του 2021 σε περίπου 100.000-120.000 έως τον Δεκέμβριο. Στην συνέχεια, μια απρογραμμάτιστη στρατιωτική άσκηση με την Λευκορωσία στα μέσα Φεβρουαρίου του 2022 τοποθέτησε επιπλέον 30.000 Ρώσους στρατιώτες στα βόρεια σύνορα της Ουκρανίας — σε απευθείας γραμμή προς το Κίεβο.
Ένα εξίσου σημαντικό πολιτικό σημάδι ήταν η εντυπωσιακή πραγματεία 20 σελίδων του Πούτιν, με τίτλο «Περί της Ιστορική Ενότητας των Ρώσων και των Ουκρανών», που δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο του Κρεμλίνου τον Ιούλιο του 2021. Σε αυτήν, υποστήριξε ότι ιστορικά, «οι Ρώσοι και οι Ουκρανοί ήταν ένας λαός —ένα ενιαίο σύνολο»˙ ότι η Ουκρανία δεν υπήρξε ποτέ ως κράτος˙ και ότι η σημερινή κυβέρνηση της Ουκρανίας βρισκόταν υπό «άμεσο εξωτερικό έλεγχο», όπως αποδεικνυόταν από την παρουσία «ξένων συμβούλων» και την «ανάπτυξη της υποδομής του ΝΑΤΟ» στο ουκρανικό έδαφος.
ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ, ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΑ ΣΤΟΙΧΗΜΑΤΑ
Παρακολουθώντας την απάντηση του Κρεμλίνου στις στρατιωτικές επιτυχίες της Ουκρανίας τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο, θυμάται κανείς την αρχαία κινεζική παροιμία: Όποιος καβαλά μια τίγρη φοβάται να κατέβει. Οκτώ μήνες από την έναρξη ενός πολέμου που υποτίθεται ότι θα τελείωνε σε μέρες ή εβδομάδες, η εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία έχει μεταμορφωθεί σε ένα καταστροφικό τέλμα που δυνητικά απειλεί την εξουσία του. Η απάντησή του στις συσσωρευμένες αποτυχίες της Ρωσίας στο πεδίο της μάχης υποδηλώνει ότι έχει λίγες καλές επιλογές εκτός από το να αυξήσει το διακύβευμα και να αναλάβει ακόμη μεγαλύτερα ρίσκα. Το κρίσιμο ερώτημα που αντιμετωπίζει η Ουκρανία και η Δύση, λοιπόν, είναι πόσο μακριά θα μπορούσε να φτάσει η κλιμάκωση του Πούτιν.
Βασικές μεταβλητές στους υπολογισμούς του [Πούτιν] είναι η ικανότητα της Ρωσίας να εδραιώσει τα εδαφικά της κέρδη και η ικανότητα της Ουκρανίας να διατηρήσει την επιθετική της δυναμική. Η επιτυχία της Ουκρανίας να πάρει πίσω μεγάλο μέρος της περιοχής του Χάρκοβο, να επιτεθεί σε διαδρόμους προσγείωσης και απογείωσης και αποθήκες πυρομαχικών στην Κριμαία και να βομβαρδίσει την Γέφυρα του Στενού του Κερτς – μια ψυχολογικά καταστροφική επιδρομή σε μια βασική γραμμή ανεφοδιασμού και ένα σύμβολο της επιτυχίας του Πούτιν στην Κριμαία – υπογραμμίζουν την σημαντική πρόκληση που αντιμετωπίζει η Μόσχα για να εδραιώσει απλώς τα εδάφη που κατέχει ακόμη. Αυτά τα γεγονότα πρόσφεραν επίσης μια πρόγευση του τι θα αντιμετωπίσει η Μόσχα σε έναν πόλεμο εναντίον των ανταρτών, ακόμη κι αν καταφέρει να ανακτήσει τα χαμένα εδάφη. Εν τω μεταξύ, Δυτικοί εμπειρογνώμονες έχουν επισημάνει τις ρωσικές ελλείψεις σε πολεμοφόδια ακριβείας και ακόμη και σε συμβατικούς πυραύλους, γεγονός που θα περιπλέξει περαιτέρω αυτή την αποστολή.
Η Ρωσία [11] θα πρέπει να αναπληρώσει και να επεκτείνει σημαντικά την μαχητική της δύναμη εάν ελπίζει να κάνει οποιαδήποτε πρόοδο στο πεδίο της μάχης, πόσω μάλλον να υποτάξει την Ουκρανία. Το διάταγμα του Πούτιν στις 25 Αυγούστου για την αύξηση του μεγέθους του ρωσικού στρατού κατά 137.000 [άτομα] ήταν ένα πρώιμο σημάδι ενός προβλήματος ανθρώπινου δυναμικού, όπως και η δημόσια παραδοχή της Μόσχας τον Αύγουστο ότι η ιδιωτική στρατιωτική ομάδα Wagner ήταν μια σημαντική οντότητα στον πόλεμο. Αλλά μετά τα δραματικά κέρδη της Ουκρανίας στις αρχές Σεπτεμβρίου, το ζήτημα της έλλειψης στρατιωτών έγινε οξύ και στις 21 Σεπτεμβρίου, ο Πούτιν ανακοίνωσε την «μερική επιστράτευση» του, που αργότερα διευκρινίστηκε ότι περιλαμβάνει περίπου 300.000 άνδρες. Αυτή η εντυπωσιακή στρατολόγηση σηματοδότησε ένα κρίσιμο σημείο καμπής στο εσωτερικό, με περίπου 100.000 έως 200.000 δυνητικούς κληρωτούς να αναζητούν αμέσως καταφύγιο στο εξωτερικό. Πριν από τον Σεπτέμβριο, ο ρωσικός στρατός βασιζόταν κυρίως στην πρόσληψη και στην στρατολόγηση πολιτών από πιο απομακρυσμένες -και εθνοτικά διαφοροποιημένες- περιοχές της ρωσικής Άπω Ανατολής και του Βόρειου Καυκάσου. Τώρα ακόμη και η Μόσχα και η Αγία Πετρούπολη, όπου διαμένουν πολλά παιδιά της ελίτ, δεν είναι πλέον προστατευμένες από την στρατιωτική πραγματικότητα του πολέμου. Ωστόσο, στις 14 Οκτωβρίου, ο Πούτιν ανακοίνωσε ότι 222.000 νέοι στρατιώτες θα ήταν έτοιμοι για ανάπτυξη εντός δύο εβδομάδων.
Ο άλλος μεγάλος παράγοντας στο πεδίο της μάχης είναι η εκτίμηση της Μόσχας για το πόσο καλά τα πάνε οι Ουκρανοί και οι προοπτικές του Κιέβου για συνεχή Δυτική στρατιωτική και οικονομική βοήθεια. Ο Ζελένσκι έχει εκφράσει συχνά την ανάγκη της Ουκρανίας για τέτοια βοήθεια, συμπεριλαμβανομένων των πιο προηγμένων όπλων. Καθώς πλησιάζει ο χειμώνας, έχει πει επίσης ότι η Ουκρανία χρειάζεται έως και 38 δισεκατομμύρια δολάρια σε έκτακτη οικονομική στήριξη για να καλύψει ένα όλο και μεγαλύτερο πρόβλημα χρέους. Πολλά θα εξαρτηθούν από την πολιτική βούληση των Δυτικών κυβερνήσεων να ανταποκριθούν σε αυτά τα όλο και μεγαλύτερα αιτήματα, τα οποία είναι κρίσιμης σημασίας για την ικανότητα της Ουκρανίας να παραμείνει στην επίθεση και να ανακτήσει τα χαμένα εδάφη.
Εντός της ίδιας της Ρωσίας, ο Πούτιν θα πρέπει επίσης να σταθμίσει τον αντίκτυπο των κυρώσεων στην αμυντική βιομηχανία και στον ενεργειακό τομέα της Ρωσίας. Οι ελλείψεις βασικών τσιπ και εξαρτημάτων όπλων θα παρεμποδίζουν όλο και περισσότερο τις πολεμικές τακτικές και επιλογές του ρωσικού στρατού˙ ομοίως, η έλλειψη βασικών Δυτικών τεχνολογιών -όπως τα εξαρτήματα για εξόρυξη πετρελαίου- θα έχει μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στις εξαγωγές ενέργειας. Όσον αφορά την ρωσική οικονομία, οι Δυτικές κυρώσεις έχουν συμβάλει σε ένα ποσοστό πληθωρισμού 14%, σε περιορισμούς στο εξωτερικό εμπόριο και στις διεθνείς χρηματοοικονομικές συναλλαγές και στην απώλεια πολλών ξένων επενδύσεων.
Τέλος, η Μόσχα αντιμετωπίζει ένα εξαιρετικά υψηλό ποσοστό απωλειών. Ο τελευταίος επίσημος ρωσικός αριθμός για τους θανάτους στον πόλεμο, από τον Σεπτέμβριο, είναι 6.534, αλλά οι ΗΠΑ και οι ανεξάρτητες εκτιμήσεις υποδεικνύουν ότι ο αριθμός είναι σχεδόν σίγουρα πολύ υψηλότερος. Τον Ιούλιο, ο διευθυντής της CIA, William Burns, ανέφερε περίπου 15.000 ρωσικούς θανάτους – τον ίδιο αριθμό στρατιωτών που έχασαν οι Σοβιετικοί σε δέκα χρόνια στο Αφγανιστάν. Τον Αύγουστο, το υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ ανέφερε δημόσια 60.000 έως 80.000 ρωσικές απώλειες και στα μέσα Οκτωβρίου, ένας ανεξάρτητος ρωσικός ειδησεογραφικός ιστότοπος αύξησε αυτόν τον αριθμό σε 90.000. Ελάχιστοι Ρώσοι βρίσκουν αξιόπιστα τα επίσημα στοιχεία της Μόσχας, όπως έγινε σαφές από τη μαζική έξοδο των υποψήφιων κληρωτών μετά την «μερική» επιστράτευση του Πούτιν.
Το πώς θα λειτουργήσουν όλες αυτές οι μεταβλητές στους υπολογισμούς του Πούτιν παραμένει ασαφές. Ελάχιστα είναι γνωστά για το τι δεδομένα και πληροφορίες του παρέχονται ή για την ακρίβεια αυτών των δεδομένων. Αρκετές αναφορές έχουν υποδείξει ότι οι κακές πληροφορίες οδήγησαν τον Πούτιν να πιστέψει ότι μια εισβολή στην Ουκρανία θα επιτύγχανε σύντομα, αλλά η ευθύνη πρέπει να αποδοθεί και στον ίδιο τον Πούτιν: η πραγματεία του για την Ρωσία και την Ουκρανία του 2021 αποκάλυψε τις εξαιρετικά λανθασμένες υποθέσεις του σχετικά με την αίσθηση εθνικής ταυτότητας των Ουκρανών, τις στρατιωτικές τους ικανότητες και την προθυμία τους να υπερασπιστούν την χώρα τους ενάντια σε έναν στρατιωτικά ανώτερο αντίπαλο.
Ο ΝΕΟΣ ΧΕΙΜΕΡΙΝΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Οι διακυμάνσεις που έχει λάβει ο πόλεμος από τον Σεπτέμβριο και μετά υπογραμμίζουν τους κινδύνους της εξαγωγής βιαστικών συμπερασμάτων για μια ρωσική ήττα. Τα εντυπωσιακά κέρδη της Ουκρανίας στην περιοχή του Χάρκοβο και ο επιτυχής βομβαρδισμός της Γέφυρας του Στενού του Κερτς έχουν προκαλέσει πολλά σχόλια σχετικά με μια κρίσιμης σημασίας μετατόπιση της δυναμικής. Ωστόσο, τέτοιες εκτιμήσεις δεν λαμβάνουν υπόψη το πλήρες εύρος των επιλογών του Πούτιν, καθώς αυτός προσπαθεί να κατέβει από την τίγρη. Πράγματι, λίγες μέρες μετά τον βομβαρδισμό της γέφυρας, το πολυήμερο μπαράζ των ρωσικών πυραύλων σε πόλεις και αμάχους της Ουκρανίας έφερε στο επίκεντρο τις σκληρές προοπτικές των τιμωρητικών ικανοτήτων της Ρωσίας. Και εάν οι ισχυρισμοί του Πούτιν για τον αριθμό των κληρωτών είναι αληθινοί, η πρόσφατη επιστράτευση του ενδέχεται να βοηθήσει τους Ρώσους να ανακτήσουν προσφάτως χαμένα εδάφη.
Επιπλέον, ο πόλεμος μεταξύ του Πούτιν και της Δύσης περιλαμβάνει παράγοντες που βρίσκονται πολύ πέρα από το πεδίο της μάχης. Σε αυτή την μεγαλύτερη σύγκρουση, ο Πούτιν θεωρεί σαφώς τον χειμώνα ως βασικό σύμμαχο, έναν [σύμμαχο] που του επιτρέπει να οπλοποιήσει την ενεργειακή μόχλευση της Ρωσίας στην Ευρώπη. Σε ένα ενεργειακό συνέδριο στα μέσα Οκτωβρίου στην Μόσχα, ο διευθύνων σύμβουλος της Gazprom, Alexey Miller, σημείωσε ότι ακόμη και σε έναν ζεστό χειμώνα, «ολόκληρες πόλεις και εδάφη» θα μπορούσαν να παγώσουν για ημέρες ή και εβδομάδες. Στο ίδιο συνέδριο, ο Πούτιν προειδοποίησε ότι η πρόσφατη δολιοφθορά στους αγωγούς Nord Stream -μια επίθεση που πολλοί υποπτεύονται ότι διεξήχθη από την Ρωσία- απέδειξε ότι «οποιαδήποτε ζωτικής σημασίας υποδομή στις υποδομές μεταφορών, ενέργειας ή επικοινωνιών απειλείται – ανεξάρτητα από το σε ποιο μέρος του κόσμου βρίσκεται, από ποιον ελέγχεται, [από το εάν] είναι τοποθετημένη στον βυθό ή στην ξηρά». Αυτό το μήνυμα παραδόθηκε μόλις μια εβδομάδα αφότου ο OPEC+, η κοινοπραξία της οποίας είναι μέλος η Ρωσία, ανακοίνωσε την απόφασή του να μειώσει την παραγωγή πετρελαίου κατά δύο εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως παρά τις εκτεταμένες παρασκηνιακές πιέσεις των ΗΠΑ για να διατηρήσει τα επίπεδα υψηλότερα. Αυτή ήταν μια όχι τόσο διακριτική υπενθύμιση στην Ουάσιγκτον ότι η ενεργειακή μόχλευση της Ρωσίας εκτείνεται πέρα από την Ευρώπη. Η ενέργεια φιγουράρει επίσης στις σημερινές στρατιωτικές τακτικές του Πούτιν στην Ουκρανία: οι πυραυλικές επιθέσεις στο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας της Ουκρανίας και σε άλλες υποδομές είναι πιθανώς σχεδιασμένες για να προκαλέσουν δημόσια πίεση στον Ζελένσκι να διαπραγματευτεί με την Μόσχα.
Εάν η χειμερινή στρατηγική του Πούτιν δεν οδηγήσει σε νέα Δυτική πίεση στον Ζελένσκι να διαπραγματευτεί με την Μόσχα και εάν οι ρωσικές δυνάμεις συνεχίσουν να χάνουν έδαφος στην Ουκρανία, ο Πούτιν ενδέχεται κάλλιστα να δώσει συνέχεια στις συχνά αναφερόμενες απειλές του να «χρησιμοποιήσει όλα τα διαθέσιμα μέσα». Μια πιθανή επιλογή είναι οι μεγάλης κλίμακας κυβερνοεπιθέσεις σε Δυτικές υποδομές, μια απειλή που ενδέχεται να έχει ήδη δώσει μια πρώτη ιδέα με τις επιθέσεις άρνησης υπηρεσιών (DDOS) στους ιστότοπους πολλών μεγάλων αεροδρομίων των ΗΠΑ στα μέσα Οκτωβρίου. Οι προκαταρκτικές εκτιμήσεις υποδεικνύουν ότι οι επιθέσεις προήλθαν από την Ρωσία, σηματοδοτώντας ότι η Μόσχα ενδεχομένως να είναι έτοιμη να χρησιμοποιήσει κυβερνο-εργαλεία εάν η Δύση συνεχίσει να εξοπλίζει το Κίεβο με πιο προηγμένα όπλα.
Αλλά η Ρωσία θα μπορούσε επίσης να χρησιμοποιήσει χημικά όπλα ή τακτικά πυρηνικά όπλα για να αλλάξει την πορεία της μάχης επί του εδάφους. Οι πολλαπλές αναφορές του Πούτιν στα πυρηνικά όπλα υποδηλώνουν ότι μπορεί να πιστεύει ότι η πτυχή του ψυχολογικού τρόμου που προκαλείται από αυτά τα όπλα θα μπορούσε να είναι αποφασιστική – αν όχι επί του πεδίου, τότε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Τέτοιες κινήσεις θα συνεπάγονταν μεγάλο ρίσκο, καθώς πιθανώς θα πυροδοτούσαν μεγάλες Δυτικές ενέργειες αντιποίνων και θα ξεκινούσαν έναν κλιμακούμενο φαύλο κύκλο που ούτε ο Πούτιν ούτε η Δύση θα μπορούσαν να διαχειριστούν εύκολα. Επιπλέον, εάν ένα τέτοιο βήμα αποτύγχανε να δώσει στην Μόσχα το πάνω χέρι στην Ουκρανία, η αυξανόμενη εσωτερική κριτική θα υποχρεώσει αναπόφευκτα τον Πούτιν να εστιάσει σε μια ακόμη πιο επείγουσα προτεραιότητα: την διατήρηση της εξουσίας. Εάν συμβεί ένα τέτοιο ξεκαθάρισμα, οι απόψεις των γερακιών της Ρωσίας, συμπεριλαμβανομένων κάποιων από τους στενότερους συμβούλους του Πούτιν, ενδέχεται να είναι καθοριστικές. Όπως έχει σημειώσει ο Stephen Sestanovich, εάν οποιοσδήποτε από αυτούς αρχίσει να πιστεύει ότι η Ρωσία πρέπει να περιορίσει τις απώλειές της, ο Πούτιν θα χρειαστεί άλλους με τους οποίους θα μοιραστεί την ευθύνη.
Στην πραγματικότητα, ο Πούτιν έχει ήδη τοποθετηθεί για ένα τέτοιο σενάριο. Θυμηθείτε ότι μόλις τρεις ημέρες πριν από την εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου, ενορχήστρωσε μια συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας της Ρωσίας που μεταδόθηκε τηλεοπτικά σε εθνικό δίκτυο, στην οποία κάθε μέλος εξέφρασε την ισχυρή συμφωνία του με την ανάγκη να αναληφθεί δράση στην Ουκρανία. Και στην ανακοίνωσή του για ρωσικά πυραυλικά χτυπήματα μετά τον βομβαρδισμό της Γέφυρας του Στενού του Κερτς, ο Πούτιν σημείωσε ότι αυτή η κίνηση προτάθηκε από το Υπουργείο Άμυνας σε συμφωνία με τον σχεδιασμό του Γενικού Επιτελείου της Ρωσίας. Ωστόσο, τέτοιες προσπάθειες για να μοιραστεί ο πολιτικός κίνδυνος σε αυτές τις αποφάσεις μπορούν να φτάσουν μόνο μέχρι ενός σημείου, καθώς ήταν η εμμονή του Πούτιν με την Ουκρανία και τους άρρηκτους δεσμούς της με την Ρωσία που ξεκίνησαν την πορεία προς τον πόλεμο.
Καθώς το Κίεβο και οι Δυτικοί υποστηρικτές του αξιολογούν τις επιλογές του Πούτιν τους επόμενους μήνες, ένα πράγμα φαίνεται σαφές: ο Πούτιν έχει διάφορους τρόπους για να παρατείνει τον πόλεμο. Σε συνδυασμό με τα συνεχιζόμενα έσοδα από το πετρέλαιο, το φρέσκο ανθρώπινο δυναμικό θα μπορούσε να διατηρήσει την πολεμική μηχανή της Ρωσίας, πιθανώς με εξαιρετικά καταστροφικές συνέπειες στην Ουκρανία και πέρα από αυτήν. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, οι επιλογές του Πούτιν στενεύουν. Με την πάροδο του χρόνου, θα μπορούσε να γίνει πιο δύσκολο για αυτόν να συγκρατήσει την όλο και μεγαλύτερη δημόσια αντίθεση στον πόλεμο καθώς πλησιάζει στις εκλογές του 2024. Πιθανές ρωγμές εντός του στενού κύκλου του Πούτιν θα είναι πιο δύσκολο να διακριθούν αλλά πιο πιθανό να τον απειλήσουν άμεσα. Η συνέχιση της ενοποιημένης και στιβαρής Δυτικής υποστήριξης στην Ουκρανία θα μπορούσε κάλλιστα να εντείνει αυτή την δυναμική, αλλά εκτός και εάν τέτοιες πολιτικές εσωτερικές διαμάχες ή ελιγμοί από τους δικτυωμένους του Κρεμλίνου αποδυναμώσουν τον Πούτιν, αυτός ο πόλεμος θα μπορούσε να συνεχιστεί για αρκετό χρονικό διάστημα.