Πώς η κουβανική κρίση των πυραύλων στοιχειώνει το Κρεμλίνο
Πριν από εξήντα χρόνια, ο Λευκός Οίκος και το Κρεμλίνο έλυσαν ειρηνικά την πιο επικίνδυνη πυρηνική κρίση της σύγχρονης εποχής. Καμία από τις δύο υπερδυνάμεις δεν ήθελε η διαμάχη για την τοποθέτηση σοβιετικών πυραύλων στην Κούβα να καταλήξει σε πόλεμο, αλλά και οι δύο πλευρές απείλησαν με την χρήση βίας για να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους. Δεν είναι μόνο η σύμπτωση της επετείου της κρίσης των πυραύλων της Κούβας που έχει οδηγήσει ορισμένους παρατηρητές να αναζητήσουν διδάγματα από εκείνη τη μακρινή σύγκρουση τα οποία θα βοηθήσουν στην αποκλιμάκωση του σημερινού πολέμου στην Ουκρανία. Από την στιγμή που ανακοίνωσε την εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο, ο Ρώσος πρόεδρος, Βλάντιμιρ Πούτιν, άφησε να εννοηθεί ότι η σύγκρουση αυτή θα μπορούσε να εξελιχθεί σε πυρηνική. «Όποιος προσπαθήσει να παρέμβει», είπε, «θα πρέπει να γνωρίζει ότι η απάντηση της Ρωσίας θα είναι άμεση και θα σας οδηγήσει σε τέτοιες συνέπειες που δεν έχετε βιώσει ποτέ στην ιστορία σας». Ο Πούτιν επανέλαβε αυτήν την απειλή αφού ο Δυτικός κόσμος και οι Ασιάτες σύμμαχοί του έσπευσαν να βοηθήσουν την Ουκρανία και καθώς ο πόλεμος άρχισε να εξελίσσεται άσχημα για την Ρωσία. Στις 21 Σεπτεμβρίου προειδοποίησε ότι το Κρεμλίνο είναι έτοιμο να χρησιμοποιήσει «όλα τα διαθέσιμα οπλικά συστήματα» για να προστατεύσει την «εδαφική ακεραιότητα» και την «ανεξαρτησία και την ελευθερία» της Ρωσίας. Δεδομένου ότι καμία χώρα του ΝΑΤΟ δεν είχε απειλήσει την ρωσική εδαφική ακεραιότητα ή την ανεξαρτησία και την ελευθερία της, η δήλωση αυτή έμοιαζε με σκόπιμη πυρηνική απειλή ή, στην καλύτερη περίπτωση, με επικίνδυνη μπλόφα.
Τόσο ο Πούτιν όσο και ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, είναι αρκετά μεγάλοι για να θυμούνται την κρίση των πυραύλων της Κούβας και ο Μπάιντεν έχει ήδη αποκαλύψει ότι σκέφτεται την κρίση καθώς διαχειρίζεται την απάντηση των ΗΠΑ στην επιθετικότητα της Ρωσίας. Σε μια πολιτική εκδήλωση για την συγκέντρωση χρημάτων στη Νέα Υόρκη τον Οκτώβριο, ο Μπάιντεν μοιράστηκε την ανησυχία του ότι η απειλή ενός πυρηνικού «Αρμαγεδδώνα» είναι η μεγαλύτερη που έχει υπάρξει «εδώ και 60 χρόνια».
Ωστόσο, οι δύο ηγέτες φαίνεται να έχουν διαφορετική αντίληψη για τα διδάγματα της κρίσης των πυραύλων της Κούβας. Κατά την άποψη του Μπάιντεν και πολλών Αμερικανών μελετητών, η κρίση επιλύθηκε σε μεγάλο βαθμό μέσω του αμοιβαίου σεβασμού, της κοινής επιθυμίας να αποφευχθεί ο πόλεμος, και της έξυπνης και ενσυναισθητικής διαπραγμάτευσης που επέτρεψε και στις δύο πλευρές να σώσουν τα προσχήματα. «Προσπαθούμε να καταλάβουμε, ποια είναι η έξοδος του Πούτιν;», δήλωσε ο Μπάιντεν στην εκδήλωση για την συγκέντρωση χρημάτων. Φαίνεται να βλέπει τον εαυτό του στην κατάσταση που αντιμετώπισε ο πρόεδρος Τζον Φ. Κένεντι όταν έπρεπε να βοηθήσει τον Σοβιετικό ηγέτη Νικίτα Χρουστσόφ να υποχωρήσει από το ενδεχόμενο ανοιχτής σύγκρουσης και πυρηνικού πολέμου. «Πού βρίσκει διέξοδο;», ρώτησε ο Μπάιντεν για τον Πούτιν. «Σε ποιο σενάριο βρίσκει τον εαυτό του σε μια θέση που όχι μόνο θα εξευτελιστεί, αλλά θα χάσει και σημαντική δύναμη στο εσωτερικό της Ρωσίας;».
Ο Πούτιν, ο οποίος πριν από σχεδόν δύο δεκαετίες υπέγραψε τον αποχαρακτηρισμό των πρακτικών του Politburo (τότε γνωστό ως Presidium) από την εποχή του Χρουστσόφ, δεν συμμερίζεται αυτήν την εκδοχή των γεγονότων. Όπως ανακάλυψα γράφοντας δύο βιβλία με τον Ρώσο ιστορικό Aleksandr Fursenko, ο οποίος ήταν ο βασικός συντελεστής της δημοσιοποίησης αυτών των υλικών, ο Χρουστσόφ ήταν εκείνος που έκανε την πρώτη κίνηση υποχώρησης. Μόλις δύο ημέρες αφότου ο Κένεντι εκφώνησε την δραματική ομιλία του απαιτώντας από τη Μόσχα να απομακρύνει τους πυρηνικούς πυραύλους της από την Κούβα, ο Χρουστσόφ συγκέντρωσε τους συναδέλφους του στο Presidium για να τους πει ότι για να αποφύγουν τον πόλεμο έπρεπε να αποδεχθούν την απαίτηση του Κένεντι. Αντιμέτωπος με τον εξευτελισμό, ο Χρουστσόφ προσπάθησε επίσης να φτιάξει μια διέξοδο για τον εαυτό του που θα μεγιστοποιούσε την ικανότητά του σώσει τα προσχήματα στον σοσιαλιστικό κόσμο και να αποτρέψει έναν πόλεμο με την Δύση.
Οι Αμερικανοί τείνουν να θυμούνται την ειρηνική έκβαση αυτής της προσπάθειας, αλλά οι Ρώσοι ηγέτες τότε, όπως και σήμερα, κατανόησαν την ταπείνωση που σήμαινε η υποχώρηση μπροστά στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στο τέλος, οι προσπάθειες του Χρουστσόφ να αναδιατυπώσει τα γεγονότα του Οκτωβρίου του 1962 ως κάποιου είδους νίκη απέτυχαν. Δύο χρόνια μετά την κρίση των πυραύλων της Κούβας, ο Χρουστσόφ θα απομακρυνθεί από το αξίωμά του από τους συναδέλφους του στο Presidium για ανικανότητα. Ενώ ο Μπάιντεν βλέπει την σημασία και την υπόσχεση της πολιτικής ικανότητας στην επίλυση της κρίσης των πυραύλων της Κούβας, ο Πούτιν, όπως είναι αναμενόμενο, βλέπει μόνο αδυναμία.
Μόλις τον περασμένο μήνα, ο Πούτιν δεν άφησε καμία αμφιβολία για την άποψή του σχετικά με την πυραυλική κρίση και την υποχώρηση του Χρουστσόφ, όταν απάντησε σε ερώτηση του Ρώσου δημοσιογράφου και ειδικού σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, Fyodor Lukyanov, κατά την διάρκεια μιας εξαιρετικά αποκαλυπτικής τρίωρης συνεδρίασης στην Λέσχη Συζητήσεων Valdai. Αναφερόμενος στην επέτειο της κρίσης των πυραύλων της Κούβας –«Αύριο είναι η 60ή επέτειος της κύριας ημέρας της κρίσης στην Καραϊβική, της κορύφωσης, όταν, στην πραγματικότητα, αποφασίσαμε να υποχωρήσουμε»- ο Λουκιανόφ ζήτησε από τον Πούτιν να μπει στην θέση του Χρουστσόφ. Ο πρόεδρος αρνήθηκε. «Αποκλείεται», είπε. «Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου στο ρόλο του Χρουστσόφ, με κανέναν τρόπο».
Ο Πούτιν δεν επιθυμούσε να ταυτιστεί με έναν ηγέτη του Κρεμλίνου που έκανε πίσω. Και στην συνέχεια αποκάλυψε περισσότερα. Ήταν έτοιμος να ηγηθεί διαπραγματεύσεων, όπως έκανε ο Χρουστσόφ με τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά όχι για τον τερματισμό της τρέχουσας κρίσης στην Ουκρανία. Όπως και ο Χρουστσόφ το 1962, ανησυχούσε για την κατάσταση του στρατηγικού ανταγωνισμού με τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά σε αντίθεση με εκείνον, δεν βιαζόταν να καθίσει στο τραπέζι με Αμερικανούς αξιωματούχους για να κατευνάσουν τις πυρηνικές εντάσεις. «Τον περασμένο Δεκέμβριο», είπε στον Λουκιάνοφ, «προτείναμε στις Ηνωμένες Πολιτείες να συνεχίσουμε τον διάλογο για την στρατηγική σταθερότητα, αλλά δεν μας απάντησαν. … Αν κάποιος θέλει να κάνει διάλογο μαζί μας για το θέμα αυτό, είμαστε έτοιμοι, ας το κάνουμε».
Αν και δεν υπάρχουν επιφανειακές ομοιότητες μεταξύ της φετινής ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και της κρίσης των πυραύλων της Κούβας πριν από 60 χρόνια -η πρώτη αφορά την συμβατική εισβολή μιας υπερδύναμης σε μια γειτονική χώρα, ενώ η άλλη την χρήση μιας συμμαχικής χώρας χιλιάδες μίλια μακριά για να απειλήσει μια υπερδύναμη με πυρηνικά όπλα- είναι χαρακτηριστικό ότι ο Πούτιν και ο Μπάιντεν έχουν διαφορετικά συμπεράσματα για την ποιότητα της ηγεσίας σε εκείνη την κρίση. Για να πάρουμε μια αίσθηση των διαφορών τους, θα ήταν χρήσιμο να συνοψίσουμε όσα είναι γνωστά από ρωσικές και αμερικανικές πηγές σχετικά με το πώς ο Κένεντι και ο Χρουστσόφ βρήκαν -και ακολούθησαν- μια διέξοδο από μια πυρηνική κρίση, αποκλιμακώνοντας μια αντιπαράθεση που θα μπορούσε να προκαλέσει έναν πόλεμο ιστορικών διαστάσεων.
ΠΩΣ ΝΑ ΦΤΙΑΞΕΤΕ ΜΙΑ ΔΙΕΞΟΔΟ
Η κρίση των πυραύλων της Κούβας ήταν η ακούσια συνέπεια της προσπάθειας του Χρουστσόφ να πετύχει με μια κίνηση τρεις πολύ φιλόδοξους στόχους του Ψυχρού Πολέμου: να αλλάξει την διεθνή ισορροπία δυνάμεων (οι Σοβιετικοί ήταν πίσω στην παραγωγή διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων) τρομάζοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες με πυραύλους σε κοντινή απόσταση, να προστατεύσει την Κούβα του Φιντέλ Κάστρο, και να επιβάλει μια νέα διευθέτηση για τον έλεγχο του Δυτικού Βερολίνου. Το παρανοϊκό σχέδιο του Χρουστσόφ περιελάμβανε τη μεταφορά πυρηνικών πυραύλων μεσαίου και ενδιάμεσου βεληνεκούς με πλοία στην Κούβα, ενώ θα κατάφερνε με κάποιον τρόπο να αποφύγει τον εντοπισμό του από το ΝΑΤΟ. Μόλις έφταναν οι πύραυλοι, θα ανακοίνωνε την ανάπτυξή τους σε μια θεατρική παρουσίαση στα Ηνωμένα Έθνη τον Νοέμβριο του 1962.
Το σχέδιο αυτό άρχισε να καταρρέει στις 22 Οκτωβρίου, όταν ο Κένεντι ανακοίνωσε, σε μια σημαντική ομιλία που καλύφθηκε παγκοσμίως, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ανακαλύψει την τοποθέτηση σοβιετικών πυρηνικών πυραύλων μεσαίου βεληνεκούς στην Κούβα. Λίγες ώρες πριν από την ομιλία, έχοντας λάβει κάποια προειδοποίηση ότι οι Αμερικανοί μπορεί να γνώριζαν τι σχεδίαζε, ο Χρουστσόφ φοβήθηκε ότι ο Κένεντι θα ξεκινούσε άμεση επίθεση στην Κούβα. Αντί για επίθεση, ο Κένεντι κήρυξε ναυτικό αποκλεισμό του νησιού. Ο Χρουστσόφ δεν είχε καμία πρόθεση να απομακρύνει τους πυραύλους που βρίσκονταν ήδη στην Κούβα, αλλά ήθελε επίσης να αποφύγει μια σύγκρουση που θα μπορούσε να οδηγήσει σε πυρηνικό πόλεμο. Για να μειώσει τον κίνδυνο πολέμου, αποφάσισε στις 23 Οκτωβρίου ότι τα πλοία που κατευθύνονταν προς την Κούβα και μετέφεραν τους πυραύλους μεσαίου βεληνεκούς θα έκαναν αναστροφή και δεν θα δοκίμαζαν τον αμερικανικό αποκλεισμό.
Εν τω μεταξύ, ο Χρουστσόφ ήλπιζε σε σημάδια αδυναμίας των ΗΠΑ ή σε αντιδράσεις από τους συμμάχους των ΗΠΑ στον αποκλεισμό. Αυτά δεν εμφανίστηκαν. Αντ’ αυτού, οι σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες συνέλεξαν στοιχεία ότι Αμερικανοί αξιωματούχοι προετοίμαζαν δημοσιογράφους για να συμμετάσχουν σε μια αρμάδα που θα χτυπούσε την Κούβα και ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν αυξήσει την κατάσταση συναγερμού των στρατηγικών τους όπλων. Φοβούμενος επικίνδυνη κλιμάκωση, ο Χρουστσόφ συγκέντρωσε τους συναδέλφους του στις 25 Οκτωβρίου και είπε ότι ήταν καιρός να βρεθεί μια διέξοδος από αυτό το χάος. Ο Σοβιετικός ηγέτης δεν χρησιμοποίησε τον όρο «διέξοδος», αλλά αυτό ήθελε. Ήθελε επίσης να αποφύγει την ταπείνωση. «Αυτό δεν είναι δειλία», είπε στους συναδέλφους του. «Αυτό είναι μια θέση αναδίπλωσης. … Δεν αξίζει τον κόπο να ωθήσουμε την κατάσταση στο σημείο βρασμού». Ίσως θα μπορούσε να επιτύχει, τουλάχιστον, έναν από τους τρεις στόχους του. Την επόμενη ημέρα έστειλε στον Κένεντι μια ιδιωτική επιστολή, στην οποία προσέφερε, με έναν έμμεσο τρόπο, την απομάκρυνση των πυραύλων με αντάλλαγμα την υπόσχεση των ΗΠΑ να μην εισβάλουν στην Κούβα.
Η κρίση δεν τελείωσε εκεί, αλλά βρισκόταν στον δρόμο προς την επίλυσή της. Ο Κένεντι και οι σύμβουλοί του χρειάστηκαν μια μέρα για να καταλάβουν τι προσέφερε ο Χρουστσόφ. Εν τω μεταξύ, πεινασμένος για έναν καλύτερο τρόπο να σώσει τα προσχήματα, ο Χρουστσόφ σκέφτηκε ένα νέο αίτημα, που συνδεόταν με έναν άλλον από τους στόχους του. Εκτός από την δέσμευση να μην εισβάλει στην Κούβα, ήθελε οι Ηνωμένες Πολιτείες να απομακρύνουν ένα ορατό σύμβολο της απειλής του ΝΑΤΟ προς την Σοβιετική Ένωση: τους αμερικανικούς πυραύλους μέσου βεληνεκούς που φιλοξενούνταν στην Τουρκία. Από την KGB, ο Χρουστσόφ γνώριζε ήδη ότι οι πύραυλοι αυτοί επρόκειτο να αντικατασταθούν με υποβρύχια Polaris, αλλά ήθελε να αποσπάσει άλλη μια απτή παραχώρηση των ΗΠΑ, έστω και κούφια. Στις 27 Οκτωβρίου, ο Κένεντι συμφώνησε γραπτώς στον πρώτο όρο και μυστικά στον δεύτερο, μέσω μιας συνάντησης μεταξύ του αδελφού του, Υπουργού Δικαιοσύνης, Ρόμπερτ Κένεντι, και του Σοβιετικού πρέσβυ, Ανατόλι Ντομπρίνιν. Όπως αναμφισβήτητα δείχνουν τα σοβιετικά αρχεία -οι ιστορικοί συζητούν αυτό το σημείο- ο Χρουστσόφ συγκέντρωσε τους συναδέλφους του για να αποδεχθούν τους όρους της επιστολής του Κένεντι πριν καν μάθει για το τι είχε πει ο αδελφός του προέδρου στον Ντομπρίνιν. Οι αδελφοί Κένεντι υποσχέθηκαν να απομακρύνουν τους πυραύλους από την Τουρκία, αλλά, σε αντάλλαγμα, επέμειναν ότι οι Σοβιετικοί δεν θα μπορούσαν ποτέ να κοκορεύονται γι’ αυτό.
ΚΑΜΙΑ ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ
Δεν είναι περίεργο που οι Ρώσοι, και ιδιαίτερα ο Πούτιν, μπορεί να θεωρούν την κρίση των πυραύλων της Κούβας ως αποτυχία για το Κρεμλίνο. Ο Χρουστσόφ ανέτρεψε ολόκληρο το σχέδιό του για την δημιουργία μιας σοβιετικής πυραυλικής βάσης στην Κούβα με αντάλλαγμα πολύ λίγα πράγματα: μια προφορική υπόσχεση από έναν Αμερικανό πρόεδρο να μην εισβάλει στο νησί και την απομάκρυνση των σύντομα απαρχαιωμένων αμερικανικών πυραύλων για την οποία δεν επιτρεπόταν στους Σοβιετικούς να συζητήσουν δημοσίως. Εξίσου αποκαλυπτικό για έναν αυταρχικό ηγέτη όπως ο Πούτιν ήταν το γεγονός ότι η πανωλεθρία στην Κούβα θα αναφερόταν αργότερα ως λόγος για την αποπομπή του Χρουστσόφ το 1964.
Στην συνέντευξη με τον Λουκιάνοφ, ο Πούτιν υπερασπίστηκε την προσάρτηση τεσσάρων επαρχιών στην ανατολική και νότια Ουκρανία τον Σεπτέμβριο και απέρριψε ως υποκριτές όσους στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη υποστηρίζουν την ουκρανική κυριαρχία. «Βλέπουμε ότι πολύπλοκες δημογραφικές, πολιτικές, και κοινωνικές διεργασίες συμβαίνουν στις Δυτικές χώρες», είπε. «Φυσικά, αυτό είναι εσωτερική τους υπόθεση. Η Ρωσία δεν παρεμβαίνει σε αυτά τα ζητήματα και δεν πρόκειται να το κάνει -σε αντίθεση με την Δύση, εμείς δεν “μπαίνουμε στην αυλή” κάποιου άλλου. Ελπίζουμε όμως ότι θα επικρατήσει ο πραγματισμός και ότι ο διάλογος της Ρωσίας με την γνήσια, παραδοσιακή Δύση … θα αποτελέσει σημαντική συμβολή στην οικοδόμηση μιας πολυπολικής παγκόσμιας τάξης».
Τι συνιστά την «γνήσια, παραδοσιακή Δύση»; Ο Πούτιν αναφερόταν αναμφίβολα στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και σε άλλα δεξιά κόμματα στην Βόρεια Αμερική και την Δυτική Ευρώπη. Περίμενε σαφώς ότι οι ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ θα άλλαζαν το πολιτικό κλίμα στην χώρα και θα αποδυνάμωναν την υποστήριξη των ΗΠΑ προς την Ουκρανία [17]˙στον απόηχο της απροσδόκητης ισχυρής παρουσίας του Δημοκρατικού Κόμματος του Μπάιντεν, αυτή η προοπτική φαίνεται τώρα πολύ λιγότερο πιθανή. Αλλά σε αντίθεση με τον Χρουστσόφ στο αποκορύφωμα της πυραυλικής κρίσης, ο Πούτιν δεν φαίνεται ακόμη να έχει πειστεί για την αποφασιστικότητα των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Σε κάθε περίπτωση, ο Πούτιν απορρίπτει κάθε αναλογία που τον συγκρίνει με τον Χρουστσόφ κατά την διάρκεια της κρίσης των πυραύλων της Κούβας, επειδή δεν είναι ακόμη έτοιμος να εγκαταλείψει κανέναν από τους βασικούς του στόχους, ακόμη και αν η επιδίωξή τους έχει επισπεύσει μια φαινομενικά άλυτη κρίση που ο ίδιος ο Ρώσος πρόεδρος δημιούργησε.
Η διέξοδος το 1962 δεν προέκυψε από την αμερικανική πολιτική διαχείριση. Προέκυψε πρώτα από τον ρωσικό φόβο, και στην συνέχεια από τον πραγματισμό. Ίσως η πρόσφατη απώλεια της Χερσώνας, στη νότια Ουκρανία -και η σχετική επιτυχία των Δημοκρατικών στις ενδιάμεσες εκλογές- να αναγκάσουν το Κρεμλίνο να επανεκτιμήσει ρεαλιστικά την κατάσταση. Μέχρι πριν από λίγες εβδομάδες, ο Πούτιν θα έβρισκε απαράδεκτη την ιδέα της υποχώρησης από τη μόνη ουκρανική επαρχιακή πόλη που οι δυνάμεις του είχαν καταφέρει να καταλάβουν. Και όμως τώρα το έκανε. Αυτή η απόσυρση, ωστόσο, δεν σηματοδοτεί κάποια ρωσική επιθυμία να μειωθεί η ένταση. Η τολμηρή προσάρτηση των τεσσάρων επαρχιών (συμπεριλαμβανομένης της Χερσώνας) από τον Πούτιν καθιστά πολύ δύσκολη την πώληση στον ρωσικό λαό μιας ευρύτερης στρατηγικής υποχώρησης. Σε αντίθεση με τον Χρουστσόφ, ο Πούτιν αύξησε το διακύβευμα της αντιπαράθεσης καθώς το κόλπο του άρχισε να ξηλώνεται. Θα είναι πιο δύσκολο γι’ αυτόν να υποχωρήσει -και να σώσει τα προσχήματα. Επίσης, δεν φαίνεται να επιθυμεί μια διέξοδο, τουλάχιστον προς το παρόν. Ο Μπάιντεν και όσοι καλούν τον Λευκό Οίκο να πιέσει το Κίεβο να διαπραγματευτεί με τη Μόσχα οφείλουν να έχουν κατά νου αυτήν την διαφορά. Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν μοιάζει με την κρίση των πυραύλων της Κούβας και ο Πούτιν, όπως θα σας έλεγε ευχαρίστως, δεν είναι Χρουστσόφ.