Μετά την οικονομική κρίση του 2008, κυβερνήσεις σε όλον τον κόσμο ενέχυσαν πάνω από 3 τρισεκατομμύρια δολάρια στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ο στόχος ήταν να ξεπαγώσουν τις πιστωτικές αγορές και να λειτουργήσει ξανά η παγκόσμια οικονομία. Αλλά αντί να στηρίξουν την πραγματική οικονομία -το τμήμα που περιλαμβάνει την παραγωγή πραγματικών αγαθών και υπηρεσιών- το μεγαλύτερο μέρος της ενίσχυσης κατέληξε στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Οι κυβερνήσεις διέσωσαν τις μεγάλες επενδυτικές τράπεζες που συνέβαλαν άμεσα στην κρίση, και όταν η οικονομία ξεκίνησε και πάλι, ήταν αυτές οι εταιρείες που αποκόμισαν τα οφέλη της ανάκαμψης. Οι φορολογούμενοι, από την πλευρά τους, έμειναν με μια παγκόσμια οικονομία που ήταν εξίσου χαλασμένη, άνιση, και εντάσεως άνθρακα όπως και πριν. «Ποτέ μην αφήνεις μια καλή κρίση να χαθεί», λέει ένα δημοφιλές αξίωμα χάραξης πολιτικής. Αλλά αυτό ακριβώς συνέβη.
Τώρα, καθώς οι χώρες απομακρύνονται από την πανδημία της COVID-19 και τα επακόλουθα lockdown, πρέπει να αποφύγουν να κάνουν το ίδιο λάθος. Τους μήνες αφότου εμφανίστηκε για πρώτη φορά ο ιός, οι κυβερνήσεις παρενέβησαν για να αντιμετωπίσουν τις συνακόλουθες οικονομικές και υγειονομικές κρίσεις, αναπτύσσοντας πακέτα τόνωσης για την προστασία των θέσεων εργασίας, εκδίδοντας κανόνες για την επιβράδυνση της εξάπλωσης της νόσου, και επενδύοντας στην έρευνα και ανάπτυξη για θεραπείες και εμβόλια. Αυτές οι προσπάθειες διάσωσης είναι απαραίτητες. Δεν αρκεί όμως οι κυβερνήσεις να επεμβαίνουν απλώς ως έσχατη λύση όταν οι αγορές αποτυγχάνουν ή εμφανίζονται κρίσεις. Πρέπει να διαμορφώσουν ενεργά τις αγορές έτσι ώστε να προσφέρουν το είδος των μακροπρόθεσμων αποτελεσμάτων που ωφελούν όλους.
Ο κόσμος έχασε την ευκαιρία να το κάνει αυτό το 2008, αλλά η μοίρα τού έδωσε μια άλλη ευκαιρία. Καθώς οι χώρες βγαίνουν από την τρέχουσα κρίση, μπορούν να κάνουν περισσότερα από το να ωθήσουν την οικονομική ανάπτυξη˙ μπορούν να καθοδηγήσουν την κατεύθυνση αυτής της ανάπτυξης για να οικοδομήσουν μια καλύτερη οικονομία. Αντί να παρέχουν χωρίς προϋποθέσεις βοήθεια σε εταιρείες, μπορούν να εξαρτήσουν την διάσωσή τους σε πολιτικές που προστατεύουν το δημόσιο συμφέρον και αντιμετωπίζουν κοινωνικά προβλήματα. Μπορούν να απαιτήσουν να είναι καθολικά προσβάσιμα τα εμβόλια COVID-19 που λαμβάνουν δημόσια υποστήριξη. Μπορούν να αρνηθούν την διάσωση εταιρειών που δεν θα περιορίσουν τις εκπομπές άνθρακα ή δεν θα σταματήσουν να κρύβουν τα κέρδη τους σε φορολογικούς παραδείσους.
Για πολύ καιρό, οι κυβερνήσεις έχουν κοινωνικοποιήσει τους κινδύνους, αλλά ιδιωτικοποίησαν τις ανταμοιβές: το κοινό έχει πληρώσει το τίμημα για την εκκαθάριση της ακαταστασίας, αλλά τα οφέλη αυτών των εκκαθαρίσεων έχουν ωφελήσει σε μεγάλο βαθμό τις εταιρείες και τους επενδυτές τους. Σε περιόδους ανάγκης, πολλές επιχειρήσεις ζητούν γρήγορα κρατική βοήθεια, αλλά στις καλές στιγμές απαιτούν από την κυβέρνηση να απομακρυνθεί. Η κρίση της COVID-19 προσφέρει μια ευκαιρία για να διορθωθεί αυτή η ανισορροπία μέσω ενός νέου τρόπου διαπραγμάτευσης που θα αναγκάζει τις εταιρείες διάσωσης να ενεργούν περισσότερο προς το δημόσιο συμφέρον και θα επιτρέπει στους φορολογούμενους να μοιράζονται τα οφέλη των επιτυχιών που παραδοσιακά πιστώνονται στον ιδιωτικό τομέα. Αν όμως οι κυβερνήσεις επικεντρωθούν μόνο στον τερματισμό του άμεσου πόνου, χωρίς να ξαναγράψουν τους κανόνες του παιχνιδιού, τότε η οικονομική ανάπτυξη που θα ακολουθήσει την κρίση δεν θα είναι ούτε συμπεριληπτική ούτε βιώσιμη. Ούτε θα εξυπηρετήσει τις επιχειρήσεις που ενδιαφέρονται για ευκαιρίες μακροπρόθεσμης ανάπτυξης. Η παρέμβαση θα ήταν μια αποτυχία, και η χαμένη ευκαιρία απλώς θα τροφοδοτήσει μια νέα κρίση.
Η ΣΗΨΗ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Οι προηγμένες οικονομίες είχαν υποφέρει από μεγάλες διαρθρωτικές αδυναμίες πολύ πριν χτυπήσει η COVID-19. Πρώτον, η χρηματοδότηση (finance) χρηματοδοτεί τον εαυτό της, διαβρώνοντας έτσι τα θεμέλια της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης. Τα περισσότερα από τα κέρδη του χρηματοπιστωτικού τομέα επανεπενδύονται σε χρηματοδότηση -τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες και ακίνητα- αντί να προορίζονται για παραγωγικές χρήσεις όπως οι υποδομές ή η καινοτομία. Μόνο το 10% του συνολικού τραπεζικού δανεισμού της Βρετανίας, για παράδειγμα, υποστηρίζει μη χρηματοοικονομικές εταιρείες, ενώ το υπόλοιπο πηγαίνει σε ακίνητα και χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία. Στις προηγμένες οικονομίες, ο δανεισμός για ακίνητα αποτελούσε περίπου το 35% του συνολικού τραπεζικού δανεισμού το 1970˙ έως το 2007, είχε αυξηθεί σε περίπου 60%. Η τρέχουσα δομή της χρηματοδότησης τροφοδοτεί έτσι ένα σύστημα που βασίζεται στο χρέος και τις κερδοσκοπικές φούσκες, οι οποίες, όταν σκάνε, φέρνουν τις τράπεζες και άλλους να εκλιπαρούν για κρατικές διασώσεις.
Ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι πολλές μεγάλες επιχειρήσεις παραμελούν τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις υπέρ των βραχυπρόθεσμων κερδών. Έχοντας εμμονή με τις αποδόσεις τριμήνου και τις τιμές των μετοχών, οι διευθύνοντες σύμβουλοι και τα εταιρικά συμβούλια επιβραβεύουν τους μετόχους επαναγοράζοντας μετοχές, αυξάνοντας την αξία των υπολοίπων μετοχών και ως εκ τούτου των stock options που αποτελούν μέρος των περισσότερων πακέτων πληρωμών των στελεχών [διοίκησης της εταιρείας]. Την τελευταία δεκαετία, οι εταιρείες του Fortune 500 έχουν επαναγοράσει δικές τους μετοχές αξίας άνω των 3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Αυτές οι επαναγορές επιβαρύνουν την επένδυση σε μισθούς, την κατάρτιση των εργαζομένων, και την έρευνα και ανάπτυξη.
Και μετά υπάρχει το κενό της κυβερνητικής ικανότητας. Μόνο μετά από μια ξεκάθαρη αποτυχία της αγοράς συνήθως παρεμβαίνουν οι κυβερνήσεις, και οι πολιτικές που προτείνουν είναι πολύ λίγες, πολύ αργά. Όταν το κράτος δεν θεωρείται ως συνεργάτης στην δημιουργία αξίας, αλλά ως επιδιορθωτής, οι πόροι που χρηματοδοτούνται από το δημόσιο στερεύουν. Όλα τα κοινωνικά προγράμματα, η εκπαίδευση και η υγειονομική περίθαλψη υποχρηματοδοτούνται.
Αυτές οι αποτυχίες έχουν αθροιστεί για να γίνουν μεγα-κρίσεις, τόσο οικονομικές όσο και πλανητικές. Η χρηματοπιστωτική κρίση προκλήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την υπερβολική πίστωση που ρέει στον τομέα των ακινήτων και των χρηματοπιστωτικών τομέων, διογκώνοντας φούσκες περιουσιακών στοιχείων και χρέους των νοικοκυριών αντί να στηρίζει την πραγματική οικονομία και την δημιουργία βιώσιμης ανάπτυξης. Εν τω μεταξύ, η έλλειψη μακροπρόθεσμων επενδύσεων στην πράσινη ενέργεια έχει επιταχύνει την υπερθέρμανση του πλανήτη, σε σημείο που η Διακυβερνητική Επιτροπή του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (UN Intergovernmental Panel on Climate Change) προειδοποίησε ότι στον κόσμο έχουν απομείνει μόλις δέκα χρόνια για να αποφύγει τις μη αναστρέψιμες συνέπειές της. Ωστόσο, η κυβέρνηση των ΗΠΑ επιδοτεί εταιρείες ορυκτών καυσίμων με περίπου 20 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, κυρίως μέσω προτιμησιακών φορολογικών απαλλαγών. Οι επιδοτήσεις της ΕΕ ανέρχονται συνολικά σε περίπου 65 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως. Στην καλύτερη περίπτωση, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την κλιματική αλλαγή μελετούν κίνητρα, όπως φόρους άνθρακα και επίσημους καταλόγους για το ποιες επενδύσεις θεωρούνται πράσινες. Έχουν σταματήσει να εκδίδουν το είδος των υποχρεωτικών κανονισμών που απαιτούνται για την αποφυγή της καταστροφής έως το 2030.
Η κρίση της COVID-19 μόνο επιδείνωσε όλα αυτά τα προβλήματα. Προς το παρόν, η προσοχή του κόσμου επικεντρώνεται στην επιβίωση από την άμεση υγειονομική κρίση, όχι στην πρόληψη της επερχόμενης κλιματικής κρίσης ή της επόμενης οικονομικής κρίσης. Τα lockdown έχουν καταστρέψει ανθρώπους που εργάζονται στην επικίνδυνη μη μισθωτή οικονομία. Πολλοί από αυτούς στερούνται τόσο των αποταμιεύσεων όσο και των εργοδοτικών παροχών -δηλαδή της υγειονομικής περίθαλψης και της άδειας ασθενείας- που χρειάζονται για να ξεφύγουν από την καταιγίδα. Το εταιρικό χρέος, μια βασική αιτία της προηγούμενης χρηματοπιστωτικής κρίσης, μόνο ανεβαίνει όταν οι εταιρείες παίρνουν βαριά νέα δάνεια για να αντιμετωπίσουν την κατάρρευση της ζήτησης. Και η εμμονή πολλών εταιρειών στο να ικανοποιούν τα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα των μετόχων τους τις άφησε χωρίς μακροπρόθεσμη στρατηγική για να αντιμετωπίσουν την κρίση.
Η πανδημία αποκάλυψε επίσης πόσο ανισόρροπη είναι η σχέση μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (National Institutes of Health, NIH) επενδύουν περίπου 40 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως για ιατρική έρευνα και υπήρξαν βασικός παράγοντας για την έρευνα και ανάπτυξη θεραπειών και εμβολίων κατά της COVID-19. Όμως, οι φαρμακευτικές εταιρείες δεν έχουν καμία υποχρέωση να κάνουν τα τελικά προϊόντα οικονομικά προσιτά στους Αμερικανούς, των οποίων τα χρήματα από τους φόρους τους τα επιδοτούν εξ αρχής. Η εταιρεία Gilead με έδρα την Καλιφόρνια ανέπτυξε το φάρμακό της για την COVID-19, το remdesivir, με υποστήριξη 70,5 εκατομμυρίων δολαρίων από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Τον Ιούνιο, η εταιρεία ανακοίνωσε την τιμή που θα χρεώνει στους Αμερικανούς για ένα πρόγραμμα θεραπείας: 3.120 δολάρια.
Ήταν μια τυπική κίνηση για τις μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες (Big Pharma). Μια μελέτη εξέτασε τα 210 φάρμακα που έχουν εγκριθεί από την Αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (Food and Drug Administration, FDA) από το 2010 έως το 2016 και διαπίστωσε ότι «η χρηματοδότηση των NIH συνέβαλε σε όλους». Ωστόσο, οι τιμές των φαρμάκων στις ΗΠΑ είναι οι υψηλότερες στον κόσμο. Οι φαρμακευτικές εταιρείες ενεργούν επίσης κατά του δημοσίου συμφέροντος με το να κάνουν κατάχρηση της διαδικασίας ευρεσιτεχνίας. Για να αποκρούσουν τον ανταγωνισμό, καταθέτουν διπλώματα ευρεσιτεχνίας που είναι πολύ γενικά και δύσκολο να χορηγηθούν. Μερικά από αυτά είναι πολύ ψηλά στην διαδικασία ανάπτυξης, επιτρέποντας στις εταιρείες να ιδιωτικοποιούν όχι μόνο τους καρπούς της έρευνας αλλά και τα ίδια τα εργαλεία για την διεξαγωγή της.
Εξίσου κακές συμφωνίες έχουν γίνει με τις μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες (Big Tech). Με πολλούς τρόπους, η Silicon Valley είναι προϊόν των επενδύσεων της κυβέρνησης των ΗΠΑ στην ανάπτυξη τεχνολογιών υψηλού ρίσκου. Το Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών (National Science Foundation) χρηματοδότησε την έρευνα πίσω από τον αλγόριθμο αναζήτησης που έκανε την Google διάσημη. Το Ναυτικό των ΗΠΑ έκανε το ίδιο για την τεχνολογία GPS από την οποία εξαρτάται το Uber. Και ο Οργανισμός Προηγμένων Ερευνητικών Έργων Άμυνας (Defense Advanced Research Projects Agency), που είναι τμήμα του Πενταγώνου, υποστήριξε την ανάπτυξη του Διαδικτύου, της τεχνολογίας οθόνης αφής, του Siri και κάθε άλλου βασικού στοιχείου στο iPhone. Οι φορολογούμενοι ανέλαβαν ρίσκο όταν επένδυσαν σε αυτές τις τεχνολογίες, ωστόσο οι περισσότερες εταιρείες τεχνολογίας που επωφελήθηκαν δεν καταβάλλουν το δίκαιο μερίδιο των φόρων τους. Στην συνέχεια, έχουν το θράσος να πολεμούν ενάντια σε κανονισμούς που θα προστάτευαν τα δικαιώματα ιδιωτικότητας του κοινού. Και παρόλο που πολλοί έχουν επισημάνει την δύναμη της τεχνητής νοημοσύνης και άλλων τεχνολογιών που αναπτύσσονται στην Silicon Valley, μια πιο προσεκτική ματιά δείχνει ότι και σε αυτές τις περιπτώσεις, ήταν οι δημόσιες επενδύσεις υψηλού ρίσκου που έθεσαν τα θεμέλια. Χωρίς κυβερνητική δράση, τα κέρδη από αυτές τις επενδύσεις θα μπορούσαν και πάλι να ρέουν σε μεγάλο βαθμό προς ιδιωτικά χέρια. Η τεχνολογία που χρηματοδοτείται από το δημόσιο πρέπει να τυγχάνει καλύτερης διαχείρισης από το κράτος -και σε ορισμένες περιπτώσεις να ανήκει στο κράτος- προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το κοινό επωφελείται από τις δικές του επενδύσεις. Όπως κατέστησε ξεκάθαρο το μαζικό κλείσιμο των σχολείων κατά την διάρκεια της πανδημίας, μόνο μερικοί μαθητές έχουν πρόσβαση στην τεχνολογία που απαιτείται για την εκπαίδευση στο σπίτι, μια διαφορά που μόνο ενισχύει την ανισότητα. Η πρόσβαση στο Διαδίκτυο πρέπει να είναι δικαίωμα και όχι προνόμιο.
ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΞΙΑ
Όλα αυτά δείχνουν ότι η σχέση μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα έχει χαλάσει. Για να διορθωθεί αυτό απαιτείται πρώτα να αντιμετωπιστεί ένα υποκείμενο πρόβλημα στα οικονομικά: ο χώρος έχει αντιληφθεί την έννοια της αξίας λανθασμένα. Οι σύγχρονοι οικονομολόγοι κατανοούν την αξία ως ανταλλάξιμη με την τιμή. Αυτή η άποψη θα ήταν ανάθεμα σε παλαιότερους θεωρητικούς όπως ο François Quesnay, ο Adam Smith και ο Karl Marx, οι οποίοι αντιλαμβάνονταν τα προϊόντα ως ότι έχουν εγγενή αξία που σχετίζεται με τις δυναμικές της παραγωγής, αξία που δεν σχετίζεται απαραίτητα με την τιμή τους.
Η σύγχρονη έννοια της αξίας έχει τεράστιες επιπτώσεις στον τρόπο δομής των οικονομιών. Επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι οργανισμοί, πώς λογίζονται οι δραστηριότητες, πώς προτεραιοποιούνται οι τομείς, πώς εκλαμβάνεται η κυβέρνηση, και πώς μετράται ο εθνικός πλούτος. Η αξία της δημόσιας εκπαίδευσης, για παράδειγμα, δεν υπολογίζεται στο ΑΕΠ μιας χώρας επειδή είναι δωρεάν -αλλά υπολογίζεται το κόστος των μισθών των εκπαιδευτικών. Είναι φυσικό, λοιπόν, ότι πολλοί άνθρωποι μιλούν για δημόσιες δαπάνες και όχι για δημόσιες επενδύσεις. Αυτή η λογική εξηγεί επίσης γιατί ο τότε διευθύνων σύμβουλος της Goldman Sachs, Lloyd Blankfein, μπορούσε να ισχυριστεί το 2009, μόλις έναν χρόνο αφότου η εταιρεία του έλαβε διάσωση 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ότι οι εργαζόμενοί της ήταν «από τους πιο παραγωγικούς στον κόσμο». Σε τελική ανάλυση, εάν η αξία είναι τιμή και εάν το εισόδημα της Goldman Sachs ανά εργαζόμενο είναι από τα υψηλότερα στον κόσμο, τότε φυσικά οι εργαζόμενοί της πρέπει να είναι από τους πιο παραγωγικούς στον κόσμο.
Η αλλαγή του status quo απαιτεί μια νέα απάντηση στο ερώτημα «Τι είναι η αξία;». Εδώ, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε τις επενδύσεις και την δημιουργικότητα που παρέχονται από ένα ευρύ φάσμα παραγόντων σε όλη την οικονομία -όχι μόνο τις επιχειρήσεις αλλά και τους εργαζομένους και τους δημόσιους οργανισμούς. Για πολύ καιρό, οι άνθρωποι ενήργησαν σαν ο ιδιωτικός τομέας να ήταν ο πρωταρχικός μοχλός της καινοτομίας και της δημιουργίας αξίας και ως εκ τούτου είχε δικαίωμα στα κέρδη που προέκυπταν. Αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Τα φάρμακα, το Διαδίκτυο, η νανοτεχνολογία, η πυρηνική ενέργεια, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας -όλα αναπτύχθηκαν με ένα τεράστιο ποσό κυβερνητικών επενδύσεων και ανάληψης κινδύνων, στην πλάτη αμέτρητων εργαζομένων και χάρη σε δημόσιες υποδομές και ιδρύματα. Η εκτίμηση της συμβολής αυτής της συλλογικής προσπάθειας θα διευκόλυνε την διασφάλιση της σωστής ανταμοιβής όλων των προσπαθειών και ότι τα οικονομικά οφέλη της καινοτομίας κατανέμονται πιο δίκαια. Ο δρόμος προς μια πιο συμβιωτική συνεργασία μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών ιδρυμάτων ξεκινά με την αναγνώριση ότι η αξία δημιουργείται συλλογικά.
ΚΑΚΕΣ ΔΙΑΣΩΣΕΙΣ
Πέρα από την επανεξέταση της αξίας, οι κοινωνίες πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των συμμετεχόντων και όχι στα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα των μετόχων. Στην τρέχουσα κρίση, αυτό θα σήμαινε την ανάπτυξη ενός «εμβολίου του λαού» για την COVID-19, ένα εμβόλιο που να είναι προσβάσιμο σε όλους στον πλανήτη. Η διαδικασία καινοτομίας στα φάρμακα πρέπει να διέπεται κατά τρόπο που να προάγει την συνεργασία και την αλληλεγγύη μεταξύ των χωρών, τόσο κατά την φάση της έρευνας και ανάπτυξης όσο και όταν έρθει η ώρα για την διανομή του εμβολίου. Τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας πρέπει να συγκεντρώνονται μεταξύ πανεπιστημίων, κυβερνητικών εργαστηρίων και ιδιωτικών εταιρειών, επιτρέποντας στην γνώση, στα δεδομένα και στην τεχνολογία να ρέουν ελεύθερα σε όλο τον κόσμο. Χωρίς αυτά τα βήματα, το εμβόλιο κατά της COVID-19 κινδυνεύει να γίνει ένα ακριβό προϊόν που θα πωλείται από ένα μονοπώλιο, ένα αγαθό πολυτέλειας που μόνο οι πλουσιότερες χώρες και οι πολίτες μπορούν να αντέξουν οικονομικά.
Γενικότερα, οι χώρες πρέπει επίσης να διαρθρώσουν τις δημόσιες επενδύσεις τους λιγότερο ως δωρεές και περισσότερο ως προσπάθειες να διαμορφώσουν την αγορά προς όφελος του κοινού, πράγμα που σημαίνει η κυβερνητική βοήθεια να συνοδεύεται από προϋποθέσεις. Κατά την διάρκεια της πανδημίας, αυτές οι συνθήκες πρέπει να προωθούν τρεις συγκεκριμένους στόχους: Πρώτον, την διατήρηση της απασχόλησης να προστατευθεί η παραγωγικότητα των επιχειρήσεων και η εισοδηματική ασφάλεια των νοικοκυριών. Δεύτερον, την βελτίωση των συνθηκών εργασίας με την παροχή επαρκούς ασφάλειας, αξιοπρεπών μισθών, επαρκών επιπέδων αποζημιώσεων ασθενείας και μεγαλύτερο λόγο στην λήψη αποφάσεων. Τρίτον, την προώθηση μακροπρόθεσμων αποστολών όπως η μείωση των εκπομπών άνθρακα και η εφαρμογή των πλεονεκτημάτων της ψηφιοποίησης στις δημόσιες υπηρεσίες, από τις μεταφορές μέχρι την υγεία.
Η κύρια απάντηση των Ηνωμένων Πολιτειών στην COVID-19 -ο νόμος CARES (Coronavirus Aid, Relief, and Economic Security), που ψηφίστηκε από το Κογκρέσο τον Μάρτιο του 2020- απεικονίζει αυτά τα σημεία αντίστροφα. Αντί να τοποθετήσει αποτελεσματικές μισθολογικές ενισχύσεις, όπως έκαναν οι περισσότερες άλλες προηγμένες χώρες, οι Ηνωμένες Πολιτείες προσέφεραν ενισχυμένα προσωρινά επιδόματα ανεργίας. Αυτή η επιλογή οδήγησε σε απολύσεις άνω των 30 εκατομμυρίων εργαζομένων, με αποτέλεσμα οι Ηνωμένες Πολιτείες να έχουν ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας που σχετίζεται με την πανδημία στον ανεπτυγμένο κόσμο. Επειδή η κυβέρνηση προσέφερε τρισεκατομμύρια δολάρια σε άμεση και έμμεση υποστήριξη σε μεγάλες εταιρείες χωρίς ουσιαστικές προϋποθέσεις, πολλές εταιρείες ήταν ελεύθερες να προβούν σε ενέργειες που θα μπορούσαν να διαδώσουν τον ιό, όπως το να αρνηθούν να πληρώσουν αποζημίωση για ημέρες ασθενείας στους υπαλλήλους τους και η λειτουργία μη ασφαλών χώρων εργασίας.
Ο νόμος CARES καθιέρωσε επίσης το Πρόγραμμα Μισθολογικής Προστασίας (Paycheck Protection Program), σύμφωνα με το οποίο οι επιχειρήσεις έλαβαν δάνεια που θα μπορούσαν να διαγραφούν εάν οι εργαζόμενοι διατηρούντο στη μισθοδοσία. Όμως, το ΡΡΡ κατέληξε να εξυπηρετεί περισσότερο ως μια τεράστια επιχορήγηση σε εταιρικά ταμεία παρά ως μια αποτελεσματική μέθοδος διάσωσης θέσεων εργασίας. Οποιαδήποτε μικρή επιχείρηση, όχι μόνο εκείνες που το είχαν ανάγκη, θα μπορούσε να λάβει δάνειο, και το Κογκρέσο χαλάρωσε γρήγορα τους κανόνες σχετικά με το πόσο χρειάζεται μια επιχείρηση να δαπανήσει για μισθοδοσία για να διαγραφεί το δάνειο. Ως αποτέλεσμα, το πρόγραμμα κατάφερε μια θλιβερά μικρή κάμψη στην ανεργία. Μια ομάδα του MIT κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ΡΡΡ έδωσε δάνεια 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων, αλλά έσωσε μόνο 2,3 εκατομμύρια θέσεις εργασίας σε περίπου έξι μήνες. Υποθέτοντας ότι τα περισσότερα από τα δάνεια τελικά θα διαγραφούν, το ετήσιο κόστος του προγράμματος ανέρχεται σε περίπου 500.000 δολάρια ανά θέση εργασίας. Κατά την διάρκεια του καλοκαιριού του 2020, τόσο το ΡΡΡ όσο και τα διευρυμένα επιδόματα ανεργίας εξαντλήθηκαν και το ποσοστό ανεργίας των ΗΠΑ εξακολουθεί να υπερβαίνει το 10%.
Μέχρι στιγμής, το Κογκρέσο έχει εγκρίνει δαπάνες άνω των 3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων για την αντιμετώπιση της πανδημίας και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ ενέχυσε περίπου 4 τρισεκατομμύρια δολάρια στην οικονομία –όλα μαζί συνολικά πάνω από το 30% του ΑΕΠ των ΗΠΑ. Ωστόσο, αυτές οι τεράστιες δαπάνες δεν έχουν επιτύχει τίποτα όσον αφορά την αντιμετώπιση επειγόντων, μακροπρόθεσμων ζητημάτων, από την κλιματική αλλαγή έως την ανισότητα. Όταν η γερουσιαστής Ελίζαμπεθ Γουόρεν, Δημοκρατική της Μασαχουσέτης, πρότεινε να προσαρτηθούν προϋποθέσεις στις διασώσεις -για να εξασφαλιστούν υψηλότεροι μισθοί και μεγαλύτερη δύναμη στους εργαζόμενους για την λήψη αποφάσεων, και να περιοριστούν τα μερίσματα, οι επαναγορές μετοχών, και τα μπόνους των στελεχών- δεν μπορούσε να βρει τις απαιτούμενες ψήφους.
Το νόημα της παρέμβασης της κυβέρνησης ήταν να αποτρέψει την κατάρρευση της αγοράς εργασίας και να διατηρήσει τις επιχειρήσεις ως παραγωγικές οργανώσεις -ουσιαστικά, να ενεργήσει ως ασφαλιστής έναντι καταστροφικού ρίσκου. Αλλά αυτή η προσέγγιση δεν μπορεί να επιτραπεί να κάνει φτωχή την κυβέρνηση, ούτε πρέπει να επιτρέπεται η χρηματοδότηση καταστροφικών επιχειρηματικών στρατηγικών. Στην περίπτωση αφερεγγυότητας, η κυβέρνηση ίσως να εξετάσει το ενδεχόμενο να απαιτήσει μετοχικά μερίδια στις εταιρείες που σώζει, όπως συνέβη το 2008 όταν το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ ανέλαβε μερίδιο ιδιοκτησίας στην General Motors και σε άλλες προβληματικές εταιρείες. Και κατά την διάσωση των επιχειρήσεων, η κυβέρνηση θα πρέπει να επιβάλει όρους που απαγορεύουν κάθε είδους κακή συμπεριφορά: πρόωρη διανομή μπόνους στους CEO, έκδοση υπερβολικών μερισμάτων, διεξαγωγή επαναγοράς μετοχών, ανάληψη περιττού χρέους, εκτροπή κερδών σε φορολογικούς παραδείσους, εμπλοκή σε προβληματικές πολιτικές πιέσεις. Θα πρέπει επίσης να σταματούν τις επιχειρήσεις από την αύξηση των τιμών, ειδικά στην περίπτωση των θεραπειών και εμβολίων κατά της COVID-19.
Άλλες χώρες δείχνουν πώς φαίνεται η κατάλληλη απάντηση στην κρίση. Όταν η Δανία προσφέρθηκε να πληρώσει το 75% του κόστους μισθοδοσίας των επιχειρήσεων κατά την έναρξη της πανδημίας, το έπραξε υπό τον όρο ότι οι εταιρείες δεν μπορούσαν να κάνουν απολύσεις για οικονομικούς λόγους. Η δανική κυβέρνηση αρνήθηκε επίσης να διασώσει εταιρείες που είχαν εγγραφεί σε φορολογικούς παραδείσους [15] και απαγόρευσε την χρήση κεφαλαίων ελάφρυνσης για μερίσματα και επαναγορές μετοχών. Στην Αυστρία και την Γαλλία, οι αεροπορικές εταιρείες σώθηκαν υπό τον όρο ότι θα μειώσουν το ανθρακικό αποτύπωμά τους.
Η βρετανική κυβέρνηση, αντίθετα, έδωσε στην easyJet πρόσβαση σε περισσότερα από 750 εκατομμύρια δολάρια σε ρευστότητα τον Απρίλιο, παρόλο που η αεροπορική εταιρεία είχε πληρώσει σχεδόν 230 εκατομμύρια δολάρια σε μερίσματα στους μετόχους της έναν μήνα νωρίτερα. Το Ηνωμένο Βασίλειο αρνήθηκε να προσαρτήσει προϋποθέσεις στην διάσωση της easyJet και άλλων προβληματικών εταιρειών στο όνομα της ουδετερότητας της αγοράς, της ιδέας ότι δεν αποτελεί καθήκον της κυβέρνησης να πει στις ιδιωτικές εταιρείες πώς να ξοδέψουν τα χρήματά τους. Αλλά η διάσωση δεν μπορεί ποτέ να είναι ουδέτερη: εξ ορισμού, η διάσωση βάζει την κυβέρνηση να επιλέξει να γλιτώσει μια εταιρεία, και όχι μια άλλη, από την καταστροφή. Χωρίς προϋποθέσεις, η κρατική βοήθεια διατρέχει τον κίνδυνο να επιδοτεί κακές επιχειρηματικές πρακτικές, από περιβαλλοντικά μη βιώσιμα επιχειρηματικά μοντέλα έως την χρήση φορολογικών παραδείσων. Το πρόγραμμα αδειών απουσίας στο Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με το οποίο η κυβέρνηση πλήρωσε έως και το 80% των μισθών των υπαλλήλων σε διαθεσιμότητα, θα έπρεπε, τουλάχιστον, να υπόκειται στην αποφυγή απολύσεων των εργαζομένων μόλις ολοκληρωθεί το πρόγραμμα. Αλλά δεν το έκανε.
Η ΝΟΟΤΡΟΠΙΑ ΤΟΥ ΡΙΨΟΚΙΝΔΥΝΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΗ
Το κράτος δεν μπορεί απλώς να επενδύει˙ πρέπει να πετυχαίνει την σωστή συμφωνία. Για να το κάνει αυτό, πρέπει να αρχίσει να σκέφτεται όπως αυτό που έχω ονομάσει «επιχειρηματικό κράτος» -βεβαιωνόμενο ότι καθώς επενδύει, δεν αφαιρεί απλώς το ρίσκο μιας αποτυχίας αλλά επίσης παίρνει ένα μερίδιο της επιτυχίας. Ένας τρόπος για να το κάνει αυτό είναι να λαμβάνει μερίδιο συμμετοχής στις συμφωνίες που κάνει.
Δείτε την ηλιακή εταιρεία Solyndra, η οποία έλαβε εγγυημένο δάνειο ύψους 535 εκατομμυρίων δολαρίων από το Υπουργείο Ενέργειας των ΗΠΑ πριν χρεοκοπήσει το 2011 και έγινε ένα συντηρητικό παράδειγμα για την αδυναμία της κυβέρνησης να επιλέγει νικητές. Την ίδια περίπου περίοδο, το Υπουργείο Ενέργειας έδωσε εγγυημένο δάνειο ύψους 465 εκατομμυρίων δολαρίων στην Tesla, η οποία προχώρησε για να σημειώσει εκρηκτική ανάπτυξη. Οι φορολογούμενοι πλήρωσαν για την αποτυχία της Solyndra, αλλά δεν ανταμείφθηκαν ποτέ για την επιτυχία της Tesla. Κανένας ριψοκίνδυνος καπιταλιστής (venture capitalist) που σέβεται τον εαυτό του δεν θα δομούσε έτσι τις επενδύσεις του. Το χειρότερο, το Υπουργείο Ενέργειας δόμησε το δάνειο της Tesla έτσι ώστε να λάβει τρία εκατομμύρια μετοχές στην εταιρεία εάν η Tesla δεν μπορέσει να εξοφλήσει το δάνειο, μια ρύθμιση που έχει σχεδιαστεί για να μην αφήνει τους φορολογούμενους με άδεια χέρια. Γιατί όμως η κυβέρνηση θέλει να συμμετάσχει σε μια αποτυχημένη εταιρεία; Μια πιο έξυπνη στρατηγική θα ήταν να κάνει το αντίθετο και να ζητήσει από την Tesla να πληρώσει τρία εκατομμύρια μετοχές εάν ήταν σε θέση να εξοφλήσει το δάνειο. Αν το είχε κάνει η κυβέρνηση, θα είχε κερδίσει δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια καθώς η τιμή της μετοχής της Tesla αυξήθηκε κατά την διάρκεια του δανείου -χρήματα που θα μπορούσαν να καλύψουν το κόστος της αποτυχίας της Solyndra με πολλά να απομένουν για τον επόμενο γύρο επενδύσεων.
Αλλά το θέμα είναι να υπάρχει ανησυχία όχι μόνο για την χρηματική ανταμοιβή των δημοσίων επενδύσεων. Η κυβέρνηση πρέπει επίσης να προσαρτά ισχυρές προϋποθέσεις στις συμφωνίες της για να διασφαλίσει ότι εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον. Τα φάρμακα που αναπτύχθηκαν με κρατική βοήθεια θα πρέπει να τιμολογούνται έτσι ώστε να λαμβάνεται υπόψη αυτή η επένδυση. Τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας που εκδίδει η κυβέρνηση θα πρέπει να είναι εστιασμένα και εύκολα αδειοδοτούμενα, ώστε να τροφοδοτούν την καινοτομία, να προωθούν την επιχειρηματικότητα, και να αποθαρρύνουν την αναζήτηση προσόδων.
Οι κυβερνήσεις πρέπει επίσης να εξετάσουν το πώς να χρησιμοποιούν τις αποδόσεις των επενδύσεών τους για να προωθήσουν μια πιο δίκαιη κατανομή εισοδήματος. Δεν πρόκειται για σοσιαλισμό˙ αφορά την κατανόηση της πηγής των καπιταλιστικών κερδών. Η τρέχουσα κρίση οδήγησε σε νέες συζητήσεις σχετικά με ένα καθολικό βασικό εισόδημα, όπου όλοι οι πολίτες λαμβάνουν ίση τακτική πληρωμή από την κυβέρνηση, ανεξάρτητα από το αν εργάζονται. Η ιδέα πίσω από αυτήν την πολιτική είναι καλή, αλλά το αφήγημα θα ήταν προβληματικό. Δεδομένου ότι ένα καθολικό βασικό εισόδημα θεωρείται ως δωρεά, διαιωνίζει την εσφαλμένη αντίληψη ότι ο ιδιωτικός τομέας είναι ο μοναδικός δημιουργός, όχι συν-δημιουργός, του πλούτου στην οικονομία και ότι ο δημόσιος τομέας είναι απλώς συλλέκτης φόρων, απορροφώντας κέρδη και διανέμοντάς τα ως φιλανθρωπία.
Μια καλύτερη εναλλακτική είναι το «μέρισμα του πολίτη». Σύμφωνα με αυτήν την πολιτική, η κυβέρνηση παίρνει ένα ποσοστό του πλούτου που δημιουργείται από τις κυβερνητικές επενδύσεις, τοποθετεί αυτά τα χρήματα σε ένα ταμείο και στην συνέχεια μοιράζεται τα έσοδα με τους πολίτες. Η ιδέα είναι να ανταμείβονται άμεσα οι πολίτες με ένα μερίδιο του πλούτου που έχουν δημιουργήσει. Η Αλάσκα, για παράδειγμα, έχει διανείμει έσοδα πετρελαίου στους κατοίκους της μέσω ενός ετήσιου μερίσματος από το Μόνιμο Ταμείο της από το 1982. Η Νορβηγία κάνει κάτι παρόμοιο με το Κυβερνητικό Ταμείο Συντάξεων. Η Καλιφόρνια, η οποία φιλοξενεί μερικές από τις πλουσιότερες εταιρείες στον κόσμο, μπορεί να εξετάσει το ενδεχόμενο να κάνει κάτι παρόμοιο. Όταν η Apple, που εδρεύει στο Cupertino της Καλιφόρνια, δημιούργησε θυγατρική στο Reno της Νεβάδα, για να επωφεληθεί από τον μηδενικό συντελεστή φορολογικού συντελεστή αυτής της πολιτείας, η Καλιφόρνια έχασε ένα τεράστιο ποσό φορολογικών εσόδων. Όχι μόνο θα πρέπει να μπλοκαριστούν τέτοια φορολογικά τεχνάσματα, αλλά και η Καλιφόρνια θα πρέπει να αντεπιτεθεί δημιουργώντας ένα κρατικό ταμείο πλούτου, το οποίο θα προσφέρει έναν τρόπο πέρα από την φορολογία για να αποσπάσει άμεσα ένα μερίδιο της αξίας που δημιουργείται από την τεχνολογία και τις εταιρείες που [η ίδια η πολιτεία] προώθησε.
Ένα «μέρισμα του πολίτη» επιτρέπει την κοινή χρήση των εσόδων του συνδημιουργούμενου πλούτου με την ευρύτερη κοινότητα -είτε αυτός ο πλούτος προέρχεται από φυσικούς πόρους που αποτελούν μέρος των κοινών αγαθών είτε από μια διαδικασία, όπως οι δημόσιες επενδύσεις σε φάρμακα ή σε ψηφιακές τεχνολογίες, που έχουν περιλάβει μια συλλογική προσπάθεια. Μια τέτοια πολιτική δεν πρέπει να χρησιμεύσει ως υποκατάστατο για να λειτουργήσει σωστά το φορολογικό σύστημα. Ούτε πρέπει το κράτος να χρησιμοποιήσει την έλλειψη τέτοιων κεφαλαίων ως δικαιολογία για να μην χρηματοδοτήσει βασικά δημόσια αγαθά. Αλλά ένα δημόσιο ταμείο μπορεί να αλλάξει το αφήγημα με το να αναγνωρίζει ρητά την δημόσια συμβολή στην δημιουργία πλούτου -ένα κλειδί στο παιχνίδι πολιτικής εξουσίας μεταξύ δυνάμεων.
ΜΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΘΟΔΗΓΟΥΜΕΝΗ ΑΠΟ ΣΚΟΠΟΥΣ
Όταν ο δημόσιος και ο ιδιωτικός τομέας ενώνονται για την επιδίωξη μιας κοινής αποστολής, μπορούν να κάνουν εξαιρετικά πράγματα. Έτσι έφτασαν στο φεγγάρι και επέστρεψαν (στην γη) οι Ηνωμένες Πολιτείες το 1969. Για οκτώ χρόνια, η NASA και οι ιδιωτικές εταιρείες σε διάφορους τομείς όπως η αεροδιαστημική, η κλωστοϋφαντουργία, και η ηλεκτρονική συνεργάστηκαν στο πρόγραμμα Apollo, επενδύοντας και καινοτομώντας μαζί. Μέσα από τόλμη και πειραματισμό, πέτυχαν αυτό που ο πρόεδρος Τζον Φ. Κένεντι ονόμασε «την πιο παράτολμη και επικίνδυνη και μεγαλειώδη περιπέτεια την οποία ο άνθρωπος έχει ξεκινήσει ποτέ». Το θέμα δεν ήταν η εμπορευματοποίηση ορισμένων τεχνολογιών ή ούτε καν η ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης˙ ήταν να γίνει κάτι μαζί.
Πάνω από 50 χρόνια αργότερα, εν μέσω μιας παγκόσμιας πανδημίας, ο κόσμος έχει την ευκαιρία να επιχειρήσει μια ακόμη πιο φιλόδοξη αποστολή στο φεγγάρι: την δημιουργία μιας καλύτερης οικονομίας. Αυτή η οικονομία θα είναι πιο συμπεριληπτική και βιώσιμη . Θα εκπέμπει λιγότερο άνθρακα, θα δημιουργεί λιγότερες ανισότητες, θα οικοδομεί σύγχρονες δημόσιες συγκοινωνίες, θα παρέχει ψηφιακή πρόσβαση για όλους, και θα προσφέρει καθολική υγειονομική περίθαλψη. Πιο άμεσα, θα κάνει διαθέσιμο σε όλους το εμβόλιο κατά της COVID-19. Η δημιουργία αυτού του τύπου οικονομίας απαιτεί έναν τύπο συνεργασίας δημόσιου-ιδιωτικού τομέα που δεν έχει εμφανιστεί εδώ και δεκαετίες.
Κάποιοι που μιλούν για την ανάκαμψη από την πανδημία αναφέρουν έναν ελκυστικό στόχο: μια επιστροφή στην κανονικότητα. Αλλά αυτός είναι ο λάθος στόχος˙ το κανονικό είναι χαλασμένο. Αντίθετα, ο στόχος πρέπει να είναι, όπως το έθεσαν πολλοί, να «οικοδομήσουμε πάλι, καλύτερα». Πριν από δώδεκα χρόνια, η οικονομική κρίση προσέφερε μια σπάνια ευκαιρία να αλλάξει τον καπιταλισμό, αλλά σπαταλήθηκε. Τώρα, μια άλλη κρίση έδωσε μια άλλη ευκαιρία για ανανέωση. Αυτή την φορά, ο κόσμος δεν αντέχει να την αφήσει να χαθεί.