Επαναπροσδιορίζοντας μια ψυχροπολεμική στρατηγική για τον ανταγωνισμό με την Κίνα
Λίγες λέξεις είναι πιο στενά συνδεδεμένες με τον αείμνηστο Χένρι Κίσινγκερ από την “ύφεση” (“détente”). Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στη διπλωματία στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν ο Γάλλος πρεσβευτής στη Γερμανία προσπάθησε -και απέτυχε- να βελτιώσει την επιδεινούμενη σχέση της χώρας του με το Βερολίνο, και το 1912, όταν Βρετανοί διπλωμάτες επιχείρησαν το ίδιο πράγμα. Αλλά η ύφεση έγινε διεθνώς γνωστή μόνο στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τη δεκαετία του 1970, όταν ο Κίσινγκερ, πρώτα ως σύμβουλος εθνικής ασφάλειας και στη συνέχεια και ως υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, εισήγαγε αυτό που έμελλε να γίνει η πολιτική που θα τον χαρακτήριζε: τη χαλάρωση των εντάσεων μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η ύφεση δεν πρέπει να συγχέεται με τη φιλία (amitié). Δεν επρόκειτο για τη σύναψη φιλίας με τη Μόσχα, αλλά για τη μείωση των κινδύνων να μετατραπεί ένας ψυχρός πόλεμος σε θερμό. “Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση είναι ιδεολογικοί αντίπαλοι”, εξήγησε ο Κίσινγκερ στα απομνημονεύματά του. “Η ύφεση δεν μπορεί να το αλλάξει αυτό. Η πυρηνική εποχή, μας υποχρεώνει να συνυπάρξουμε. Ούτε οι ρητορικές σταυροφορίες μπορούν να το αλλάξουν αυτό”. Για τον Κίσινγκερ, η ύφεση ήταν μια μέση οδός ανάμεσα στην επιθετικότητα που είχε οδηγήσει στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, “όταν η Ευρώπη, παρά την ύπαρξη στρατιωτικής ισορροπίας, παρασύρθηκε σε έναν πόλεμο που κανείς δεν ήθελε”, και στον κατευνασμό που πίστευε ότι είχε οδηγήσει στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, “όταν οι δημοκρατίες απέτυχαν να κατανοήσουν τα σχέδια ενός ολοκληρωτικού επιτιθέμενου”.
Για να επιδιώξει την αποκλιμάκωση, ο Κίσινγκερ προσπάθησε να δεσμεύσει τους Σοβιετικούς σε διάφορα θέματα, όπως ο έλεγχος των εξοπλισμών και το εμπόριο. Προσπάθησε να δημιουργήσει “σύνδεσμο”, μια άλλη λέξη-κλειδί της εποχής, μεταξύ πραγμάτων που οι Σοβιετικοί έδειχναν να θέλουν (για παράδειγμα, καλύτερη πρόσβαση στην αμερικανική τεχνολογία) και πραγμάτων που οι Ηνωμένες Πολιτείες γνώριζαν ότι ήθελαν (για παράδειγμα, βοήθεια στην απεμπλοκή τους από το Βιετνάμ). Ταυτόχρονα, ο Κίσινγκερ ήταν έτοιμος να είναι μαχητικός όποτε διέκρινε ότι οι Σοβιετικοί εργάζονταν για την επέκταση της σφαίρας επιρροής τους, από τη Μέση Ανατολή έως τη νότια Αφρική. Με άλλα λόγια, και όπως το έθεσε ο ίδιος ο Κίσινγκερ, η ύφεση σήμαινε ότι αγκάλιαζε “τόσο την αποτροπή όσο και τη συνύπαρξη, τόσο την ανάσχεση όσο και την προσπάθεια χαλάρωσης των εντάσεων”.
Αν αυτό το ρεαλιστικό πνεύμα έχει απήχηση πέντε δεκαετίες αργότερα, είναι επειδή οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στην Ουάσινγκτον φαίνεται να έχουν καταλήξει σε παρόμοιο συμπέρασμα για την Κίνα, τη χώρα με την οποία ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν και η ομάδα εθνικής ασφαλείας του, φαίνεται να είναι έτοιμοι να επιχειρήσουν τη δική τους εκδοχή αποκλιμάκωσης. “Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι ο ανταγωνισμός δεν θα εκτραπεί σε σύγκρουση”, δήλωσε ο Μπάιντεν στον Κινέζο ηγέτη Σι Τζινπίνγκ στην Καλιφόρνια τον Νοέμβριο. “Έχουμε επίσης την ευθύνη απέναντι στους λαούς μας και στον κόσμο να συνεργαζόμαστε όταν βλέπουμε ότι αυτό είναι προς το συμφέρον μας”. Ο Τζέικ Σάλιβαν, σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Μπάιντεν, διατύπωσε παρόμοια άποψη σε κείμενό του την περασμένη χρονιά. “Ο διαγωνισμός είναι πραγματικά παγκόσμιος, αλλά όχι μηδενικού αθροίσματος”, έγραψε. “Οι κοινές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι δύο πλευρές είναι πρωτοφανείς”. Για να παραφράσουμε τον Κίσινγκερ, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα είναι μεγάλοι αντίπαλοι. Αλλά η πυρηνική εποχή και η κλιματική αλλαγή, για να μην αναφέρουμε την τεχνητή νοημοσύνη, τους υποχρεώνουν να συνυπάρξουν.
Αν η ύφεση επιστρέφει μόνο κατ’ όνομα, τότε γιατί πήγε στο περιθώριο; Στον απόηχο του θανάτου του Κίσινγκερ, το Νοέμβριο του 2023, οι αριστεροί επικριτές του δεν άργησαν να επαναλάβουν τον παλιό κατάλογο των κατηγοριών τους, από τον βομβαρδισμό αμάχων στην Καμπότζη μέχρι την υποστήριξη δικτατόρων στη Χιλή, το Πακιστάν και αλλού. Για την Αριστερά, ο Κίσινγκερ ενσάρκωνε μια εν ψυχρώ ρεαλιστική πολιτική που υπέτασσε τα ανθρώπινα δικαιώματα στον Τρίτο Κόσμο στον περιορισμό. Αυτή ήταν η πτυχή της αποκλιμάκωσης στην οποία αντιτάχθηκε ο Αμερικανός πρόεδρος Τζίμι Κάρτερ. Αλλά πολύ λιγότερο έχει ακουστεί τελευταία η συντηρητική κριτική του Κίσινγκερ, η οποία υποστήριζε ότι η πολιτική του Κίσινγκερ ισοδυναμούσε με κατευνασμό. Ως κυβερνήτης της Καλιφόρνια, ο Ρόναλντ Ρέιγκαν πέρασε τη δεκαετία του 1970 κατακεραυνώνοντας την ύφεση ως “μονόδρομο που χρησιμοποίησε η Σοβιετική Ένωση για να επιδιώξει τους στόχους της”. Κορόιδευε τον Κίσινγκερ επειδή συναινούσε όταν οι Σοβιετικοί εκμεταλλεύονταν κυνικά την ύφεση, όπως όταν οι ίδιοι και οι Κουβανοί σύμμαχοί τους απέκτησαν το πάνω χέρι στη μετα-αποικιακή Αγκόλα. Κατά τη διάρκεια της πρώτης του υποψηφιότητας για την προεδρία, το 1976, ο Ρέιγκαν δεσμεύτηκε επανειλημμένα να καταργήσει την πολιτική αυτή αν εκλεγεί. “Υπό τους κυρίους Κίσινγκερ και Φορντ”, δήλωσε τον Μάρτιο του ίδιου έτους, “αυτό το έθνος έγινε το νούμερο δύο σε στρατιωτική ισχύ σ’ έναν κόσμο όπου είναι επικίνδυνο -αν όχι μοιραίο- να είσαι ο δεύτερος καλύτερος”.
Ο Ρέιγκαν δεν ήταν καθόλου εξαίρεση. Μέχρι τη στιγμή που μίλησε, τα γεράκια σ’ όλη την κυβέρνηση είχαν βαρεθεί την προσέγγιση του Κίσινγκερ. Οι Ρεπουμπλικανοί συνήθως διαμαρτύρονταν ότι “τα κέρδη που επιτεύχθηκαν με την αποκλιμάκωση προστέθηκαν στη σοβιετική πλευρά”, σύμφωνα με τα λόγια του γερουσιαστή του Νιου Τζέρσεϊ Κλίφορντ Κέις,. Στην άλλη πλευρά, ο Δημοκρατικός γερουσιαστής Robert Byrd από τη Δυτική Βιρτζίνια εξόργισε τον Κίσινγκερ κατηγορώντας τον ότι “εμπιστεύτηκε πολύ την κομμουνιστική Ρωσία” και, μέσω της ύφεσης, “αγκάλιασε” τη Μόσχα. Ο αμερικανικός στρατός, εν τω μεταξύ, πρότεινε ότι η συνέχιση της ύφεσης σήμαινε την παραδοχή της ήττας. Το 1976, ο Elmo Zumwalt, ο οποίος είχε πρόσφατα συνταξιοδοτηθεί ως επικεφαλής του αμερικανικού Ναυτικού, υποστήριξε ότι ο Κίσινγκερ πίστευε πως οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν “περάσει το ιστορικό τους ζενίθ, όπως τόσοι πολλοί προηγούμενοι πολιτισμοί”. Ακριβώς όπως ο κατευνασμός, ο οποίος είχε ξεκινήσει ως ένας αξιοσέβαστος όρος, έπεσε σε ανυποληψία το 1938, η ύφεση έγινε μια βρώμικη λέξη – και αυτό συνέβη ακόμη και πριν ο Κίσινγκερ εγκαταλείψει το αξίωμά του.
Ωστόσο, η ύφεση της δεκαετίας του 1970 διέφερε από τον κατευνασμό της δεκαετίας του 1930, τόσο ως προς τον τρόπο λειτουργίας της όσο και ως προς τα αποτελέσματα που παρήγαγε. Σε αντίθεση με τη βρετανική και γαλλική προσπάθεια να εξαγοράσουν τον Αδόλφο Χίτλερ με εδαφικές παραχωρήσεις, ο Κίσινγκερ και οι πρόεδροί του προσπάθησαν να περιορίσουν την επέκταση του αντιπάλου τους. Και σε αντίθεση με τον κατευνασμό, η ύφεση απέφυγε με επιτυχία έναν παγκόσμιο πόλεμο. Γράφοντας στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ο πολιτικός επιστήμονας Harvey Starr μέτρησε μια αξιοσημείωτη αύξηση της αναλογίας των συνεργασιών προς τις συγκρούσεις στις αμερικανοσοβιετικές σχέσεις κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Νίξον. Ο αριθμός των συγκρούσεων με βάση τα κράτη ήταν μικρότερος στα χρόνια του Κίσινγκερ (1969 έως 1977) από ό,τι στα χρόνια μετά και αμέσως πριν.
Μισό αιώνα αργότερα, καθώς η Ουάσινγκτον προσαρμόζεται στην πραγματικότητα ενός νέου ψυχρού πολέμου, η ύφεση θα μπορούσε και πάλι να εκτροχιαστεί από τα γεράκια. Οι Ρεπουμπλικάνοι πολιτικοί λατρεύουν να παρουσιάζουν τους αντιπάλους τους ως επιεικείς απέναντι στην Κίνα, όπως ακριβώς οι προκάτοχοί τους παρουσίαζαν τους αντιπάλους τους ως επιεικείς απέναντι στους Σοβιετικούς τη δεκαετία του 1970. Ο γερουσιαστής του Αρκάνσας Τομ Κότον, για παράδειγμα, ισχυρίστηκε ότι ο Μπάιντεν “χαϊδεύει και κατευνάζει τους Κινέζους κομμουνιστές”. Η προεκλογική εκστρατεία του πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ κατηγόρησε τον Μπάιντεν για “αδυναμία” που “συνεχίζει να προσκαλεί την επιθετικότητα” κατά της Ταϊβάν.
Αυτές οι κατηγορίες δεν προκαλούν έκπληξη- είναι πάντα δελεαστικό για τους Ρεπουμπλικάνους να επικαλούνται το πνεύμα του Ρέιγκαν και να επαναλαμβάνουν την κριτική του για την ύφεση. Υπάρχει όμως ο κίνδυνος και τα δύο κόμματα να παρεξηγήσουν τα διδάγματα της δεκαετίας του 1970. Υποστηρίζοντας έναν ασυμβίβαστο περιορισμό της Κίνας, οι Ρεπουμπλικάνοι μπορεί να υπερεκτιμούν την ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να επικρατήσουν σε περίπτωση σύγκρουσης. Αποφεύγοντας την κλιμάκωση, η κυβέρνηση Μπάιντεν μπορεί να υποτιμά τη σημασία της αποτροπής ως συστατικό στοιχείο της αποκλιμάκωσης. Η ουσία της στρατηγικής του Κίσινγκερ ήταν ότι συνδύαζε την εμπλοκή και τη συγκράτηση με τρόπο που ήταν καλά μελετημένος δεδομένης της κατάστασης της αμερικανικής οικονομίας και της αμερικανικής κοινής γνώμης στη δεκαετία του 1970, ή αυτό που οι Σοβιετικοί ήθελαν να αποκαλούν “συσχετισμό δυνάμεων”. Ένας παρόμοιος συνδυασμός είναι απαραίτητος σήμερα, ειδικά όταν ο συσχετισμός δυνάμεων είναι πολύ πιο ευνοϊκός για το Πεκίνο απ’ ό,τι ήταν ποτέ για τη Μόσχα.
Στο όριο
Στις μέρες μας, οι πιο εκλεπτυσμένοι από τους ακαδημαϊκούς επικριτές του Κίσινγκερ δεν παραπονιούνται ότι οι Σοβιετικοί κέρδισαν περισσότερα από την ύφεση από ό,τι οι Ηνωμένες Πολιτείες. Αντίθετα, υποστηρίζουν ότι ο Κίσινγκερ έκανε επανειλημμένα το λάθος να βλέπει κάθε ζήτημα υπό το πρίσμα του Ψυχρού Πολέμου και να αντιμετωπίζει κάθε κρίση σαν να ήταν καθοριστική για τον αγώνα εναντίον της Μόσχας. Όπως έγραψε ο ιστορικός Jussi Hanhimaki σ; ένα βιβλίο-πλατύσπασμα, ο Κίσινγκερ θεωρούσε “δεδομένο ότι η συγκράτηση της σοβιετικής ισχύος -αν όχι η κομμουνιστική ιδεολογία- θα έπρεπε να είναι ο κεντρικός στόχος της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής”.
Η κριτική αυτή αντανακλά τις προσπάθειες που έχουν κάνει οι ιστορικοί τα τελευταία χρόνια να εστιάσουν στα δεινά των ανθρώπων οι οποίοι έζησαν στις χώρες που βρέθηκαν στα διασταυρούμενα πυρά του Ψυχρού Πολέμου. Υποτιμά όμως το πόσο απειλητική ήταν η Σοβιετική Ένωση για τις Ηνωμένες Πολιτείες στον Τρίτο Κόσμο. Ό,τι κι αν έλεγε ο πανούργος Σοβιετικός πρεσβευτής Ανατόλι Ντομπρίνιν στον Κίσινγκερ, το Κρεμλίνο δεν θεωρούσε την αποκλιμάκωση τίποτε άλλο παρά κάλυψη της στρατηγικής του για την απόκτηση πλεονεκτήματος έναντι της Ουάσιγκτον. Όπως κατέστησε σαφές μια έκθεση του 1971 προς το Πολιτικό Γραφείο, η Σοβιετική Ένωση ήθελε οι Ηνωμένες Πολιτείες να “διεξάγουν τις διεθνείς υποθέσεις τους με τρόπο που να μη δημιουργεί κίνδυνο άμεσης σύγκρουσης”, αλλά μόνο επειδή με τον τρόπο αυτό η Ουάσινγκτον θα μπορούσε να “αναγνωρίσει την ανάγκη της Δύσης να υλοποιήσει τα συμφέροντα της ΕΣΣΔ”. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, η έκθεση καλούσε το Πολιτικό Γραφείο “να συνεχίσει να χρησιμοποιεί το αντικειμενικό συμφέρον της αμερικανικής κυβέρνησης για τη διατήρηση επαφών και τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων με την ΕΣΣΔ”.
Ο Κίσινγκερ δεν ήταν γνώστης αυτού του εγγράφου, αλλά δεν θα τον εξέπληττε. Δεν είχε αυταπάτες για το παιχνίδι που έπαιζαν τα αφεντικά του Dobrynin. Εξάλλου, οι Σοβιετικοί δήλωσαν επίσης δημοσίως το 1975 ότι η ύφεση δεν απέκλειε τη συνέχιση της “υποστήριξης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα” κατά του “κοινωνικοπολιτικού status quo”. Όπως είπε ο Κίσινγκερ στον αρθρογράφο Τζο Άλσοπ το 1970: “Αν οι Σοβιετικοί πιστεύουν ότι μια συμφωνία για την πυρηνική ισοτιμία θα εξυπηρετήσει τα συμφέροντά τους, είναι απολύτως ικανοί να φτάσουν σε μια τέτοια συμφωνία με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο χέρι προσπαθούν να μας κόψουν τα σπλάχνα”.
Παρ’ όλα αυτά, αν και ο Κίσινγκερ γνώριζε ότι το Κρεμλίνο είχε απώτερα κίνητρα, εξακολουθούσε να προωθεί την αποκλιμάκωση για έναν απλό λόγο: η συντηρητική εναλλακτική λύση, η επιστροφή στο μπρα ντε φερ της δεκαετίας του 1950 και του 1960, εγκυμονούσε τον κίνδυνο πυρηνικού Αρμαγεδώνα. Δεν υπήρχε “εναλλακτική λύση στη συνύπαρξη”, είπε ο Κίσινγκερ σ’ ένα ακροατήριο στη Μινεάπολη το 1975. Τόσο η Σοβιετική Ένωση όσο και οι Ηνωμένες Πολιτείες “έχουν την ικανότητα να καταστρέψουν την πολιτισμένη ζωή”. Η αποκλιμάκωση ήταν, επομένως, μια ηθική επιταγή. “Έχουμε μια ιστορική υποχρέωση”, υποστήριξε ο Κίσινγκερ τον επόμενο χρόνο, “να εμπλακούμε με τη Σοβιετική Ένωση και να απωθήσουμε τη σκιά της πυρηνικής καταστροφής”.
Αυτές οι ανησυχίες δεν έκαναν τον Κίσινγκερ υπέρμαχο του πυρηνικού αφοπλισμού. Έχοντας αναδειχθεί ως δημόσιος διανοούμενος μ’ ένα βιβλίο με τίτλο “Πυρηνικά όπλα και εξωτερική πολιτική”, παρέμεινε τόσο ενδιαφερόμενος για την πιθανότητα ενός περιορισμένου πυρηνικού πολέμου όσο και τρομοκρατημένος από την προοπτική ενός ολοκληρωτικού πολέμου. Την άνοιξη του 1974, ο Κίσινγκερ ζήτησε μάλιστα από το Γενικό Επιτελείο Στρατού να διαμορφώσει μια περιορισμένη πυρηνική απάντηση σε μια υποθετική σοβιετική εισβολή στο Ιράν.
Αλλά όταν ενημερώθηκε για το σχέδιο λίγες εβδομάδες αργότερα, τρομοκρατήθηκε. Το Πεντάγωνο πρότεινε την εκτόξευση περίπου 200 πυρηνικών όπλων σε σοβιετικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις κοντά στα ιρανικά σύνορα. “Έχετε τρελαθεί;” φώναξε ο Κίσινγκερ. “Αυτή είναι μια περιορισμένη επιλογή;” Όταν οι στρατηγοί επέστρεψαν με ένα σχέδιο να χρησιμοποιήσουν μόνο μια ατομική νάρκη και δύο πυρηνικά όπλα για να ανατινάξουν τους δύο δρόμους από το σοβιετικό έδαφος προς το Ιράν, ήταν απίστευτος. “Τι είδους πυρηνική επίθεση είναι αυτή;” ρώτησε. Ένας πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών που θα χρησιμοποιούσε τόσο λίγα όπλα θα θεωρούνταν στο Κρεμλίνο “κότα”. Το πρόβλημα, όπως γνώριζε καλά, ήταν ότι δεν μπορούσε ποτέ να υπάρξει βεβαιότητα ότι οι Σοβιετικοί θα απαντούσαν με περιορισμένο τρόπο σε κάθε είδους αμερικανικό πυρηνικό χτύπημα.
Οι απόψεις του Κίσινγκερ για τα πυρηνικά όπλα εξόργισαν τους συντηρητικούς επικριτές του, ιδίως εκείνους στο Πεντάγωνο. Τους εξόργισε ιδιαίτερα ο τρόπος με τον οποίο ο Κίσινγκερ προσέγγισε τις Συνομιλίες για τον Περιορισμό των Στρατηγικών Όπλων, οι οποίες ξεκίνησαν το Νοέμβριο του 1969 και άνοιξαν τον δρόμο για την πρώτη μεγάλη αμερικανοσοβιετική συμφωνία ελέγχου των εξοπλισμών. Τον Σεπτέμβριο του 1975, η Υπηρεσία Πληροφοριών Άμυνας κυκλοφόρησε μια δεκασέλιδη εκτίμηση των μυστικών υπηρεσιών που υποστήριζε ότι η Σοβιετική Ένωση εξαπατούσε κυνικά τις δεσμεύσεις της SALT για να αποκτήσει πυρηνική κυριαρχία. Η συζήτηση αναζωπυρώθηκε και πάλι τις τελευταίες ημέρες της κυβέρνησης Φορντ, όταν εκθέσεις της CIA και της Υπηρεσίας Πληροφοριών Άμυνας υπέδειξαν ότι η Μόσχα επεδίωκε την υπεροχή και όχι την ισοτιμία όσον αφορά τα πυρηνικά όπλα. Κυβερνητικοί αξιωματούχοι ισχυρίστηκαν ότι ο Κίσινγκερ το γνώριζε αυτό αλλά είχε επιλέξει να το αγνοήσει.
Οι επικρίσεις αυτές δεν ήταν εντελώς λανθασμένες. Οι Σοβιετικοί είχαν ήδη επιτύχει ισοτιμία στον ακατέργαστο αριθμό διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και είχαν τεράστιο προβάδισμα σε μεγατόνους μέχρι το 1970. Ορισμένοι από αυτούς τους ICBM έφεραν μεγάλα, πολλαπλά ανεξάρτητα όπλα, τα οποία μπορούσαν να εκτοξεύσουν ένα σύμπλεγμα πολεμικών κεφαλών σε περισσότερους από έναν στόχους. Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούσαν ένα πλεονέκτημα πέντε προς ένα στους βαλλιστικούς πυραύλους που εκτοξεύονταν από υποβρύχια το 1977. Το πλεονέκτημα των ΗΠΑ στα πυρηνικά όπλα που έφεραν βόμβες ήταν ακόμη μεγαλύτερο: 11 προς ένα. Και η Μόσχα δεν πλησίασε ποτέ να αποκτήσει αρκετούς βαλλιστικούς πυραύλους για να πραγματοποιήσει ένα πλήγμα κατά των πυρηνικών μέσων των ΗΠΑ που θα καθιστούσε αδύνατη την απάντηση της Ουάσιγκτον με τη δική της πυρηνική επίθεση. Στην πραγματικότητα, συνεντεύξεις με ανώτερους Σοβιετικούς αξιωματικούς μετά τον Ψυχρό Πόλεμο αποκάλυψαν ότι από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, η στρατιωτική ηγεσία είχε απορρίψει την ιδέα ότι η Σοβιετική Ένωση θα μπορούσε να κερδίσει έναν πυρηνικό πόλεμο. Η επακόλουθη αύξηση του πυρηνικού οπλοστασίου της χώρας ήταν κυρίως αποτέλεσμα της αδράνειας του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος.
Ως ένα βαθμό, ο Κίσινγκερ συμμεριζόταν την άποψη των Σοβιετικών ομολόγων του. Η άποψή του από τη δεκαετία του 1950 ήταν ότι ένας ολοκληρωτικός πυρηνικός παγκόσμιος πόλεμος ήταν πολύ καταστροφικός για να τον κερδίσει κανείς. Επομένως, οι λεπτομέρειες του μεγέθους και της ποιότητας των πυρηνικών οπλοστασίων των δύο υπερδυνάμεων τον ενδιέφεραν πολύ λιγότερο από τους τρόπους με τους οποίους η διπλωματία της αποκλιμάκωσης θα μπορούσε να μειώσει τον κίνδυνο του Αρμαγεδώνα. Πίστευε επίσης ότι η σοβιετική πυρηνική ισοτιμία θα αποδεικνυόταν τελικά μη βιώσιμη, δεδομένου ότι η οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης ήταν πολύ μικρότερη από εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών. “Η οικονομική και τεχνολογική βάση που στηρίζει τη δυτική στρατιωτική ισχύ παραμένει συντριπτικά ανώτερη σε μέγεθος και ικανότητα καινοτομίας”, δήλωσε ο Κίσινγκερ σε ομιλία του το 1976. Και πρόσθεσε: “Δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε από τον ανταγωνισμό: Εάν υπάρξει στρατιωτικός ανταγωνισμός, έχουμε τη δύναμη να υπερασπιστούμε τα συμφέροντά μας. Αν υπάρχει οικονομικός ανταγωνισμός, τον έχουμε κερδίσει εδώ και πολύ καιρό”.
Χάνουμε τη μάχη, κερδίζουμε τον πόλεμο
Οι συντηρητικοί αντιδρούσαν στον Κίσινγκερ για λόγους πέραν της φαινομενικής ανοχής του στη σοβιετική πυρηνική ισοτιμία. Τα γεράκια υποστήριζαν επίσης ότι ο Κίσινγκερ ήταν πολύ έτοιμος να αποδεχθεί τον άδικο χαρακτήρα του σοβιετικού συστήματος – το αντίστροφο του παραπόνου των φιλελεύθερων ότι ήταν πολύ έτοιμος να ανεχθεί τον άδικο χαρακτήρα των δεξιών δικτατοριών. Το ζήτημα αυτό ήρθε στο προσκήνιο με αφορμή τους σοβιετικούς περιορισμούς στην εβραϊκή μετανάστευση και τη μεταχείριση των σοβιετικών πολιτικών αντιφρονούντων, όπως ο συγγραφέας Αλεξάντρ Σολζενίτσιν. Όταν ο Σολζενίτσιν επισκέφθηκε τις Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του 1970 (αφού είχε εκδιωχθεί από τη Σοβιετική Ένωση), ο Κίσινγκερ εξόργισε τους συντηρητικούς συμβουλεύοντας τον πρόεδρο Τζέραλντ Φορντ να μην τον συναντήσει.
Ο Σολζενίτσιν έγινε ένας από τους πιο αμείλικτους αντιπάλους του Κίσινγκερ. “Μια ειρήνη που ανέχεται οποιεσδήποτε άγριες μορφές βίας και οποιεσδήποτε μαζικές δόσεις της εναντίον εκατομμυρίων ανθρώπων”, βροντοφώναξε ο συγγραφέας το 1975, “δεν έχει καμία ηθική υπεροψία ούτε καν στην πυρηνική εποχή”. Αυτός και άλλοι συντηρητικοί επικριτές υποστήριξαν ότι μέσω της ύφεσης, ο Κίσινγκερ είχε απλώς επιτρέψει την επέκταση του σοβιετικού κομμουνισμού. Η πτώση της Σαϊγκόν το 1975, η κάθοδος της Καμπότζης στην κόλαση της κομμουνιστικής δικτατορίας του Πολ Ποτ, η κουβανική-σοβιετική επέμβαση στη μετα-αποικιακή σύγκρουση της Αγκόλας -αυτά και άλλα γεωπολιτικά πλήγματα φάνηκαν να δικαιώνουν τον ισχυρισμό τους. “Πιστεύω στην ειρήνη για την οποία μιλάει ο κ. Φορντ, όσο κανένας άλλος”, δήλωσε ο Ρέιγκαν το 1976, καθώς έκανε προεκλογική εκστρατεία εναντίον του Φορντ στις προκριματικές προεδρικές εκλογές των Ρεπουμπλικάνων. “Αλλά σε μέρη όπως η Αγκόλα, η Καμπότζη και το Βιετνάμ, η ειρήνη που γνώρισαν είναι η ειρήνη του τάφου. Το μόνο που βλέπω είναι αυτό που βλέπουν και άλλα έθνη σε ολόκληρο τον κόσμο: την κατάρρευση της αμερικανικής θέλησης και την υποχώρηση της αμερικανικής ισχύος”.
Σε αντίθεση με τον ισχυρισμό περί σοβιετικής πυρηνικής υπεροχής, ο Κίσινγκερ δεν αρνήθηκε ποτέ ότι ο σοβιετικός επεκτατισμός στον Τρίτο Κόσμο αποτελούσε απειλή για την ύφεση και την ισχύ των ΗΠΑ. “Ο χρόνος τελειώνει- η συνέχιση μιας παρεμβατικής πολιτικής πρέπει αναπόφευκτα να απειλήσει άλλες σχέσεις”, είπε σε μια ομιλία του τον Νοέμβριο του 1975. “Θα είμαστε ευέλικτοι και συνεργάσιμοι στη διευθέτηση των συγκρούσεων. . . . Αλλά δεν θα επιτρέψουμε ποτέ η αποκλιμάκωση να μετατραπεί σε τέχνασμα μονομερούς πλεονεκτήματος”. Ωστόσο, η πραγματικότητα ήταν ότι ελλείψει υποστήριξης από το Κογκρέσο -είτε για την υπεράσπιση του Νοτίου Βιετνάμ είτε για την υπεράσπιση της Αγκόλας- η κυβέρνηση Φορντ δεν είχε άλλη επιλογή από το να δεχτεί τη σοβιετική στρατιωτική επέκταση ή τουλάχιστον τις νίκες των σοβιετικών πληρεξουσίων. “Οι εσωτερικές μας διαφορές”, δήλωσε ο Κίσινγκερ τον Δεκέμβριο του 1975, “μας στερούν τόσο την ικανότητα να παρέχουμε κίνητρα για [σοβιετική] μετριοπάθεια, όπως στους περιορισμούς της εμπορικής πράξης, όσο και την ικανότητα να αντισταθούμε σε στρατιωτικές κινήσεις της Σοβιετικής Ένωσης, όπως στην Αγκόλα”.
Μπορεί, βέβαια, να συζητηθεί σε ποιο βαθμό ο Κίσινγκερ είχε δίκιο να ισχυρίζεται ότι με τη συνεχή υποστήριξη του Κογκρέσου για την αμερικανική βοήθεια, το Νότιο Βιετνάμ και ακόμη και η Αγκόλα θα μπορούσαν να είχαν σωθεί από τον κομμουνιστικό έλεγχο. Αλλά δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο Κίσινγκερ νοιαζόταν για την αναχαίτιση της εξάπλωσης των σοβιετικών συστημάτων. “Η αναγκαιότητα της ύφεσης, όπως την αντιλαμβανόμαστε, δεν αντανακλά την έγκριση της σοβιετικής εσωτερικής δομής”, δήλωσε το 1974. “Οι Ηνωμένες Πολιτείες έβλεπαν πάντα με συμπάθεια, με μεγάλη εκτίμηση, την έκφραση της ελευθερίας της σκέψης σε όλες τις κοινωνίες”. Αν ο Κίσινγκερ αρνήθηκε να αγκαλιάσει τον Σολζενίτσιν, αυτό δεν έγινε επειδή ο Κίσινγκερ ήταν ανεκτικός (και πολύ περισσότερο δεν συμπαθούσε κρυφά) το σοβιετικό μοντέλο. Ήταν επειδή πίστευε ότι η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να επιτύχει περισσότερα διατηρώντας σχέσεις συνεργασίας με τη Μόσχα.
Και σ’ αυτό, είχε σίγουρα δίκιο. Με τη χαλάρωση των εντάσεων τόσο στην Ευρώπη όσο και στον υπόλοιπο κόσμο, η ύφεση βοήθησε στη βελτίωση της ζωής τουλάχιστον ορισμένων ανθρώπων υπό κομμουνιστική κυριαρχία. Η εβραϊκή μετανάστευση από τη Σοβιετική Ένωση αυξήθηκε κατά την περίοδο που ο Κίσινγκερ ήταν σταθερά υπεύθυνος για την αποκλιμάκωση. Αφού ο Δημοκρατικός γερουσιαστής Henry “Scoop” Jackson της Ουάσινγκτον και άλλα γεράκια του Κογκρέσου προσπάθησαν να πιέσουν δημόσια τη Μόσχα να απελευθερώσει περισσότερους Εβραίους καθυστερώντας μια εμπορική συμφωνία ΗΠΑ-Σοβιετικής Ένωσης, η μετανάστευση μειώθηκε. Οι συντηρητικοί επικριτές του Κίσινγκερ αντιτάχθηκαν σθεναρά στην υπογραφή των Συμφωνιών του Ελσίνκι από τις Ηνωμένες Πολιτείες το καλοκαίρι του 1975, υποστηρίζοντας ότι αποτελούσαν επικύρωση των μεταπολεμικών σοβιετικών κατακτήσεων στην Ευρώπη. Αλλά με το να πείσει τους ηγέτες της Σοβιετικής Ένωσης να δεσμευτούν να σεβαστούν ορισμένα βασικά πολιτικά δικαιώματα των πολιτών τους ως μέρος των συμφωνιών – μια δέσμευση που δεν είχαν καμία πρόθεση να τηρήσουν – η συμφωνία τελικά υπονόμευσε τη νομιμότητα της σοβιετικής κυριαρχίας στην Ανατολική Ευρώπη.
Κανένα από αυτά τα γεγονότα δεν μπόρεσε να σώσει την κυβερνητική καριέρα του Κίσινγκερ. Μόλις ο Φορντ έφυγε, έφυγε και ο υπουργός Εξωτερικών του, χωρίς να επιστρέψει ποτέ σε υψηλό αξίωμα. Αλλά η βασική στρατηγική ιδέα του Κίσινγκερ συνέχισε να αποδίδει καρπούς για τα επόμενα χρόνια, ακόμη και υπό τους κύριους επικριτές της ύφεσης: Carter και Reagan. Ο Κάρτερ είχε επικρίνει τον Νίξον, τον Φορντ και τον Κίσινγκερ ότι δεν ήταν αρκετά συμπονετικοί στον ρεαλισμό τους, αλλά ο ίδιος ο σύμβουλός του σε θέματα εθνικής ασφάλειας, ο Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, τον έπεισε να γίνει σκληρός με τη Μόσχα. Στα τέλη του 1979, ο Κάρτερ αναγκάστηκε να προειδοποιήσει τους Σοβιετικούς να αποσύρουν τις δυνάμεις τους από το Αφγανιστάν αλλιώς θα αντιμετώπιζαν “σοβαρές συνέπειες”. Ο Ρέιγκαν, από την πλευρά του, κατέληξε να υιοθετήσει την πολιτική της ύφεσης ως δική του πολιτική σχεδόν κατ’ όνομα – και μάλιστα προχώρησε πέρα από όσα έκανε ο Κίσινγκερ για να μειώσει τις εντάσεις. Στην επιδίωξή του για προσέγγιση, ο Ρέιγκαν συμφώνησε να μειώσει το πυρηνικό οπλοστάσιο της Ουάσινγκτον κατά πολύ μεγαλύτερο ποσό από αυτό που ακόμη και ο Κίσινγκερ θεωρούσε συνετό. Η “εποχή Κίσινγκερ” δεν τελείωσε όταν αποχώρησε από την κυβέρνηση τον Ιανουάριο του 1977.
Αν και από τότε ξεχάστηκε, η αλήθεια αυτή αναγνωρίστηκε από τους πιο παρατηρητικούς συγχρόνους του Κίσινγκερ. Ο συντηρητικός σχολιαστής William Safire, για παράδειγμα, σημείωσε πόσο γρήγορα η κυβέρνηση Ρέιγκαν διείσδυσε στους “Κισινγκεριανούς” και τους “détenteniks”, ακόμη και αν ο ίδιος ο Κίσινγκερ κρατήθηκε μακριά. Στην πραγματικότητα, η διοίκηση Ρέιγκαν έγινε τόσο διαλλακτική που ήταν πλέον η σειρά του Κίσινγκερ να κατηγορήσει τον Ρέιγκαν ότι ήταν υπερβολικά ήπιος, όπως στην αντίδρασή του στην επιβολή στρατιωτικού νόμου στην Πολωνία. Ο Κίσινγκερ αντιτάχθηκε στα σχέδια για έναν αγωγό μεταφοράς φυσικού αερίου από τη Σοβιετική Ένωση στη Δυτική Ευρώπη με το σκεπτικό ότι θα έκανε τη Δύση “πολύ πιο υποκείμενη σε πολιτική χειραγώγηση από ό,τι είναι ακόμη και σήμερα”. (Αυτή η προειδοποίηση, όπως αποδείχθηκε, ήταν προφητική.) Και το 1987, ο Νίξον και ο Κίσινγκερ ανέβηκαν στη σελίδα με τα άρθρα των Los Angeles Times για να προειδοποιήσουν ότι η ετοιμότητα του Ρέιγκαν να συνάψει συμφωνία με τον Σοβιετικό ηγέτη Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, στην οποία και τα δύο κράτη θα απαλλάσσονταν από όλα τα πυρηνικά όπλα μεσαίου βεληνεκούς, πήγαινε πολύ μακριά. Σε αυτές τις επικρίσεις, ο υπουργός Εξωτερικών Τζορτζ Σουλτς έδωσε μια αποκαλυπτική απάντηση: “Έχουμε ξεπεράσει την ύφεση τώρα”.
Détente 2.0
Λαμβάνοντας υπόψη τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στις αρχές του 1969, η ύφεση, όπως την αντιλαμβανόταν ο Κίσινγκερ, είχε νόημα. Ανίκανη να νικήσει το Βόρειο Βιετνάμ, ταλαιπωρούμενη από στασιμοπληθωρισμό και βαθιά διχασμένη για τα πάντα, από τις φυλετικές σχέσεις μέχρι τα δικαιώματα των γυναικών, η Ουάσινγκτον δεν μπορούσε να παίξει σκληρό παιχνίδι με τη Μόσχα. Πράγματι, η αμερικανική οικονομία τη δεκαετία του 1970 δεν ήταν σε θέση να αντέξει τις αυξημένες αμυντικές δαπάνες συνολικά. (Η αποκλιμάκωση είχε και μια δημοσιονομική λογική, αν και ο Κίσινγκερ σπάνια την ανέφερε). Η ύφεση δεν σήμαινε -όπως ισχυρίζονταν οι επικριτές του Κίσινγκερ- αποδοχή, εμπιστοσύνη ή κατευνασμό των Σοβιετικών. Ούτε σήμαινε να τους επιτραπεί να αποκτήσουν πυρηνική υπεροχή, μόνιμο έλεγχο της Ανατολικής Ευρώπης ή μια αυτοκρατορία στον Τρίτο Κόσμο. Αυτό που σήμαινε ήταν η αναγνώριση των ορίων της ισχύος των Ηνωμένων Πολιτειών, η μείωση του κινδύνου θερμοπυρηνικού πολέμου με τη χρήση ενός συνδυασμού καρότων και μαστιγίων και η αγορά χρόνου για να ανακάμψουν οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Αυτό λειτούργησε. Είναι αλήθεια ότι ο Κίσινγκερ δεν εξασφάλισε το “αξιοπρεπές διάστημα” μεταξύ της απόσυρσης των Ηνωμένων Πολιτειών από το Νότιο Βιετνάμ και της κατάκτησης του Νότου από το Βορρά, ένα διάλειμμα που ήλπιζε ότι θα ήταν αρκετά μεγάλο για να περιορίσει τη ζημιά στην αξιοπιστία και τη φήμη της Ουάσινγκτον. Όμως η ύφεση επέτρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες να ανασυγκροτηθούν στο εσωτερικό τους και να σταθεροποιήσουν τη στρατηγική τους στον Ψυχρό Πόλεμο. Η αμερικανική οικονομία σύντομα καινοτόμησε με τρόπους που η Σοβιετική Ένωση δεν μπόρεσε ποτέ να καινοτομήσει, δημιουργώντας οικονομικά και τεχνολογικά πλεονεκτήματα που επέτρεψαν τη νίκη της Ουάσινγκτον στον Ψυχρό Πόλεμο. Η αποκλιμάκωση έδωσε επίσης στους Σοβιετικούς το σχοινί με το οποίο μπορούσαν να κρεμαστούν. Ενθαρρυμένοι από τις επιτυχίες τους στη Νοτιοανατολική Ασία και τη νότια Αφρική, πραγματοποίησαν μια σειρά λανθασμένων και δαπανηρών επεμβάσεων στον λιγότερο ανεπτυγμένο κόσμο, με αποκορύφωμα την εισβολή τους στο Αφγανιστάν το 1979.
Δεδομένης της σπάνια αναγνωρισμένης επιτυχίας της ύφεσης υπό αυτούς τους όρους, αξίζει να αναρωτηθούμε αν υπάρχουν μαθήματα που μπορούν να αντλήσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες σήμερα και τα οποία έχουν σχέση με τον ανταγωνισμό τους με την Κίνα. Ο Κίσινγκερ σίγουρα το πίστευε αυτό. Μιλώντας στο Πεκίνο το 2019, δήλωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα βρίσκονταν ήδη “στους πρόποδες ενός ψυχρού πολέμου”. Το 2020, εν μέσω της πανδημίας COVID-19, το αναβάθμισε σε ” περάσματα του βουνού”. Και ένα χρόνο πριν από το θάνατό του, προειδοποίησε ότι ο νέος ψυχρός πόλεμος θα είναι πιο επικίνδυνος από τον πρώτο, λόγω των εξελίξεων στην τεχνολογία, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, που απειλούν να καταστήσουν τα όπλα όχι μόνο ταχύτερα και ακριβέστερα, αλλά και δυνητικά αυτόνομα. Κάλεσε τις δύο υπερδυνάμεις να συνεργαστούν όποτε είναι δυνατόν για να περιορίσουν τους υπαρξιακούς κινδύνους αυτού του νέου ψυχρού πολέμου -και, ειδικότερα, να αποφύγουν μια δυνητικά κατακλυσμιαία αναμέτρηση για το αμφισβητούμενο καθεστώς της Ταϊβάν.
Όπως και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, πολλοί ειδικοί επικρίνουν αυτή την προσέγγιση στη σημερινή συζήτηση για την πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών έναντι της Κίνας. Ο Elbridge Colby, ο πιο στοχαστικός από τη νέα γενιά συντηρητικών στρατηγιστών, προέτρεψε την κυβέρνηση Biden να υιοθετήσει μια “στρατηγική άρνησης” για να αποτρέψει την Κίνα από το να αμφισβητήσει στρατιωτικά ένα status quo στο οποίο η Ταϊβάν απολαμβάνει de facto αυτονομία και μια ακμάζουσα δημοκρατία. Κατά καιρούς, η ίδια η κυβέρνηση Μπάιντεν φάνηκε να θέτει υπό αμφισβήτηση την πολιτική στρατηγικής ασάφειας της Ταϊβάν που εφαρμόζεται εδώ και μισό αιώνα, κατά την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες αφήνουν ασαφές το αν θα χρησιμοποιήσουν στρατιωτική δύναμη για να υπερασπιστούν το νησί. Και υπάρχει σχεδόν διακομματική συναίνεση ότι η προηγούμενη εποχή της δέσμευσης με το Πεκίνο ήταν λάθος, βασισμένη στην εσφαλμένη υπόθεση ότι το αυξημένο εμπόριο με την Κίνα θα φιλελευθεροποιούσε ως δια μαγείας το πολιτικό της σύστημα.
Ωστόσο, δεν υπάρχει κανένας καλός λόγος για τον οποίο οι υπερδυνάμεις της εποχής μας, όπως οι προκάτοχοί τους τη δεκαετία του 1950 και του 1960, θα πρέπει να υπομείνουν 20 χρόνια μπρα ντε φερ πριν περάσουν στη φάση της ύφεσης του ψυχρού πολέμου τους. Η αποκλιμάκωση 2.0 θα ήταν σίγουρα προτιμότερη από τη διεξαγωγή μιας νέας εκδοχής της κρίσης των πυραύλων της Κούβας πάνω από την Ταϊβάν, αλλά με αντιστροφή των ρόλων: το κομμουνιστικό κράτος να μπλοκάρει το κοντινό αμφισβητούμενο νησί και οι Ηνωμένες Πολιτείες να πρέπει να εκτελέσουν τον αποκλεισμό, με όλους τους συνακόλουθους κινδύνους. Αυτό είναι σίγουρα αυτό που πίστευε ο Κίσινγκερ τον τελευταίο χρόνο της μακράς ζωής του. Ήταν το κύριο κίνητρο για την τελευταία του επίσκεψη στο Πεκίνο λίγο μετά τα 100α γενέθλιά του.
Όπως και η ύφεση 1.0, μια νέα ύφεση δεν θα σήμαινε κατευνασμό της Κίνας, πολύ περισσότερο δεν θα περίμενε να αλλάξει η χώρα. Θα σήμαινε, για άλλη μια φορά, την εμπλοκή σε μυριάδες διαπραγματεύσεις: για τον έλεγχο των όπλων (που είναι επειγόντως αναγκαίος καθώς η Κίνα ενισχύει μανιωδώς τις δυνάμεις της σε κάθε τομέα)- για το εμπόριο- για τη μεταφορά τεχνολογίας, την κλιματική αλλαγή και την τεχνητή νοημοσύνη- και για το διάστημα. Όπως και η SALT, αυτές οι διαπραγματεύσεις θα είναι παρατεταμένες και κουραστικές -και ίσως ακόμη και χωρίς αποτέλεσμα. Αλλά θα ήταν η “συνάντηση πρόσωπο με πρόσωπο” που ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσόρτσιλ προτιμούσε γενικά από τον πόλεμο. Όσον αφορά την Ταϊβάν, οι υπερδυνάμεις θα μπορούσαν να κάνουν κάτι χειρότερο από το να ξεσκονίσουν την παλιά τους υπόσχεση, που δόθηκε από τον Κίσινγκερ, να συμφωνήσουν να διαφωνήσουν.
Η αποκλιμάκωση, φυσικά, δεν κάνει θαύματα. Στη δεκαετία του 1970, η πολιτική αυτή προσέφερε αναμφισβήτητα χρόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά ήταν μια σκακιστική στρατηγική που ίσως απαιτούσε υπερβολικά πολλές ανάλγητες θυσίες μικρότερων κομματιών στη σκακιέρα. Όπως παρατήρησε ένας Σοβιετικός αναλυτής, προβληματισμένος από την αντίθεση των ΗΠΑ στην επέμβαση της χώρας του στην Αγκόλα, “Εσείς οι Αμερικανοί προσπαθήσατε να πουλήσετε την ύφεση σαν απορρυπαντικό και ισχυριστήκατε ότι θα έκανε ό,τι μπορεί να κάνει ένα απορρυπαντικό”.
Οι επικριτές κατάφεραν τελικά να δηλητηριάσουν τον όρο. Τον Μάρτιο του 1976, ο Φορντ απαγόρευσε τη χρήση του στην εκστρατεία επανεκλογής του. Αλλά δεν υπήρξε ποτέ ένας λειτουργικός αντικαταστάτης. Ερωτηθείς τότε αν είχε έναν εναλλακτικό όρο, ο Κίσινγκερ έδωσε μια χαρακτηριστική ειρωνική απάντηση. “Χόρευα γύρω από τον εαυτό μου για να βρω έναν”, είπε. “Χαλάρωση των εντάσεων, μείωση των εντάσεων. Μπορεί κάλλιστα να καταλήξουμε και πάλι στην παλιά λέξη”.
Σήμερα, η διοίκηση Μπάιντεν έχει καταλήξει στη δική της λέξη: “μείωση των κινδύνων” (de-risking). Δεν είναι γαλλική, αλλά επίσης δεν είναι σχεδόν καθόλου αγγλική. Παρόλο που η αφετηρία αυτού του ψυχρού πολέμου είναι διαφορετική λόγω της πολύ μεγαλύτερης οικονομικής αλληλεξάρτησης μεταξύ των σημερινών υπερδυνάμεων, η βέλτιστη στρατηγική μπορεί να αποδειχθεί ουσιαστικά η ίδια με την προηγούμενη. Αν η νέα ύφεση πρόκειται να επικριθεί, τότε οι επικριτές δεν θα πρέπει να την παραποιήσουν με τον τρόπο που η ύφεση του Κίσινγκερ παραποιήθηκε τόσο συχνά από τους πολλούς εχθρούς του – για να μην βρεθούν, όπως ο Ρέιγκαν παλαιότερα, να κάνουν ουσιαστικά τα ίδια όταν βρεθούν στην αίθουσα συσκέψεων.
Πηγή : Foreign Affairs