Στις 14 Αυγούστου 1941, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Φράνκλιν Ρούσβελτ, και ο Βρετανός πρωθυπουργός, Γουίνστον Τσόρτσιλ, συναντήθηκαν κρυφά σε ένα πλοίο στα ανοικτά των ακτών της Newfoundland. Οι δύο ηγέτες συζήτησαν την στρατηγική του πολέμου, αλλά το πιο σημαντικό, εξέθεσαν το κοινό τους όραμα για έναν μεταπολεμικό κόσμο σε μια κοινή δήλωση που έγινε αργότερα γνωστή ως Ατλαντική Χάρτα (Atlantic Charter). Η χάρτα διατύπωσε κοινές αρχές και εδραίωσε όχι μόνο την διατλαντική συμμαχία, αλλά και το θεμέλιο μιας παγκόσμιας τάξης που έχει αντέξει για περισσότερα από 70 χρόνια.
Σήμερα, αυτή η συμμαχία έχει φτάσει σε χαμηλό σημείο. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, απείλησε να φύγει από το ΝΑΤΟ [1] και αναφέρθηκε στην Ευρώπη ως «εχθρό». [2]. Ορισμένοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έχουν κανονικοποιήσει την δυσφήμιση της συμμαχίας από την κυβέρνηση Trump. Σε συνεντεύξεις μαζί μας, μίλησαν για μια αναστροφή των ιστορικών κανόνων, υποστηρίζοντας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες επανέρχονται στην προ του 1941 απομόνωση και ότι οι τελευταίες οκτώ δεκαετίες της διατλαντικής συνεργασίας ήταν η εξαίρεση στον κανόνα.
Αλλά ο Τραμπ είναι η εξαίρεση. Η συμμαχία τελματώθηκε κάπως υπό προηγούμενες αμερικανικές διοικήσεις, αλλά ο Τραμπ έχει θέσει μια ανοιχτή απειλή σε μια εντελώς νέα κλίμακα για την συνεργασία Roosevelt και Churchill που κάποτε αποθανατίστηκε. Ο σημερινός πρόεδρος των ΗΠΑ ανταγωνίστηκε τους Ευρωπαίους ηγέτες, προκάλεσε δυσπιστία, και αμφισβήτησε την αξία της ίδιας της σχέσης.
Αλλά η διατλαντική συνεργασία δεν έχει ξεπεράσει το όριο εκείνο πέρα από το οποίο δεν μπορεί να αναβιώσει. Οι ηγέτες των ΗΠΑ και της Ευρώπης έχουν ήδη αρχίσει να κοιτάζουν πέρα από τον Τραμπ και προς νέες δυνατότητες για την συμμαχία. Στην ομιλία της για την Κατάσταση της Ένωσης [3] προχθές, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ursula von der Leyen, τόνισε ότι οι Ευρωπαίοι «πάντοτε θα λατρεύουν την διατλαντική συμμαχία» και ελπίζουν για «μια νέα διατλαντική ατζέντα». Πράγματι, η επιτυχημένη εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και της Ευρώπης εξακολουθεί να βασίζεται στην αποτελεσματική διατλαντική συνεργασία. Αυτό που χρειάζεται η συμμαχία είναι ανανέωση: μια ανανεωμένη δήλωση περί κοινού σκοπού και δημοκρατικών αξιών, μαζί με νέους θεσμούς αφιερωμένους στην κοινή δράση.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη εξακολουθούν να χρειάζονται ο ένας τον άλλον, και ο κόσμος χρειάζεται μια ζωηρή και ενεργητική Δύση για να διατηρήσει την παγκόσμια τάξη. Αν και ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν ότι το κέντρο της οικονομικής και πολιτικής δύναμης έχει μετατοπιστεί, η ισορροπία των υλικών πόρων εξακολουθεί να βρίσκεται στην Δύση, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη κερδίζουν σχεδόν το ήμισυ του παγκόσμιου εισοδήματος και συμμετέχουν σχεδόν στο ήμισυ των στρατιωτικών δαπανών του. Άλλες βιομηχανικές δημοκρατίες -όπως η Αυστραλία, η Ινδία, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα- αποτελούν αναπόσπαστο μέρος για την αντιμετώπιση της ανόδου της Κίνας και την ανάσχεση της Βόρειας Κορέας, αλλά η διατλαντική συμμαχία παραμένει το απαραίτητο θεμέλιο κάθε φιλελεύθερης τάξης ικανής να ενεργεί προς το παγκόσμιο συμφέρον.
Η Ευρώπη είναι ο «απαραίτητος εταίρος πρώτης καταφυγής» για τις Ηνωμένες Πολιτείες [4], είχε δηλώσει ο αντιπρόεδρος Joe Biden. Με αυτό το πνεύμα, αντί να εγκαταλείψουν την διατλαντική συμμαχία, οι ηγέτες των ΗΠΑ και της Ευρώπης θα πρέπει να σκεφθούν δημιουργικά για το μέλλον της. Θα πρέπει να αναζωογονήσουν την συνεργασία με μια νέα διατλαντική συμφωνία και ένα συμβούλιο: μια Ατλαντική Χάρτα του 21ου αιώνα, εξοπλισμένη να διαχειρίζεται όχι μόνο τις σημερινές αλλά και τις αυριανές κρίσεις.
Ο ΠΑΤΟΣ
Κατά την διάρκεια του Ψυχρού πολέμου και αμέσως μετά, η διατλαντική εταιρική σχέση φάνηκε να απολαμβάνει ένα αποκορύφωμα επιτυχίας. Αμερικανοί και Ευρωπαίοι ηγέτες συντόνιζαν τις κοινές ενέργειές τους σε μεγάλο βαθμό μέσω του ΝΑΤΟ [5]. Όμως, η υπεροχή αυτού του οργανισμού εξασθένισε σταδιακά μετά την αλλαγή της χιλιετίας και η ίδια η εταιρική σχέση φάνηκε να πέφτει θύμα της επιτυχίας της, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη έδωσαν λίγη προσοχή στην συντήρησή της. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, το ΝΑΤΟ ήταν το όχημα μόνο για την παρέμβαση στο Αφγανιστάν το 2001 και την επέμβαση στην Λιβύη το 2011 -αλλά όχι για οποιαδήποτε άλλη σημαντική δράση της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ.
Η διατλαντική σχέση υπέστη κάποιες πιέσεις κατά την προεδρία του Τζορτζ Μπους του νεότερου, αλλά ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα ενίσχυσε την συμμαχία και βοήθησε να διασφαλιστεί ότι τόσο τα βάρη όσο και η ηγεσία της μοιράζονται δίκαια. Ο Λευκός Οίκος επί Ομπάμα αναγνώρισε την σημασία της σχέσης, αλλά δεν την έκανε πάντα επείγουσα προτεραιότητα. Τα επιτεύγματα της συμμαχίας κατά την διάρκεια της θητείας του Ομπάμα, συμπεριλαμβανομένης της πυρηνικής συμφωνίας με το Ιράν [6] και της συμφωνίας του Παρισιού για το Κλίμα, ήταν συχνά δύσκολο να διακριθούν από τα παγκόσμια [επιτεύγματα]. Το μοναδικό ξεχωριστό διατλαντικό έργο -η Διατλαντική Εμπορική και Επενδυτική Εταιρική Σχέση (Transatlantic Trade and Investment Partnership), μια διμερής εμπορική συμφωνία- απέτυχε.
Αλλά αν η διατλαντική συμμαχία υπέστη κάποια καλόπιστη παραμέληση σε προηγούμενες διοικήσεις, κανένας πριν από τον Τραμπ δεν την αντιμετώπισε με ανοιχτή εχθρότητα. Ο Τραμπ δεν προκαλεί θαυμασμό, σεβασμό ή ακόμα και φόβο στην Ευρώπη, μόνο περιφρόνηση. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, έχει υποτιμήσει δημοσίως την Ευρωπαϊκή Ένωση και χαρακτήρισε το ΝΑΤΟ «παρωχημένο», και μέχρι που υποστήριξε ανοιχτά αντιδημοκρατικούς ηγέτες, κυρίως τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν. Ο Charles Kupchan, πρώην διευθυντής ευρωπαϊκών υποθέσεων στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας, μας είπε πως το ότι η παρούσα στιγμή είναι «υπαρξιακή» για την διατλαντική συμμαχία «οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον Τραμπ». Ο David O’Sullivan, πρώην πρεσβευτής της ΕΕ στις Ηνωμένες Πολιτείες, χαρακτήρισε την εξωτερική πολιτική του Trump «ανάποδη» και παραπονέθηκε ότι ο πρόεδρος «αντιμετωπίζει τους συμμάχους ως εχθρούς, και δυνητικούς εχθρούς ως συμμάχους». Ο Τραμπ έχει απομακρυνθεί από κοινές δεσμεύσεις, όπως η πυρηνική συμφωνία με το Ιράν, και περιφρόνησε τον χειρισμό της παγκόσμιας πανδημίας από την ΕΕ. Έχει οδηγήσει την συμμαχία σε χαντάκι.
Ως αποτέλεσμα του ανταγωνισμού του Τραμπ, ορισμένοι Ευρωπαίοι ηγέτες βλέπουν τώρα τις Ηνωμένες Πολιτείες ως μια ακόμα μεγάλη δύναμη, όπως η Κίνα ή η Ρωσία, έναντι της οποίας η Ευρώπη πρέπει να ισορροπήσει τα συμφέροντά της. Για παράδειγμα, η Γερμανία ήταν ο κορυφαίος υποστηρικτής της διατλαντικής συμμαχίας επί δεκαετίες. Ωστόσο, το 2018, ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών, Heiko Maas, κυκλοφόρησε μια νέα στρατηγική για τις ΗΠΑ σε μια γερμανική εφημερίδα. Έκανε έκκληση για επανευθυγράμμιση στις σχέσεις ΗΠΑ-Ευρώπης και μεγαλύτερη ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία. Κατά την άποψή του, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν πλέον να είναι έμπιστοι σύμμαχοι.
ΜΙΑ ΑΝΑΖΩΟΓΟΝΗΜΕΝΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ
Παρ’ όλο που φαίνεται ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη έχουν απομακρυνθεί, πολλοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και στις δύο ηπείρους εκτιμούν την διατλαντική σχέση και επιθυμούν να την αναζωογονήσουν. Ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, John Negroponte, μας είπε ότι «είναι πολύ σημαντικό για την επόμενη κυβέρνηση να επικεντρωθεί στην Ευρώπη». Ωστόσο, όπως σημείωσε ο Wolfgang Ischinger, ο Γερμανός πρώην πρέσβης στις Ηνωμένες Πολιτείες, «Αυτή η σχέση θα απαιτήσει πολύ περισσότερη φροντίδα και δέσμευση από ό, τι στο παρελθόν».
Τέτοιες προσπάθειες μπορεί να απαιτούν επανεξέταση ορισμένων θεσμικών δομών μέσω των οποίων λειτουργεί η συμμαχία. Οι ανησυχίες που απασχολούν τις Ηνωμένες Πολιτείες σήμερα -συμπεριλαμβανομένης της ανόδου της Κίνας, της επιθετικότητας της Ρωσίας, της κλιματικής αλλαγής, του κυβερνοχώρου, του εμπορίου, της τεχνολογίας και της δημόσιας υγείας- δεν ταιριάζουν σωστά κάτω από την ομπρέλα του ΝΑΤΟ [9], ούτε έχουν αντιμετωπιστεί επαρκώς από τις συνόδους κορυφής ΗΠΑ-ΕΕ. Όταν οι ηγέτες των ΗΠΑ και της ΕΕ συναντιούνται, τείνουν να το κάνουν μόνο σε σύντομο χρονικό διάστημα και να εμφανίζονται με κάτι παραπάνω από γενικές υποσχέσεις για συνεργασία. Αντίθετα, οι συναντήσεις του G-20, η στροφή προς την Ασία, ακόμη και τα πρώτα δύο χρόνια της επανεκκίνησης με την Ρωσία, παρήγαγαν συγκεκριμένα αποτελέσματα σε θέματα πιεστικής σημασίας.
Όμως, ενώ η Ουάσιγκτον μπορεί να μην είναι σε θέση να επιλύσει τα πιο σημαντικά προβλήματα εξωτερικής πολιτικής μόνο με την ευρωπαϊκή συνεργασία, είναι απίθανο να τα αντιμετωπίσει χωρίς αυτήν. Ομοίως, η Ευρώπη βασίζεται στην αμερικανική υποστήριξη και [στις αμερικανικές] εγγυήσεις ασφαλείας. Η Γερμανίδα καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ, και ο Γάλλος πρόεδρος, Εμμανουέλ Μακρόν, κάλεσαν την Ευρώπη να αναπτύξει στρατηγική αυτονομία. Ωστόσο, η Ευρώπη είναι απίθανο να είναι σε θέση να αποτρέψει την Ρωσία ή να αντιμετωπίσει μόνη της την τρομοκρατία στο εγγύς μέλλον, και έτσι το ΝΑΤΟ θα παραμείνει κεντρικό για την ασφάλειά της. Ούτε η Ευρώπη μπορεί να σταθεροποιήσει τη Μέση Ανατολή και την Βόρεια Αφρική χωρίς να συντονίσει στενά τις προσπάθειές της με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Για αυτούς τους λόγους, μεταξύ άλλων, οι Ευρωπαίοι ηγέτες μοιράζονται μια ευρεία συναίνεση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να παραμείνουν αναπόσπαστοι εταίροι -αρκεί να μην έχουν να κάνουν με τον Τραμπ.
ΜΙΑ ΝΕΑ ΑΤΛΑΝΤΙΚΗ ΧΑΡΤΑ
Για περισσότερα από 70 χρόνια, ξεκινώντας από την Ατλαντική Χάρτα, η διατλαντική συμμαχία υπήρξε ο κεντρικός κινητήρας της βασισμένης σε κανόνες διεθνούς τάξης. Η συμμαχία υποστήριξε το διεθνές ελεύθερο εμπόριο, την οικονομική ανάπτυξη και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η φιλελεύθερη τάξη, με την σειρά της, ωφέλησε πολύ την Δύση: η Ευρώπη δεν είναι πλέον διαλυμένη από πολέμους, αν και ο πρόσφατος ρωσικός τυχοδιωκτισμός είναι βαθιά ανησυχητικός. Όμως, άλλα μέρη του κόσμου έχουν επίσης ευημερήσει κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου. Για παράδειγμα, η οικονομική ανάπτυξη και το ελεύθερο εμπόριο ήραν εκατομμύρια ανθρώπους από την φτώχεια στην Κίνα.
Σήμερα, τα περιγράμματα ενός κόσμου χωρίς αυτήν την διατλαντική άγκυρα είναι όλο και πιο ευδιάκριτα. Υπονοούν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες καθοδηγούνται από τις ασύντακτες παρορμήσεις της κυβέρνησης Τραμπ καθώς η Κίνα διεκδικεί τις επιθυμίες της και η Ρωσία παρεμβαίνει στις υποθέσεις άλλων κρατών και επιτίθεται σε εκείνα [τα κράτη] που βρίσκονται στα σύνορά της. Μια πανδημία έχει σαρώσει τον κόσμο, αλλά η κυβέρνηση Τραμπ έχει δείξει αποστροφή στο να συνεργαστεί με την Ευρώπη για μια παγκόσμια απάντηση (κάτι για το οποίο έχει κάνει έκκληση ο αντιπρόεδρος Μπάιντεν ). Εν ολίγοις, η διατλαντική διολίσθηση έχει κάνει τις Ηνωμένες Πολιτείες πιο αδύναμες και τον κόσμο πιο επικίνδυνο.
Η διατλαντική συμμαχία πρέπει να αναζωογονηθεί. Όμως, οι σύγχρονες απαιτήσεις για την εταιρική σχέση ξεπερνούν το ισχύον πλαίσιο και απαιτούν νέες δομές. Για αυτόν τον λόγο, οι Δυτικοί ηγέτες πρέπει να καταρτίσουν μια έκδοση της Ατλαντικής Χάρτας για τον 21ο αιώνα –ας την ονομάσουμε Διατλαντική Συμφωνία Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης (Transatlantic Strategic Partnership Agreement, TSPA). Η Ατλαντική Χάρτα ξεδίπλωσε ένα όραμα που καθιέρωσε θεσμούς όπως τα Ηνωμένα Έθνη, το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ομοίως, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη πρέπει τώρα να ενημερώσουν το όραμά τους και να δημιουργήσουν νέους θεσμούς για να ανταποκριθούν στη νέα εποχή.
Μεταξύ αυτών των θεσμικών οργάνων θα ήταν ένα Διατλαντικό Συμβούλιο (Transatlantic Council), το οποίο θα διευκόλυνε την διακυβερνητική συνεργασία σε επίπεδο αρχηγών κρατών, υπουργών και στελεχών. Το συμβούλιο θα μπορούσε να καθιερώσει δομημένες συνομιλίες για τομείς κοινού ενδιαφέροντος, όπως συγκεκριμένες περιοχές [του κόσμου] ή η δημόσια υγεία. Το συμβούλιο θα μπορούσε να ασκεί περαιτέρω εποπτεία στις συνόδους κορυφής μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης. Αυτές θα μπορούσαν να βρίσκονται ένα επίπεδο πάνω από τις συνόδους κορυφής του ΝΑΤΟ: την πρώτη ημέρα, οι ηγέτες των ΗΠΑ και της Ευρώπης θα επικεντρωθούν στην αποστολή του ΝΑΤΟ για την συλλογική άμυνα, και την δεύτερη ημέρα, οι ηγέτες από τα κράτη μέλη του ΝΑΤΟ και της ΕΕ θα μπορούσαν να συζητούν για ευρύτερες διατλαντικές ανησυχίες εξωτερικής πολιτικής. Για να αντιμετωπίσει μελλοντικές κρίσεις, το συμβούλιο θα μπορούσε να χαράξει κοινές πολιτικές, για παράδειγμα, για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής ή για να βοηθήσει στην αξιολόγηση των παγκόσμιων τάσεων. Υπό την αιγίδα του ή εκείνη της TSPA, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη θα μπορούσαν να συντονίσουν στρατηγικές σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος, όπως η Κίνα, η Ρωσία, η ανάπτυξη ή ο κυβερνοχώρος.
Τελικά, οι νέοι θεσμοί μπορούν να βοηθήσουν στην αποκατάσταση του συνεργατικού ήθους που κάποτε χαρακτήριζε την διατλαντική σχέση. Κάποτε, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη βασίζονταν ο ένας στον άλλο σχεδόν ενστικτωδώς. Τώρα, πρέπει να εργαστούν για να αποκαταστήσουν αυτήν τη μηχανική μνήμη. Όχι μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη, αλλά και η ευρύτερη φιλελεύθερη τάξη χρειάζονται μια ανανέωση της διατλαντικής εταιρικής σχέσης.
Foreign Affairs:The World Still Needs a United West
Απόδοση: Γιάννης Κουτρουμπής