Η μικρής κλίμακας συνεργασία μπορεί να πετύχει εκεί όπου η παγκόσμια διπλωματία έχει αποτύχει
Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, διπλωμάτες από όλο τον κόσμο έχουν συνεδριάσει 26 φορές στην ετήσια Διάσκεψη των Συμβαλλόμενων Μερών (Conference of the Parties, COP) για να σχεδιάσουν τον αγώνα τους κατά της κλιματικής αλλαγής. Την Κυριακή, θα ξεκινήσουν την τελευταία τέτοιου είδους συγκέντρωση, την COP27, στην Αίγυπτο. Είναι επίκαιρη, ερχόμενη εν μέσω μιας ζωηρής περιόδου τυφώνων και μετά από ένα καλοκαίρι όπου τα κύματα καύσωνα έσπασαν ρεκόρ σε όλο τον κόσμο, μια ξηρασία στην Αφρική έθεσε 22 εκατομμύρια ανθρώπους σε κίνδυνο λιμοκτονίας, και πλημμύρες βύθισαν το ένα τρίτο του Πακιστάν.
Στην διάσκεψη, οι άνθρωποι θα δώσουν ως επί το πλείστον προσοχή σε αυτό που είναι βέβαιο ότι θα είναι μια διαδικασία λείανσης της παγκόσμιας διπλωματίας, όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται με συναίνεση ανάμεσα σε 197 έθνη. Οι κυβερνήσεις θα παλέψουν για το πόσο θα πρέπει να πληρώσουν οι πλουσιότερες χώρες για να βοηθήσουν τις φτωχότερες, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου αποζημίωσης των αναπτυσσόμενων κρατών για απώλειες και ζημιές που προκαλούνται από ολοένα και πιο σοβαρές καταστροφές που σχετίζονται με το κλίμα. Θα διαφωνήσουν για το ποιες χώρες υστερούν στις δεσμεύσεις τους και ποιες κάνουν τα περισσότερα για να καταπολεμήσουν την κλιματική κρίση. Θα υπάρξουν ατελείωτες συζητήσεις για την διαδικασία, οι οποίες συχνά θα επισκιάσουν την πραγματική ουσία του ελέγχου των εκπομπών και της διαχείρισης των κλιματικών επιπτώσεων. Δεν θα βοηθήσει το γεγονός ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα αποσπαστούν από μια ασυνήθιστα μακρά λίστα άλλων παγκόσμιων ανησυχιών: την τρέχουσα πανδημία, τις αυξανόμενες γεωπολιτικές εντάσεις μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας, μια επικείμενη παγκόσμια ύφεση, τις υψηλές τιμές ενέργειας και, φυσικά, τον χερσαίο πόλεμο στην Ευρώπη.
Η συνεργασία θα είναι σίγουρα απαραίτητη για τον περιορισμό των εκπομπών που προέρχονται από την παγκόσμια οικονομία. Αλλά ο περιορισμός των εκπομπών δεν χρειάζεται να εξαρτάται από την παγκόσμια συναίνεση. Πολλοί ακτιβιστές και ορισμένες κυβερνήσεις έχουν αρχίσει να υιοθετούν μια νέα θεωρία κλιματικής συνεργασίας που αποφεύγει την αναζήτηση συναίνεσης μεταξύ όλων των εθνών -σχεδόν πάντα μια συνταγή για τον ελάχιστο και βραδύτερο κοινό παρονομαστή. Αντίθετα, αυτή η νέα προσέγγιση εστιάζει, ανά τομέα, στις τεχνολογίες, τις επιχειρήσεις και τις πολιτικές που είναι απαραίτητες για την δημιουργία μιας καθαρότερης οικονομίας. Απαιτεί συνεργασία, τουλάχιστον αρχικά, μεταξύ βιομηχανικών ηγετών, επενδυτών, εργαζομένων, και κυβερνήσεων που είναι πιο ευθυγραμμισμένες για μια ταχύτερη μετάβαση μακριά από τον άνθρακα. Όταν οι πράσινες τεχνολογίες δεν είναι ακόμη ώριμες, ή για τα τμήματα της παγκόσμιας οικονομίας που δεν έχουν εμπειρία με την εφαρμογή βαθιών περικοπών στις εκπομπές -κάτι που ισχύει για τους περισσότερους τομείς στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου- η νέα προσέγγιση βασίζεται στην συνεργασία μικρών ομάδων, με κυβερνήσεις και εταιρείες με υψηλά κίνητρα να σχεδιάζουν και να δοκιμάζουν λύσεις. Καθώς αυτές οι τεχνολογίες ωριμάζουν, το κόστος τους θα μειωθεί και ο κόσμος θα εξοικειωθεί περισσότερο με το πόσο αποτελεσματικές είναι. Η συνεργασία μπορεί στην συνέχεια να επεκταθεί καθώς περισσότερες οικονομίες θα υιοθετούν αυτές τις ανώτερες, καθαρότερες τεχνολογίες.
Αυτό το ελπιδοφόρο όραμα έχει ήδη αρχίσει να βγάζει ρίζες. Η συμφωνία του Παρισιού, σχεδιασμένη για ευελιξία, επέτρεψε σε διάφορες χώρες να ακολουθήσουν διαφορετικές προσεγγίσεις για τη μείωση των εκπομπών. Και πέρυσι, στην COP26, υπήρξε άνευ προηγουμένου συμμετοχή από επιχειρήσεις και χρηματοπιστωτικές εταιρείες, καθώς και από κυβερνήσεις που, με διάφορους τρόπους, προσυπογράφουν αυτή τη νέα θεωρία αλλαγής. Χάρη εν μέρει στις συνεισφορές του ιδιωτικού τομέα και τις παρασκηνιακές συμφωνίες —υποστηριζόμενες από εθνικές πολιτικές που ανακοινώθηκαν στην COP26— ο κόσμος έχει επιταχύνει την επένδυσή του στην παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, στρέφεται όλο και περισσότερο στα ηλεκτρικά οχήματα, έχει επενδύσει σε συστήματα δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα για τον καθαρισμό των συμβατικών ορυκτών καυσίμων, και έκανε άλλες αλλαγές για να δημιουργήσει μια νέα, καθαρή οικονομία.
Βεβαίως, υπάρχει ακόμη ένας ρόλος για την παγκόσμια διπλωματία στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ζητήματα που οι μικρότερες ομάδες απλώς δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν —όπως ο καθορισμός συνολικών προσδοκιών για οικονομική και τεχνική βοήθεια προς τα φτωχότερα έθνη και η συμφωνία για ευρείς στόχους για τις παγκόσμιες εκπομπές. Σε αυτά τα θέματα, οι κυβερνήσεις θα έχουν συγκρούσεις και θα είναι δύσκολο να επιτευχθεί παγκόσμια συναίνεση. Αλλά η διαδικασία είναι αναπόφευκτη και αξίζει τον κόπο.
Σε πολλά θέματα που έχουν κυριαρχήσει την παγκόσμια κλιματική διπλωματία, ωστόσο, η ατελείωτη διαμάχη δεν έχει αποφέρει πολλά οφέλη. Ο κόσμος δεν θα έπρεπε να έχει περάσει επτά χρόνια συζητώντας τους κανόνες αναφοράς, και δεν θα έπρεπε τώρα να έχει μια μακρά συζήτηση σχετικά με τον ορισμό της «χρηματοδότησης για το κλίμα». Στην πραγματικότητα, οι τελευταίες δύο δεκαετίες παγκόσμιων διαπραγματεύσεων κατέστησαν σαφές ότι η προσπάθεια καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής μέσω σαρωτικών παγκόσμιων συμφωνιών που καλύπτουν κάθε τομέα και χώρα είναι πιο πιθανό να προκαλέσουν επιθετικότητα και αδιέξοδα από οτιδήποτε άλλο. Στην Αίγυπτο, λοιπόν, είναι σημαντικό να μην υπάρξει αποθάρρυνση από τις αναπόφευκτες διπλωματικές ρωγμές στις κορυφαίες διαπραγματεύσεις, όπως για το πώς να αποζημιωθούν οι χώρες για τις ζημιές της κλιματικής αλλαγής —όσο σημαντικές κι αν είναι τέτοιες διαπραγματεύσεις (και θέματα). Οι ακτιβιστές πρέπει να δώσουν μια νέα έμφαση σε αυτά που ήταν στο περιθώριο, όπου οι κυβερνήσεις και οι εταιρείες θα λαμβάνουν αποφάσεις που μπορούν επίσης να αναδιαμορφώσουν τον πλανήτη.
ΦΤΑΝΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΜΗΔΕΝ
Ο κύριος ένοχος της κλιματικής αλλαγής, το διοξείδιο του άνθρακα, είναι ένα εγγενές υποπροϊόν του τρόπου με τον οποίο ολόκληρος ο κόσμος χρησιμοποιεί την ενέργεια, και παραμένει στην ατμόσφαιρα και τους ωκεανούς για χιλιάδες χρόνια. Όσο περισσότερος άνθρακας εισέρχεται στην ατμόσφαιρα, τόσο περισσότερο αυξάνεται η στάθμη της θάλασσας, και τόσο χειρότερες γίνονται οι καταιγίδες, οι ξηρασίες, και άλλες συνέπειες της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Το σταμάτημα της κλιματικής αλλαγής απαιτεί μείωση των εκπομπών σχεδόν στο μηδέν μέσα στις επόμενες δεκαετίες.
Η εξάλειψη των εκπομπών άνθρακα θα απαιτήσει ριζικό μετασχηματισμό των περισσότερων βιομηχανιών, από τις αεροπορικές εταιρείες μέχρι την γεωργία. Κάθε τομέας έχει τα δικά του επιχειρηματικά μοντέλα και τα δικά του προβλήματα, και έτσι ο καθένας θα χρειαστεί μια μοναδική στρατηγική για να κάνει την αλλαγή. Ορισμένοι τομείς, όπως η γεωργία, θα απαιτήσουν πολλαπλές ιδιαίτερες προσεγγίσεις. Η μείωση της αποψίλωσης των δασών απαιτεί εν μέρει αναθεώρηση των πολιτικών για την χρήση της γης, ώστε να υπάρχουν ισχυρότερα κίνητρα για την προστασία των δασών και έτσι ώστε οι γεωργικές καλλιέργειες και η κτηνοτροφία να μην εισβάλλουν σε δασικές περιοχές. Η μείωση των εκπομπών από την παραγωγή λιπασμάτων, ωστόσο, απαιτεί μεγάλη ώθηση για την γεωργία ακριβείας (έτσι ώστε να χρειάζεται λιγότερα λιπάσματα), μαζί με μεθόδους δοκιμών και παραγωγής που μπορούν να συλλάβουν τις εκπομπές από τα εργοστάσια λιπασμάτων πριν διαφύγουν στην ατμόσφαιρα.
Για χρόνια, οι παγκόσμιοι διαπραγματευτές αγνόησαν την πραγματικότητα αυτών των κλαδικών και συγκυριακών διαστάσεων. Αντίθετα, εστίασαν σε συγκεντρωτικούς σκοπούς και στόχους -όπως οι παγκόσμιες περικοπές εκπομπών- που στην πραγματικότητα επέβαλαν μια προσέγγιση one-size-fits-all [στμ: μια λύση ταιριάζει σε όλους] που ήταν βέβαιο ότι θα αποτύγχανε. Αυτό άρχισε να αλλάζει με την συμφωνία του Παρισιού το 2015, η οποία επέτρεψε περισσότερους πειραματισμούς. Αντί να προσπαθούν να θέσουν στόχους και χρονοδιαγράμματα εκπομπών που θα ίσχυαν για κάθε χώρα, οι αρχιτέκτονες [της συμφωνίας] του Παρισιού επέτρεψαν σε κάθε έθνος να θέσει τους δικούς του στόχους και σχέδια -και στην συνέχεια να τα προσαρμόσει με την εξελισσόμενη εμπειρία και τις μεταβαλλόμενες πολιτικές προτιμήσεις. Αλλά η συμφωνία του Παρισιού ήταν ακόμα σε μεγάλο βαθμό προϊόν του παλιού συστήματος: μια πολυμερής έγκριση της μονομερούς δράσης. Δεν ήταν, από μόνη της, ένα πλαίσιο πρακτικής διεθνούς συνεργασίας.
Τέλος, στην COP26, που πραγματοποιήθηκε στην Γλασκώβη πέρυσι, η νέα προσέγγιση έκανε την εμφάνισή της. Υπήρχαν ομάδες κυβερνήσεων και βιομηχανικών εταιρειών σε πολλούς τομείς -συμπεριλαμβανομένης της αεροπορίας, της ηλεκτρικής ενέργειας, των οικονομικών, της δασοκομίας, των οδικών μεταφορών, του χάλυβα, και της ναυτιλίας- που αποκάλυψαν μεγάλα σχέδια για τη μείωση των εκπομπών. Σε κάθε βιομηχανικό τομέα, οι κορυφαίες χώρες και εταιρείες αναγνώρισαν την σημασία της συνεργασίας, αλλά σε διαχειρίσιμους αριθμούς. Στον τομέα του χάλυβα και του τσιμέντου, μικρές ομάδες κυβερνήσεων και εταιρειών συμφώνησαν να θεσπίσουν πρότυπα για προϊόντα μηδενικών εκπομπών και να χρησιμοποιήσουν τόσο τις δημόσιες προμήθειες όσο και τις ιδιωτικές αγορές για να στείλουν σαφή μηνύματα στους παραγωγούς να επενδύσουν σε καθαρότερες μεθόδους παραγωγής. Αυτό λειτούργησε˙ εταιρείες παραδίδουν ήδη τους πρώτους τόνους καθαρού χάλυβα στην αυτοκινητοβιομηχανία στην Σουηδία. Θα ακολουθήσουν κι άλλες. Στη ναυτιλία, μια ομάδα 20 χωρών συνεργάζεται με κορυφαίες επιχειρήσεις για την δημιουργία των πρώτων πράσινων ναυτιλιακών διαδρόμων στον κόσμο, όπου ζεύγη λιμένων συντονίζουν πρότυπα και επενδύσεις, ώστε νέα, πράσινα πλοία να μπορούν να πλέουν καθαρά μεταξύ τους. Στην γεωργία, μια συλλογή κρατών που παράγουν και καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες προϊόντων που προκαλούν αποψίλωση των δασών συμφώνησαν να συνεργαστούν για συστήματα διαφάνειας και ανιχνευσιμότητας, να στηρίξουν τους μικροκαλλιεργητές, να προωθήσουν την καινοτομία, και να βελτιώσουν τα εμπορικά τους συστήματα -παράγοντες που θα προστατεύουν καλύτερα τα δάση προάγοντας παράλληλα την τοπική ανάπτυξη.
Αξίζει να σημειωθεί πως, κανένα από αυτά τα ιδιωτικά ή δημόσια προγράμματα δεν αναπτύχθηκε μέσω της διαδικασίας της παγκόσμιας συναίνεσης. Αντίθετα, προέκυψαν ανεξάρτητα. Μερικές από αυτές τις πρωτοβουλίες γεννήθηκαν σε διεθνείς συγκεντρώσεις, αλλά κυρίως δημιουργήθηκαν σε μικρότερες «πολυμερείς» ομάδες, και έξω από τα φώτα της δημοσιότητας. Αυτό δεν τις εμπόδισε να γίνουν σημαντικές δυνάμεις στον αγώνα κατά των αερίων του θερμοκηπίου. Η Διεθνής Ηλιακή Συμμαχία (International Solar Alliance, ISA), για παράδειγμα, ανακοινώθηκε στα παρασκήνια του Παρισιού το 2015, με λίγες μόνο χώρες να συμμετέχουν. Τώρα έχει 110 υπογράφοντες.
ΑΛΜΑΤΑ ΠΙΣΤΗΣ
Κεντρικό στοιχείο αυτής της νέας θεωρίας αλλαγής είναι η ιδέα ότι ο βιομηχανικός μετασχηματισμός είναι συχνά επικίνδυνος και βυθισμένος στο άγνωστο. Το επίπεδο κινδύνου —και συνεπώς η στρατηγική της πολιτικής— εξαρτάται από το στάδιο της τεχνολογικής ανάπτυξης, το οποίο μπορεί να ποικίλλει ανά τομέα και εφαρμογή.
Γενικά, οι νέες τεχνολογίες είναι δαπανηρές στην δημιουργία και την δοκιμή, απαιτώντας εφευρέτες και επιχειρηματίες με υψηλά κίνητρα. Οι καλύτερες ιδέες είναι άγνωστες στην σύλληψή τους, και έτσι το να ξοδέψεις γι’ αυτές αποτελεί συνήθως ένα στοίχημα. Για την ανάπτυξη πράσινων τεχνολογιών, λοιπόν, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει όχι μόνο να βρουν τρόπους για να εντοπίσουν πολλά υποσχόμενες νέες ιδέες και φορείς, αλλά και να δημιουργήσουν χαρτοφυλάκια για να διαφοροποιήσουν τον επενδυτικό κίνδυνο. Ο χειρισμός αυτών των προκλήσεων απαιτεί μια ευκίνητη βιομηχανική πολιτική που ποικίλλει ανάλογα με τον τομέα και τις ανάγκες. Οι κυβερνήσεις και οι εταιρείες πρέπει να συνεργάζονται —συχνά διασυνοριακά. Για παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν δημιουργήσει μια συνεργασία για την προώθηση του καθαρού χάλυβα και άλλων μετάλλων, καθιστώντας σαφές στις κορυφαίες εταιρείες τους ότι η επιτυχημένη καινοτομία στα μέταλλα θα ανταμειφθεί σε πολλές αγορές. Οι πιθανές αποδόσεις, μαζί με την άμεση κρατική υποστήριξη για πολλά υποσχόμενες τεχνολογίες, μειώνουν τους κινδύνους του πειραματισμού.
Όταν αυτές οι τεχνολογίες ωριμάσουν, ο καλύτερος ρόλος για την [εκάστοτε] κυβέρνηση μετατοπίζεται από την επώαση εφευρέσεων που βυθίζονται στην αβεβαιότητα και την εκμάθηση της χρήσης νέων τεχνολογιών σε διαφορετικά περιβάλλοντα προς το να βοηθήσουν τις εταιρείες να κλιμακώσουν τις επιλογές που λειτουργούν καλύτερα. Αυτή η αλλαγή στρατηγικής είναι εμφανής, για παράδειγμα, στον τρόπο με τον οποίο η ηλιακή ενέργεια αναδύθηκε από μια τεχνολογία που βρισκόταν στο περιθώριο σε έναν από τους λιγότερο δαπανηρούς τρόπους παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Νωρίς, οι κυβερνήσεις στην Καλιφόρνια και την Ιαπωνία έριξαν χρήματα σε διάφορες τεχνολογικές επιλογές για ηλιακή ενέργεια. Σύντομα, άλλα κράτη, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, επένδυσαν επίσης. Έμαθαν ποιες τεχνολογίες λειτουργούσαν και ποιες όχι. Ξεκινώντας από την δεκαετία του 2000, οι καλύτερες επιλογές έγιναν σαφείς και τα όρια της παραγωγής μετατοπίστηκαν στην Κίνα, όπου η κυβέρνηση κλιμάκωσε την παραγωγή, οδηγώντας το κόστος ακόμη πιο χαμηλά.
Ένα μάθημα από αυτή την εμπειρία είναι η ανάγκη να αξιολογούνται συνεχώς τα πειράματα και να δοκιμάζονται τεχνολογίες σε διαφορετικά περιβάλλοντα για να διαπιστωθεί εάν πραγματικά λειτουργούν. Ένα άλλο είναι ότι μια διεθνής προσέγγιση για την ανάπτυξη και την δοκιμή τεχνολογίας είναι συχνά η πιο αποτελεσματική επειδή διευρύνει το πεδίο για πειραματισμό, μάθηση, και εφαρμογή νέων ιδεών. Ακολουθώντας αυτή την λογική, η Ινδία και πολλές άλλες χώρες έρχονται τώρα στο προσκήνιο και αναπτύσσουν ηλιακή ενέργεια σε μαζική κλίμακα.
Τα ηλεκτρικά οχήματα βρίσκονται στο κατώφλι μιας παρόμοιας υπερτροφοδοτούμενης ανάπτυξης -κάτι που κορυφαίες εταιρείες και κυβερνήσεις, συνεργαζόμενες, μπορούν και πάλι να προωθήσουν. Το 9% όλων των νέων επιβατικών αυτοκινήτων που πωλήθηκαν το 2021 ήταν ηλεκτρικά ή plug-in υβριδικά. Το μερίδιο αγοράς αυτών των οχημάτων έχει υπερτριπλασιαστεί από το 2019 και συνεχίζει να αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς. Οι κυβερνήσεις βοήθησαν στην ανάπτυξη της βιομηχανίας ξοδεύοντας εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια για κατασκευαστικά κίνητρα και πολιτικές που ενθαρρύνουν τις επενδύσεις σε εκτεταμένα δίκτυα σταθμών φόρτισης, και νομοθετώντας για να απαιτήσουν ολοένα χαμηλότερες εκπομπές ανά χιλιόμετρο. Τα ηλεκτρικά οχήματα και τα συστήματα φόρτισης θα γίνουν ακόμη πιο δημοφιλή εάν οι κυβερνήσεις μπορέσουν να εναρμονίσουν τους κανονισμούς τους ώστε να απαιτούν σχεδόν όλα τα οχήματα να επιτυγχάνουν μηδενικές εκπομπές -μια προσπάθεια που θα απαιτούσε συντονισμό μόνο σε έναν μικρό αριθμό κρατών. Η παγκόσμια αγορά οχημάτων είναι ιδιαίτερα συγκεντρωμένη: οι χώρες του G-7, η Βραζιλία, η Κίνα, και η Ινδία καλύπτουν πάνω από τα τρία τέταρτα όλων των πωλήσεων. Και στην Γλασκώβη, μια συμμαχία ρυθμιστικών Αρχών από τις μεγαλύτερες και πιο προηγμένες αγορές αυτοκινήτων έθεσε τα θεμέλια για τη μετάβαση στο μηδέν δημιουργώντας το Συμβούλιο Μετάβασης Οχημάτων Μηδενικών Εκπομπών (Zero Emission Vehicle Transition Council).
Σε πολλούς άλλους τομείς, μια παρόμοια ιστορία εκτυλίσσεται. Η παραγωγή καθαρού υδρογόνου, για παράδειγμα, έχει προσελκύσει μεγάλη προσοχή επειδή το υδρογόνο θα μπορούσε τουλάχιστον εν μέρει να αντικαταστήσει το συμβατικό φυσικό αέριο. Το υδρογόνο έχει επίσης χημικές ιδιότητες που θα μπορούσαν να του επιτρέψουν να μειώσει τις εκπομπές από βιομηχανίες -όπως του χάλυβας και των πλαστικών- που μέχρι στιγμής έχει αποδειχθεί δύσκολο να ελεγχθούν. Οι βιομηχανικές πολιτικές στην Ινδία, την Ιαπωνία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρώπη, και σε πολλά άλλα μέρη υποστηρίζουν πειράματα για μαζική παραγωγή, αποστολή, και εμπορία υδρογόνου χωρίς άνθρακα. Αυτό που χρειάζεται ο κόσμος στην συνέχεια είναι μια ζωηρή προσπάθεια —καθοδηγούμενη από αυτές τις πρωτοπόρες κυβερνήσεις και τις εταιρείες που υποστηρίζουν— για να αξιολογήσουν ποιες από αυτές τις προσεγγίσεις είναι πιο ελπιδοφόρες και να συντονίσουν τους κανόνες και τα πρότυπα για την παραγωγή, αποθήκευση, μεταφορά, και χρήση καθαρού υδρογόνου. Αλλά για να λειτουργήσει, αυτή η ρυθμιστική διαδικασία πρέπει να γίνει μέσα σε μικρές ομάδες των πιο παρακινημένων δρώντων, όχι σε φόρουμ που απαιτούν παγκόσμια συναίνεση, όπως η COP.
Αλλά ίσως ο πιο σημαντικός στόχος για επιθετική ρύθμιση είναι ο άνθρακας. Η μαύρη ουσία εξακολουθεί να είναι απαραίτητη για το παγκόσμιο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά είναι υπεύθυνη για περίπου το ένα πέμπτο όλων των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, και έτσι πρέπει να απορριφθεί (τουλάχιστον στην παρούσα ενσάρκωσή του). Τα τελευταία δύο χρόνια, πολλές κυβερνήσεις, διεθνείς οργανισμοί, μη κυβερνητικές οργανώσεις, και υποστηρικτές του ιδιωτικού τομέα συνεργάζονται για να βοηθήσουν τις χώρες να κατασκευάσουν νέους καθαρούς σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής και να απομακρυνθούν από τον άνθρακα. Πέρυσι στα παρασκήνια της COP26, η Γαλλία, η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, οι Ηνωμένες Πολιτείες, και η Ευρωπαϊκή Ένωση συμφώνησαν να παράσχουν στη Νότια Αφρική ένα πακέτο δανείων και επιχορηγήσεων πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων, ώστε να μπορέσει να απομακρύνει γρήγορα τον άνθρακα από το ενεργειακό της σύστημα. Η χρήση άνθρακα μειώνεται και αλλού στον κόσμο. Ο πόλεμος στην Ουκρανία ώθησε ορισμένες χώρες, όπως η Γερμανία, να επιστρέψει προσωρινά, αλλά το μέλλον του άνθρακα είναι ξεκάθαρο.
Η εξάλειψη του άνθρακα, φυσικά, θα μπορούσε να καταστρέψει οικονομικά ορισμένες τοπικές κοινότητες. Είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του γιατί, όταν οι ακτιβιστές μιλούν ορθώς για μια «δίκαιη μετάβαση» σε ένα μελλοντικό σύστημα καθαρής ενέργειας, ζητούν μια μετάβαση που θα φροντίζει τους ανθρώπους (και τους τόπους) που πλήττονται από τον έλεγχο της ρύπανσης. Για αυτόν τον λόγο τα καλύτερα προγράμματα —η προσπάθεια μείωσης του άνθρακα στη Νότια Αφρική, για παράδειγμα, ή τα νέα δάνεια και επιχορηγήσεις πράσινης ενέργειας από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης— περιλαμβάνουν όχι μόνο χρηματοδότηση για εναλλακτικές λύσεις άνθρακα αλλά και προγράμματα για να βοηθήσουν τις κοινότητες που πλήττονται περισσότερο από την αλλαγή.
ΟΙ ΣΠΟΡΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ
Εκτός από την παραγωγή ενέργειας, ο τομέας που χρειάζεται περισσότερο την κλιματική μεταρρύθμιση είναι η γεωργία, η οποία ευθύνεται περίπου για το 25% των παγκόσμιων εκπομπών. Ρυπαίνει με μεγάλη ποικιλία τρόπων, από την παραγωγή λιπασμάτων και την αποψίλωση των δασών έως τις μεγάλες εκπομπές μεθανίου —ένα ισχυρό αέριο του θερμοκηπίου— από την καλλιέργεια ρυζιού και την κτηνοτροφία.
Όμως, όπως και η ηλεκτρική ενέργεια, η γεωργία είναι έτοιμη για μετασχηματισμό. Για δεκαετίες, εφευρέτες έχουν αναπτύξει φθηνούς τρόπους δραματικής μείωσης των εκπομπών από την γεωργία. Για παράδειγμα, προηγμένες τεχνικές για την καλλιέργεια ρυζιού και την παραγωγή κρέατος μπορούν να μειώσουν τις εκπομπές μεθανίου κατά το ήμισυ ή περισσότερο. (Αν οι άνθρωποι έτρωγαν λιγότερο κρέας, ειδικά βοδινό, θα βοηθούσε επίσης). Με νέες τεχνικές, η γεωργία θα μπορούσε ακόμη και να απορροφήσει διοξείδιο του άνθρακα από την ατμόσφαιρα. Τα φυτά απορροφούν το αέριο μέσω της φωτοσύνθεσης και οι επιστήμονες μπόρεσαν να δημιουργήσουν καλλιέργειες που τοποθετούν μέρος του αερίου στις ρίζες τους. Εάν οι αγρότες χρησιμοποιήσουν αυτές τις καλλιέργειες και αποφύγουν την άμεση άροση της γης, ο άνθρακας θα συσσωρευτεί στο έδαφος και όχι στην ατμόσφαιρα, κάτι που θα μπορούσε να μειώσει την υπερθέρμανση του πλανήτη.
Τέτοιες αλλαγές δεν θα είναι εύκολο να γίνουν. Το ένα τέταρτο του ενεργού πληθυσμού του κόσμου είναι αγρότες, και έτσι ο τομέας είναι γεμάτος από παγιωμένα συμφέροντα και ριζωμένες μεθόδους που είναι δύσκολο να σπάσουν. Επίσης, τα κράτη δεν έχουν δώσει κίνητρα στον κλάδο για να δοκιμάσει και να εφαρμόσει ευρέως τις νέες τεχνικές. Αλλά υπάρχει μια λύση, και είναι η ίδια που ισχύει για την κλιματική μάχη γενικά: διάσπαση του τομέα σε μικρότερες μονάδες για να γίνει πολιτικά και διοικητικά εύχρηστος. Τα κράτη και οι εταιρείες, για παράδειγμα, θα μπορούσαν να έχουν ομάδες που εστιάζουν ειδικά στα λιπάσματα˙ άλλες ομάδες θα μπορούσαν να εργαστούν σε προηγμένες καλλιέργειες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που δεσμεύουν άνθρακα στις ρίζες τους˙ και ούτω καθεξής.
Αυτή η διαδικασία θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμη για να σταματήσει η αποψίλωση των δασών. Σχεδόν όλη η αποψίλωση των δασών προέρχεται από θεσμούς που επιτρέπουν κακές πρακτικές διαχείρισης της γης, συμπεριλαμβανομένων των κακώς σχεδιασμένων κανόνων που διέπουν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας καθώς και κανονισμών που υπονομεύουν τα ανθρώπινα δικαιώματα. (Πολλοί κάτοικοι των δασών στις τροπικές περιοχές είναι αυτόχθονες κοινότητες, και πάρα πολλά κράτη διευκολύνουν τις γεωργικές επιχειρήσεις να τους εκδιώξουν από τα σπίτια τους). Αλλά τα κατεστημένα συμφέροντα καθιστούν αδύνατο για τον κόσμο να δημιουργήσει αποτελεσματικές παγκόσμιες συμφωνίες για τα δάση. Θα ήταν πολύ καλύτερο να ακολουθήσουμε μια πολυμερή προσέγγιση που θα επικεντρώνεται στον μικρό αριθμό χωρών — συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ευθύνονται για την συντριπτική πλειοψηφία της αποψίλωσης των δασών. Εάν ο συνασπισμός για την αποψίλωση των δασών συμπεριλάβει αρκετή οικονομική βαρύτητα, θα μπορούσε να δημιουργήσει κυρώσεις, όπως εμπορικούς φραγμούς, για τις χώρες που δεν κάνουν αρκετά για να προστατεύσουν τα δέντρα τους. Πράγματι, ένας μετριοπαθής συνασπισμός χωρών έχει ήδη δεσμεύσει 12 δισεκατομμύρια δολάρια για να βοηθήσει στην προστασία των δασών. Εκείνο που είναι κρίσιμο τώρα είναι αυτές οι κυβερνήσεις να ξοδεύουν τούτα τα χρήματα με σύνεση σε μια ποικιλία από πιθανές λύσεις και να αξιολογούν συχνά τι λειτουργεί.
ΠΡΑΣΙΝΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΤΑΞΗ
Στον απόηχο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι πολιτικοί ηγέτες συνεργάστηκαν για να μεταμορφώσουν τον τρόπο αλληλεπίδρασης των μεγάλων δυνάμεων. Για να αποτρέψουν μια άλλη Μεγάλη Ύφεση, για παράδειγμα, δημιούργησαν νέα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (GATT) —τον πρόδρομο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.
Για να αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή, η διεθνής κοινότητα πρέπει να ξανασκεφτεί το πώς η διπλωματία και οι θεσμοί μπορούν να προωθήσουν την συνεργασία. Πρωταρχικά, πρέπει να αναγνωρίσει ότι το σταμάτημα των εκπομπών άνθρακα απαιτεί πρόοδο κατά τομείς. Παρ’ όλες τις συζητήσεις για την ανάγκη για παγκόσμιες λύσεις και πολιτικές που καλύπτουν ολόκληρη την παγκόσμια οικονομία, η πρόοδος στην βαθιά απο-ανθρακοποίηση επιτυγχάνεται καλύτερα μέσω μεμονωμένων βιομηχανιών. Οι κυβερνήσεις πρέπει να παρέχουν σε αυτές τις βιομηχανίες τους πόρους και τα κίνητρα για να πειραματιστούν και να δοκιμάσουν πράσινες στρατηγικές και τεχνολογίες. Εάν συνεργαστούν διεθνώς, μπορούν να δημιουργήσουν πολύ ισχυρότερα κίνητρα για επενδύσεις, μεταξύ άλλων με την δημιουργία παγκόσμιων αγορών που αποφέρουν πολύ μεγαλύτερες οικονομίες κλίμακας.
Οι επιχειρήσεις, επίσης, θα πρέπει να σκεφτούν να εργαστούν σε μικρότερες ομάδες για την καταπολέμηση των εκπομπών. Η αεροπορική βιομηχανία, για παράδειγμα, κάνει πολλά για να προωθήσει πιο οικολογικά καύσιμα, σχέδια αεροσκαφών, και κινητήρες. Αλλά ο κύριος εμπορικός φορέας της, ο Διεθνής Οργανισμός Πολιτικής Αεροπορίας, είναι πολύ μεγάλος ώστε τα μέλη του για να επιτύχουν μια εφαρμόσιμη συναίνεση, και επομένως δεν προωθεί το τεχνολογικό μέτωπο. Αντίθετα, ο τομέας θα ήταν σε καλύτερη κατάσταση εάν τα μέλη του εργάζονταν μέσω πιο διαχειρίσιμων συνασπισμών που επικεντρώνονται σε συγκεκριμένα προβλήματα, όπως ένας συνασπισμός αφιερωμένος στην διασφάλιση ότι τα αειφόρα αεροπορικά καύσιμα είναι επεκτάσιμα και πραγματικά βιώσιμα, ή ένας που να δώσει την δυνατότητα για την πρώτη εμπορική χρήση αεροπλάνων ηλεκτρικής πρόωσης και υδρογόνου. Ομοίως, ένας λόγος που οι πολλές διαφορετικές παγκόσμιες πρωτοβουλίες για την προστασία των δασών δεν έχουν ακόμη αποφέρει πραγματική πρόοδο είναι ότι τείνουν να είναι μεγάλες και εκτεταμένες, απαιτώντας πολλή συζήτηση παρά δράση. Εάν οι περιβαλλοντικοί ακτιβιστές θέλουν να εφεύρουν έναν εφαρμόσιμο τρόπο για να σώσουν τα δέντρα του κόσμου, θα πρέπει να περιορίσουν αυτές τις πρωτοβουλίες.
Αλλά η σύνθεση μικρών ομάδων μπορεί να είναι κρίσιμη. Οι βαθιές περικοπές στις εκπομπές, για παράδειγμα, δεν θα επεκταθούν σε ολόκληρο τον πλανήτη, εκτός εάν οι τέσσερις μεγάλοι γεωπολιτικοί πόλοι του κόσμου –οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Κίνα, η Ευρωπαϊκή Ένωση, και η Ινδία– βρουν όλοι έναν τρόπο να εμπλακούν. Κάθε ένα από αυτά τα κέντρα εξουσίας έχει κάτι να συνεισφέρει. Πρέπει να κάνουν περισσότερα για να συνεργαστούν, μεταξύ άλλων να εντοπίσουν τεχνολογίες για μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα στην οποία οι επιστήμονές τους μπορούν να συνεργαστούν.
Αυτή η νέα θεωρία της αλλαγής -με την εστίασή της στο να ξεκινάμε από τα μικρά μεγέθη- μπορεί να υποδηλώνει ότι η COP27 είναι λιγότερο κρίσιμη από ό,τι πιστεύεται ευρέως. Άλλωστε, τα κράτη που συγκεντρώθηκαν εκεί είναι απίθανο να καταλήξουν σε μια κορυφαία συμφωνία που θα προωθήσει σοβαρά τον αγώνα. Αντίθετα, το συνολικό τους πακέτο πιθανότατα θα είναι γεμάτο με διαφωνίες και θα περιλαμβάνει πολλές κούφιες λύσεις, όπως συνέβαινε στο παρελθόν. Ως αποτέλεσμα, οι ακτιβιστές θα μπορούσαν να ξεγράψουν την όλη διαδικασία ως αποτυχία.
Ωστόσο, ακόμη και αν η γενική συμφωνία αποτύχει, η διάσκεψη μπορεί να είναι επιτυχημένη – ή τουλάχιστον να μην εμποδίσει την δυναμική που ήδη υπάρχει. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία στην Αίγυπτο δεν θα είναι η πολυμερής διπλωματία των μεγάλων ζητημάτων αλλά, αντ’ αυτού, οι πρακτικές, παρασκηνιακές συνεδριάσεις κυβερνήσεων και εταιρειών που είναι πρόθυμες και ικανές να επιβάλουν αλλαγές. Για να πετύχει η διάσκεψη, οι συνασπισμοί που επικεντρώνονται στην βιομηχανία και κάνουν τα περισσότερα θα πρέπει να φιλοξενούν εκδηλώσεις που θα εστιάζονται στην αξιοπιστία, την αποδεδειγμένη δράση, και τον μετασχηματισμό του συστήματος. Αυτή η διαδικασία θα δείξει το πού κατευθύνονται οι τεχνολογίες, οι επιχειρήσεις και οι γεωργικές πρακτικές˙ το γιατί αυτή η τροχιά είναι πιστευτή˙ και το τι μπορούν να κάνουν οι κυβερνήσεις για να υποστηρίξουν τους [κατά περίπτωση] τομείς καθώς πραγματοποιούν την μετάβασή τους. Εάν ο κόσμος θέλει να απελευθερωθεί από τον άνθρακα, θα πρέπει να δώσει προσοχή.