Πώς ο πόλεμος στην Ουκρανία μετέτρεψε τη Μόσχα σε δευτερεύοντα εταίρο του Πεκίνου
Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει αποκόψει την Ρωσία από μεγάλο μέρος του Δυτικού κόσμου. Έχοντας υποστεί ένα μπαράζ από κυρώσεις, καταγγελίες στα διεθνή μέσα ενημέρωσης, και εξοστρακιστεί από παγκόσμιες πολιτιστικές εκδηλώσεις, οι Ρώσοι αισθάνονται όλο και πιο μόνοι. Όμως το Κρεμλίνο μπορεί να στηριχθεί σε τουλάχιστον έναν βασικό πυλώνα στήριξης: την Κίνα. Η απόφαση του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν, να εισβάλει στην Ουκρανία ανάγκασε την Ρωσία να στραφεί προς τον ομόλογό της ευρασιατικό γίγαντα, με ταπεινότητα.
Στον εικοστό αιώνα, η Σοβιετική Ένωση αντιμετώπιζε την Κίνα -τουλάχιστον μέχρι την σινοσοβιετική διάσπαση της δεκαετίας του 1960- ως μια φτωχότερη ξαδέλφη, μια χώρα που έπρεπε να καθοδηγηθεί και να βοηθηθεί στην άβολη πρόοδό της προς την αξιοπρέπεια. Δεκαετίες μετά, τα χαρτιά έχουν αλλάξει αποφασιστικά. Η Κίνα έχει για αρκετό καιρό καυχηθεί για μια πιο εύρωστη και δυναμική οικονομία, σπουδαιότερη τεχνολογική ικανότητα, και μεγαλύτερη παγκόσμια πολιτική και οικονομική επιρροή από την Ρωσία. Αυτή η ασυμμετρία προορίζεται να γίνει πιο έντονη τα επόμενα χρόνια, καθώς το καθεστώς του Πούτιν εξαρτάται από το Πεκίνο για την επιβίωσή του. Η Κίνα πιθανότατα θα καταβροχθίσει περισσότερο από το συνολικό εμπόριο της Ρωσίας. Θα γίνει βασική αγορά για τις ρωσικές εξαγωγές (κυρίως φυσικούς πόρους), ενώ οι Ρώσοι καταναλωτές θα βασίζονται όλο και περισσότερο στα κινεζικά προϊόντα. Και θα εκμεταλλευτεί την δύσκολη θέση της Ρωσίας για να επιβεβαιώσει το ρενμίνμπι ως κυρίαρχο περιφερειακό και σημαντικό διεθνές νόμισμα.
Για να κρατήσουν την Κίνα ευτυχισμένη, οι Ρώσοι ηγέτες δεν έχουν άλλη επιλογή από το να αποδεχτούν δυσμενείς όρους στις εμπορικές διαπραγματεύσεις, να υποστηρίξουν τις κινεζικές θέσεις σε διεθνή φόρουμ όπως τα Ηνωμένα Έθνη, ακόμη και να περιορίσουν τις σχέσεις της Μόσχας με άλλες χώρες, όπως η Ινδία και το Βιετνάμ. Στα γραπτά πολλών Δυτικών αναλυτών, η Κίνα και η Ρωσία εμφανίζονται συχνά ως ένα ζευγάρι, δύο μεγάλες αυταρχικές δυνάμεις που επιδιώκουν να αναθεωρήσουν την διεθνή τάξη. Αλλά η σχέση τους δεν είναι μια σχέση ίσων. Η εξάρτηση του Κρεμλίνου από την Κίνα θα μετατρέψει την Ρωσία σε χρήσιμο εργαλείο σε ένα ευρύτερο παιχνίδι για το Zhongnanhai [στμ: το κεντρικό αρχηγείο του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος], ένα τεράστιο πλεονέκτημα στον ανταγωνισμό του Πεκίνου με την Ουάσιγκτον.
ΚΑΤΑΛΗΦΘΕΙΣΑ ΕΞΑΠΙΝΗΣ
Πριν από την απρόκλητη ρωσική επίθεση στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου, Κινέζοι διπλωμάτες και αξιωματικοί των πληροφοριών προσπάθησαν να κατανοήσουν τη μεγάλη συσσώρευση ρωσικών στρατευμάτων στα σύνορα με την Ουκρανία και να αξιολογήσουν τις προειδοποιήσεις των ΗΠΑ ότι πλησιάζει πόλεμος. Το Πεκίνο ήταν κατηγορηματικά επιφυλακτικό για τους συναγερμούς που ηχούσε η Ουάσιγκτον, υποθέτοντας, όπως πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, ότι το κόστος της εισβολής για την Ρωσία θα υπερέβαινε κατά πολύ τα πιθανά οφέλη. Παρά τις εικασίες ότι ο Πούτιν ενημέρωσε τουλάχιστον εν μέρει τον Κινέζο πρόεδρο, Σι Τζινπίνγκ, εκ των προτέρων για το σχέδιό του, το ξέσπασμα του πολέμου φάνηκε να τρόμαξε την Κίνα και να της έφερε ένα δύσκολο δίλημμα: Ποια θέση πρέπει να λάβει; Εάν η Κίνα υποστήριζε την Ρωσία, θα μπορούσε να εκτεθεί σε κυρώσεις και να χάσει την πρόσβαση στην Δυτική τεχνολογία και [τις Δυτικές] αγορές, μια δυσάρεστη προοπτική. Αλλά αν η Κίνα επέκρινε τις ενέργειες του Πούτιν, θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τους δεσμούς της με την Ρωσία.
Το Πεκίνο βλέπει την σχέση του με τη Μόσχα ως ύψιστης σημασίας για διάφορους λόγους. Οι δύο χώρες μοιράζονται τεράστια σύνορα 4.200 χιλιομέτρων. Η οικονομική σχέση τους είναι απόλυτα συμπληρωματική: η Ρωσία είναι πλούσια σε φυσικούς πόρους αλλά χρειάζεται τεχνολογία και επενδύσεις, ενώ η Κίνα μπορεί να προσφέρει τεχνολογία και επενδύσεις αλλά χρειάζεται φυσικούς πόρους. Η Ρωσία είναι επίσης μια βασική πηγή εξελιγμένων όπλων για την Κίνα, μια ροή όπλων που έχει αυξηθεί την τελευταία δεκαετία. Ως αυταρχικά κράτη, και οι δύο χώρες υποστηρίζουν η μια την άλλη εντός διεθνών θεσμών, με κύριο μεταξύ αυτών το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Αποφεύγουν να επικρίνουν η μια την άλλη για θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και ακολουθούν παρόμοιες προσεγγίσεις σε πολλά παγκόσμια ζητήματα, όπως ο καθορισμός προτύπων για την διακυβέρνηση του Διαδικτύου, το οποίο αμφότερες οι χώρες πιστεύουν ότι πρέπει να ελέγχεται αυστηρότερα σε εθνικό επίπεδο. Ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, και ο Πούτιν έχουν στενή σχέση, μοιράζονται ταυτόχρονα μια νοσταλγική και οργισμένη επιθυμία να ξαναφέρουν τις χώρες τους σε προηγούμενες καταστάσεις μεγαλείου. Η διμερής σχέση εμψυχώνεται από ένα αίσθημα παράπονου και σκοπού -που στρέφεται κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες, τις οποίες η Κίνα και η Ρωσία κατηγορούν ότι επιδιώκουν να τους αρνηθούν την δίκαιη θέση τους στον κόσμο- ένα αίσθημα που έχει γίνει πιο ισχυρό όσο τα πολιτικά συστήματα της Ρωσίας και της Κίνας έχουν γίνει υποκείμενα της προσωποκρατικής διακυβέρνησης του Σι και του Πούτιν.
Αυτές οι σκέψεις διαμόρφωσαν την προβλέψιμη απάντηση της Κίνας στην εισβολή του Φεβρουαρίου στην Ουκρανία. Το Πεκίνο στράφηκε στην δοκιμασμένη και επαληθευμένη προσέγγισή του κατά την διάρκεια προηγούμενων κρίσεων που πυροδοτήθηκαν από τον τυχοδιωκτισμό του Κρεμλίνου, όπως ο πόλεμος του 2008 στην Γεωργία, η προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, και η παρέμβαση της Ρωσίας στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 2016. Η Κίνα επιμόνως παρέμεινε ουδέτερη. Με Ουκρανούς και Δυτικούς συνομιλητές, Κινέζοι αξιωματούχοι σημείωσαν ότι η κυβέρνησή τους υποστήριξε την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας και επεδίωκε ένα γρήγορο τέλος του πολέμου. Με τους Ρώσους ομολόγους τους, Κινέζοι αξιωματούχοι τόνισαν ότι οι στενές σχέσεις με την Ρωσία παραμένουν αδιατάρακτες, ότι το Πεκίνο αντιτάσσεται στις μονομερείς κυρώσεις της Δύσης, και ότι αποδέχεται την θέση της Ρωσίας ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ και ο ζήλος της Ουάσιγκτον να προωθήσει τις υπό την ηγεσία των ΗΠΑ στρατιωτικές συμμαχίες σε όλο τον κόσμο είχε επισπεύσει την σύγκρουση.
Οι Δυτικές προσπάθειες να βγάλουν την Κίνα από αυτή την ουδετερότητα έχουν μέχρι στιγμής αποτύχει. Οι Κινέζοι ηγέτες δεν πιστεύουν ότι έχουν πολλά να κερδίσουν από την επικριτική στάση απέναντι στις ενέργειες της Ρωσίας. Γνωρίζουν πολύ καλά ότι οι βαθύτερες αιτίες των διαφωνιών μεταξύ της χώρας τους και της Δύσης, όπως είναι υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών, δεν θα εξαφανιστούν εάν το Πεκίνο συμπαραταχθεί με την Ουκρανία. Η Κίνα φοβάται επίσης την πιθανή κατάρρευση του καθεστώτος του Πούτιν υπό το βάρος των άνευ προηγουμένου οικονομικών κυρώσεων, ένα αποτέλεσμα που θα ήταν ξεκάθαρα αντίθετο προς τα κινεζικά συμφέροντα. Η Κίνα βλέπει μια Ρωσία εχθρική προς την Δύση ως πλεονέκτημα και ένα νέο καθεστώς στη Μόσχα με φιλοδυτικές τάσεις θα ήταν στρατηγικός εφιάλτης. Οι Κινέζοι ηγέτες γνωρίζουν επίσης ότι είναι απίθανο να αλλάξουν την ρωσική σκέψη για την Ουκρανία˙ ο Πούτιν πιστεύει ότι ο πόλεμος είναι απαραίτητος για την ασφάλεια της χώρας του και της δικής του κληρονομιάς. Επιπλέον, η Κίνα δεν έχει τις δυνατότητες ή την εμπειρία για να παίξει σημαντικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις στον πόλεμο. Ως αποτέλεσμα, ο Xi και η ομάδα της εξωτερικής πολιτικής του δεν έχουν καν προσπαθήσει να βοηθήσουν στην διαμεσολάβηση.
ΣΕ ΚΑΛΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Η Κίνα βρίσκει [μια ακροσφαλή] ισορροπία, αρνούμενη να πιέσει την Ρωσία αλλά και προσπαθώντας να αποφύγει πιθανές οικονομικές συνέπειες που επιβάλλονται από την Δύση. Επέλεξε να ακολουθήσει τους περιορισμούς των κυρώσεων και τους ελέγχους των εξαγωγών των ΗΠΑ —τουλάχιστον προς το παρόν. Πολλές κινεζικές εταιρείες έχουν παγώσει τα έργα τους στην Ρωσία ή αναστέλλουν τις δραστηριότητές τους. Ομοίως, οι κινεζικοί κρατικοί ενεργειακοί κολοσσοί ήταν απρόθυμοι να εξαγοράσουν ρωσικά στοιχεία (τώρα διαθέσιμα με μεγάλες εκπτώσεις) που ανήκουν σε Δυτικές εταιρείες, όπως η BP και η Shell, φοβούμενοι ότι θα εκτεθούν σε μελλοντικές κυρώσεις των ΗΠΑ.
Αλλά η συμμόρφωση της Κίνας με τις κυρώσεις δεν σημαίνει ότι το Πεκίνο δεν υποστηρίζει οικονομικά τη Μόσχα. Αν μη τι άλλο, η υποστήριξή του είναι ισχυρότερη. Η Κίνα εκμεταλλεύτηκε την οικονομική αναστάτωση του πολέμου, τοποθετώντας τον εαυτό της σε μια εναλλακτική αγορά για ρωσικά προϊόντα που πωλούνταν στις ευρωπαϊκές αγορές. Έχει εκμεταλλευτεί πλήρως τις ευκαιρίες να αγοράζει ρωσικά εμπορεύματα φθηνά μέσω βραχυπρόθεσμων συμφωνιών που δεν κινδυνεύουν με παραβιάσεις των κυρώσεων.
Από τον Φεβρουάριο, η Κίνα αύξησε τις αγορές ρωσικών υδρογονανθράκων. Καθώς η Ευρώπη μειώνει την εξάρτησή της από την ρωσική ενέργεια και άλλους ορυκτούς πόρους, το Κρεμλίνο έχει λίγες επιλογές εκτός από το να ανακατευθύνει τις εξαγωγές του στην Ασία —κυρίως στην Κίνα, μια φυσική επιλογή λόγω της γεωγραφίας, των υφιστάμενων χερσαίων αγωγών πέραν του θαλασσίου εμπορίου, και της δυνατότητας παροχής μέσων πληρωμής σε [κινεζικό νόμισμα] γιουάν ως εναλλακτική λύση ως προς αυτά που συνδέονται με δολάρια ΗΠΑ, ευρώ, γιεν Ιαπωνίας, ελβετικά φράγκα, ή βρετανικές λίρες. Αυτή η τάση είναι ήδη σε εξέλιξη. Τους τελευταίους επτά μήνες, οι ρωσικές εξαγωγές προς την Κίνα αυξήθηκαν κατά 48,8% στα 61,45 δισεκατομμύρια δολάρια, αντανακλώντας όχι μόνο την άνοδο των παγκόσμιων τιμών των εμπορευμάτων αλλά και τις αυξημένες αποστολές ρωσικού πετρελαίου.
Από το 2014, τα κινεζικά προϊόντα αντικαθιστούν σταδιακά τα ευρωπαϊκά στην ρωσική αγορά και το 2016, η Κίνα ξεπέρασε για πρώτη φορά την Γερμανία ως η κύρια πηγή βιομηχανικών εργαλείων της Ρωσίας. Η συνδυασμένη επίδραση του αυξανόμενου κόστους υλικοτεχνικής υποστήριξης και των κυρώσεων θα περιορίσει την διαθεσιμότητα πολλών ευρωπαϊκών αγαθών στην Ρωσία, κι έτσι οι Ρώσοι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις θα στραφούν τελικά σε περισσότερες κινεζικές εναλλακτικές. Μάλιστα, τους τελευταίους επτά μήνες, οι εισαγωγές από την Κίνα στην Ρωσία αυξήθηκαν κατά 5,2% στα 36,3 δισεκατομμύρια δολάρια. Καθώς η Κίνα γίνεται ο κύριος εμπορικός εταίρος της Ρωσίας τόσο για τις εξαγωγές όσο και για τις εισαγωγές για την Ρωσία, περισσότερη από αυτή την δραστηριότητα θα πραγματοποιηθεί σε ρενμίνμπι. Το κινεζικό νόμισμα θα γίνει το de facto αποθεματικό νόμισμα για την Ρωσία ακόμη και χωρίς να είναι πλήρως μετατρέψιμο, αυξάνοντας την εξάρτηση της Μόσχας από το Πεκίνο. Αυτή η μετατόπιση βρίσκεται ήδη σε καλό δρόμο, όπως αποδεικνύεται από την εκθετική αύξηση του όγκου των συναλλαγών ρενμίνμπι στο χρηματιστήριο της Μόσχας, που για πρώτη φορά ξεπέρασε το ευρώ σε εμπορευσιμότητα.
Τέτοιες συναλλαγές με την Κίνα θα έχουν κόστος για την Ρωσία. Η Κίνα δεν θα είναι σε θέση να αναπληρώσει τις απώλειες της Ρωσίας στις ευρωπαϊκές αγορές. Επιπλέον, η εξάρτηση της Μόσχας από το Πεκίνο θα δώσει στην Κίνα τεράστια μόχλευση και θα μπορέσει να αποσπάσει παραχωρήσεις από την Ρωσία που προηγουμένως θα θεωρούνταν παράλογα μονόπλευρες. Για παράδειγμα, στις τρέχουσες διαπραγματεύσεις για έναν νέο αγωγό που θα συνδέει κοιτάσματα φυσικού αερίου στην Δυτική Σιβηρία με την κινεζική αγορά, το Πεκίνο θα είναι σε θέση να επιβάλει μια φόρμουλα τιμής που θα ωφελεί τους Κινέζους πελάτες, θα κάνει το ρενμίνμπι το νόμισμα της σύμβασης, και θα περιορίζει τη νομική του υποχρέωση στο να αγοράζει μόνο το ελάχιστο της χωρητικότητας του αγωγού. Επομένως, οι πρόσθετες αγορές φυσικού αερίου θα υπόκεινται στην επιθυμία του Πεκίνου (ή στην έλλειψή της) να αγοράσει. Η Μόσχα είναι πιθανό να συμφωνήσει με αυτούς τους όρους –δεν έχει εναλλακτική– παρέχοντας στο Πεκίνο όχι μόνο φθηνό αέριο αλλά και μελλοντική μόχλευση στις διαπραγματεύσεις του με προμηθευτές υγροποιημένου φυσικού αερίου, όπως το Κατάρ και οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Μόλις πριν από έναν χρόνο, τέτοιες προϋποθέσεις θα ήταν απαράδεκτες για το Κρεμλίνο. Αλλά τώρα οι επιλογές της Ρωσίας εξατμίζονται, δίνοντας στην Κίνα το πάνω χέρι. Οι Ρώσοι αξιωματούχοι δεν είναι τυφλοί απέναντι σε αυτή την δυναμική, αλλά ο πόλεμος έχει αναγκάσει το Κρεμλίνο σε έναν απεχθή πραγματισμό. Όσο η Κίνα παρέχει μια ταμειακή ροή που μπορεί να κρατήσει το καθεστώς στην ζωή και να διατηρήσει την αντιπαράθεσή του με την Δύση, το Κρεμλίνο θα αποδέχεται τις κινεζικές απαιτήσεις. Για την Κίνα, η κύρια πρόκληση θα είναι η διαχείριση του ρίσκου για αντίποινα από τις ΗΠΑ, όπως οι δευτερεύουσες κυρώσεις σε πιθανές κινεζικές συναλλαγές με ρωσικές οντότητες στις οποίες έχουν επιβληθεί κυρώσεις ή οι παραβιάσεις των καθεστώτων ελέγχου των εξαγωγών. Ωστόσο, οι Κινέζοι ηγέτες ελπίζουν ότι θα γλιτώσουν από το να προκαλέσουν τους ομολόγους τους των ΗΠΑ, εάν οι συναλλαγές τους με την Ρωσία δεν παραβιάζουν ρητά τις κυρώσεις. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, θεωρούν, είναι απίθανο να ξεκινήσουν έναν εμπορικό πόλεμο με την δεύτερη μεγαλύτερη παγκόσμια οικονομία εν μέσω μιας επικείμενης ύφεσης στη μάταιη επιδίωξη να σπάσουν την πολεμική μηχανή του Πούτιν.
ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑ ΣΤΟ ΠΕΚΙΝΟ
Στη Μόσχα, η πραγματικότητα αρχίζει να αναδύεται. Ακόμη και πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, η σινο-ρωσική σχέση ήταν ολοένα και πιο μονόπλευρη. Πολλοί Ρώσοι αξιωματούχοι, συμπεριλαμβανομένων των υψηλότερων κλιμακίων εξουσίας, φοβούνταν ότι το να έρθουν πιο κοντά στην Κίνα -χωρίς να βελτιώσουν ταυτόχρονα τις σχέσεις με τις Δυτικές χώρες και να κάνουν την ρωσική οικονομία πιο ανταγωνιστική- θα κατέληγε να περιορίσει την στρατηγική αυτονομία της Ρωσίας. Ωστόσο, οι δεσμοί με την Κίνα αναπτύσσονταν σταθερά. Πριν από την προσάρτηση της Κριμαίας από τον Πούτιν το 2014, η Κίνα αντιπροσώπευε περίπου το 10% του συνολικού εμπορίου της Ρωσίας˙ μέχρι το τέλος του 2021, η Κίνα αντιπροσώπευε το 18%. Αυτός ο αριθμός είναι πιθανό μόνο να αυξηθεί στον απόηχο του πολέμου στην Ουκρανία. Δεν είναι ρεαλιστικό να φανταστούμε ένα εγγύς μέλλον όταν η Κίνα ελέγχει πάνω από τις μισές εμπορικές ροές της Ρωσίας και έχει γίνει σημαντική πηγή τεχνολογίας σε σημαντικούς τομείς όπως οι τηλεπικοινωνίες, οι μεταφορές, και η παραγωγή ενέργειας. Σε ένα τέτοιο σενάριο, το Πεκίνο θα είχε τεράστια μόχλευση επί της Ρωσίας που δεν θα δίσταζε να χρησιμοποιήσει. Για παράδειγμα, στο μέλλον η Κίνα θα μπορούσε να ζητήσει από την Ρωσία να εγκαταλείψει τους αμυντικούς δεσμούς της με την Ινδία και το Βιετνάμ ή να υποστηρίξει φωναχτά τις εδαφικές διαφορές της Κίνας στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας και την διεκδίκησή της επί της Ταϊβάν.
Το σχίσμα με την Δύση δεν θα επιδιορθωθεί όσο ο Πούτιν βρίσκεται στο Κρεμλίνο και πιθανώς ακόμη και μετά από την διακυβέρνησή του. Η Ρωσία μετατρέπεται σε ένα γιγάντιο ευρασιατικό Ιράν: αρκετά απομονωμένο, με μια μικρότερη και πιο καθυστερημένη τεχνολογικά οικονομία χάρη στις εχθροπραξίες της προς την Δύση, αλλά εξακολουθεί να είναι πολύ μεγάλη και πολύ σημαντική για να θεωρείται άσχετη. Η Κίνα θα είναι ο μεγαλύτερος εξωτερικός εταίρος της Ρωσίας, μείζων αγοραστής εξαγωγών, μείζων πηγή εισαγωγών, και μείζων διπλωματικός εταίρος (ιδιαίτερα καθώς η Ινδία συνεχίζει να απομακρύνεται από την Ρωσία προς τις δημοκρατίες στον Ινδο-Ειρηνικό και την Ευρώπη). Η γηράσκουσα κυρίαρχη ελίτ στο Κρεμλίνο, μυωπικά προσηλωμένη στην Ουάσιγκτον, θα είναι ακόμη πιο πρόθυμη να υπηρετήσει ως υποτελής της Κίνας καθώς [η Κίνα] ανεβαίνει για να γίνει ο κύριος αντίπαλος των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η Κίνα θα ωφεληθεί πολύ. Το Πεκίνο είναι απίθανο να διασώσει τη Μόσχα ή να βοηθήσει σημαντικά στον εκσυγχρονισμό της ρωσικής οικονομίας. Η Κίνα, ωστόσο, θα κάνει αρκετά για να διατηρήσει ένα φιλικό καθεστώς στο Κρεμλίνο —και να προωθήσει τα κινεζικά εθνικά συμφέροντα— αγοράζοντας ρωσικούς φυσικούς πόρους σε χαμηλές τιμές, επεκτείνοντας την αγορά της κινεζικής τεχνολογίας, προωθώντας τα κινεζικά τεχνολογικά πρότυπα, και καθιστώντας το ρενμίνμπι ως προεπιλεγμένο περιφερειακό νόμισμα της βόρειας Ευρασίας. Δεδομένης της αυξανόμενης μόχλευσής του, το Πεκίνο θα μπορέσει να αποσπάσει από τη Μόσχα κάτι που ήταν αδιανόητο πριν από έναν χρόνο: πρόσβαση στα πιο εξελιγμένα ρωσικά όπλα και στα σχέδιά τους, προνομιακή πρόσβαση στην ρωσική Αρκτική, διευθέτηση των κινεζικών συμφερόντων ασφαλείας στην Κεντρική Ασία, και την υποστήριξη της Ρωσίας —ως μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ— για τις θέσεις της Κίνας σε όλα τα περιφερειακά και παγκόσμια ζητήματα, κυρίως στις εδαφικές διαφορές μεταξύ της Κίνας και των γειτόνων της. Στην πραγματικότητα, το Κρεμλίνο θα έχει προστατευθεί από την πίεση της Δύσης σε βάρος της απώλειας ενός πολύ μεγάλου βαθμού στρατηγικής αυτονομίας του. Αυτή η κατάσταση πραγμάτων είναι πιθανό να επιμείνει δυνητικά πέρα από την κυριαρχία του Πούτιν. Η Κίνα θα μπορούσε να κερδίσει πιέζοντας την Ρωσία πολύ σκληρά και πολύ γρήγορα, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε εθνικιστική αντίδραση και να ασκήσει πίεση στον Πούτιν να αντισταθεί στις κινεζικές απαιτήσεις. Αλλά η πραγματική αλλαγή στην σχέση θα απαιτούσε μια προθυμία από την πλευρά του Κρεμλίνου να απελευθερωθεί πλήρως από την στιβαρή αγκαλιά της Κίνας και μια προθυμία της Δύσης για εκ νέου εμπλοκή με την Ρωσία. Και για το άμεσο μέλλον, καμία από αυτές τις εξελίξεις δεν φαίνεται πιθανή.