Η περσινή αντεπίθεση απέτυχε αλλά η Δύση μπορεί να αποτρέψει μια ρωσική νίκη αυτή τη χρονιά
Η αποτυχία των επιθέσεων , τόσο από την Ουκρανία όσο και από τη Ρωσία το 2023, άρχισε να διαμορφώνει την άποψη ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει φτάσει σε αδιέξοδο. Η εικόνα μιας επ’ αόριστον αλλά στατικής σύγκρουσης προκαλεί αίσθημα κόπωσης στις πρωτεύουσες των εταίρων του Κιέβου: αν καμία από τις δύο πλευρές δεν είναι πιθανό να σημειώσει ουσιαστική πρόοδο, το status quo εμφανίζεται σταθερό, απαιτώντας ελάχιστη επείγουσα πολιτική προσοχή.
Η αίσθηση αυτή του αδιεξόδου, είναι όμως βαθύτατα λανθασμένη. Τόσο η Μόσχα όσο και το Κίεβο βρίσκονται σε έναν αγώνα δρόμου για την ανασυγκρότηση της επιθετικής μαχητικής ισχύος. Σε μια σύγκρουση αυτής της κλίμακας, η διαδικασία αυτή θα απαιτήσει χρόνο. Το πρώτο εξάμηνο του 2024 μπορεί να φέρει λίγες αλλαγές στον έλεγχο του ουκρανικού εδάφους, το υλικό, η εκπαίδευση του προσωπικού και οι απώλειες που θα καταγράψει η κάθε πλευρά τους επόμενους μήνες θα κρίνουν τη μακροπρόθεσμη πορεία της σύγκρουσης. Ουσιαστικά, η Δύση βρίσκεται αυτή τη στιγμή αντιμέτωπη με ένα κρίσιμο δίλημμα : είτε να στηρίξει την Ουκρανία ώστε οι ηγέτες της να μπορέσουν να υπερασπιστούν το έδαφός τους και να προετοιμαστούν για μια επίθεση το 2025 ή να παραχωρήσει ένα σοβαρό πλεονέκτημα στη Ρωσία.
Η υπαρκτή ασάφεια σχετικά με τη μακροπρόθεσμη παροχή βοήθειας στην Ουκρανία δημιουργεί τον κίνδυνο να προσφέρει στη Ρωσία όχι μόνο πλεονεκτήματα στο πεδίο της μάχης αλλά και περαιτέρω ενθάρρυνση. Ο στόχος να οδηγηθεί η Μόσχα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων έχει ήδη υπονομευτεί, καθώς το Κρεμλίνο πιστεύει τώρα ότι μπορεί να αντιμετωπίσει τις προθέσεις της Δύσης. Εάν επομένως δεν αναληφθούν σαφείς δεσμεύσεις στις αρχές του 2024, to Κρεμλίνο θα εμφανιστεί πιο αποφασιστικό.
Το τι θα κάνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη τους επόμενους έξι μήνες θα καθορίσει το μέλλον. Η μία εκδοχή είναι η Ουκρανία να ενισχύσει τις δυνάμεις της για να ανανεώσει τις επιθετικές επιχειρήσεις και να υποβαθμίσει τη ρωσική στρατιωτική ισχύ σε βαθμό που το Κίεβο να μπορέσει να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις έχοντας τη δυνατότητα να ασκήσει πίεση ώστε να επιβάλει μια διαρκή ειρήνη. Η δεύτερη, είναι να βυθιστεί η Ουκρανία σ’ έναν αγώνα μάχης που θα την αφήσει εξαντλημένη και αντιμέτωπη με την τελική υποταγή, λόγω έλλειψης προμηθειών και εκπαιδευμένου προσωπικού.
Οι διεθνείς εταίροι της Ουκρανίας πρέπει να θυμούνται ότι το πρώτο αποτέλεσμα είναι επιθυμητό όχι μόνο για τους Ουκρανούς. Είναι απαραίτητο να προστατευτεί ο διεθνής κανόνας ότι τα σύνορα των κρατών δεν αλλάζουν με τη βία. Μια ενεργοποιημένη και ενθαρρυμένη Ρωσία θα αποτελούσε διαρκή απειλή για το ΝΑΤΟ, υποχρεώνοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες να εγγυώνται επ’ αόριστον στην Ευρώπη την αποτροπή. Αυτό θα περιόριζε την ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να παρουσιάζουν τη δύναμή τους στον Ινδο-Ειρηνικό, αυξάνοντας έτσι σημαντικά τον κίνδυνο σύγκρουσης για την Ταϊβάν. Η Δύση μπορεί να επιλέξει ποια κατεύθυνση θα πάρει η ιστορία. Αλλά πρώτα πρέπει να αναγνωρίσει τη σοβαρότητα της απόφασης που καλείται να πάρει σήμερα.
ΧΡΟΝΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ
Αν η επίθεση του ουκρανικού στρατού το 2023 είχε εξελιχθεί σύμφωνα με το σχέδιο, οι δυνάμεις του θα είχαν διαπεράσει τη λεγόμενη γραμμή Σουροβικίν της Ρωσίας στην επαρχία Ζαπορίζια και θα είχαν απελευθερώσει τη Μελιτούπολη, αποκόπτοντας τους δρόμους που συνδέουν τη Ρωσία με την Κριμαία. Σε συνδυασμό με τις ουκρανικές ναυτικές επιχειρήσεις, αυτό θα είχε θέσει την Κριμαία υπό πολιορκία. Ο στόχος αυτός ήταν φιλόδοξος αλλά εφικτός. Ο κυριότερος λόγος που απέτυχε ήταν ότι οι ουκρανικές μονάδες που είχαν αναλάβει να ηγηθούν της επίθεσης δεν είχαν επαρκή χρόνο για να εκπαιδευτούν και να προετοιμαστούν.
Τον Ιούλιο του 2022, το Ηνωμένο Βασίλειο, μαζί με άλλους εταίρους της Ουκρανίας, δημιούργησε την επιχείρηση Interflex για την εκπαίδευση των ουκρανικών στρατευμάτων. Εκείνη την εποχή, η Ουκρανία χρειαζόταν απεγνωσμένα περισσότερες μονάδες για να κρατήσουν αμυντικές θέσεις, οπότε η Interflex όρισε ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης διάρκειας πέντε εβδομάδων, δίνοντας προτεραιότητα σε ζωτικής σημασίας ασκήσεις για αμυντικές επιχειρήσεις. Αυτό το πρόγραμμα των πέντε εβδομάδων εξακολουθεί να υφίσταται, αλλά η αποστολή έχει αλλάξει ριζικά.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο βρετανικός στρατός θεωρούσε ότι 22 εβδομάδες ήταν ο ελάχιστος απαιτούμενος χρόνος προκειμένου να προετοιμαστεί ένας στρατιώτης πεζικού για τη μάχη. Μετά από αυτή την αρχική περίοδο, οι στρατιώτες κατατάσσονταν σε μονάδες και έπαιρναν μέρος σε συλλογική εκπαίδευση στα τάγματα. Τα ουκρανικά στρατεύματα ήταν ανεπαρκώς εκπαιδευμένα για επιθετικές επιχειρήσεις ακόμη και πριν από τον Μάιο του 2023, έχοντας μόλις και μετά βίας προλάβει να μάθουν πώς να χειρίζονται τον πρόσφατα δωρισμένο εξοπλισμό. Αλλά καθώς οι ρωσικές δυνάμεις ενίσχυαν τις αμυντικές τους θέσεις, η επίθεση δεν μπορούσε να καθυστερήσει.
Ο κυριότερος λόγος για τον οποίο απέτυχε η αντεπίθεση της Ουκρανίας ήταν ότι οι δυνάμεις της είχαν πολύ λίγο χρόνο για να εκπαιδευτούν.
Το ουκρανικό προσωπικό είχε επίσης πολύ λίγες ευκαιρίες να εκπαιδευτεί συλλογικά. Στον πόλεμο, δεν έχει σημασία μόνο ο αριθμός των στρατευμάτων που αναπτύσσονται καθώς η ισχύς του ανθρώπινου δυναμικού ενός στρατού είναι συνάρτηση του πόσο καλά συντονίζονται οι μικρές μονάδες, ακόμη και όταν είναι διασκορπισμένες σε μια ευρεία περιοχή. Η μορφολογία του εδάφους της Ουκρανίας απαιτεί ιδιαίτερα επιδέξιο σχεδιασμό. Τα δέντρα εμποδίζουν τις μονάδες να έχουν οπτική επαφή μεταξύ τους. Η απειλή του πυροβολικού οδηγεί σε μεγαλύτερη διασπορά και οι λόχοι είναι συχνά διασκορπισμένοι σε μέτωπο σχεδόν δύο μιλίων. Το έδαφος στη Ζαπορίζια ενθαρρύνει ιδιαίτερα τους διοικητές να πολεμούν με απομονωμένους λόχους. Σε αυτό το γεωγραφικό πλαίσιο, απαιτείται η ικανότητα συγχρονισμού της δραστηριότητας πέρα από την οπτική επαφή κάθε μονάδας, ώστε οι μονάδες να μπορούν να αλληλοϋποστηρίζονται και η μία να αξιοποιεί τα κέρδη της άλλης.
Ωστόσο, η συλλογική εκπαίδευση στον ουκρανικό στρατό σπάνια πραγματοποιείται πάνω από το επίπεδο του λόχου και η ανάγκη στελέχωσης νέων μονάδων έχει επίσης αφήσει τις περισσότερες από αυτές χωρίς έμπειρους αξιωματικούς. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο αριθμός των ενεργών ουκρανικών στρατευμάτων πενταπλασιάστηκε χωρίς σημαντική αύξηση του αριθμού των εκπαιδευμένων επιτελικών αξιωματικών. Σε ένα πεδίο που απαιτεί από τους Ουκρανούς αξιωματικούς να συγχρονίζουν τις ευρέως διασκορπισμένες θέσεις πυροβολικού, τις τροχιές των μη επανδρωμένων αεροσκαφών και τις επιπτώσεις του ηλεκτρονικού πολέμου, η έλλειψη αξιωματικών πεδίου σημαίνει αδυναμία να συρράψουν επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας.
Κατά τη διάρκεια της επίθεσης του 2023, οι ουκρανικές επιχειρήσεις διεξήχθησαν σε μεγάλο βαθμό από ζεύγη λόχων υπό τη στενή διαχείριση ενός υποστελεχωμένου διοικητηρίου ταξιαρχίας. Το αποτέλεσμα ήταν ότι, ενώ οι Ουκρανοί στρατιώτες κατάφερναν συχνά να καταλαμβάνουν εχθρικές θέσεις, σπάνια ήταν σε θέση να εκμεταλλευτούν τις καταλήψεις αυτές ή να ενισχύσουν γρήγορα τα κέρδη τους. Αντ’ αυτού, έπρεπε να σταματήσουν και να σχεδιάσουν τα επόμενα βήματα, δίνοντας στις ρωσικές δυνάμεις χρόνο για να επανέλθουν. Εάν ο ουκρανικός στρατός δεν μπορέσει να επεκτείνει την κλίμακα στην οποία επιχειρεί, αυτή η εμπειρία κινδυνεύει να επαναληφθεί. Η παροχή της κατάλληλης εκπαίδευσης, ωστόσο, θα χρειαστεί χρόνο.
Όταν η καλύτερη άμυνα είναι μια καλή επίθεση
Οι μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση των ουκρανικών στρατευμάτων είναι απαραίτητες ώστε οι επιθετικές επιχειρήσεις να γίνουν πιο αποτελεσματικές. Αλλά η καλύτερη εκπαίδευση δεν θα μειώσει την ανάγκη του Κιέβου για στρατιωτικό υλικό. Ο ουκρανικός στρατός είναι πιθανό να αντιμετωπίσει σημαντικές ελλείψεις σε εξοπλισμό το επόμενο έτος. Στο αποκορύφωμα της επίθεσης του 2023, η Ουκρανία έριχνε έως και 7.000 βολές πυροβολικού την ημέρα, που αντιστοιχούσαν έως και στο 80% των απωλειών μάχης της Ρωσίας. Μέχρι το τέλος του 2023, ωστόσο, οι ουκρανικές δυνάμεις έριχναν περίπου 2.000 βολές την ημέρα. Το πυροβολικό της Ρωσίας, εν τω μεταξύ, ρίχνει περίπου 10.000 βολές ημερησίως. Εάν η Ουκρανία δεν μπορέσει να δημιουργήσει και πάλι τοπικές συνθήκες υπεροχής πυροβολικού, οποιεσδήποτε νέες επιθετικές επιχειρήσεις θα οδηγήσουν σε μεγάλες απώλειες ουκρανικών στρατευμάτων.
Πράγματι, χωρίς την επίτευξη τέτοιων περιοχών τοπικής υπεροχής πυροβολικού, η Ουκρανία θα δυσκολευτεί να αντιμετωπίσει τις ρωσικές επιθέσεις. Η Ρωσία διαθέτει σήμερα περίπου 340.000 στρατιώτες στη νότια Ουκρανία. Για μεγάλο μέρος του πολέμου, οι επιθετικές δυνατότητες αυτών των στρατευμάτων περιορίζονταν από υλικοτεχνικές ελλείψεις. Αλλά και η Ρωσία αντιμετώπιζε περιορισμούς εξαιτίας των πολλών απωλειών που της προκαλούσε η Ουκρανία, με έως 1.000 νεκρούς και τραυματίες την ημέρα κατά τις πιο βαριές περιόδους των μαχών. Η πρόκληση τόσων πολλών απωλειών ανάγκασε τη Ρωσία να στείλει ανεπαρκώς εκπαιδευμένο προσωπικό στο μέτωπο. Αν και αυτό δεν εμπόδισε τη Μόσχα να επιχειρήσει επιθετικούς ελιγμούς, περιόρισε την αποτελεσματικότητά τους.
Η πρόκληση για την Ουκρανία είναι ότι ακόμη και ενώ διατηρεί αμυντική στάση, πρέπει να συνεχίσει να οργανώνει τοπικές επιθέσεις. Εάν η Ρωσία υποστεί λιγότερες απώλειες, οι δυνατότητες των δυνάμεών της στο πεδίο της μάχης θα βελτιωθούν. Η μείωση της πίεσης στις γραμμές του μετώπου θα προσφέρει στη Ρωσία και άλλα πλεονεκτήματα. Η Μόσχα θα ήταν σε θέση να αποσπάσει έμπειρα στρατεύματα για να εκπαιδεύσει νεοσύλλεκτους, επιτρέποντάς της ενδεχομένως να ανοίξει νέους επιθετικούς άξονες κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2024. Οι ρωσικές δυνάμεις θα μπορούσαν επίσης να επικεντρωθούν σε τομείς όπου μπορούν να δημιουργήσουν μια πιο ευνοϊκή διάταξη στο πεδίο της μάχης και να προκαλέσουν βαρύτερες απώλειες στην Ουκρανία. Εάν η Ουκρανία αφήσει μεγάλα τμήματα του μετώπου ήσυχα, οι ρωσικές δυνάμεις μπορεί επίσης να είναι σε θέση να επεκτείνουν σημαντικά τις οχυρώσεις τους, δυσχεραίνοντας την πραγματοποίηση τυχόν μελλοντικών ουκρανικών επιθετικών επιχειρήσεων. Ο ουκρανικός στρατός πρέπει να επιδιώξει να μεγιστοποιήσει το ρυθμό φθοράς της Ρωσίας, ακόμα και ενώ κρατά αμυντική στάση,.
Τι προηγείται;
Είναι σημαντικό το Κίεβο και οι εταίροι του να δημιουργήσουν μια ρεαλιστική κοινή αντίληψη για το υλικό και την εκπαίδευση που μπορεί να παρασχεθεί και πότε. Τα τελευταία δύο χρόνια, οι δυτικοί σύμμαχοι του Κιέβου σπατάλησαν τα χρονικά πλεονεκτήματα που είχαν το 2022 και το 2023, απολαμβάνοντας την ευφορία των πρώτων υποχωρήσεων της Ρωσίας. Φαντάζονταν ότι θα μπορούσαν να αποφύγουν μια παρατεταμένη σύγκρουση. Αντί να επιδιώξουν να επεκτείνουν τη βιομηχανική ικανότητα στα κράτη μέλη του ΝΑΤΟ, οι σύμμαχοι του Κιέβου προμήθευσαν την Ουκρανία με πυρομαχικά από τα εθνικά αποθέματα και τη διεθνή αγορά. Τώρα αυτά τα αποθέματα πυρομαχικών εξαντλούνται. Για να συνεχίσει να επιτυγχάνει τοπική υπεροχή στο πυροβολικό, η Ουκρανία θα χρειαστεί περίπου 2,4 εκατομμύρια πυρομαχικά ετησίως. Οι διεθνείς εταίροι της Ουκρανίας, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών ωστόσο, θα αγωνιστούν να της προμηθεύσουν τα μισά από αυτά το 2024.
Η έλλειψη βλημάτων πυροβολικού της Ουκρανίας συγκεντρώνει τη μεγαλύτερη προσοχή. Αλλά οι περιορισμοί των πόρων της δεν περιορίζονται σε καμία περίπτωση στα πυρομαχικά. Για να αναγεννήσει την επιθετική ικανότητα και να αμυνθεί έναντι των ρωσικών επιθέσεων, η Ουκρανία θα χρειαστεί περίπου 1.800 κάνες πυροβολικού για αντικατάσταση, σε ετήσια βάση. Οι λίγες μηχανές παραγωγής κανών στην Ευρώπη δεν μπορούν να καλύψουν αυτή τη ζήτηση. Οι πολυάριθμοι στόλοι οχημάτων που χαρίστηκαν στο Κίεβο τα τελευταία δύο χρόνια χρειάζονται επίσης αξιόπιστη προμήθεια ανταλλακτικών. Η αντιαεροπορική άμυνα θα είναι επίσης μια διαρκής απαίτηση: Η Ρωσία παράγει τώρα πάνω από 100 πυραύλους κρουζ και βαλλιστικούς πυραύλους και 300 επιθετικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη ανά μήνα. Για να περιορίσει τις ζημιές από αυτά τα όπλα, η Ουκρανία θα χρειαστεί να προμηθευτεί δυτικά συστήματα αεράμυνας. Εάν επομένως οι δυτικές χώρες δεν αυξήσουν την ικανότητά τους να παράγουν αυτά τα συστήματα, η Ρωσία θα αποκτήσει το πλεονέκτημα.
Ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι, φοβούμενος ότι η υποστήριξη των ΗΠΑ θα σταματήσει με τις επερχόμενες αμερικανικές προεδρικές εκλογές, δήλωσε ότι όλα τα ουκρανικά εδάφη που κατέχονται από τη Ρωσία πρέπει να απελευθερωθούν μέχρι τον Οκτώβριο του 2024. Αυτό δεν είναι εφικτό, δεδομένου του εξοπλισμού που διαθέτει η Ουκρανία ή του χρόνου που χρειάζεται ο στρατός της για να εκπαιδεύσει κατάλληλα τα στρατεύματά του. Αλλά δεν είναι λογικό οι δυτικοί σύμμαχοι του Κιέβου να απαιτούν από τους Ουκρανούς στρατηγούς να δημιουργήσουν ένα λεπτομερές πιο μακροπρόθεσμο σχέδιο προτού δεσμευτούν να προσφέρουν νέα υποστήριξη. Χωρίς να είναι σίγουροι για τον εξοπλισμό που θα λάβουν άρα θα υπολογίσουν, οι στρατιωτικοί ηγέτες της Ουκρανίας δεν μπορούν να καθορίσουν τι είδους επιχειρήσεις μπορούν να οργανώσουν και πότε. Εν ολίγοις, η προετοιμασία για την επόμενη φάση του πολέμου έχει μετατραπεί σε ένα πρόβλημα ‘’κότας και αυγού’’ μεταξύ Κιέβου και Ουάσινγκτον.
Σχέση ποιότητας και τιμής
Ένα ρεαλιστικό σχέδιο θα περιλάμβανε την παροχή πόρων στο Κίεβο για να διατηρήσει αμυντική στάση κατά το μεγαλύτερο μέρος του 2024, ενώ οι μονάδες θα εκπαιδεύονται και θα εξοπλίζονται για να ξεκινήσουν τις επιθετικές επιχειρήσεις το 2025. Εκτός της βεβαιότητας που θα προσέφερε αυτό το σχέδιο στους στρατηγούς της Ουκρανίας, θα επίσης στο Κρεμλίνο το μήνυμα ότι δεν μπορεί να υπολογίζει ότι θα κερδίσει έναν πολυετή πόλεμο φθοράς εναντίον μιας Ουκρανίας με ολοένα και λιγότερους πόρους. Μια δέσμευση των ΗΠΑ να στηρίξουν την Ουκρανία μέχρι το 2024 θα μετατόπιζε επίσης τα κίνητρα των Ευρωπαίων συμμάχων προς την κατεύθυνση αύξησης της παραγωγής των βιομηχανιών όπλων τους, μειώνοντας το βάρος για τις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι το 2025.
Οι δυτικοί ηγέτες πρέπει να τονίσουν ότι οι μακροπρόθεσμες επενδύσεις στην παραγωγική ικανότητα είναι και προσιτές και τελικά ωφελούν τους συμμάχους της Ουκρανίας. Οι συνολικοί αμυντικοί προϋπολογισμοί των 54 χωρών που υποστηρίζουν την Ουκρανία ξεπερνούν κατά πολύ τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια μηνιαίως. Αντίθετα, η τρέχουσα υποστήριξη προς την Ουκρανία κοστίζει στα κράτη αυτά λιγότερο από 6 δισεκατομμύρια δολάρια μηνιαίως.
Τα μεγαλύτερα εμπόδια για να διασφαλιστεί ότι η Ουκρανία δεν θα χάσει τον πόλεμο είναι ωστόσο πολιτικά. Η χρηματοδότηση της Ουκρανίας έχει συχνά παρουσιαστεί ως απλή παροχή χρημάτων στο Κίεβο. Αυτό, ωστόσο, είναι βαθιά παραπλανητικό. Μεγάλο μέρος της βοήθειας που θα χρειαστεί η Ουκρανία αποτελεί επένδυση των εταίρων της στη δική τους εγχώρια αμυντική παραγωγή και θα δαπανηθεί στο εσωτερικό της χώρας. Σημαντικό μέρος της βοήθειας προς την Ουκρανία θα επιστραφεί τελικά μέσω των φόρων, ενώ θα ενισχύσει τις θέσεις εργασίας στη μεταποίηση σε όλες τις χώρες μέλη του ΝΑΤΟ. Σε μια εποχή οικονομικής πίεσης, η επένδυση αυτή θα πρέπει να είναι ευρέως ευπρόσδεκτη από τους λαούς των χωρών που υποστηρίζουν το Κίεβο.
Έχει επίσης συχνά διατυπωθεί η άποψη ότι η υποστήριξη των ΗΠΑ προς την Ουκρανία αποβαίνει εις βάρος της ετοιμότητας του αμερικανικού στρατού να αποτρέψει την Κίνα. Αλλά αν η Κίνα δει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι σε θέση να στηρίξουν μια στρατιωτική προσπάθεια, είτε στην Ευρώπη είτε στην Ασία, η αποτροπή υπονομεύεται, οπότε η επέκταση της παραγωγής για την κάλυψη των αναγκών της Ουκρανίας είναι ζωτικής σημασίας.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν συμβατική υποχρέωση να συμμετέχουν στην υπεράσπιση των Ευρωπαίων συμμάχων τους. Η αμυντική παραγωγή της Ευρώπης δεν ανταποκρίνεται στη ρωσική, ειδικά καθώς η Ρωσία έχει μετακινηθεί σε πολεμική βάση. Με τον καιρό, οι ηγέτες των ΗΠΑ πρέπει να πιέσουν την Ευρώπη να μειώσει την εξάρτησή της από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ώστε ο αμερικανικός στρατός να μπορέσει να δώσει προτεραιότητα στην αποτροπή στον Ινδο-Ειρηνικό. Αλλά αυτή πρέπει να είναι μια ελεγχόμενη μετάβαση. Εάν αυτή η μετάβαση γίνει με κόστος την ήττα της Ουκρανίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες κινδυνεύουν να χρειαστεί να υποστηρίξουν μια Ευρώπη που δεν είναι σε θέση να υπερασπιστεί την ανατολική της πλευρά, ενώ η Κίνα ταυτόχρονα κλιμακώνει τις εντάσεις στο Στενό της Ταϊβάν.
Σημείο απόφασης
Ορισμένοι ηγέτες στις δυτικές πρωτεύουσες υποστηρίζουν ότι είναι καιρός να διαπραγματευτούν τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία. Αυτός ο τρόπος προσέγγισης του θέματος παραγνωρίζει τόσο την έκταση των στόχων της Ρωσίας όσο και το τι θα μπορούσε ρεαλιστικά να προσφέρει το Κρεμλίνο. Η Μόσχα δεν ενδιαφέρεται απλώς να καταλάβει κάποιο ουκρανικό έδαφος: Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι θέλει να αλλάξει τη λογική του διεθνούς συστήματος.
Στην περίπτωση που οι Ηνωμένες Πολιτείες ζητήσουν από τους εταίρους τους να προβούν σε παραχωρήσεις στη Ρωσία για να επιτύχουν μια συμβολική κατάπαυση του πυρός, δύο τινά είναι πιθανό να συμβούν. Πρώτον, η Ρωσία να παραβιάζει επίμονα την κατάπαυση του πυρός, όπως έκανε με τα διαστήματα μεταξύ των συμφωνιών του Μινσκ, ενώ θα ανασυγκροτεί το στρατό της για να ολοκληρώσει το έργο της κατάληψης του Κιέβου. Δεύτερον, η Ρωσία να υποστηρίξει στους συμμάχους της ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν με επιμονή να νικηθούν. Αυτό πιθανότατα θα οδηγήσει πολλούς συμμάχους των ΗΠΑ να αναζητήσουν μια διαφορετική πολιτική ασφαλείας, μειώνοντας την επιρροή των Ηνωμένων Πολιτειών σε όλο τον κόσμο.
Η Ρωσία δεν επιθυμεί την άμεση σύγκρουση με το ΝΑΤΟ, αλλά το Κρεμλίνο επιδιώκει όλο και περισσότερο να επεκτείνει το πεδίο των έμμεσων αντιπαραθέσεων με τη Δύση. Από τότε που ο Γεβγένι Προγκόζιν έληξε την ανταρσία του τον Ιούνιο του 2023, η Ρωσία έχει απλώς διπλασιάσει τη φιλοδοξία της να ανταγωνιστεί τη Δύση σε παγκόσμιο επίπεδο. Στην πραγματικότητα, η αποτυχημένη εξέγερση του Πριγκόζιν μπορεί να έχει προωθήσει αυτές τις φιλοδοξίες: τα υπολείμματα της δύναμής του έχουν πλέον αναδιοργανωθεί σε ένα “εκστρατευτικό σώμα” υπό τον άμεσο έλεγχο της υπηρεσίας στρατιωτικών πληροφοριών της Ρωσίας (GRU). Από το καλοκαίρι του 2023, η Ρωσία συνεργάζεται στενά με τις κυβερνήσεις της δυτικής και κεντρικής Αφρικής, υποσχόμενη στρατιωτική υποστήριξη με αντάλλαγμα την απομάκρυνση των δυτικών δυνάμεων και των οικονομικών συμφερόντων.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους αντιμετωπίζουν μια πρόκληση. Είτε να κάνουν ένα άμεσο σχέδιο για να ενισχύσουν την εκπαίδευση που παρέχουν στον ουκρανικό στρατό, να αποσαφηνίσουν στο κοινό τους και στην Ουκρανία ότι η προθεσμία του Οκτωβρίου 2024 για την απελευθέρωση των εδαφών πρέπει να παραταθεί και να αναλάβουν τις υλικές ανάγκες της Ουκρανίας μέχρι το 2025, είτε να συνεχίσουν να πιστεύουν ψευδώς ότι ο πόλεμος βρίσκεται σε αδιέξοδο, αμφιταλαντευόμενοι και παραχωρώντας το πλεονέκτημα στη Ρωσία. Αυτό θα ήταν τρομερό λάθος αφού εκτός από την επέκταση των συνεργασιών της στην Αφρική, η Ρωσία ενισχύει τη συνεργασία της με την Κίνα, το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα. Και αν μια ήττα στην Ουκρανία καταλήξει να καταδείξει ότι η Δύση δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μια μόνο πρόκληση στην παγκόσμια ασφάλεια, οι αντίπαλοί της δύσκολα θα πιστέψουν ότι μπορεί να αντιμετωπίσει πολλαπλές κρίσεις ταυτόχρονα.
Πηγή : FOREIGN AFFAIRS