Ο χιλιετής αγώνας σχετικά με την Ουκρανία
Το βράδυ της 21ης Φεβρουαρίου 2022, τρεις ημέρες προτού οι ρωσικές δυνάμεις ξεκινήσουν τη μεγαλύτερη χερσαία εισβολή στην ευρωπαϊκή ήπειρο από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, έκανε μια οργισμένη τηλεοπτική ομιλία. Σε αυτήν, εξέφρασε γνωστά παράπονα για την επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά, την υποτιθέμενη ουκρανική επιθετικότητα, και την παρουσία Δυτικών πυραύλων στα σύνορα της Ρωσίας. Αλλά το μεγαλύτερο μέρος του εξάψαλμού του ήταν αφιερωμένο σε κάτι άλλο: την ουκρανική ιστορία. «Η Ουκρανία δεν είναι απλώς μια γειτονική χώρα για εμάς», είπε ο Πούτιν. «Είναι απαράγραπτο μέρος της ιστορίας, του πολιτισμού, και του πνευματικού χώρου μας». Τα σύνορα της Ουκρανίας, υποστήριξε, δεν έχουν άλλο νόημα από το να σηματοδοτούν μια πρώην διοικητική διαίρεση της Σοβιετικής Ένωσης: «Η σύγχρονη Ουκρανία δημιουργήθηκε εξ ολοκλήρου από την Ρωσία».
Σε πολλά Δυτικά αυτιά, οι ιστορικοί ισχυρισμοί του Πούτιν ακούγονταν παράξενοι. Είχαν όμως κάτι παραπάνω από περιστασιακή σημασία. Μακράν του να είναι μια καινοτομία της τρέχουσας κρίσης, το επιχείρημα του Πούτιν ότι η Ουκρανία ήταν πάντα ένα και το αυτό με την Ρωσία και ότι αποικίστηκε βίαια από τις Δυτικές δυνάμεις, ήταν εδώ και καιρό καθοριστικό μέρος της κοσμοθεωρίας του. Ήδη κατά την λαϊκή εξέγερση της Μαϊντάν στο Κίεβο το 2013–14, ο Πούτιν ισχυρίστηκε ότι οι άνθρωποι που ηγούνταν των τεράστιων διαδηλώσεων ήταν fashisti (φασίστες) που υποστηρίζονταν από την Δύση και προσπαθούσαν να ξεριζώσουν την Ουκρανία από τις ιστορικές της ρίζες. (Στην πραγματικότητα, οι διαδηλώσεις αιφνιδίασαν την Δύση, και παρόλο που περιελάμβαναν μια ακροδεξιά παρυφή, δεν επρόκειτο περί φασιστικής κατάληψης). Και τον Ιούλιο του 2021, πολύ πριν από την συγκέντρωση ρωσικών στρατευμάτων στα ουκρανικά σύνορα, το Κρεμλίνο δημοσίευσε ένα δοκίμιο 7.000 λέξεων κάτω από το όνομα του Πούτιν, με τίτλο «Σχετικά με την ιστορική ενότητα Ρώσων και Ουκρανών». Τόσο η Ρωσία όσο και η Ουκρανία, υποστήριξε, δεν έχουν μόνο κοινές ρίζες στην γλώσσα και την πίστη αλλά και ένα κοινό ιστορικό πεπρωμένο. Από την δημοσίευσή του, το δοκίμιο έχει γίνει μέρος του απαιτούμενου προγράμματος σπουδών όλων των στρατιωτικών στις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που πολεμούν στον τρέχοντα πόλεμο. Σύμφωνα με την λογική του Πούτιν, όλες οι διαιρέσεις μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας είναι έργο των Δυτικών δυνάμεων. Από την Πολωνία τον 16ο αιώνα μέχρι την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία τον 19ο αιώνα και τους Ναζί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έχουν κατά καιρούς εξαναγκάσει την Ουκρανία ή την έχουν παρασύρει. Σε αυτό το ανάγνωσμα, η φιλοδυτική προοπτική του Κιέβου την τελευταία δεκαετία είναι μόνο η τελευταία μορφή εξωτερικής παρέμβασης —αυτή την φορά από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες— με στόχο να διχάσουν την Ρωσία εναντίον του εαυτού της. Η «αναγκαστική αλλαγή ταυτότητας» της Ουκρανίας, έγραψε ο Πούτιν, «είναι συγκρίσιμη με την χρήση όπλων μαζικής καταστροφής εναντίον μας». Κατά την έννοια του Πούτιν, το «εμείς» περιλάμβανε τους Ουκρανούς. Οι Ουκρανοί και η Ουκρανία, με άλλα λόγια, δεν είναι απλώς φυσικό τμήμα της Ρωσίας˙ δεν υπάρχουν καν στην πραγματικότητα.
Μια παραλλαγή του θέματος «Η Ουκρανία δεν υπάρχει πραγματικά» είναι ο ισχυρισμός του Κρεμλίνου ότι η Ουκρανία είναι μια προκαθορισμένη αποτυχία. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη -που αντηχεί εδώ και πολύ καιρό με μια πιο περίπλοκη μορφή από Δυτικούς σχολιαστές- χάρη στην γεωγραφία και την πολιτική ιστορία της, η Ουκρανία ήταν πάντα προορισμένη να διαλυθεί από εσωτερική διαίρεση ή να διαλυθεί από πιο ισχυρούς γείτονες. Αυτό ήταν το βασικό αφήγημα της προπαγάνδας του Πούτιν την τελευταία φορά που εισέβαλε στην Ουκρανία, όταν άρπαξε την Κριμαία και τη Ντονμπάς μετά τις διαδηλώσεις της Μαϊντάν στο Κίεβο. Στην συνέχεια, τα ρωσικά κρατικά μέσα ενημέρωσης ανέφεραν ότι η Ουκρανία ήταν ένα αποτυχημένο κράτος που καταλήφθηκε από μια νεοναζιστική χούντα και ότι οι ρωσικές δυνάμεις επέβαιναν για να την διασώσουν. Ο στενός σύμβουλος του Πούτιν που διηύθυνε όλη αυτή την προπαγάνδα, ο σωματοφύλακας που έγινε στρατηγός, Vladislav Surkov, επανέλαβε το θέμα σε μια συνέντευξή του στους Financial Times πέρυσι. Η Ουκρανία, είπε, χρησιμοποιώντας μια περίεργη αναλογία, ήταν σαν τον «μαλακό ιστό» ανάμεσα σε δύο οστά, τα οποία, μέχρι να κοπούν, θα τρίβονταν οδυνηρά μεταξύ τους. (Με τους Ρώσους δημοσιογράφους, ήταν πιο ευθύς: η «μόνη μέθοδος που έχει αποδειχθεί ιστορικά αποτελεσματική στην Ουκρανία», είπε, είναι «ο εξαναγκασμός σε αδελφικές σχέσεις»).
Όπως έχει δείξει η εξαιρετική ανθεκτικότητα και η ενότητα του ουκρανικού πληθυσμού στον τρέχοντα πόλεμο, αυτοί οι ρωσικοί ισχυρισμοί είναι ανοησίες. Το να λέμε ότι η Ουκρανία δεν υπάρχει πραγματικά είναι τόσο παράλογο με το να λέμε ότι η Ιρλανδία δεν υπάρχει επειδή βρισκόταν για πολύ καιρό υπό βρετανική κυριαρχία ή ότι οι Νορβηγοί είναι στην πραγματικότητα Σουηδοί. Αν και κέρδισαν το κράτος τους μόλις πριν από 31 χρόνια, οι Ουκρανοί έχουν μια πλούσια εθνική ιστορία που χρονολογείται από αιώνες. Η ιδέα ότι οι Ουκρανοί είναι πολύ αδύναμοι και διχασμένοι για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους είναι κάτι που διαψεύδουν υπέροχα στο πεδίο της μάχης. Όσον αφορά την προσβολή περί νεοναζί, αυτή διαψεύδεται από το γεγονός ότι ο πρόεδρος της Ουκρανίας, Volodymyr Zelensky, είναι Εβραίος και ότι στις πιο πρόσφατες κοινοβουλευτικές εκλογές, το 2019, το ακροδεξιό κόμμα της Ουκρανίας, Svoboda, κέρδισε λιγότερο από το 3% των ψήφων. Καθώς η φανταστική Ουκρανία του Πούτιν αποκλίνει ολοένα και περισσότερο από την ουκρανική πραγματικότητα, ο μύθος έχει γίνει πιο δύσκολο να διατηρηθεί, οι αντιφάσεις είναι πολύ έντονες. Όμως, αντί να προσαρμόσει την ιστορική του φαντασίωση για να την φέρει πιο κοντά στην αλήθεια, ο Πούτιν έχει εντείνει, καταφεύγοντας στην στρατιωτική βία και την ολοκληρωτική λογοκρισία σε μια μάταιη προσπάθεια να φέρει την πραγματικότητα πιο κοντά στον μύθο. Μπορεί τώρα να μαθαίνει ότι η πραγματικότητα είναι δύσκολο να αμφισβητηθεί: οι αμοιβές της κακής ιστορίας είναι καταστροφές στο παρόν.
ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΡΩΣΙΑ
Η εμμονή του Πούτιν με το παρελθόν της Ουκρανίας μπορεί να εντοπιστεί στο τραύμα της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης. Μέχρι το 1991, το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής Ουκρανίας διοικείτο από την Ρωσία για 300 χρόνια -λίγο περισσότερο, με άλλα λόγια, από όσο η Σκωτία διοικείται από την Αγγλία. Και με έναν πληθυσμό που είναι σήμερα σχεδόν τόσο μεγάλος όσο εκείνος της Ισπανίας, η Ουκρανία ήταν μακράν η πιο σημαντική σοβιετική δημοκρατία εκτός από την ίδια την Ρωσία. Ο Zbigniew Brzezinski, ο πρώην σύμβουλος εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, έγραψε περίφημα: «Χωρίς την Ουκρανία, η Ρωσία παύει να είναι αυτοκρατορία». Αυτό δεν είναι κυριολεκτικά αλήθεια. Η Ρωσία σήμερα εξακολουθεί να είναι μια τεράστια πολυεθνική αυτοκρατορία, που καταλαμβάνει ένα κομμάτι πλάτους 3.000 μιλίων της βόρειας Ασίας και περιλαμβάνει περισσότερες από δώδεκα ασιατικές εθνικότητες, από τα 5,3 εκατομμύρια Τάταρους στον ποταμό Βόλγα έως μερικές χιλιάδες Τσούκτσι στο στενό του Βερίγγειου. Αλλά με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, η Μόσχα έχασε την Δύση της.
Για τον Πούτιν, η ευρωπαϊκή αυτοκρατορία της Ρωσίας ήταν πολύ σημαντική. Αν και υπάρχει εδώ και πολύ καιρό μια εξωτική σειρά στην αυτοεικόνα της Ρωσίας -«Ναι, είμαστε Σκύθες!» δήλωσε ο μέχρι τότε ευγενικός ποιητής Aleksandr Blok μετά την επανάσταση του 1917— η χώρα πάντα θεωρούσε τον εαυτό της ως ευρωπαϊκή και όχι ως ασιατική δύναμη. Οι μεγάλοι συνθέτες, μυθιστοριογράφοι, και καλλιτέχνες της ήταν Ευρωπαίοι σε προσανατολισμό˙ οι ιστορικοί στρατιωτικοί θρίαμβοί της —εναντίον του Ναπολέοντα και του Χίτλερ— την έκαναν κορυφαίο παίκτη στην «συμφωνία των εθνών» (“concert of nations”) της Ευρώπης. Με το να σπρώξει την Ρωσία πίσω στα ζοφερά πευκοδάση της, μακριά από τέτοια παλαιά τοπωνύμια όπως η Οδησσός και η Σεβαστούπολη, η απώλεια της Ουκρανίας, ειδικότερα, τραυμάτισε την αίσθηση του ρωσικού εαυτού της.
Στο επίκεντρο του ουκρανικού προβλήματος της Ρωσίας, λοιπόν, ήταν ένας πόλεμος για την ιστορία. Η πρώτη μάχη είναι για το πού ξεκινά η ιστορία. Συμβατικά, η ιστορία ξεκινά με έναν ηγέτη από τον Μεσαίωνα τυλιγμένο σε θρύλους, τον Βολοντίμιρ (ή Βλαντιμίρ στα Ρωσικά) τον Μέγα. Απόγονος Σκανδιναβών επιδρομέων και εμπόρων από την Σκανδιναβία, ο Volodymyr ίδρυσε το πρώτο πρωτοκράτος στο Κίεβο προς τα τέλη του 10ου αιώνα. Ένα χαλαρό αλλά πολύ μεγάλο φέουδο γνωστό ως Rus, είχε κέντρο το Κίεβο και κάλυπτε την σημερινή Λευκορωσία, την βορειοδυτική Ρωσία, και το μεγαλύτερο μέρος της Ουκρανίας. Ο Volodymyr έδωσε επίσης στην Ρωσία τα πνευματικά της θεμέλια, μετατρέποντας το βασίλειό του σε Ορθόδοξο Χριστιανικό.
Αν και Ρώσοι και Ουκρανοί συμφωνούν για την σημασία του Volodymyr, διαφωνούν για το τι συνέβη μετά την διάλυση του βασιλείου του. Κατά την διάρκεια του 11ου και του 12ου αιώνα, διαλύθηκε σε αντιμαχόμενα πριγκιπάτα, και τον 13ο κατακτήθηκε από τους Μογγόλους, υπό τον Μπατού Χαν. Σύμφωνα με τις ρωσικές μαρτυρίες, ο πληθυσμός -και, μαζί του, ο αληθινός ρωσικός πολιτισμός- δραπέτευσε από την βία, κατευθυνόμενος βορειοανατολικά, προς τη Μόσχα και το Νόβγκοροντ. Οι Ουκρανοί, ωστόσο, υποστηρίζουν ότι ο ρωσικός πολιτισμός παρέμενε στο επίκεντρο της Ουκρανίας και ότι αυτό που προέκυψε στη Μόσχα ήταν μια διαφορετική και διακριτή παράδοση. Στους Δυτικούς αναγνώστες, το επιχείρημα φαίνεται τετριμμένο: είναι σαν οι Γάλλοι και οι Γερμανοί να είχαν εγκλωβιστεί σε μάχη για το αν ο Καρλομάγνος, ο ιδρυτής της Καρολίγειας Αυτοκρατορίας του 9ου αιώνα, ανήκει στην σύγχρονη Γαλλία ή στην σύγχρονη Γερμανία. Οι Ουκρανοί, ωστόσο, κατανοούν την σημασία των ρωσικών αξιώσεων. Ένα από τα ορόσημα του Κιέβου είναι ένα μεγάλο άγαλμα του 19ου αιώνα του Μεγάλου Βολοντίμιρου, που κρατά έναν σταυρό και αγναντεύει τον ποταμό Δνείπερο. Όταν ο Πούτιν έβαλε τον δικό του, ακόμη μεγαλύτερο Βλαντιμίρ τον Μέγα έξω από τις πύλες του Κρεμλίνου το 2016, οι Ουκρανοί δικαίως το είδαν όχι ως φόρο τιμής σε έναν βασιλιά του 10ου αιώνα, αλλά ως κατάφωρη αρπαγή της ιστορίας.
Στην πραγματικότητα, για το μεγαλύτερο μέρος των επόμενων επτά αιώνων μετά την βασιλεία του Volodymyr, η Ουκρανία βρισκόταν εκτός Μοσχοβίτικου ελέγχου. Καθώς η κυριαρχία των Μογγόλων κατέρρευσε το 1300, το έδαφος της σημερινής Ουκρανίας απορροφήθηκε από το αναδυόμενο Μεγάλο Δουκάτο της Λιθουανίας, το οποίο με την σειρά του συνδυάστηκε με δυναστικό γάμο με την Πολωνία, έτσι ώστε για τους επόμενους δυόμισι αιώνες, η Ουκρανία να κυριαρχείται από την Κρακοβία. Τελικά, ακόμη και η πίστη της Ουκρανίας απέκτησε Δυτικό επίχρισμα: το 1596, η Ένωση του Μπρεστ-Λιτόφσκ δημιούργησε την Ελληνική Καθολική Εκκλησία, ή Uniat —ένας συμβιβασμός μεταξύ Καθολικών Πολωνών και Ορθοδόξων Ουκρανών που αναγνώριζε τον Πάπα αλλά ήταν ορθόδοξος στο τελετουργικό και επέτρεπε στους ιερείς να παντρεύονται. Ούσα ένα πολιτικά προσεκτικό ημίμετρο ανάμεσα στις δύο θρησκείες, η ένωση βοήθησε στην πολωνοποίηση της ουκρανικής αριστοκρατίας, ως μέρος αυτού που ο Πούτιν βλέπει ως ένα μακρύ σχέδιο της Δύσης να απομακρύνει την Ουκρανία από το νόμιμο Ορθόδοξο σπίτι της.
Μόλις στα τέλη του 17ου αιώνα, η Μόσχα μπήκε δυναμικά στην εικόνα. Μια σειρά εξεγέρσεων από Ουκρανούς Κοζάκους -στρατιωτικοποιημένες συνοριακές ομάδες, με επίκεντρο τον κάτω Δνείπερο- είχαν αποδυναμώσει το Πολωνο-Λιθουανικό βασίλειο. Στην συνέχεια, μετά από έναν μακρύ πόλεμο με την Πολωνία για την Ουκρανία, η επεκτεινόμενη Μοσχοβία μπόρεσε τελικά να προσαρτήσει το Κίεβο το 1686. Για τους Ουκρανούς, ήταν μια στιγμή «από το κακό στο χειρότερο»: η πολωνική κυριαρχία απλώς αντικαταστάθηκε με την σκληρότερη Μοσχοβίτικη. Αλλά σύμφωνα με τα λόγια του Πούτιν, ήταν η αρχή της «συγκέντρωσης του ρωσικού κόσμου», χρησιμοποιώντας μια αρχαϊκή φράση που έχει αναστήσει για να δικαιολογήσει τον πόλεμό του εναντίον της Ουκρανίας σήμερα. Άλλον έναν αιώνα αργότερα, η ίδια η Πολωνία διαιρέθηκε μεταξύ της Αυστρίας, της Πρωσίας, και της Ρωσίας, με την Ρωσία να καταλήγει στην σημερινή Λευκορωσία και την κεντρική Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένου του Κιέβου, και την Αυστρία [να καταλήγει] με την σημερινή δυτική Ουκρανία, τότε γνωστή ως ανατολική Γαλικία, η οποία περιλάμβανε την Lviv.
ΚΡΑΤΟΣ ΑΓΩΝΩΝ
Το σύγχρονο εθνικό κίνημα της Ουκρανίας ξεκίνησε την δεκαετία του 1840, υπό την ηγεσία του πρώτου μεγάλου ουκρανόφωνου συγγραφέα, Τάρας Σεφτσένκο. Γεννημένος σε μια δουλοπάροικη αγροτική οικογένεια σε ένα χωριό κοντά στο Κίεβο, προέτρεψε τους Ουκρανούς να αποτινάξουν τον ρωσικό ζυγό και εξόντωσε πολλούς που ρωσοποιήθηκαν για να ανέβουν στην κοινωνικοοικονομική κλίμακα. (Αυτές οι απόψεις τού χάρισαν δέκα χρόνια στην Σιβηρία). Καθώς ο αιώνας προχωρούσε, και ειδικά μετά την δολοφονία του τσάρου Αλέξανδρου Β’ από αναρχικούς το 1881, η τσαρική κυριαρχία έγινε πιο κατασταλτική. Εκατοντάδες Ουκρανοί σοσιαλιστές ακολούθησαν τον Σεφτσένκο στην εξορία, και τα βιβλία και η εκπαίδευση στην ουκρανική γλώσσα απαγορεύτηκαν. Σε αυτό το σημείο, το χάσμα Ανατολής-Δύσης της Ουκρανίας μετατράπηκε σε πλεονέκτημα -τουλάχιστον για όσους ζούσαν στο δυτικό τμήμα- επειδή στην Γαλικία που διοικείτο από την Αυστρία, οι Ουκρανοί μπόρεσαν να υιοθετήσουν την πιο ελεύθερη αστική κουλτούρα που ρίζωσε τότε στην Ευρώπη. Στην Λβιβ, εξέδιδαν τις δικές τους εφημερίδες και οργάνωσαν αναγνωστήρια, συνεταιρισμούς, πιστωτικές ενώσεις, χορωδίες, και αθλητικούς συλλόγους -όλα καινοτομίες που δανείστηκαν από τους Τσέχους οι οποίοι διοικούνταν από την Αυστρία. Αν και μειονεκτούσαν λόγω ενός συστήματος ψηφοφορίας που ευνοούσε τους Πολωνούς γαιοκτήμονες, μπόρεσαν να ιδρύσουν το δικό τους πολιτικό κόμμα, και έστειλαν εκπροσώπους στην επαρχιακή συνέλευση της Λβιβ, στην οποία ο τυπικός Ουκρανός βουλευτής δεν ήταν ένας φλογερός επαναστάτης αλλά ένας διοπτροφόρος, ήπια σοσιαλιστής ακαδημαϊκός ή δικηγόρος.
Η φήμη της Ουκρανίας ως καταραμένης γης λόγω της πολιτικής γεωγραφίας -τμήμα των «εδαφών αίματος» (“bloodlands”) στον τίτλο του πιο ευπώλητου βιβλίου του ιστορικού Timothy Snyder- αποκτήθηκε κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Όταν το τσαρικό καθεστώς κατέρρευσε ξαφνικά το 1917, μια ουκρανική κοινοβουλευτική κυβέρνηση, ή «Rada», αυτοανακηρύχθηκε στο Κίεβο, αλλά εξαφανίστηκε μόνο λίγους μήνες αργότερα, πρώτα από τις πολιτοφυλακές των Μπολσεβίκων και μετά από τον γερμανικό στρατό, ο οποίος κατέλαβε την Ουκρανία υπό την Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ του Μαρτίου 1918. Μετά την ανακωχή τον Νοέμβριο που τερμάτισε τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γερμανία αποσύρθηκε ξανά, αφήνοντας τον Κόκκινο Στρατό, τον αντιδραστικό Ρωσικό Λευκό Στρατό, τον πολωνικό στρατό, έναν ουκρανικό στρατό υπό τον σοσιαλιστή υπουργό Rada Symon Petlyura, και μια ποικιλία ανεξάρτητων πολέμαρχων για να καλύψουν το κενό εξουσίας. Στον χαοτικό εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε, η ομάδα που επλήγη περισσότερο ήταν οι Εβραίοι της Ουκρανίας. Σφαγιασμένοι από όλες τις πλευρές, περισσότεροι από 100.000 σκοτώθηκαν το 1919, σε μια σειρά από σφαγές που δεν είχαν όμοιες από το 1600. Ηττημένος από τους Κόκκινους, ο Petlyura σχημάτισε μια τελευταία συμμαχία με την Πολωνία, πριν καταφύγει στο Παρίσι όταν η Πολωνία και η Σοβιετική Ένωση έκαναν μια ειρήνη που χώρισε ξανά την Ουκρανία, με τους Ρώσους να παίρνουν την ανατολή και το κέντρο, και τους Πολωνούς την δύση. Δύο μικρές παραμεθόριες περιοχές —η σημερινή Μπουκοβίνα και η Υπερκαρπαθία— πήγαν στη νέα ανεξάρτητη Ρουμανία και την Τσεχοσλοβακία, αντίστοιχα.
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Petlyura είναι μια προσωπικότητα που αμφισβητείται έντονα. Για τους Ρώσους, ήταν απλώς ένας ακόμη πογκρομικός πολέμαρχος. (Αυτή η άποψη διαποτίζει το μυθιστόρημα του Ρώσου συγγραφέα, Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, «Η Λευκή Φρουρά», για τους χαρακτήρες του οποίου ο στρατός του Πετλιούρα ήταν ένας τρομακτικός όχλος). Για τους Ουκρανούς, αντιθέτως, έκανε την πρώτη προσπάθεια της χώρας τους για ανεξάρτητο κράτος, το οποίο θα μπορούσε να είχε πετύχει αν οι Σύμμαχοι απλώς του έδιναν την ίδια διπλωματική και στρατιωτική υποστήριξη που έκαναν στους Βαλτικούς και (με λιγότερη επιτυχία) στους Αρμένιους, τους Αζέρους, και τους Γεωργιανούς. Στις κατηγορίες για εθνοεθνικισμό, [απαντώντας] επαναλαμβάνουν ότι η κυβέρνηση Ράντα τύπωσε τα χαρτονομίσματά της σε τέσσερις γλώσσες —ουκρανικά, ρωσικά, πολωνικά, και γίντις— και ότι αρχηγός της ουκρανικής αντιπροσωπείας στην Διάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού το 1919 ήταν ένας διακεκριμένος Εβραίος δικηγόρος, ο Άρνολντ Μαργκολίν. Ο στρατός του Petlyura αφηνίαζε, παραδέχονται, αλλά αυτός δεν μπορούσε να τον ελέγξει, όπως και όλοι οι άλλοι. Η διαμάχη εκτυλίχθηκε το 1926 σε μια δικαστική αίθουσα του Παρισιού, μετά την δολοφονία του Petlyura από έναν Εβραίο αναρχικό ο οποίος ισχυρίστηκε ότι εκδικήθηκε μέλη της οικογένειάς του που σκοτώθηκαν από Ουκρανούς στρατιώτες. Η δίκη των τριών εβδομάδων έκανε διεθνή αίσθηση, με την υπεράσπιση να παρουσιάζει έναν καταστροφικό φάκελο αποδεικτικών στοιχείων για τα πογκρόμ, ενώ η εισαγγελία προσπάθησε να χαρακτηρίσει τον δολοφόνο ως σοβιετικό πράκτορα. Μετά από μόλις μισή ώρα συζήτηση, το δικαστήριο τον κήρυξε αθώο και η συζήτηση για την υπόθεση εξακολουθεί να μαίνεται.
ΜΕΤΑΞΥ ΣΤΑΛΙΝ ΚΑΙ ΧΙΤΛΕΡ
Στην πραγματικότητα, η βία και το χάος της εποχής Petlyura ήταν απλώς ένα προοίμιο για πολύ μεγαλύτερες ουκρανικές τραγωδίες στα χρόνια που ακολούθησαν. Ξεκινώντας το 1929, ο Ιωσήφ Στάλιν ξεκίνησε το Holodomor -κυριολεκτικά, «σκοτώνοντας με πείνα»- ένα πρόγραμμα αναγκαστικών απελάσεων και επιτάξεων τροφίμων και γης με στόχο τον μόνιμο εξευτελισμό του αγροτικού πληθυσμού της Ουκρανίας στο σύνολό του. Αναπτύχθηκε παράλληλα με την εκκαθάριση της αστικής διανόησης της Ουκρανίας, και είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο σχεδόν τεσσάρων εκατομμυρίων Ουκρανών. Κρυμμένη για δεκαετίες, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η εξαιρετική μαζική δολοφονία ήταν σκόπιμη: οι σοβιετικές Αρχές γνώριζαν ότι οι χωρικοί πέθαιναν σε μεγάλους αριθμούς, ωστόσο επέμεναν στην επίταξη τροφίμων και τους απαγόρευαν να φύγουν από τις περιοχές του λιμού για τις πόλεις. Το γιατί ο Στάλιν διέπραξε τον λιμό είναι λιγότερο σαφές. Υπολογίζεται ότι τρία εκατομμύρια Καζάκοι και Ρώσοι πέθαναν από την πείνα τα ίδια αυτά χρόνια, αλλά επέλεξε να χτυπήσει πιο σκληρά την Ουκρανία, πιθανώς επειδή ενσάρκωσε τους δίδυμους δαίμονές του σε έναν: την συντηρητική αγροτιά και μια μεγάλη, ισχυρή μη ρωσική εθνικότητα. Ακόμη και σήμερα, ωστόσο, υπάρχει μια συνεχής προσπάθεια από την Ρωσία να εμποδίσει την διεθνή αναγνώριση του Χολοντόμορ ως γενοκτονία. Στο δοκίμιό του για την «Ιστορική Ενότητα», ο Πούτιν αναφέρεται στον λιμό μόνο μια φορά, εν συντομία, ως «κοινή τραγωδία». Το όνομα του Στάλιν δεν αναφέρεται καθόλου.
Λιγότερο από μια δεκαετία αργότερα, ένας νέος γύρος φρίκης επισκέφθηκε την Ουκρανία μετά την υπογραφή του Συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ το 1939. Ο Κόκκινος Στρατός κατέλαβε το δυτικό τμήμα της χώρας που διοικείτο από την Πολωνία -η πρώτη φορά που η Ρωσία είχε ποτέ τον έλεγχο αυτής της επικράτειας. Δύο χρόνια αργότερα, ωστόσο, η Βέρμαχτ εισήλθε ούτως ή άλλως, και δύο χρόνια μετά, ο Κόκκινος Στρατός επέστρεψε. Και οι δύο στρατοί απέλασαν ή συνέλαβαν την διανόηση της Λβιβ —ένα πλούσιο μείγμα Ουκρανών, Πολωνών, και Εβραίων— καθώς έφταναν, και σκότωσαν πολιτικούς κρατούμενους καθώς έφευγαν. Για λίγους μήνες το 1943, ένας μεγάλος εθνικιστικός ουκρανικός παρτιζανικός στρατός έλεγχε το μεγαλύτερο μέρος της βορειοανατολικής Ουκρανίας, εγκαθιστώντας μια πρωτόγονη διοίκηση και τα δικά του στρατόπεδα εκπαίδευσης και στρατιωτικά νοσοκομεία. Είναι αξιοσημείωτο ότι μικρές μονάδες αυτού του στρατού διεξήγαγαν μια εκστρατεία δολοφονίας και δολιοφθοράς για χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, με τον τελευταίο διοικητή των ανταρτών να σκοτώνεται σε ανταλλαγή πυροβολισμών κοντά στην Lviv το 1950.
Συνολικά, 5,3 εκατομμύρια Ουκρανοί πέθαναν κατά τα χρόνια του πολέμου, ένα εκπληκτικό ένα έκτο του πληθυσμού. Και πάλι, πολλοί πέθαναν από την πείνα, αφού η Γερμανία άρχισε να δημεύει σιτηρά. Και πάλι, οι Εβραίοι ήταν αυτοί που υπέφεραν περισσότερο. Πριν από τον πόλεμο, αποτελούσαν το 5% του πληθυσμού της Ουκρανίας, ή περίπου 2,7 εκατομμύρια άνθρωποι˙ μετά από αυτό, έμεινε μόνο μια χούφτα. Οι υπόλοιποι είχαν καταφύγει ανατολικά ή κείτονταν σε χωρίς σημάδια ομαδικούς τάφους στο δάσος ή στην άκρη των νεκροταφείων. (Το φθινόπωρο του 2021, ως μέρος μιας προσπάθειας για τη μνήμη εκείνων των γεγονότων, ο Zelensky προήδρευσε στα εγκαίνια ενός νέου συγκροτήματος στο Babi Yar, ή Babyn Yar, το πάρκο δίπλα σε έναν σταθμό του μετρό όπου σχεδόν 34.000 Εβραίοι του Κιέβου σφαγιάστηκαν τον Σεπτέμβριο του 1941. Την έκτη μέρα της εισβολής του Πούτιν φέτος, τρεις ρωσικοί πύραυλοι έπεσαν στο πάρκο, προκαλώντας ζημιές στο εβραϊκό νεκροταφείο εκεί).
Για τους Σοβιετικούς, και για τον Πούτιν σήμερα, το πιο σημαντικό γεγονός για τους Ουκρανούς κατά την διάρκεια του πολέμου δεν ήταν η θυματοποίησή τους, αλλά η υποτιθέμενη συνεργασία τους με τους Ναζί. Η πιο αμφιλεγόμενη ουκρανική φιγούρα της περιόδου είναι ο Stepan Bandera, ο ηγέτης μιας τρομοκρατικής οργάνωσης στην δυτική Ουκρανία του μεσοπολέμου που διοικείτο από την Πολωνία. Έχοντας ήδη επιδεινωθεί όταν η περιοχή βρισκόταν υπό την αυστριακή κυριαρχία, οι σχέσεις Πολωνίας και Ουκρανίας χειροτέρεψαν δραματικά με την προσπάθεια Πολωνοποίησης της νέας κυβέρνησης, κατά την διάρκεια της οποίας έκλεισαν ουκρανικά σχολεία, ουκρανικές εφημερίδες λογοκρίθηκαν αυστηρά, οι Ουκρανοί αποκλείστηκαν ακόμη και από τις πιο χαμηλές κυβερνητικές θέσεις, και Ουκρανοί υποψήφιοι και ψηφοφόροι αυθαίρετα αφαιρέθηκαν από τους εκλογικούς καταλόγους. Η καταστολή ριζοσπαστικοποίησε παρά Πολωνοποίησε, έτσι ώστε το μεγαλύτερο ουκρανικό κοινοβουλευτικό κόμμα, η Ουκρανική Εθνική Δημοκρατική Συμμαχία που επεδίωκε συμβιβασμούς, στριμωχνόταν όλο και περισσότερο από τους υπόγειους εθνικιστές του Μπαντέρα. Όταν η Βέρμαχτ μπήκε στην δυτική Ουκρανία τον Ιούνιο του 1941, ο Μπαντέρα ένωσε τις δυνάμεις του με τους Γερμανούς, οργανώνοντας δύο τάγματα, το Νάχτιγκαλ και το Ρόλαντ, αν και σχεδόν αμέσως συνελήφθη από τους Ναζί, οι οποίοι τον βρήκαν πολύ δύσκολο για να τον ελέγξουν.
Από τότε, η Ρωσία χρησιμοποίησε τον Μπαντέρα ως ένα ραβδί για να χτυπά το ουκρανικό εθνικό κίνημα. Ανεξάρτητα από το ότι πολύ περισσότεροι Ουκρανοί πολέμησαν στον Κόκκινο Στρατό από όσοι στην Βέρμαχτ και ότι η Γερμανία μπόρεσε να στρατολογήσει δεκάδες χιλιάδες Ρώσους αιχμαλώτους πολέμου, επίσης. Όπως στις μέρες της Σοβιετικής Ένωσης, ένα τυπικό επίθετο για τους Ουκρανούς στα ρωσικά κρατικά μέσα ενημέρωσης σήμερα είναι το Banderivtsi -οι «Μπαντερίτες»- και ο Πούτιν ξαναείπε το τροπάριο με μια ακόμη πιο περίεργη από το σύνηθες ομιλία στις 25 Φεβρουαρίου, την επομένη της έναρξης της ρωσικής εισβολής, στην οποία έκανε έκκληση σχετικά με τον ουκρανικό στρατό για την ανατροπή των «ναρκομανών και νεοναζί» [που βρίσκονται] στην εξουσία στο Κίεβο.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και ειδικά μετά τον θάνατο του Στάλιν το 1953, η Ουκρανία απόλαυσε αρκετές δεκαετίες σχετικής σταθερότητας. Σε σύγκριση με τις άλλες μη ρωσικές εθνικότητες στην Σοβιετική Ένωση, οι Ουκρανοί ήταν ταυτόχρονα εξαιρετικά καταπιεσμένοι και εξαιρετικά προνομιούχοι, αποτελώντας τη μεγαλύτερη ενιαία ομάδα πολιτικών κρατουμένων, αλλά και λειτουργώντας ως ο δεύτερος τη τάξει εταίρος της Ρωσίας στην ένωση. Το Πολιτικό Γραφείο ήταν κατάμεστο από Ρώσους και Ουκρανούς, και στις μη σλαβικές δημοκρατίες, το σύνηθες μοτίβο ήταν ένας εθνικός υπήκοος να διορίζεται πρώτος γραμματέας του κόμματος, ενώ ένας Ρώσος ή ένας Ουκρανός κατείχε την πραγματική δύναμη ως νούμερο δύο. Όταν κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση, το 1991, η Ουκρανία έπλευσε προς την ανεξαρτησία της χωρίς αιματοχυσία, αφού η δική της ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος αποφάσισε να κόψει το σχοινί που την συνέδεε με το βυθιζόμενο μητρικό πλοίο. Είναι αυτή η σχέση «μικρού αδερφού» της ύστερης Σοβιετικής Ένωσης με την οποία μεγάλωσε ο Πούτιν -και στην οποία ίσως να πιστεύει (ή να πίστευε) ότι οι Ουκρανοί θα ήταν έτοιμοι να επιστρέψουν εάν δεν υπήρχε η παρέμβαση της Δύσης.
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΔΥΣΗ Ή ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΙΣΩ
Η πολιτική πορεία της Ουκρανίας στις τρεις δεκαετίες από την ανεξαρτησία της έχει επιτείνει όλους τους φόβους της Ρωσίας. Στην αρχή, φαινόταν ότι η Ρωσία και η Ουκρανία θα κινούνταν σε παράλληλους δρόμους στη μεταψυχροπολεμική εποχή. Και οι δύο χώρες καβάλησαν τους ορμητικούς ρυθμούς της οικονομικής κατάρρευσης σε συνδυασμό με νέες πολιτικές ελευθερίες˙ καμιά από τις δυο δεν φαινόταν να ενδιαφέρεται για το παρελθόν. Στην Ουκρανία, κανείς δεν μπήκε στον κόπο να κατεβάσει το άγαλμα του Λένιν στο Κίεβο ή να μετονομάσει τους δρόμους του. Η νέα άρχουσα τάξη της Ρωσίας, από την πλευρά της, φαινόταν να ενδιαφέρεται περισσότερο να βγάλει χρήματα παρά για την ανοικοδόμηση μιας αυτοκρατορίας. Ήταν εύκολο να φανταστεί κανείς τις δύο χώρες να αναπτύσσονται σε χωριστούς αλλά φιλικούς δρόμους: όπως ο Καναδάς και οι Ηνωμένες Πολιτείες ή η Αυστρία και η Γερμανία.
Αυτή η χαρούμενη ψευδαίσθηση κράτησε μόνο λίγα χρόνια. Οι δύο βασικές στιγμές της μεταψυχροπολεμικής ιστορίας της Ουκρανίας ήταν δύο εξαιρετικά αποτελεσματικές και πραγματικά εμπνευσμένες εκδηλώσεις λαϊκής δύναμης, που προκλήθηκαν αμφότερες από το Κρεμλίνο. Το 2004, ο Πούτιν προσπάθησε να εισαγάγει έναν εύσωμο πρώην κατάδικο και περιφερειακό πολιτικό αφεντικό από τη Ντόνετσκ, τον Βίκτορ Γιανουκόβιτς, στην ουκρανική προεδρία, μια προσπάθεια που φαίνεται να περιλάμβανε την δηλητηρίαση του φιλοευρωπαϊκού εκλογικού αντιπάλου του, Βίκτορ Γιούσενκο. Αφού ο Γιούσενκο επέζησε της επίθεσης (με το πρόσωπό του βαριά χαραγμένο), οι εκλογές νοθεύτηκαν κατάφωρα. Με αθλητικά πορτοκαλί καπέλα και κορδέλες, εκατοντάδες χιλιάδες Ουκρανοί ξεχύθηκαν στους δρόμους σε ένδειξη διαμαρτυρίας και παρέμειναν εκεί έως ότου η εκλογική επιτροπή παραχώρησε μια επανάληψη, την οποία κέρδισε ο Γιούσενκο. Για τον Πούτιν, οι διαδηλώσεις, γνωστές ως Πορτοκαλί Επανάσταση, ήταν μια συνωμοσία που ενορχηστρώθηκε από την Δύση.
Το 2010, ο Γιανουκόβιτς κέρδισε τελικά την προεδρία, αφού το φιλοευρωπαϊκό μπλοκ με διχάστηκε με εκατέρωθεν μίσος. Για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, αφοσιώθηκε στην λεηλασία του ουκρανικού ταμείου. Αλλά τον Νοέμβριο του 2013, έκανε ένα βήμα πολύ μακριά: ακριβώς την στιγμή που η Ουκρανία επρόκειτο να υπογράψει μια μακροχρόνια προγραμματισμένη και ευρέως δημοφιλή εμπορική συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση, την ακύρωσε απότομα και αντί γι’ αυτήν, υπό την πίεση του Πούτιν, ανακοίνωσε μια εταιρική σχέση με την Ρωσία. Για τους Ουκρανούς, όπως και για τον Πούτιν, αυτό δεν αφορούσε μόνο τον καλύτερο τρόπο ενίσχυσης της οικονομίας αλλά και την ίδια την ταυτότητα της Ουκρανίας. Αντί να κατευθυνθεί προς τα δυτικά -και ίσως μια μέρα να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση- η χώρα εξαναγκαζόταν να επιστρέψει στην ρωσική τροχιά. Αρχικά, μόνο λίγοι φοιτητές βγήκαν σε ένδειξη διαμαρτυρίας, αλλά η δημόσια οργή αυξήθηκε γρήγορα αφού ξυλοκοπήθηκαν από την αστυνομία, της οποίας τα ανώτερα κλιμάκια ο Γιανουκόβιτς είχε γεμίσει με Ρώσους. Ένας καταυλισμός διαμαρτυρίας στην κεντρική πλατεία του Κιέβου, γνωστή ως Μαϊντάν, μετατράπηκε σε μόνιμο, σαν μια φεστιβαλική πόλη μέσα σε μια πόλη, διογκούμενος στο ένα εκατομμύριο ανθρώπους τα Σαββατοκύριακα. Τον Ιανουάριο του 2014, η αστυνομία ξεκίνησε μια βίαιη καταστολή, η οποία κορυφώθηκε με τον φόνο 94 διαδηλωτών και 17 αστυνομικών. Όταν το πλήθος αρνήθηκε και πάλι να διαλυθεί, ο Γιανουκόβιτς κατέφυγε στη Μόσχα και τα περιεχόμενα του πολυτελούς ιδιωτικού του καταλύματος —υπηρεσίες δείπνου Hermès, πολυέλαιοι σε μέγεθος μικρών αυτοκινήτων, ένα λούτρινο λιοντάρι— εκτέθηκαν στο Εθνικό Μουσείο Τέχνης της Ουκρανίας. Στο κενό εξουσίας που ακολούθησε την φυγή του Γιανουκόβιτς, ο Πούτιν εισέβαλε πρώτα στην Κριμαία και, στην συνέχεια, μέσω τραμπούκων τοπικών πληρεξουσίων, στις πόλεις Ντονέτσκ και Λουχάνσκ στα ανατολικά σύνορα.
Η αρπαγή γης ευχαρίστησε το ρωσικό κοινό, αλλά αν ο Πούτιν σκόπευε να τραβήξει την Ουκρανία πίσω προς την Ρωσία, οι ενέργειές του είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα. Οι νέες προεδρικές εκλογές έφεραν έναν άλλο φιλοευρωπαίο, τον Πέτρο Ποροσένκο, έναν Ουκρανό ολιγάρχη που είχε βγάλει τα λεφτά του από την ζαχαροπλαστική και όχι από την διαφθορά εξορύξεων ή μετάλλων. Στην συνέχεια, στα χρόνια που ακολούθησαν, μια μαζική πολιτική προσπάθεια υποστήριξε τις ουκρανικές δυνάμεις σε μια σύγκρουση χαμηλού επιπέδου με την Ρωσία μέσα και γύρω από τη Ντόνετσκ και την Λουχάνσκ. (Μέχρι τη μεταρρύθμιση του Υπουργείου Άμυνας, ο προηγουμένως παραμελημένος ουκρανικός στρατός χρηματοδοτείτο κυριολεκτικά από άμεσες δωρεές από το κοινό). Η υποστήριξη της Ουκρανίας για ένταξη στο ΝΑΤΟ αυξήθηκε απότομα και τον Ιούνιο του 2014, η Ουκρανία υπέγραψε μια ευρεία συμφωνία σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το πιο συμβολικό και δημοφιλές -ή, στα μάτια του Πούτιν, το πιο πονηρό- ήταν η χορήγηση από την ΕΕ το 2017 της bezviz στους Ουκρανούς, μιας άδειας ταξιδίων χωρίς βίζα για 90 ημέρες σε ολόκληρο τον χώρο Σένγκεν. Οι Ρώσοι εξακολουθούν να χρειάζονται βίζες, οι οποίες είναι εκβιαστικά ακριβές και επαχθείς. Η αντίθεση ερεθίζει: ο μικρός αδερφός όχι μόνο έχει εγκαταλείψει τον μεγάλο αδελφό˙ ταξιδεύει καλύτερα τώρα, επίσης.
ΡΩΣΙΚΑ ΚΟΚΚΑΛΑ, ΟΥΚΡΑΝΙΚΟ ΕΔΑΦΟΣ
Η πρόοδος της Ουκρανίας πριν από την εισβολή δεν πρέπει να υπερεκτιμάται. Οι σκοτεινοί ολιγάρχες τραβούσαν τα νήματα από τα παρασκήνια και η χώρα βρισκόταν σε διάχυτη διαφθορά. (Ο Δείκτης Αντιληπτής Διαφθοράς του 2021 από την Διεθνή Διαφάνεια τοποθετεί την Ουκρανία δίπλα στο Μεξικό και την Ζάμπια, αλλά την κατατάσσει ως ελαφρώς λιγότερο διεφθαρμένη από την Ρωσία). Ωστόσο, παρ’ όλα τα προβλήματα της χώρας, η ιστορία της μετά την ανεξαρτησία ήταν μια πραγματική αλλαγή εξουσίας, που επήλθε από πραγματικές εκλογές, μεταξύ πραγματικών υποψηφίων, που αναφέρθηκαν από πραγματικά ελεύθερα μέσα ενημέρωσης. Για τον Πούτιν, το παράδειγμα της Ουκρανίας είχε γίνει άμεση πολιτική απειλή. Τι θα γινόταν αν ο ίδιος ο πληθυσμός της Ρωσίας -και όχι μόνο η αστική διανόηση- άρχιζε να απαιτεί τις ίδιες ελευθερίες; Στο δοκίμιό του «Ιστορική ενότητα», ο Πούτιν εξήγησε το γεγονός ότι οι πρόεδροι της Ουκρανίας αλλάζουν ως αποτέλεσμα ενός «συστήματος» που δημιουργήθηκε από «τους Δυτικούς συντάκτες του αντιρωσικού σχεδίου». Οι φιλορώσοι πολίτες της Ουκρανίας, έγραψε, δεν φωνάζουν [διαμαρτυρόμενοι] επειδή έχουν «οδηγηθεί στο περιθώριο», «διώκονται για τις πεποιθήσεις τους», ή ακόμη και «δολοφονούνται». Το αν το πιστεύει πραγματικά αυτό είναι ασαφές, αλλά μπορεί να εξηγήσει τις ελαφρώς ad hoc τακτικές που χρησιμοποίησε ο ρωσικός στρατός την πρώτη εβδομάδα του πολέμου του κατά της Ουκρανίας. Ο Πούτιν ίσως πραγματικά να περίμενε ότι τα τάγματα των αρμάτων του θα χαιρετίζονταν ως απελευθερωτές.
Όπως κατά την διάρκεια της Πορτοκαλί Επανάστασης του 2004 και των διαδηλώσεων της Μαϊντάν του 2013–14, που έγιναν γνωστές ως Επανάσταση της Αξιοπρέπειας, η σκληρή αυτοάμυνα της Ουκρανίας σήμερα είναι μια υπεράσπιση αξιών, όχι της εθνικής ταυτότητας ή κάποιου φανταστικού ένδοξου παρελθόντος. Η εμμονή του Πούτιν με την ιστορία, αντίθετα, είναι μια αδυναμία. Αν και νωρίτερα στην προεδρία του, το χτύπημα του τυμπάνου της «συγκέντρωσης του ρωσικού κόσμου» που αύξησε τα ποσοστά αποδοχής του, τώρα τον οδήγησε σε ένα μοιραίο αδιέξοδο. Όσον αφορά τα τετραγωνικά χιλιόμετρα και μόνο, η Ουκρανία είναι η δεύτερη μεγαλύτερη χώρα στην Ευρώπη, μετά την ίδια την Ρωσία. Εάν την τοποθετούσατε πάνω από τις ανατολικές Ηνωμένες Πολιτείες, όπως παρατήρησε πρόσφατα η Washington Post, θα εκτείνεται «από το Μιζούρι στον Ατλαντικό Ωκεανό και από το Οχάιο μέχρι την Γεωργία». Η μόνιμη κατάληψή της θα ήταν εξαιρετικά δαπανηρή σε στρατεύματα και χρήμα. Επιπλέον, ο πόλεμος του Πούτιν έχει ενώσει τους Ουκρανούς όσο ποτέ άλλοτε. Και είτε μιλούν ρωσικά είτε ουκρανικά, το συναίσθημά τους είναι το ίδιο. Ήδη, βίντεο κλιπ έχουν γίνει viral με μπάμπουσκες [στμ: ηλικιωμένες γυναίκες, γιαγιάδες] να λένε στους Ρώσους στρατιώτες ότι θα αφήσουν τα κόκκαλά τους στο ουκρανικό έδαφος και με Ουκρανούς στρατιώτες να βρίζουν χαρούμενα καθώς πυροβολούν με μπαζούκας στα ρωσικά τανκς, όλα με την πιο καθαρή ρωσική γλώσσα. Ο πόλεμος είναι πιθανό να συνεχιστεί για πολύ καιρό και η τελική έκβασή του είναι άγνωστη. Η ιστορία, ίσως μαθαίνει ο Πούτιν, αποτελεί έναν οδηγό μόνο όταν είναι η πραγματική.