Τα λανθασμένα μαθήματα της ιστορίας
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν είναι προϊόν του Ψυχρού Πολέμου. Ο Πρόεδρος της Ρωσίας έφτιαξε την καριέρα του στην παλιά σοβιετική υπηρεσία πληροφοριών, την KGB, και έβλεπε με τρυφερότητα την αντιπαλότητα των υπερδυνάμεων και το πυρηνικό αδιέξοδο, τουλάχιστον από ορισμένες απόψεις: αφότου ανέλαβε τα καθήκοντα του, το 2000, αποκάλεσε ως γνωστόν την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης «πραγματική τραγωδία» και «τη μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή» του εικοστού αιώνα. Ωστόσο, στο πλαίσιο της τρέχουσας κρίσης για την Ουκρανία, είναι κάθε άλλο παρά σαφές αν ο Πούτιν έχει μελετήσει σοβαρά την ιστορία του Ψυχρού Πολέμου ή έχει κατανοήσει τα διδάγματα του.
Σε καίρια σημεία του Ψυχρού Πολέμου, οι ηγέτες του Κρεμλίνου έκαναν λανθασμένους υπολογισμούς εξαπολύοντας, εγκρίνοντας, ή απειλώντας με επιθετικές ενέργειες που τελικά αποδείχθηκαν αντιπαραγωγικές για τα σοβιετικά συμφέροντα. Από την αποστολή τανκς στην Ουγγαρία το 1956 έως την πίεση στην κομμουνιστική κυβέρνηση της Πολωνίας να καταπνίξει το συνδικαλιστικό κίνημα «Αλληλεγγύη» στις αρχές της δεκαετίας του 1980, οι προσπάθειες των Σοβιετικών να υποτάξουν χώρες υπενθύμισαν στους Δυτικούς ηγέτες γιατί είχαν συνασπιστεί αρχικά κατά της Μόσχας.
Σήμερα, φαίνεται ότι ο Πούτιν ίσως να επαναλαμβάνει τα λάθη των σοβιετικών προκατόχων του. Η επίθεσή του εναντίον της Ουκρανίας στηρίζει την ουκρανική αντίθεση στην ρωσική επιρροή, ενώ δίνει νέα πνοή και ενώνει την Δυτική συμμαχία.
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΣΤΟΝ ΤΥΧΟΔΙΩΚΤΙΣΜΟ
Από την αρχή του Ψυχρού Πολέμου, οι σοβιετικοί ηγέτες επέλεξαν να ασκήσουν τη μέγιστη πίεση στην προσπάθειά τους να εδραιώσουν την επιρροή τους στην Ανατολική Ευρώπη. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η πίεση και οι απειλές της Σοβιετικής Ένωσης εναντίον του Ιράν, της Τουρκίας, και —σε μικρότερο βαθμό— της Ελλάδας ενέπνευσαν την ανάδυση των αμερικανικού δόγματος της «ανάσχεσης» (“containment”) για να αντισταθούν στην σοβιετική επέκταση πέρα από εκείνες τις χώρες όπου είχε ήδη επιβάλει την κομμουνιστική εξουσία. Το 1948, ο Στάλιν προσπάθησε να υποχρεώσει τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο, τους πρώην συμμάχους του στη νίκη επί της ναζιστικής Γερμανίας, να φύγουν από το Βερολίνο, αποκόβοντας την χερσαία πρόσβαση μεταξύ των δυτικών ζωνών της πόλης -ένα «νησί» στην κατεχόμενη από την Σοβιετική Ένωση ανατολική Γερμανία- και των αμερικανικών και βρετανικών ζωνών κατοχής, περίπου 100 μίλια δυτικά. Η κίνηση γύρισε ως μπούμερανγκ: μια τεράστια αγγλοαμερικανική αερομεταφορά ματαίωσε τον αποκλεισμό και ώθησε τους Δυτικούς ηγέτες να σφυρηλατήσουν μια στρατιωτική συμμαχία για να καταπολεμήσουν την σοβιετική απειλή, με αποτέλεσμα την δημιουργία του ΝΑΤΟ τον Απρίλιο του 1949. Επιπλέον, οι εικόνες των Δυτικοβερολινέζων να το παλεύουν πεισματικά μέσα στον παγωμένο χειμώνα, παρά τις απειλές της Μόσχας, βοήθησαν να αλλάξει η εικόνα των αντιμαχόμενων πλευρών στην αμερικανική λαϊκή κουλτούρα: μόλις λίγα χρόνια μετά το τέλος ενός πολέμου στον οποίο οι Αμερικανοί θαύμαζαν βαθιά την ηρωική σοβιετική αντίσταση στην επέλαση των Ναζί, τώρα οι «καλοί Γερμανοί» αντιστέκονταν στους «άθεους κομμουνιστές» της Σοβιετικής Ένωσης και τον τυραννικό δικτάτορά τους («οι Κόκκινοι», “the Reds”).
Έναν χρόνο μετά τον μάταιο αποκλεισμό, ο Στάλιν έκανε άλλο ένα λάθος: ενέκρινε την έκκληση του Κιμ Ιλ Σουνγκ να αφήσει την Βόρεια Κορέα να εισβάλει στη Νότια Κορέα τον Ιούνιο του 1950 και να θέσει ολόκληρη την Κορεατική Χερσόνησο υπό τον κομμουνισμό. Ο Κιμ διαβεβαίωσε τον Στάλιν ότι οι Κορεάτες κάτω από τον 38ο παράλληλο περίμεναν με ανυπομονησία την άφιξή του και θα εγείρονταν για να επισπεύσουν τον θρίαμβό του. Ο Στάλιν, από την πλευρά του –πιθανώς παραπλανημένος από τις ενδείξεις της κυβέρνησης Τρούμαν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν απρόθυμες να επέμβουν στρατιωτικά για να υπερασπιστούν τη Νότια Κορέα- υπέθεσε λανθασμένα ότι η Ουάσιγκτον θα απέφευγε να βοηθήσει την Σεούλ. Το γεγονός ότι οι Σοβιετικοί είχαν πυροδοτήσει την πρώτη ατομική τους βόμβα το προηγούμενο καλοκαίρι υποστήριξε αυτή την εσφαλμένη υπόθεση. Φυσικά, η Πιονγκγιάνγκ απέτυχε να καταπιεί τον Νότο και οι μάχες τελείωσαν τρία χρόνια αργότερα, με την χερσόνησο να είναι ακόμη διαιρεμένη. Πολύ χειρότερο, από την σοβιετική σκοπιά, ήταν το πώς η εισβολή της Βόρειας Κορέας παρότρυνε την Δύση, ακόμη και τους Γάλλους, να επιτρέψουν στην Δυτική Γερμανία να εξοπλιστεί.
Το 1955, η Δυτική Γερμανία εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ (βοηθούμενη από την υπόσχεσή της να παραιτηθεί από τα πυρηνικά όπλα για το ορατό μέλλον), αλλά έναν χρόνο αργότερα, το φθινόπωρο του 1956, η συμμαχία φαινόταν [να είναι] στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Στα τέλη Οκτωβρίου, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία, οι δύο ευρωπαϊκοί πυλώνες του ΝΑΤΟ, επιτέθηκαν στην Αίγυπτο για να ανακτήσουν τον έλεγχο της Διώρυγας του Σουέζ, την οποία ο Αιγύπτιος πρόεδρος, Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, είχε εθνικοποιήσει λίγους μήνες νωρίτερα. Ενήργησαν συνωμοτώντας με το Ισραήλ (η εφόρμηση του οποίου στην χερσόνησο του Σινά επέτρεψε στο Λονδίνο και στο Παρίσι να ισχυριστούν ότι προστάτευαν την διώρυγα) και πίσω από την πλάτη των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες είχαν ευνοήσει τις διαπραγματεύσεις με τον Νάσερ. Η προσπάθεια των Ευρωπαίων να επαναβεβαιώσουν την αποικιακή κυριαρχία στην Αίγυπτο εξόργισε τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, και υποχρέωσε τους Βρετανούς, τους Γάλλους, και τους Ισραηλινούς να αποσυρθούν. Η Δυτική συμμαχία θα βρισκόταν σε χάος, αλλά λίγες μέρες αργότερα, στις αρχές Νοεμβρίου, οι Σοβιετικοί εισέβαλαν στην Ουγγαρία. Αυτή η κίνηση προκλήθηκε από μια αλληλουχία γεγονότων στο κράτος-δορυφόρο του Συμφώνου της Βαρσοβίας: αφότου ο σοβιετικός ηγέτης, Νικίτα Χρουστσόφ, εκφώνησε μια ομιλία, επικρίνοντας πτυχές της διακυβέρνησης του Στάλιν, οι Ούγγροι επέλεξαν ένα μεταρρυθμιστικό (αλλά ακόμα κομμουνιστικό) καθεστώς. Η Μόσχα, με την σειρά της, κατέστειλε βάναυσα την ουγγρική εξέγερση.
Η επίθεση της Μόσχας υπενθύμισε στην συμμαχία γιατί υπήρχε. Παρά τις πολυάριθμες, επαναλαμβανόμενες εντάσεις εντός του ΝΑΤΟ τις επόμενες δεκαετίες, η συμμαχία συνέχισε για το υπόλοιπο του Ψυχρού Πολέμου. Περιοδικές επιδείξεις του σοβιετικού κινδύνου —οι ανανεωμένες επιδιώξεις του Κρεμλίνου στο Δυτικό Βερολίνο (η δεύτερη κρίση του Βερολίνου, που διήρκεσε από το 1958 έως το 1961), οι εισβολές στην Τσεχοσλοβακία (το 1968) και στο Αφγανιστάν (το 1979), και οι απειλές για εισβολή στην Πολωνία (το 1980–81)— ενδυνάμωσαν την συνοχή της συμμαχίας.
Μερικές φορές, οι Σοβιετικοί δεν πλήρωναν άμεσο τίμημα για αυτές τις επιθετικές κινήσεις. Βεβαίως, η τάση της Σοβιετικής Ένωσης να κάνει επίδειξη στρατιωτικής δύναμης αφαιρούσε [βαθμούς] από την διεθνή δημόσια αποδοχή της, αλλά οι κυρώσεις των ΗΠΑ επιβάλλονταν στις περισσότερες περιπτώσεις με μισή καρδιά. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, οι Σοβιετικοί έκαναν εχθρούς και βοήθησαν να στερεοποιηθεί η αντίθεση στην επιρροή τους. Η εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, για παράδειγμα, επιτάχυνε την άνοδο του «ευρωκομμουνισμού» -δηλαδή, πιο εθνικιστικών κομμουνιστικών κομμάτων στην Δυτική Ευρώπη, για παράδειγμα στην Ιταλία, που ήταν λιγότερο υποτακτικά στο Σοβιετικό Κομμουνιστικό Κόμμα – κάτι που μείωσε την επιρροή και τον έλεγχο της Μόσχας. Και στο Αφγανιστάν, η Μόσχα, η οποία ήλπιζε και σχεδίαζε να εισέλθει και να εξέλθει μέσα σε λίγους μήνες, τοποθέτησε με επιτυχία έναν κομμουνιστή ηγέτη της προτίμησής της (και σκότωσε αυτόν που αντικατέστησε) αλλά βρέθηκε τελματωμένη σε έναν μακρό, εξουθενωτικό αγώνα ενάντια σε μια υποστηριζόμενη από την Ουάσιγκτον εξέγερση, που τελικά την υποχρέωσε να υποχωρήσει μια δεκαετία αργότερα. Ο πόλεμος στο Αφγανιστάν αποδυνάμωσε ολοφάνερα την Σοβιετική Ένωση καθώς κατευθυνόταν προς την λήθη.
ΜΠΟΥΜΕΡΑΝΓΚ
Αυτό το τελικό σενάριο θα πρέπει να ανησυχήσει ιδιαίτερα τον Πούτιν. Μολονότι ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες ούτε το ΝΑΤΟ έχουν οποιαδήποτε όρεξη να επέμβουν στρατιωτικά για να σώσουν την Ουκρανία από μια ρωσιική εισβολή, δεν θα ήταν αντίθετοι στο να βοηθήσουν έναν πιθανό ουκρανικό ανταρτοπόλεμο ενάντια σε έναν εχθρικό κατοχικό στρατό —που η ιστορία υποδηλώνει ότι θα μπορούσε να είναι παρατεταμένος και σημαντικός, όπως ανακάλυψαν οι δυνάμεις του Αδόλφου Χίτλερ κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πόλεμου. Οι Ουκρανοί εμφανίζονται πολύ πιο έτοιμοι και πρόθυμοι να πολεμήσουν από όσο, για παράδειγμα, οι Τσεχοσλοβάκοι το 1968.
Φυσικά, ο Πούτιν αισθάνεται προφανώς [ότι έχει] το δικαίωμα να καταλάβει (ή, κατά την προσκολλημένη στην Σοβιετική Ένωση άποψή του, να επανακατακτήσει) την Ουκρανία επειδή, σε αντίθεση με την Ουγγαρία και την Πολωνία, είναι μια πρώην δημοκρατία της Σοβιετικής Ένωσης και ιστορικά, εθνοτικά και γλωσσικά στενά συνδεδεμένη με την Ρωσία. Ωστόσο, ο υπόλοιπος κόσμος (και ακόμη και η ίδια η Ρωσία, σε μια συμφωνία του 1994) έχει αναγνωρίσει την κυριαρχία της Ουκρανίας ως ανεξάρτητο έθνος μετά την σοβιετική κατάρρευση. Πολλοί Ουκρανοί θυμούνται με θυμό το πώς η Μόσχα κακομεταχειρίστηκε κατάφωρα την χώρα τους όταν ενσωματώθηκε στην Σοβιετική Ένωση. Ο μεγάλος ανθρωπογενής λιμός που σκότωσε εκατομμύρια Ουκρανούς κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης του Στάλιν την δεκαετία του 1930 έχει μεγάλη επίδραση στην δημόσια συνείδηση της χώρας. Τέτοιες ιστορικές μνήμες θα μπορούσαν να ενισχύσουν την βίαιη αντίσταση στην ρωσική κατοχή.
Η επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία πιθανώς θα επιταχύνει το αποτέλεσμα που επιθυμεί λιγότερο: ένα μεγαλύτερο και ισχυρότερο ΝΑΤΟ [5]. Μετά το χάος της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ, η συμμαχία συσπειρώθηκε σε μια προσπάθεια να αποτρέψει τον Πούτιν από το να εξαπολύσει επίθεση στην Ουκρανία. Χώρες κατά μήκος ή κοντά στην ρωσική περιφέρεια που εκτιμούν την ανεξαρτησία τους αλλά δεν ανήκουν ακόμη στο ΝΑΤΟ μπορεί τώρα να εξετάσουν σοβαρά την ένταξη ή να εντείνουν τις προσπάθειές τους για να το πράξουν. Τα δυνητικά νέα μέλη θα μπορούσαν να επεκταθούν πέρα από τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες για να συμπεριλάβουν χώρες που παρέμειναν ουδέτερες κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, είτε οικειοθελώς (όπως η Σουηδία) είτε ως αποτέλεσμα του σοβιετικού καταναγκασμού (όπως η Αυστρία και η Φινλανδία). Ήδη, ορισμένοι Φινλανδοί συλλογίζονται δημόσια για την «απο-φινλανδοποίηση» και την εγκατάλειψη της παραδοσιακής τους απόστασης από το ΝΑΤΟ.
Ο Πούτιν δεν αγνοεί αυτά τα προηγούμενα του Ψυχρού Πολέμου, περιπτώσεις στις οποίες η επιθετικότητα της Μόσχας κατέληξε να γυρίσει ως μπούμερανγκ, ωστόσο προφανώς δεν τον ενδιαφέρει. Λίγο αφότου ανήλθε στην εξουσία, δημοσίευσε το First Person: An Astonishingly Frank Self-Portrait by Russian’s President, στο οποίο αναγνώρισε ότι η βίαιη καταστολή από την Σοβιετική Ένωση των εξεγέρσεων στην Ανατολική Γερμανία, στην Ουγγαρία, και στην Τσεχοσλοβακία ήταν «μεγάλα λάθη». Και πρόσθεσε: «Η ρωσοφοβία που βλέπουμε σήμερα στην Ανατολική Ευρώπη είναι ο καρπός αυτών των λαθών». Η λέξη «λάθη» υποδηλώνει ότι θεωρεί αυτές τις ενέργειες λανθασμένους υπολογισμούς και όχι ηθικά εσφαλμένες ή αδικαιολόγητες. Σε κάθε περίπτωση, κατά την στάθμιση των επιλογών του, ο Πούτιν πρέπει να γνώριζε ότι η εισβολή στην Ουκρανία θα αναζωογονούσε και θα ενίσχυε δραματικά την ρωσοφοβία στις γύρω χώρες, με συνέπειες που μπορεί να μην του αρέσουν. Η νοσταλγική επιθυμία του να αναδημιουργήσει ουσιαστικά την Σοβιετική Ένωση (χωρίς το παγκόσμιο ιδεολογικό της σκεπτικό, αφού υποστηρίζει μόνο την απολυταρχία και την ρωσική ισχύ), με την βία αν χρειαστεί, έχει οδηγήσει την Ρωσία σε πόλεμο.