Η επιστροφή του πολέμου των Μεγάλων Δυνάμεων
Από τις τελευταίες ημέρες του Ψυχρού Πολέμου, πολιτικοί των ΗΠΑ, ειδικοί, μελετητές των διεθνών σχέσεων και πολιτικοί αναλυτές υποστήριξαν ότι ο πόλεμος των μεγάλων δυνάμεων είναι ένα λείψανο μιας άλλης εποχής. Το 1986, ο ιστορικός John Lewis Gaddis χαρακτήρισε την εποχή μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μια «Μακρά Ειρήνη» (Long Peace), επειδή η Σοβιετική Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν φτάσει να χτυπηθούν. Λίγα χρόνια αργότερα, ο πολιτικός επιστήμονας John Mueller πρότεινε ότι η αλλαγή των κανόνων είχε καταστήσει ξεπερασμένη την σύγκρουση των μεγάλων δυνάμεων. Το 2011, ο ψυχολόγος Steven Pinker ισχυρίστηκε ότι η Μακρά Ειρήνη μεταμορφώθηκε σε μια «Νέα Ειρήνη», που χαρακτηρίζεται από μια γενικευμένη μείωση της βίας στις ανθρώπινες υποθέσεις.
Φυσικά, όπως αποδεικνύεται από τις συνεχιζόμενες συγκρούσεις στο Αφγανιστάν, την Λιβύη, το Σουδάν, την Συρία, την Ουκρανία, και την Υεμένη, για να αναφέρουμε μερικές, προς το παρόν δεν υπάρχει έλλειψη οργανωμένης ένοπλης βίας που να εμπλέκει μικρότερες χώρες. Ωστόσο, δεδομένης της αιματοβαμμένης πορείας της πολιτικής από την έναρξη του σύγχρονου διεθνούς συστήματος τον δέκατο έκτο αιώνα, η απουσία πολέμου μεταξύ μεγάλων δυνάμεων από το 1945 είναι εντυπωσιακή. Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι τέτοιου είδους συγκρούσεις είναι εκτός συζήτησης. Στην πραγματικότητα, παρά τις προσπάθειες ακαδημαϊκών και πολιτικών να διαγράψουν τον πόλεμο μεγάλων δυνάμεων ως μια πραγματική απειλή, οι συνθήκες που τον καθιστούν πιθανό εξακολουθούν να υπάρχουν. Οι εντάσεις εξακολουθούν να υφίστανται ανάμεσα στις σημερινές μεγάλες δυνάμεις -πάνω από όλα οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα- και οποιοσδήποτε αριθμός σημείων ανάφλεξης μπορεί να προκαλέσει σύγκρουση μεταξύ τους. Αυτές οι δύο χώρες βρίσκονται σε μια πορεία σύγκρουσης που τροφοδοτείται από την δυναμική της μετάβασης της ισχύος και του ανταγωνισμού τους για το κύρος και το γόητρο, και χωρίς μιαν αλλαγή κατεύθυνσης, ο πόλεμος μεταξύ τους τις επόμενες δεκαετίες δεν είναι μόνο δυνατός αλλά πιθανός.
ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΗ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ
Ακόμα και καθώς ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας εντείνεται, οι περισσότεροι Αμερικανοί που σκέφτονται σοβαρά την εξωτερική πολιτική και την υψηλή στρατηγική αρνούνται να πιστέψουν ότι ο πόλεμος είναι πιθανός. Αυτή η αισιοδοξία βασίζεται κυρίως σε πολλές εξέχουσες θεωρίες της συμπεριφοράς του κράτους. Η πρώτη είναι ότι ένα υψηλό επίπεδο οικονομικής αλληλεξάρτησης μεταξύ δύο χωρών μειώνει τον κίνδυνο βίαιων συγκρούσεων. Αλλά η ιστορία παρέχει πολλά παραδείγματα για την αντιστάθμιση αυτής της υπόθεσης. Οι χώρες της Ευρώπης δεν ήταν ποτέ πιο αλληλεξαρτώμενες -τόσο οικονομικά όσο και πολιτισμικά- από όσο ακριβώς πριν από το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, και οι οικονομίες δύο εκ των κύριων εμπόλεμων εκείνης της σύγκρουσης, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γερμανίας, ήταν στενά συνδεδεμένες. Και ακόμη και αν η αλληλεξάρτηση των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας μπορεί θεωρητικά να μειώσει τον κίνδυνο πολέμου μεταξύ τους, οι οικονομικοί τους δεσμοί έχουν αρχίσει να διαλύονται τα τελευταία χρόνια, καθώς ο καθένας αρχίζει να αποσυνδέεται από την οικονομία του άλλου.
Ο σκεπτικισμός για την προοπτική ενός πολέμου μεγάλων δυνάμεων πηγάζει επίσης από την πίστη στην δύναμη της πυρηνικής αποτροπής. Ο κίνδυνος της διασφαλισμένης αμοιβαίας καταστροφής από έναν πυρηνικό πόλεμο έπαιξε σίγουρα έναν ρόλο στην αποτροπή από το να γίνει θερμός ο Ψυχρός Πόλεμος. Τις τελευταίες δεκαετίες, ωστόσο, οι τεχνολογικές εξελίξεις έχουν αποδυναμώσει αυτόν τον αποτρεπτικό παράγοντα. Ο συνδυασμός των μικροσκοπικών πυρηνικών κεφαλών χαμηλής απόδοσης και των υψηλής ακριβείας συστημάτων παράδοσης έχει καταστήσει νοητό αυτό που κάποτε ήταν αδιανόητο: έναν «περιορισμένο» πυρηνικό πόλεμο, ο οποίος δεν θα είχε ως αποτέλεσμα μια καταστροφή τύπου Αποκάλυψης.
Τελικά, άλλοι μελετητές υποστήριξαν ότι η λεγόμενη φιλελεύθερη διεθνής τάξη θα διατηρήσει την ειρήνη. Σε αυτήν την άποψη, η ηγεσία των ΗΠΑ -μέσω πολυμερών θεσμών όπως τα Ηνωμένα Έθνη, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο- και η διάδοση των αρχών της ειρηνικής συνεργασίας παρέχουν τώρα κανονικότητα και προβλεψιμότητα στην διεθνή συμπεριφορά. Ορισμένοι, όπως ο πολιτικός επιστήμονας G. John Ikenberry, προβλέπουν αισιόδοξα ότι αυτή η τάξη μπορεί να επιβιώσει για πολλές δεκαετίες στο μέλλον, παρά την άνοδο της Κίνας και το ενδεχόμενο τέλος της κυριαρχίας των ΗΠΑ. Αυτή η υπόθεση, ωστόσο, είναι προβληματική. Η τάξη αμφισβητείται όχι μόνο από τις αλλαγές της διεθνούς δυναμικής αλλά και από τις πολιτικές εξελίξεις στις χώρες που την υπερασπίστηκαν παραδοσιακά. Στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη, η άνοδος του λαϊκισμού και της αντιφιλελεύθερης δημοκρατίας είναι μια αντίδραση κατά της τρέχουσας τάξης και των ελίτ που υπερασπίζονται και επωφελούνται από αυτήν. Καθώς η εγχώρια υποστήριξη για την τάξη μειώνεται και η ισορροπία ισχύος μετατοπίζεται προς άλλες χώρες, το σύστημα αναπόφευκτα θα καταστεί λιγότερο αποτελεσματικό στην διαμεσολάβηση συγκρούσεων. Οι ανερχόμενες δυνάμεις ίσως επίσης να δουν ένα άνοιγμα για να αναθεωρήσουν την δομή πλήρως, αυξάνοντας την πιθανότητα πολέμου.
ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
Πέρα από την θεωρία, η ιστορία δείχνει επίσης ότι οι περιορισμοί στον πόλεμο των μεγάλων δυνάμεων είναι πιο αδύναμοι από όσο εμφανίζονται συχνά. Συγκεκριμένα, η πορεία της βρετανο-γερμανικής αντιπαλότητας που κορυφώθηκε με τον πόλεμο το 1914 δείχνει το πώς δύο μεγάλες δυνάμεις μπορούν να συρθούν ανεξέλεγκτα σε μια σύγκρουση που φαινόταν πολύ απίθανη -μέχρι την στιγμή που ξεκίνησε. Και οι παραλληλισμοί του σημερινού ανταγωνισμού μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας δεν θα μπορούσαν να είναι σαφέστεροι.
Στα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, η ταχέως αναπτυσσόμενη οικονομική, τεχνολογική και ναυτική δύναμη της αυτοκρατορικής Γερμανίας άρχισε να αποτελεί πρόκληση για την υπάρχουσα υπό την ηγεσία της Βρετανίας διεθνή τάξη. Παρά τους στενούς εμπορικούς δεσμούς μεταξύ των δύο χωρών, οι βρετανικές ελίτ άρχισαν να βλέπουν την αυξανόμενη οικονομική δύναμη της Γερμανίας ως απειλή. Επιπλέον, απεχθάνονταν την οικονομική επιτυχία της Γερμανίας επειδή ήταν το αποτέλεσμα εμπορικών και βιομηχανικών πολιτικών που έκριναν ως άδικες: η γερμανική ευημερία, ένιωθαν, προερχόταν από την κρατική παρεμβατικότητα και όχι από την φιλελεύθερη, laissez-faire προσέγγιση που χαρακτήριζε την πολιτική οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι βρετανικές ελίτ είχαν επίσης μια βαθιά αντιπάθεια απέναντι στην Γερμανία, διότι είδαν την πολιτική κουλτούρα της -η οποία ευνοούσε τον στρατό και τις αξίες του- ως θεμελιωδώς αντίθετες με τις φιλελεύθερες αξίες. Με απλά λόγια, πίστευαν ότι η Γερμανία ήταν ένας απίστευτα κακός δρων. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι όταν ξεκίνησε ο πόλεμος, οι Βρετανοί γρήγορα κατανόησαν την σύγκρουση ως μια ιδεολογική σταυροφορία που θέτει τον φιλελευθερισμό ενάντια στον πρωσικό αυταρχισμό και μιλιταρισμό.
Οι Βρετανοί και οι Γερμανοί ανταγωνίζονταν για γόητρο όσο και για ισχύ. Η στρατηγική της Weltpolitik της Γερμανίας -η οικοδόμηση ενός μεγάλου ναυτικού και η αναζήτηση αποικιών- προκάλεσε το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο, ως εμπορικό έθνος με μια εκτεταμένη υπερπόντια αυτοκρατορία, δεν μπορούσε να αγνοήσει την εμφάνιση μιας αντίπαλης ναυτικής δύναμης ακριβώς απέναντι από την Βόρεια Θάλασσα. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, το πρόγραμμα ναυπήγησης θωρηκτών της Γερμανίας καθοδηγείτο λιγότερο από οικονομικές ή στρατιωτικές ανησυχίες παρά από μια πείνα για κύρος. Ο στόχος της Γερμανίας δεν ήταν απαραίτητα να αμφισβητήσει το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά να αναγνωριστεί ως ισότιμη μεγάλη δύναμη.
Παρά αυτές τις πηγές της πιθανής σύγκρουσης, το ξέσπασμα πολέμου μεταξύ των δύο κρατών τον Αύγουστο του 1914 δύσκολα ήταν αναπόφευκτο. Όπως επεσήμαναν οι ιστορικοί Zara Steiner και Keith Neilson, «δεν υπήρξε άμεση σύγκρουση για το έδαφος, τον θρόνο ή τα σύνορα» μεταξύ των δύο. Στην πραγματικότητα, υπήρχαν σημαντικοί παράγοντες που θα μπορούσαν να προωθήσουν την ειρήνη: εμπόριο, πολιτιστικοί δεσμοί και διασυνδεδεμένες ελίτ και βασιλικές οικογένειες, για να αναφέρουμε μερικούς.
Γιατί λοιπόν πήγαν στον πόλεμο; Η απάντηση της ιστορικού Margaret MacMillan είναι ότι η σύγκρουση ήταν «το αποτέλεσμα της σύγκρουσης μεταξύ μιας μεγάλης παγκόσμιας δύναμης που αισθανόταν ότι το πλεονέκτημά της διολισθαίνει, και ενός ανερχόμενου αντιπάλου». Όπως γράφει:
«Τέτοιες μεταβάσεις σπάνια αντιμετωπίζονται ειρηνικά. Η καθιερωμένη δύναμη είναι πολύ συχνά αλαζονική, κατηχώντας τον υπόλοιπο κόσμο για το πώς να διαχειρίζεται τις υποθέσεις του, και πολύ συχνά δεν είναι ευαίσθητη στους φόβους και τις ανησυχίες των μικρότερων δυνάμεων. Μια τέτοια δύναμη, όπως ήταν τότε η Βρετανία και είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες σήμερα, αναπόφευκτα αντιστέκεται στους υπαινιγμούς της δικής της θνησιμότητας και η ανερχόμενη [δύναμη] είναι ανυπόμονη να πάρει το δίκαιο μερίδιό της από ό, τι είναι σε προσφορά, είτε πρόκειται για αποικίες, εμπόριο, πόρους είτε για επιρροή».
Οι παραλληλισμοί μεταξύ του ανταγωνισμού Βρετανίας-Γερμανίας πριν από το 1914 και των σύγχρονων σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας είναι εντυπωσιακοί και προειδοποιητικοί. Οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται στην θέση του Ηνωμένου Βασιλείου, ενός κατεστημένου ηγεμόνα του οποίου η σχετική ισχύς εξασθενεί σταδιακά. Η Ουάσιγκτον, όπως και το Λονδίνο πριν, απεχθάνεται την άνοδο του αντιπάλου της, την οποία αποδίδει σε αθέμιτες εμπορικές και οικονομικές πολιτικές, και βλέπει τον αντίπαλό της ως κακό δρώντα του οποίου οι αξίες είναι αντιθετικές στον φιλελευθερισμό. Από την πλευρά της, όπως η Γερμανία πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η σημερινή ταχέως αναπτυσσόμενη Κίνα θέλει να αναγνωριστεί ως ισότιμη στην διεθνή σκηνή και επιδιώκει ηγεμονία στην δική της περιοχή. Η αδυναμία του Ηνωμένου Βασιλείου να προσαρμοστεί ειρηνικά στην άνοδο της Γερμανίας βοήθησε να οδηγήσει στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες ακολουθούν αυτό το βρετανικό προηγούμενο θα καθορίσει το εάν ο ανταγωνισμός ΗΠΑ-Κίνας καταλήξει σε πόλεμο.
ΜΙΑ ΜΑΧΗ ΙΔΕΩΝ;
Για τους Κινέζους ηγέτες, η ιστορία της χώρας τους τούς παρέχει ένα προειδοποιητικό αφήγημα για το τι συμβαίνει στις μεγάλες χώρες που δεν καταφέρνουν να κάνουν το άλμα στο status της μεγάλης δύναμης. Όπως σημείωσαν οι μελετητές, η ήττα της Κίνας από τους Βρετανούς και τους Γάλλους στους δύο πολέμους του οπίου στα μέσα του 19ου αιώνα προήλθε από την αδυναμία της να προσαρμοστεί στις αλλαγές που επέφερε η Βιομηχανική Επανάσταση. Λόγω της αδύναμης ανταπόκρισης των Κινέζων ηγετών, ισχυρότερες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις μπόρεσαν να κυριαρχήσουν στις υποθέσεις της χώρας˙ οι Κινέζοι χαρακτηρίζουν την επακόλουθη εποχή, στην οποία οι Δυτικές δυνάμεις και η Ιαπωνία κράτησαν την Κίνα κάτω, ως «ο αιώνας της ταπείνωσης».
Η σημερινή άνοδος της Κίνας οφείλεται στην επιθυμία της να εκδικηθεί για την ταπείνωση που υπέστη και να αποκαταστήσει το πριν από τον 19ο αιώνα status της ως κυρίαρχη δύναμη της Ανατολικής Ασίας. Το πρόγραμμα «μεταρρύθμιση και άνοιγμα» του Deng Xiaoping ήταν το πρώτο βήμα αυτής της διαδικασίας. Για να προωθήσει την οικονομική ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό της, η Κίνα εντάχθηκε στην υπό την ηγεσία των ΗΠΑ παγκόσμια τάξη. Όπως το έθεσε ο ίδιος ο Ντενγκ το 1992, «Όσοι είναι υποανάπτυκτοι τρώνε ξύλο». Ο μακροπρόθεσμος στόχος του Πεκίνου δεν ήταν απλώς να γίνει πλούσιο. Στόχος του ήταν να γίνει αρκετά πλούσιο για να αποκτήσει τις στρατιωτικές και τεχνολογικές δυνατότητες που απαιτούνται για την απομάκρυνση της περιφερειακής ηγεμονίας στην Ανατολική Ασία μακριά από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Κίνα προσχώρησε στο σύστημα όχι για να βοηθήσει στην διατήρησή του αλλά για να το αμφισβητήσει από μέσα.
Αυτή η στρατηγική πέτυχε. Η Κίνα πλησιάζει γρήγορα τις Ηνωμένες Πολιτείες με κάθε σημαντικό μέτρο ισχύος. Το 2014, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ανακοίνωσε ότι, όταν μετρήθηκε ως προς την ισοτιμία αγοραστικής δύναμης, η Κίνα είχε περάσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο. Μετρημένη από την συναλλαγματική ισοτιμία της αγοράς, το ΑΕΠ της Κίνας είναι τώρα σχεδόν στο 70% των Ηνωμένων Πολιτειών. Και καθώς η Κίνα συνεχίζει να ανακάμπτει ταχύτατα από την οικονομική ύφεση που προκλήθηκε από την πανδημία, πιθανότατα θα περάσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως η νούμερο ένα παγκόσμια οικονομία καθ’ οιοδήποτε μέτρο πριν από το τέλος αυτής της δεκαετίας. Σε στρατιωτικούς όρους, η ιστορία είναι παρόμοια. Το 2015, μια μελέτη της RAND Corporation, «The U.S.-China Military Scorecard», σημείωσε ότι το χάσμα μεταξύ στρατιωτικής ισχύος ΗΠΑ και Κίνας στην Ανατολική Ασία έκλεισε γρήγορα. Ο αμερικανικός στόλος και οι βάσεις των ΗΠΑ στην περιοχή απειλούνται τώρα από τις βελτιωμένες κινεζικές δυνατότητες. Οι ίδιοι οι συγγραφείς της μελέτης εξέφρασαν έκπληξη για αυτή τη μετατόπιση. «Ακόμη και για πολλούς από τους συντελεστές αυτής της έκθεσης, οι οποίοι παρακολουθούν τις εξελίξεις στην ασιατική στρατιωτική κατάσταση σε συνεχή βάση, η ταχύτητα της αλλαγής … ήταν εντυπωσιακή», σημείωσαν.
Οι υπεύθυνοι χάραξης της πολιτικής των ΗΠΑ βλέπουν όλο και περισσότερο την αντιπαλότητα ΗΠΑ-Κίνας όχι ως έναν παραδοσιακό ανταγωνισμό μεγάλων δυνάμεων, αλλά ως έναν αγώνα που θέτει την δημοκρατία ενάντια στον κομμουνισμό. Τον Ιούλιο, ο υπουργός Εξωτερικών, Mike Pompeo, έκανε μια ομιλία της οποίας ο κύριος σκοπός ήταν να σκιαγραφήσει την εχθρότητα ΗΠΑ-Κίνας με ιδεολογικούς όρους. «Πρέπει να έχουμε κατά νου ότι το καθεστώς [του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος] είναι ένα μαρξιστικό-λενινιστικό καθεστώς», είπε:
«Ο Γενικός Γραμματέας, Xi Jinping, είναι αληθινός πιστός σε μια πτωχευμένη ολοκληρωτική ιδεολογία … που ενημερώνει την πολλών δεκαετιών επιθυμία του για παγκόσμια ηγεμονία του κινεζικού κομμουνισμού. Η Αμερική δεν μπορεί πλέον να αγνοήσει τις θεμελιώδεις πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές μεταξύ των χωρών μας, ακριβώς όπως το ΚΚΚ δεν τις αγνόησε ποτέ».
Μια τέτοια ρητορική στοχεύει να θέσει τις βάσεις για μια πιο έντονη φάση τριβών ΗΠΑ-Κίνας, με το να απηχεί τις απεικονίσεις του Ψυχρού Πολέμου της Σοβιετικής Ένωσης ως μιας «κακής αυτοκρατορίας», απονομιμοποιώντας την κυβέρνηση της Κίνας στα μάτια του αμερικανικού κοινού και απεικονίζοντας την Κίνα ως έναν κακό δρώντα στην διεθνή πολιτική.
Δεν είναι μόνο τα «γεράκια» όπως ο Πομπέο που έχουν δει την Κίνα μέσω ενός ιδεολογικού πρίσματος. Ένα ευρύ φάσμα προσωπικοτήτων στην Ουάσινγκτον πιστεύουν ότι η πραγματική απειλή για τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι η αυξανόμενη στρατιωτική και οικονομική δύναμη της Κίνας, αλλά η πρόκληση του Πεκίνου για το αμερικανικό μοντέλο πολιτικής και οικονομικής ανάπτυξης. Όπως έγραψαν οι Kurt Campbell και Jake Sullivan σε αυτές τις σελίδες το 2019, «η Κίνα μπορεί τελικά να παρουσιάσει μια ισχυρότερη ιδεολογική πρόκληση από την Σοβιετική Ένωση»˙ «η άνοδός της σε status υπερδύναμης θα ασκήσει μια ώθηση προς τον αυταρχισμό».
Αυτή η ιδεολογική στροφή στην πολιτική των ΗΠΑ για την Κίνα είναι παράλογη. Δημιουργεί μια πυρετώδη διάθεση στην Ουάσιγκτον και κάνει τον πόλεμο πιο πιθανό. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ήταν καλύτερα να απομακρύνουν την ιδεολογία από την εξίσωση και να διεξάγουν την σχέση τους με την Κίνα ως μια παραδοσιακή αντιπαλότητα μεγάλων δυνάμεων, στην οποία η διπλωματία στοχεύει στην διαχείριση του ανταγωνισμού μέσω συμβιβασμού, συνδιαλλαγής, και αναζήτησης κοινής βάσης. Οι ιδεολογικοί ανταγωνισμοί, από την άλλη πλευρά, έχουν μηδενικό άθροισμα. Εάν ο αντίπαλός σου είναι κακός, ο συμβιβασμός -πράγματι, η ίδια η διαπραγμάτευση- γίνεται κατευνασμός.
ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΕΝΟΨΕΙ
Σήμερα, η σχέση ΗΠΑ-Κίνας βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση. Οι οικονομικές σχέσεις είναι δύσκολες λόγω του εμπορικού πολέμου της κυβέρνησης Τραμπ, και η πολιτική των ΗΠΑ για την τεχνολογία στοχεύει να θέσει εκτός λειτουργίας κινεζικές εταιρείες όπως η Huawei. Είναι εύκολο να δούμε το πώς οποιοσδήποτε αριθμός σημείων ανάφλεξης θα μπορούσε να προκαλέσει πόλεμο τα επόμενα χρόνια. Τα γεγονότα στην Κορεατική Χερσόνησο θα μπορούσαν να προσελκύσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα, και οι στρατιωτικοί ελιγμοί αμφότερων των χωρών έχουν προκαλέσει εντάσεις στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας και στα Στενά της Ταϊβάν. Η Ουάσιγκτον αμφισβητεί επίσης τις καθιερωμένες αντιλήψεις για το καθεστώς της Ταϊβάν πλησιάζοντας στο να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία του νησιού από την Κίνα και ομολογώντας ανοιχτά την στρατιωτική δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών για την υπεράσπιση της Ταϊβάν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αντέδρασαν επίσης έντονα στην καταστολή του Πεκίνου έναντι της μουσουλμανικής μειονότητας των Ουιγούρων της Κίνας και στην επιβολή ενός αυστηρού νέου νόμου περί ασφάλειας στο Χονγκ Κονγκ. Και στις δύο περιπτώσεις, μια διακομματική σειρά αξιωματούχων των ΗΠΑ έχουν καταδικάσει την Κίνα, και αμφότερα το Κογκρέσο και η κυβέρνηση Τραμπ επέβαλαν κυρώσεις ως αντίποινα.
Παρά την εν λόγω ώθηση, η Κίνα είναι απίθανο να εγκαταλείψει τον στόχο της να γίνει περιφερειακός ηγεμόνας στην Ανατολική Ασία. Το Πεκίνο θα συνεχίσει επίσης να πιέζει τις Ηνωμένες Πολιτείες για να το θεωρήσουν ως ισοδύναμη μεγάλη δύναμη. Η αποφυγή του πολέμου με το να ικανοποιηθούν οι επιθυμίες της Κίνας θα απαιτούσε από τις Ηνωμένες Πολιτείες να ανακαλέσουν την εγγύηση ασφάλειας στην Ταϊβάν και να αναγνωρίσουν τις διεκδικήσεις του Πεκίνου στο νησί. Η Ουάσινγκτον θα πρέπει επίσης να αποδεχθεί την πραγματικότητα ότι οι φιλελεύθερες αξίες της δεν είναι καθολικές και, ως εκ τούτου, να σταματήσει να παρεμβαίνει στις εσωτερικές υποθέσεις της Κίνας καταδικάζοντας τις πολιτικές του Πεκίνου στο Χονγκ Κονγκ και την [επαρχία] Σιντζιάνγκ και να μην απευθύνει ελάχιστα καλυμμένες εκκλήσεις για αλλαγή καθεστώτος.
Υπάρχει ελάχιστη πιθανότητα οι Ηνωμένες Πολιτείες να κάνουν αυτά τα βήματα. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε την αναγνώριση του τέλους της υπεροχής των ΗΠΑ. Αυτό καθιστά την προοπτική ενός θερμού πολέμου όλο και πιο πιθανή. Σε αντίθεση με τον Ψυχρό Πόλεμο, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση γενικά αποδέχθηκαν τις ευρωπαϊκές σφαίρες επιρροής η μια της άλλης, σήμερα η Ουάσινγκτον και το Πεκίνο έχουν εντελώς διαφορετικές απόψεις για το ποιος θα πρέπει να υπερισχύει στις θάλασσες της Ανατολικής Κίνας και της Νότιας Κίνας και στην Ταϊβάν.
Η κοινή γνώμη των ΗΠΑ είναι επίσης απίθανο να λειτουργήσει ως ένας έλεγχος σε αυτήν την πιθανή πορεία προς τον πόλεμο. Ιστορικά, το κατεστημένο της εξωτερικής πολιτικής της χώρας δεν ανταποκρίθηκε ιδιαίτερα στην κοινή γνώμη και πολλοί Αμερικανοί ψηφοφόροι γνωρίζουν λίγα για τις στρατιωτικές δεσμεύσεις των ΗΠΑ στο εξωτερικό και τις επιπτώσεις τους. Σε περίπτωση κινεζικής επίθεσης, ειδικά στην Ταϊβάν, το φαινόμενο «συσπείρωσης γύρω από την σημαία» και η ικανότητα της αμερικανικής κυβέρνησης να χειραγωγεί την κοινή γνώμη πιθανότατα θα εξουδετέρωναν την δημόσια αντίθεση στον πόλεμο. Οι ηγέτες των ΗΠΑ θα καταδίκαζαν το Πεκίνο ως μια αδίστακτη, επιθετική και επεκτατική κομμουνιστική δικτατορία με στόχο την καταστολή των ανθρώπων που αγαπούν την ελευθερία εντός μιας δημοκρατικής επικράτειας. Στο αμερικάνικο κοινό θα έλεγαν ότι ο πόλεμος ήταν απαραίτητος για την υπεράσπιση των παγκόσμιων αξιών των Ηνωμένων Πολιτειών. Φυσικά, όπως συνέβη με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον πόλεμο του Βιετνάμ, και τον πόλεμο στο Ιράκ, η δημόσια απογοήτευση θα ξεκινούσε αν ο πόλεμος πήγαινε άσχημα. Μέχρι τότε, ωστόσο, θα ήταν πολύ αργά.
Τα τελευταία χρόνια, πολλοί παρατηρητές -συμπεριλαμβανομένων κορυφαίων αναλυτών για την Κίνα στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως ο Robert Kagan και ο Evan Osnos- έχουν προτείνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα θα μπορούσαν, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία το 1914, να «υπνοβατούν» προς τον πόλεμο. Αν και η πορεία προς την σύγκρουση συνεχίζεται, τα μάτια όλων είναι τώρα ανοιχτά. Το πρόβλημα είναι ότι, παρόλο που οι υποστηρικτές της αυξημένης αντιπαράθεσης λένε την υπόθεσή τους δυνατά και ξεκάθαρα, η αντίθεση σε τέτοιες πολιτικές υπήρξε εκπληκτικά σιωπηλή στο πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής. Ένας λόγος είναι ότι πολλοί που συνήθως υποστηρίζουν πολιτικές στρατηγικής αυτοπειθαρχίας και αυτοσυγκράτησης στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, έχουν γίνει, τα τελευταία χρόνια, πολύ πιο επιθετικοί όταν πρόκειται για την Κίνα. Μεταξύ μελετητών και αναλυτών που συμφωνούν γενικά ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αποδεσμευτούν από τη Μέση Ανατολή (και, μερικοί λένε, ακόμη και από την Ευρώπη), λίγοι υποστηρίζουν παρόμοιες στρατηγικές προσαρμογές στην Ανατολική Ασία. Αντ’ αυτού, ορισμένοι σε αυτό το στρατόπεδο -ιδίως ο διακεκριμένος ρεαλιστής ακαδημαϊκός John Mearsheimer- ισχυρίζονται τώρα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αντιταχθούν στην προσπάθεια της Κίνας για περιφερειακή ηγεμονία. Αλλά αυτό το επιχείρημα βασίζεται στον γεωπολιτικό εφιάλτη που αποτέλεσε εμμονή του Βρετανού στρατηγικού στοχαστή Sir Halford Mackinder στις αρχές του εικοστού αιώνα: εάν μια μόνο δύναμη κυριαρχήσει στην ευρασιατική ενδοχώρα, θα μπορούσε να επιτύχει παγκόσμια ηγεμονία. Το επιχείρημα του Mackinder έχει πολλές αδυναμίες. Είναι το προϊόν μιας εποχής που εξισώνει την στρατιωτική δύναμη με το μέγεθος του πληθυσμού και την παραγωγή άνθρακα και χάλυβα. Η ευρασιατική απειλή είχε υπερτιμηθεί την εποχή του Μάκιντερ και εξακολουθεί να είναι [υπερτιμημένη]. Η κινεζική περιφερειακή ηγεμονία δεν είναι κάτι για το οποίο αξίζει να πάμε σε πόλεμο.
Το αν οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να, ή αν θα, παραχωρήσουν ειρηνικά την κυριαρχία τους στην Ανατολική Ασία και αν αναγνωρίσουν το status της Κίνας ως ίση μεγάλη δύναμη είναι ένα αναπάντητο ερώτημα. Εάν όμως η Ουάσινγκτον δεν το κάνει, βρίσκεται σε γρήγορη πορεία για πόλεμο -κάτι που θα μπορούσε να κάνει τις στρατιωτικές καταστροφές του Βιετνάμ, του Αφγανιστάν και του Ιράκ να ωχριούν συγκριτικά.
Πηγή: https://www.foreignaffairs.gr/articles/73302/christopher-layne/oi-eperxomenes-kataigides?page=show