Εάν ο Τζο Μπάιντεν κερδίσει την προεδρία τον Νοέμβριο, η ομάδα του για την εξωτερική πολιτική θα του παρουσιάσει μια εντυπωσιακή λίστα υποχρεώσεων. Δεδομένης της σημαντικής διεθνούς εμπειρίας του, ο πρώην αντιπρόεδρος θα μπει στον πειρασμό να εγκύψει. Αλλά πρέπει να σταματήσει για να εξετάσει τις προτεραιότητές του.
Ο Μπάιντεν θα αντιμετωπίσει τεράστιες απαιτήσεις εγχωρίως. Η [ασθένεια] COVID-19 θα συνεχίσει να θέτει σε κίνδυνο αμερικανικές ζωές και εισοδήματα και θα επισημαίνει τις ανισότητες στο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης του έθνους. Ο νέος πρόεδρος θα πρέπει να διευθύνει μια οικονομική ανάκαμψη χωρίς αποκλεισμούς. Θα αντιμετωπίσει εκνευρισμό για τον ρατσισμό και την ποινική δικαιοσύνη. Οι δημοκρατικές εκλογικές περιφέρειες θα απαιτήσουν δράση για την κλιματική αλλαγή, το περιβάλλον, την ενέργεια και τη μετανάστευση.
Το προσωπικό του Μπάιντεν θα θέλει να βασιστεί στις δεξιότητές του ως νομοθέτη που πετυχαίνει συμφωνίες -κανένας πρόεδρος μετά τον Λίντον Τζόνσον δεν είχε την εμπειρία του να εργάζεται με και στο Κογκρέσο- ακόμη και όταν θα αντιμετωπίζει ένα ποικίλο και ανυπόμονο κομματικό σώμα. Ο Μπάιντεν θα καταλάβει ότι πρέπει να επιδείξει αποτελεσματικότητα, όχι μόνο να υπερασπίζεται ζητήματα, διότι πολλοί Αμερικανοί θα έχουν ψηφίσει κατά του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, όχι απαραίτητα για [να στηρίξουν] το πρόγραμμα του Μπάιντεν. Αυτός και ο εσωτερικός κύκλος του γνωρίζουν την εμπειρία των νεοεκλεγέντων Δημοκρατικών προέδρων που ανέλαβαν την εξουσία μαζί με ένα ελεγχόμενο από τους Δημοκρατικούς Κογκρέσο μετά από μια εποχή ρεπουμπλικανικής κυριαρχίας: οι πρόεδροι Μπαράκ Ομπάμα, Μπιλ Κλίντον και Τζίμι Κάρτερ αντιμετώπισαν όλοι τους υψηλές προσδοκίες και στην συνέχεια υπέστησαν ήττες μετά από δύο χρόνια στο μέσο της [πρώτης] θητείας τους. Ένας σοφός Λευκός Οίκος θα θέσει προτεραιότητες και θα επιδιώξει συγκεκριμένα επιτεύγματα.
Δεδομένων των περιορισμών στον χρόνο και στο πολιτικό κεφάλαιο του νέου προέδρου, μια κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει να αξιοποιήσει την εγχώρια ατζέντα της για την επεξεργασία της εξωτερικής πολιτικής της. Ο πρόεδρος μπορεί να σηματοδοτήσει την ηγεσία των ΗΠΑ με μια διεθνή ατζέντα που να στηρίζεται ακριβώς στις εγχώριες προτεραιότητές του. Ένα συνδυασμένο πρόγραμμα θα προσφέρει στον εγκατεστημένο πρόεδρο Μπάιντεν μια συνεκτική στρατηγική, παρά ένα μεγάλο κατάλογο μεμονωμένων στοιχείων.
Τα φυσικά συστατικά μιας τέτοιας πολιτικής περιλαμβάνουν την δημόσια υγεία και την βιολογική ασφάλεια, την ασφάλεια του περιβάλλοντος και της ενέργειας, την χωρίς αποκλεισμούς οικονομική ανάπτυξη, την προστασία στον κυβερνοχώρο και την τεχνολογική καινοτομία, και τη μετανάστευση. Αυτά τα θέματα θα είναι ελκυστικά και για τους συμμάχους των ΗΠΑ, δημιουργώντας την βάση για μια αναζωογονημένη διατλαντική και διασυνοριακή συνεργασία. Από αυτήν τη νέα βάση συνεργασίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι εταίροι τους θα είναι σε καλύτερη θέση για να αντιμετωπίσουν δύο πρωταρχικές προκλήσεις: το μέλλον των ελεύθερων κοινωνιών και τον ανταγωνισμό με την Κίνα.
Πανδημία και περιβάλλον
Η πανδημία προσφέρει την σαφέστερη και πιο επείγουσα σύνδεση μεταξύ της πολιτικής στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται εμβόλια, καλύτερες θεραπείες, και αποτελεσματικά συστήματα προφύλαξης για την αντιμετώπιση του ιού. Όμως, η ανάκαμψη στις Ηνωμένες Πολιτείες απαιτεί παγκόσμια πρόοδο. Οι επιστήμονες και οι γιατροί θα πρέπει να μοιραστούν γνώσεις και θεραπείες πέρα από τα σύνορα. Σε αντίθεση με την τρέχουσα πολιτική, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να συνεργαστούν με άλλα έθνη για να ενισχύσουν τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και να τον συνδράμουν όταν είναι απαραίτητο. Πράττοντας έτσι, μια δυνητική διοίκηση Μπάιντεν θα πρέπει να ρίξει το βλέμμα της στην επιτυχή εκστρατεία του προέδρου Τζορτζ Μπους κατά του HIV/AIDS, το Προεδρικό Πρόγραμμα Έκτακτης Ανάγκης για την Ανακούφιση από το AIDS (President’s Emergency Plan for AIDS Relief, PEPFAR). Αυτό το πρόγραμμα συνδύαζε πόρους, γνώσεις, και συμπόνια για την αντιμετώπιση μιας κοινής απειλής [1]. Το PEPFAR και μια παρόμοια προσπάθεια κατά της ελονοσίας και της φυματίωσης υπήρξαν μεταξύ των μεγαλύτερων συνεισφορών των Ηνωμένων Πολιτειών στην Αφρική. Η διοίκηση Μπάιντεν θα πρέπει να ξεκινήσει μια παρόμοια πρωτοβουλία για την COVID-19.
Ο κόσμος αντιμετωπίζει επικίνδυνες ιογενείς επιδημίες κάθε χρόνο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, πρέπει να πάρουν μαθήματα -χωρίς να εκφράσουν κατηγορίες- σχετικά με την πρόληψη, τις προφυλάξεις, και τις θεραπείες. Για να συμπληρώσουν αυτό το έργο, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να προωθήσουν την συλλογική δράση κατά της εμπορίας άγριων ζώων που διασπέρνει επικίνδυνους ιούς.
Ομοίως, μια διοίκηση Μπάιντεν θα πρέπει να οικοδομήσει πάνω στις εγχώριες πολιτικές της για τον άνθρακα ώστε να δημιουργήσει υποστήριξη προς την διεθνή δράση για την κλιματική αλλαγή. Εκτός από την επανένταξη στην συμφωνία του Παρισιού, ο Μπάιντεν θα ανακτήσει δυναμική και θα διευρύνει την υποστήριξη, μεταξύ άλλων και των αναπτυσσόμενων χωρών, με το να εκτυλίξει συντονισμένες διεθνείς πολιτικές σε μια σειρά θεμάτων. Για παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην ενοποίηση των πολιτικών [δράσεων] για την κλιματική αλλαγή και εκείνων για την ανάπτυξη: μια πρωτοβουλία για τον άνθρακα του εδάφους (soil carbon) θα μπορούσε να βοηθήσει την αφρικανική γεωργία, και τα κίνητρα αναδάσωσης θα ενίσχυαν την βιολογική ποικιλομορφία παγκοσμίως. Εναλλακτικές ενεργειακές τεχνολογίες θα μπορούσαν να κλιμακωθούν ώστε να ανταποκρίνονται στις ικανότητες και τις ανάγκες και των αναπτυσσόμενων χωρών. Όλες οι χώρες θα χρειαστούν πολιτικές προσαρμογής, και οι φόροι και οι εμπορικές αγορές άνθρακα θα κατηύθυναν επενδύσεις σε έργα με τα μεγαλύτερα δυνητικά οφέλη.
Το restart στην οικονομία
Ο Μπάιντεν πρέπει επίσης να συνδέσει τις οικονομικές πολιτικές του με μια παγκόσμια μετα-COVID-19 ανάκαμψη. Οι εργαζόμενοι των ΗΠΑ δεν θα αποκομίσουν κέρδη σε μια στάσιμη παγκόσμια οικονομία. Αν και η εγχώρια πολιτική θα περιορίσει πιθανώς τις μεγάλες εμπορικές πρωτοβουλίες, ο Μπάιντεν θα μπορούσε να ενισχύσει την εμπιστοσύνη και να βοηθήσει τους αγρότες και άλλους εξαγωγείς των ΗΠΑ, με το να βάλει ένα τέλος στον οικονομικό πόλεμο του Τραμπ. Θα πρέπει να ξεκινήσει αναστρέφοντας τα «εθνικής ασφάλειας» διαστροφικά εμπόδια προς τους συμμάχους και να αντισταθμίσει ορισμένες αυξήσεις φόρων εγχωρίως μειώνοντας δασμούς και κόστη εισαγωγών. Η διοίκησή του θα πρέπει επίσης να ελευθερώσει το σύστημα επίλυσης διαφορών του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου για να ξαναγίνει λειτουργικό και να συντονιστεί με την ΕΕ, την Ιαπωνία, τον Καναδά, την Αυστραλία και άλλους ώστε να αντιμετωπίσει τις αδυναμίες του ΠΟΕ.
Εάν ο Μπάιντεν θέλει μια εμπορική πρωτοβουλία, πρέπει να προτείνει οι τρεις οικονομίες της Βόρειας Αμερικής να διαπραγματευτούν μια Βορειοατλαντική συμφωνία με το Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτή η συμφωνία θα υπογραμμίζει την ισχύ μιας ολοκληρωμένης Βορειοαμερικανικής οικονομίας και θα ανακοινώνει ότι οι «Three Amigos» σκοπεύουν να διαμορφώσουν παγκόσμιους κανόνες. Τα συνδικάτα των ΗΠΑ δεν θα μπορούν να διαμαρτύρονται δικαιολογημένα για τα βρετανικά εργασιακά πρότυπα.
Μια μελλοντική παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη θα βαδίζει χέρι-χέρι με την έρευνα και την τεχνολογική καινοτομία των ΗΠΑ. Στο παρελθόν, η αμερικανική «τριπλή έλικα» (“triple helix”) της κυβερνητικής χρηματοδότησης για βασική έρευνα, για πανεπιστήμια, και για ιδιωτικές επιχειρήσεις αποδείχθηκε ανώτερη από τα συστήματα που διευθύνονταν από τις πολιτείες. Για να πετύχουν σήμερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να παραμείνουν ανοιχτές σε ανθρώπους, ιδέες, κεφάλαια, και ανταγωνισμό έξω από τα σύνορά τους. Τα πανεπιστήμια των ΗΠΑ πρέπει να είναι μαγνήτες για τα ταλέντα του κόσμου. Μια δυνητική διοίκηση Μπάιντεν θα πρέπει να συνεργαστεί στενά με άλλες χώρες για να ενισχύσουν τα κοινά πρότυπα και να διασφαλίσουν την εμπορική ασφάλεια και την πνευματική ιδιοκτησία.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται μια αναζωογονημένη πολιτική μετανάστευσης για να διατηρήσουν αυτό το οικονομικό και πνευματικό πλεονέκτημα. Η χώρα χρειάζεται ασφαλείς πύλες, όχι ανόητους τοίχους. Η έγκαιρη δράση για τους «Dreamers» [στμ: η αναφορά γίνεται για εκείνους που εμπίπτουν στο πρόγραμμα DREAM (Development, Relief and Education for Alien Minors) που κατέθεσε ο πρόεδρος Ομπάμα στο Κογκρέσο αλλά δεν κατάφερε να ψηφιστεί, καθώς και στο άλλο πρόγραμμά του, το DACA (Deferred Action on Childhood Arrivals) το οποίο προσπάθησε ανεπιτυχώς να καταργήσει ο πρόεδρος Τραμπ] και τις βίζες θα έφτιαχνε το σκηνικό. Το 1979, ο Ρόναλντ Ρέιγκαν ξεκίνησε την προεδρική του εκστρατεία με ένα μήνυμα [2] που ταιριάζει στην σημερινή εποχή μας: «Το κλειδί για τη μελλοντική μας ασφάλεια μπορεί να βρίσκεται τόσο στο Μεξικό όσο και στον Καναδά που γίνονται πολύ ισχυρότερες χώρες από όσο είναι σήμερα», είπε. «Είναι καιρός να σταματήσουμε να θεωρούμε τους πλησιέστερους γείτονές μας ως ξένους». Η Βόρεια Αμερική της NAFTA αντιστάθηκε στις προσπάθειες του Τραμπ να χωρίσει τους τρεις εταίρους. Ωστόσο, ο Μπάιντεν θα πρέπει να κάνει την Συμφωνία ΗΠΑ-Μεξικού-Καναδά (USMCA), την διάδοχο της NAFTA, να λειτουργήσει.
Η νέα NAFTA θα πρέπει να υποστηρίζει τις αλυσίδες εφοδιασμού και παραγωγής της Βόρειας Αμερικής που προσφέρουν ελκυστικές εναλλακτικές λύσεις έναντι των κινεζικών εξαγωγών. Το «Αγοράστε Αμερική» (“Buy America”) του Μπάιντεν πρέπει να γίνει «Αγοράστε Βόρεια Αμερική» (“Buy North America”). Αν και το δημογραφικό μέλλον της περιοχής λάμπει πιο φωτεινά από εκείνο της Κίνας, της Ευρώπης και της Ιαπωνίας, η βία και το οργανωμένο έγκλημα σκιάζουν τις προοπτικές του Μεξικού. Για να βελτιωθούν οι συνθήκες εργασίας και η ασφάλεια των συνδικάτων του Μεξικού, οι Ηνωμένες Πολιτείες και ο Καναδάς μπορούν να βοηθήσουν στην οικοδόμηση θεσμών και κράτους δικαίου. Η Επιτροπή Ανταγωνιστικότητας της USMCA θα πρέπει να επενδύσει σε ανθρώπινο κεφάλαιο μέσω εκπαίδευσης και δεξιοτήτων για να δημιουργήσει ένα εργατικό δυναμικό στην ήπειρο, σεβόμενη παράλληλα τα προαπαιτούμενα για την ιθαγένεια και την κυριαρχία. Μια νέα προσέγγιση στην Βόρεια Αμερική θα μπορούσε επίσης να προσφέρει εκλογικά κέρδη στον Μπάιντεν από τους ισπανόφωνους. Αυτή η υποστήριξη θα μπορούσε να βοηθήσει τη μετατόπιση των νοτιοδυτικών πολιτειών προς την παράταξή του.
Σύμμαχοι και εταίροι
Οι συστάσεις μου για μια νέα εσωτερική και εξωτερική πολιτική συνδυάζουν την καινοτομία με την συνέχεια. Κατά την διάρκεια δύσκολων ημερών στον Ψυχρό Πόλεμο, οι πρόεδροι Harry Truman, John F. Kennedy, Ronald Reagan, και George H. W. Bush αναγνώρισαν την ανάγκη να έρθουν οι σύμμαχοι πιο κοντά. Έδωσαν προτεραιότητα στην οικοδόμηση και ενίσχυση των συνεργασιών πριν διαπραγματευτούν με τον Σοβιετικό αντίπαλό τους.
Το ίδιο πρέπει να ισχύει σήμερα. Αυτό το σχέδιο οδηγεί σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος μεταξύ συμμάχων στην Ευρώπη και τον Ειρηνικό. Οι ελεύθερες κοινωνίες πρέπει να είναι ικανές να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του 21ου αιώνα για την ασφάλεια και τις ευκαιρίες των πολιτών. Ενεργώντας σε συνεννόηση, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι εταίροι τους μπορούν να γίνουν πιο ελκυστικοί για τους άλλους και να ανταγωνιστούν αποτελεσματικά με τα ανερχόμενα αυταρχικά κράτη. Ταυτόχρονα, αυτή η ατζέντα, εάν προωθηθεί από έναν συνασπισμό, θα μπορούσε να προσφέρει κοινό έδαφος με την Κίνα και την Ρωσία. Ο ανταγωνισμός, ακόμη και οι αντιπαλότητες, μπορούν να μετριαστούν από τα αμοιβαία συμφέροντα.
Αυτή η ατζέντα μπορεί επίσης να βοηθήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες να οικοδομήσουν διεθνή υποστήριξη για τις παραδοσιακές τους ευθύνες ασφαλείας. Παράλληλα με τους συνεργάτες της, η Ουάσιγκτον θα χρειαστεί τεχνολογικές ικανότητες αιχμής για να αποτρέψει επίδοξους επιτιθέμενους και να αντιμετωπίσει πυρηνικές και τρομοκρατικές απειλές. Ωστόσο, η στρατιωτική ηγεσία των ΗΠΑ έχει παραδοσιακά μεγαλύτερη υποστήριξη μεταξύ των συμμάχων όταν ξεκινά με αμοιβαία πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα.
Μια ατζέντα εξωτερικής πολιτικής για το 2021 πρέπει να ξεκινήσει από το εσωτερικό -αλλά στην συνέχεια να κοιτάξει πέρα από αυτό. Μια διοίκηση Μπάιντεν μπορεί να πετύχει εάν κάνει τις εσωτερικές και τις εξωτερικές πολιτικές σαν τις δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος.
Foreign Affairs: Biden’s Domestic Priorities Should Guide His Foreign Policy
Απόδοση: Γιάννης Κουτρουμπής