Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, και ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, οι οποίοι έχει προγραμματιστεί να συναντηθούν στην Γενεύη στις 16 Ιουνίου, μπορεί να γνωρίζονται πολύ καλά. Συναντήθηκαν για πρώτη φορά το 2011, όταν ο Μπάιντεν, τότε αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, με δική του ευθύνη είπε στον Πούτιν, τότε Ρώσο πρωθυπουργό, «Δεν νομίζω ότι έχετε ψυχή». Συγκρούστηκαν ξανά μετά το 2014, όταν ο Μπάιντεν είχε επιφορτιστεί να ενισχύσει την Ουκρανία στον απόηχο των διαδηλώσεών της και να πιέσει την Ρωσία να μειώσει την στρατιωτική της παρέμβαση στην ανατολική Ουκρανία.
Ο Πούτιν στην συνέχεια ανέλαβε το να αντιδράσει στον Μπάιντεν και στην πίεση της πολιτικής των ΗΠΑ που εκπροσωπούσε. Ο Ρώσος πρόεδρος έβαλε τις υπηρεσίες πληροφοριών του να παρεμβαίνουν στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 2016, με την ελπίδα ότι ο Ντόναλντ Τραμπ, μόλις εκλεγεί, θα μπορούσε να αντιστρέψει την στάση της κυβέρνησης Ομπάμα για την Ρωσία. Κατά τα επόμενα χρόνια, τα τσιράκια του Πούτιν πιθανότατα πέρασαν πληροφόρηση ή παραπληροφόρηση σχετικά με τον γιο του Μπάιντεν, τον Hunter, την οποία τα τσιράκια του Τραμπ πήραν με ανυπομονησία και έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν για να την αναπτύξουν στην καμπάνια του 2020. Με τόση πολλή ταραγμένη ιστορία μεταξύ τους, η τελευταία συνάντηση μεταξύ Μπάιντεν και Πούτιν θα είναι περίεργη σε προσωπικό επίπεδο.
Ωστόσο, η απουσία μιας σχέσης μπορεί να επισκιαστεί από την απουσία ουσιαστικής συμφωνίας. Ο Μπάιντεν δεν έκανε [προεκλογική] εκστρατεία πάνω σε μια επαναφορά των σχέσεων των ΗΠΑ με την Ρωσία και δεν έχει ακολουθήσει μια τέτοια προσέγγιση ως πρόεδρος. Αντ’ αυτού, η πολιτική του για την Ρωσία προϋποθέτει υψηλό βαθμό τριβών με τη Μόσχα. Αναγνωρίζει τους πολλούς τρόπους με τους οποίους η Ρωσία βλάπτει τα συμφέροντα των ΗΠΑ, από την ανάμειξη στις εκλογές έως την κατάληψη της ανατολικής Ουκρανίας και μέχρι την επιδίωξη να μειώσει την επιρροή των ΗΠΑ παγκοσμίως. Ο στόχος του Μπάιντεν δεν είναι να μεταμορφώσει τις σχέσεις με την Ρωσία αλλά να «αποκαταστήσει την προβλεψιμότητα και την σταθερότητα στην σχέση ΗΠΑ-Ρωσίας», όπως εξήγησε η Jen Psaki, υπεύθυνη Τύπου του Λευκού Οίκου κατά την ανακοίνωση της συνόδου κορυφής.
Υπάρχει επομένως ένα όριο στο πόσα μπορεί να επιτευχθούν στην σύνοδο κορυφής Πούτιν-Μπάιντεν. Με τον κάθε ηγέτη να δυσπιστεί και σίγουρα να μην του αρέσει ο άλλος, κανένας από τους δυο δεν θα βγει από το δρόμο του για να παραδώσει τίποτα σημαντικό. Παρά ταύτα, υπάρχει πραγματική αξία στις οπτικές της διαβούλευσης και της συζήτησης. Με κάποια τύχη, τέτοιες οπτικές μπορούν να εξελιχθούν σε μια πραγματικότητα διαβούλευσης και συζήτησης. Αυτά είναι τα θεμέλια της αληθινής σταθερότητας, και μπορούν να εμποδίσουν την Ρωσία και την Δύση από το να συρθούν σε μια άμεση αντιπαράθεση –μια [αντιπαράθεση] που θα ήταν τόσο ανεπιθύμητη όσο και αθέλητη.
Ο ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΟΥΤΙΝ
Ο Πούτιν πιθανότατα θα πλαισιώσει τη σύνοδο κορυφής της Γενεύης περισσότερο γύρω από τις δικές του διπλωματικές ικανότητες παρά γύρω από οποιαδήποτε συγκεκριμένα αποτελέσματα. Γνωρίζει ότι ο Μπάιντεν δεν θα άρει σύντομα τις κυρώσεις των ΗΠΑ. Το παιχνίδι της δημιουργίας ρηγμάτων μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και των Ευρωπαίων συμμάχων τους, που ο Πούτιν απολάμβανε να παίζει στην εποχή του Τραμπ, θα αποφέρει λιγότερα αποτελέσματα με τον Μπάιντεν, ο οποίος έχει ενισχύσει την διατλαντική συμμαχία˙ δεν υπάρχουν πόντοι προπαγάνδας για να σημειωθούν εδώ. Στην πραγματικότητα, ακόμη και η σύνοδος κορυφής του 2018 με τον Τραμπ στο Ελσίνκι δεν έκανε τίποτα για τον Πούτιν. Ο Αμερικανός πρόεδρος, ερωτώμενος για την ρωσική ανάμιξη στις εκλογές, ευθυγραμμίστηκε με χαρά με τον ηγέτη της Ρωσίας απέναντι στους δικούς του επαγγελματίες [στελέχη των υπηρεσιών] πληροφοριών, σηματοδοτώντας έναν ναδίρ για την διπλωματία των ΗΠΑ. Ωστόσο, αυτή η φαινομενική τύχη στις δημόσιες σχέσεις δεν προσέφερε στην Ρωσία κανένα νέο γεωπολιτικό άνοιγμα, και τα λόγια του Τραμπ στο Ελσίνκι, όπως συνέβαινε τόσο συχνά, είχαν μικρή επίδραση στις πολιτικές της διοίκησής του.
Με τον Μπάιντεν, ο Πούτιν θα παίξει τον ρόλο της πολιτικής προσωπικότητας (statesman). Θα προσπαθήσει να κάνει την σύνοδο κορυφής να καταγραφεί ως συνάντηση ίσων. Σε καμία περίπτωση μην υποχωρώντας στον Μπάιντεν, θα προσπαθήσει να δείξει ότι η Ρωσία είναι μια μεγάλη δύναμη. Αφήστε άλλους ηγέτες του κόσμου να ζητούν το είδος της αμερικανικής προσοχής που ο πρόεδρος της Ουκρανίας, Volodymyr Zelensky, λαχταρά δημοσίως από τότε που ο Μπάιντεν μπήκε στο Οβάλ Γραφείο. Αφήστε τους Ευρωπαίους να συγκεντρώνονται με τον Μπάιντεν στα βυζαντινά πολυμερή φόρουμ τους. Αφήστε τους άλλους να περιμένουν στο κρύο, πολύ περιθωριακοί ή αντιδημοκρατικοί ή ενοχλητικοί για να έχουν μια συνάντηση με τον πρόεδρο των ΗΠΑ. Ο Πούτιν θα συναντηθεί ενώπιος ενωπίω με τον Μπάιντεν -καθώς, κατά την άποψή του, είναι δικαίωμα της Ρωσίας.
Ωστόσο, εκτός από το διεθνές κύρος, ο Πούτιν αναζητά επίσης τα ίδια πράγματα που θέλει ο Μπάιντεν: προβλεψιμότητα και σταθερότητα. Είναι αλήθεια ότι ο Πούτιν δεν απέφυγε να αποσταθεροποιήσει τους γείτονες της Ρωσίας ή ακόμα και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μπορεί να ή μπορεί να μην βοήθησε την επιχείρηση της κυβέρνησης της Λευκορωσίας να εξαναγκάσει σε προσγείωση ένα επιβατικό αεροπλάνο ώστε να συλληφθεί ένας δημοσιογράφος που πετούσε από την Ελλάδα προς την Λιθουανία, αλλά σίγουρα συγχώρησε την πράξη μετά. Ωστόσο, παρ’ όλη την συζήτηση για την Ρωσία ως «ρεβιζιονιστικό φθοροποιό [παράγοντα]», η χώρα αναθεωρεί και χαλάει πολύ λιγότερα από όσα θα μπορούσε. Στην Ουκρανία, αρνήθηκε να προελάσει στο Κίεβο. Στη Μέση Ανατολή συνέχισε να επιτρέπει στο Ισραήλ την πρόσβαση στον εναέριο χώρο της Συρίας. Και στις Ηνωμένες Πολιτείες, συγκρατήθηκε από την ανάπτυξη του πλήρους οπλοστασίου των δυνατοτήτων της στον κυβερνοχώρο, που θα μπορούσαν σίγουρα να σπείρουν το χάος στην οικονομία των ΗΠΑ.
Ένας ολοένα και πιο απρόσιτος αυταρχικός που προεδρεύει σε μια επιδεινούμενη οικονομία, ο Πούτιν δεν μπορεί να αντέξει μια ανεξέλεγκτη εντατικοποίηση των διεθνών συγκρούσεων -ειδικά με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Πούτιν χρειάζεται μοχλούς για την διαχείριση των συγκρούσεων. Μια λειτουργική σχέση με τον Μπάιντεν δεν θα του κόστιζε τίποτα, και θα μπορούσε να του προσφέρει την γεωπολιτική ανάπαυλα που χρειάζεται για να αντιμετωπίσει τον φθειρόμενο καμβά της εσωτερικής ρωσικής πολιτικής.
ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΜΠΑΪΝΤΕΝ
Ο Μπάιντεν πρέπει να προσεγγίσει την σύνοδο κορυφής εξισορροπώντας το μακροπρόθεσμο με το άμεσο. Ένα αξιόλογο πρακτικό κέρδος θα ήταν η βελτίωση των προξενικών υπηρεσιών για τους Ρώσους στις Ηνωμένες Πολιτείες και για τους Αμερικανούς στην Ρωσία. Τα τελευταία χρόνια, ως αντίποινα για την ανάμειξη στις εκλογές και για την παρενόχληση των Αμερικανών διπλωματών, οι Ηνωμένες Πολιτείες απέλασαν Ρώσους διπλωμάτες και έκλεισαν το ρωσικό προξενείο στο Σιάτλ και το Σαν Φρανσίσκο, καθώς και την ρωσική εμπορική αποστολή στην Ουάσιγκτον. Εν τω μεταξύ, η Ρωσία απέλασε δεκάδες διπλωμάτες των ΗΠΑ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, με την σειρά τους, αισθάνθηκαν υποχρεωμένες να κλείσουν προξενεία στο Βλαδιβοστόκ, το Αικατερίνμπουργκ, και την Αγία Πετρούπολη, αφήνοντας την πρεσβεία στη Μόσχα ως τη μοναδική διπλωματική αποστολή τους στην Ρωσία -την οποία το Κρεμλίνο απειλεί να στερήσει από το ρωσικό προσωπικό της.
Η έλλειψη προξενείων και στις δύο χώρες καθιστά εξαιρετικά δύσκολο για τους πολίτες και των δύο χωρών να κάνουν ταξίδια εκατέρωθεν, διακόπτοντας την πολιτιστική και επιστημονική επαφή που ιστορικά ωφέλησε και τις δύο. Η κατάσταση σε ανθρώπινο επίπεδο τώρα είναι χειρότερη από όσο ήταν κατά το μεγαλύτερο μέρος του Ψυχρού Πολέμου. Για να το διορθώσει, ο Μπάιντεν θα πρέπει να προσφέρει την χαλάρωση κάποιων εκ των συνθηκών -επιτρέποντας την επαναλειτουργία των προξενείων της Ρωσίας στις Ηνωμένες Πολιτείες ή τουλάχιστον την επέκταση των προξενικών υπηρεσιών των ΗΠΑ στην Ρωσία- με την ελπίδα να τερματιστούν οι «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» αντιδράσεις των αρκετών παρελθόντων ετών.
Ο έλεγχος των όπλων θα είναι επίσης στην ατζέντα της Γενεύης. Μόλις μια εβδομάδα μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Μπάιντεν, εκείνος και ο Πούτιν συμφώνησαν να ανανεώσουν την συνθήκη New START, αλλά υπάρχει περιθώριο βελτίωσης. Όχι μόνο ο μεγαλύτερος έλεγχος όπλων θα μπορούσε να εξοικονομήσει χρήματα, αλλά θα αποτελέσει επίσης καλό παράδειγμα για άλλες χώρες. Εάν η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι κυριότερες πυρηνικές δυνάμεις του κόσμου, δεν μπορούν να βρουν μια συμφωνία για τη μείωση των οπλοστασίων τους, τότε οι συμφωνίες ελέγχου των όπλων με το Ιράν και την Βόρεια Κορέα είναι προορισμένες να αποτύχουν. Ευτυχώς, ο τομέας είναι ώριμος για πρόοδο. Από την φύση του, ο έλεγχος των όπλων απαιτεί αργή, επίπονη εργασία που αναλαμβάνουν επιστήμονες οι οποίοι είναι λιγότερο απασχολημένοι με διμερείς ερεθισμούς από όσο οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και οι διπλωμάτες. Ως πρώτο βήμα, οι δύο ηγέτες θα μπορούσαν να συγκροτήσουν ομάδες εργασίας, μερικές από αυτές πολυμερείς, για να αντιληφθούν τις μελλοντικές προκλήσεις σχετικά με τον έλεγχο των όπλων.
Ο μακροπρόθεσμος στόχος του Μπάιντεν πρέπει να είναι να ομαλοποιήσει τις σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας. Απλώς με την πραγματοποίησή της, μια σύνοδος κορυφής του Πούτιν-Μπάιντεν θα βοηθούσε σε αυτό το μέτωπο, υπονοώντας ότι είναι φυσιολογικό οι Ρώσοι και οι Αμερικανοί πρόεδροι να συναντώνται και να συναντώνται συχνά. Ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα είχε μια καλή πρώτη συνάντηση με τον Πούτιν στη Μόσχα το 2009. Αυτό ακολουθήθηκε το 2010 από την χαρούμενη «σύνοδο κορυφής του χάμπουργκερ» με τον Ντμίτρι Μεντβέντεφ -ο οποίος αντικατέστησε τον Πούτιν ως Ρώσος πρόεδρος για τέσσερα χρόνια- κατά την διάρκεια της οποίας οι δύο νεαροί πρόεδροι μοιράστηκαν μια φωτογραφία σε ένα εστιατόριο στο Άρλινγκτον της Βιρτζίνια. Αλλά μετά τα πράγματα πήγαν προς τα κάτω. Το 2013, ο Ομπάμα ακύρωσε μια προγραμματισμένη σύνοδο κορυφής με τον Πούτιν αφού ο Έντουαρντ Σνόουντεν, ο πρώην συμβασιούχος της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας που κυκλοφόρησε χιλιάδες διαβαθμισμένα έγγραφα, έλαβε άσυλο στην Ρωσία. Μετά από αυτό, με εξαίρεση τις τεταμένες συναντήσεις στο περιθώριο μεγαλύτερων διεθνών συγκεντρώσεων, υπήρξε μόνο η σύνοδος κορυφής του Ιουλίου 2017 μεταξύ Τραμπ και Πούτιν, η οποία ήταν τόσο μη παραγωγική όσο και ντροπιαστική.
Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ακόμη και όταν οι αντιπρόσωποι των δύο πλευρών μάχονταν μεταξύ τους σε ολόκληρο τον κόσμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση πραγματοποιούσαν τακτικές διπλωματικές συνόδους κορυφής, γεγονός που σήμαινε ότι η σύγκρουση δεν ήταν η ίδια ένας συμβατικός πόλεμος. Ο στόχος της δεν ήταν η άνευ όρων παράδοση αλλά μια επιφυλακτική και ατελής συνύπαρξη. Αντίθετα, οι μεταψυχροπολεμικές σύνοδοι κορυφής μεταξύ των ηγετών των ΗΠΑ και της Ρωσίας έπρεπε να εκφράσουν την συνεργασία τους. Σταμάτησαν κατά το δεύτερο μισό της διακυβέρνησης Ομπάμα, όταν η προσποίηση της συνεργασίας δεν μπορούσε πλέον να διατηρηθεί. Έχει γίνει τόσο στρεβλή και αβέβαιη η σχέση τώρα που πρέπει να καταδειχθεί ότι η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν βρίσκονται σε πόλεμο. Ακόμη και μια σύνοδος κορυφής που αποτελείται εξ ολοκλήρου από προκαθορισμένα σημεία ομιλίας θα βοηθούσε σε αυτό.
Για την διοίκηση Μπάιντεν, η σύνοδος κορυφής της Γενεύης δεν αφορά μόνο στην διπλωματία. Υπό τον Τραμπ, η πολιτική απέναντι στην Ρωσία και την Ουκρανία μπλέχτηκε στην πολιτική των ΗΠΑ. Ο Τραμπ είχε πολλές παράξενες σχέσεις με την ρωσική κυβέρνηση, αν και δεν εμφανίστηκαν ποτέ στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ο ίδιος ήταν ένα ρωσικό περιουσιακό στοιχείο και οι κατηγορίες ότι συνωμοτούσε με την Ρωσία συχνά κινητοποιούνταν από κομματικά κίνητρα. Αντικειμενικά, ωστόσο, ο Τραμπ επέτρεψε στην ρωσική παραπληροφόρηση ή τις πληροφορίες σχετικά με τον γιο του Μπάιντεν, Χάντερ, να ενημερώσουν την εκστρατεία της επανεκλογής του. Αυτές ήταν οι βρώμικες συμφωνίες για τις οποίες ο Τραμπ υπέστη μομφή το 2019. Με το να αρχίσει να εξομαλύνει τις σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας, ο Μπάιντεν μπορεί να αποκαταστήσει την Ρωσία στην δικαιολογημένη θέση της στις Ηνωμένες Πολιτείες: ως ένα θέμα εξωτερικής πολιτικής, όχι εσωτερικής πολιτικής.
ΤΙ ΔΙΑΚΥΒΕΥΕΤΑΙ
Οι προσδοκίες για την σύνοδο κορυφής Πούτιν-Μπάιντεν ορθώς είναι χαμηλές. Τα διακυβεύματα, ωστόσο, είναι υψηλά. Η Ρωσία και η Δύση αυτή την στιγμή υπνοβατούν προς την άβυσσο. Καμία πλευρά δεν αισθάνεται καμία πίεση για συμβιβασμό. Η εγχώρια πολιτική και στις δύο χώρες ανταμείβει την σκληρότητα. Κάθε πλευρά είναι πεπεισμένη ότι η άλλη βρίσκεται σε παρακμή, καθιστώντας τον συμβιβασμό πολύ λιγότερο επιθυμητό, καθώς η κατάρρευση της μιας πλευράς -και, κατ’ επέκταση, η νίκη της άλλης- είναι μόνο θέμα χρόνου.
Λίγα θα επιλυθούν στην Γενεύη. Περίπου έξι χρόνια μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η Κριμαία παραμένει προσαρτημένη και η ανατολική Ουκρανία έχει γίνει ακόμη μια από τις παγωμένες συγκρούσεις της περιοχής. Οι διπλωματικές συμφωνίες που συνήφθησαν από την Γερμανία, την Γαλλία, την Ρωσία και την Ουκρανία για τον τερματισμό της σύγκρουσης είναι μια άσχετη υποσημείωση για την επί τόπου κατάσταση. Εν τω μεταξύ, η Λευκορωσία βρίσκεται υπό την ηγεσία ενός τρελού δικτάτορα, του Αλεξάντερ Λουκασένκο, ο οποίος είτε θα επιτύχει για την χώρα του απομόνωση σε στιλ Βόρειας Κορέας είτε θα ανατραπεί προσπαθώντας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους θέλουν να εκδημοκρατιστεί η Λευκορωσία, ενώ η Ρωσία, η οποία έχει σημαντική στρατιωτική παρουσία στην χώρα, επιμένει ότι παραμένει συνδεδεμένη με τη Μόσχα. Μέσα και γύρω από την Συρία, ο αμερικανικός και ο ρωσικός στρατός βρίσκονται σε κοντινή απόσταση, αλλά έχουν εντελώς διαφορετικούς στόχους.
Όλες αυτές οι ασυμβατότητες θα συνεχιστούν για δεκαετίες. Δεν φαίνεται καμία ξεκάθαρη λύση και μπορεί να μην λυθούν ποτέ. Δεν μπορεί όμως να επιτραπεί να διαχυθούν. Αυτή είναι η εντολή του Μπάιντεν στην Γενεύη: να ξεκινήσει το επίπονο ταξίδι προς την προβλεψιμότητα και την σταθερότητα.